Αναρτήσεις

Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ OI ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟ θΕΟΦΡΑΣΤΟ


Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Θεόφραστος, μαθητής και συνεχιστής του έργου του άλλου μέγιστου φιλοσόφου Αριστοτέλη, πρώτος στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, συγκέντρωσε και περιέγραψε 30 συνολικά χαρακτήρες στο έργο του «ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ».
Οι 15 περιλαμβάνονταν στην πρώτη έκδοση του έργου, ενώ αργότερα οι μελετητές του ανακάλυψαν και τους υπόλοιπους.
Πιθανότατα ο Θεόφραστος στηρίχτηκε για τη σύνθεσή τους ως ένα βαθμό στο έργο του Αριστοτέλη Περί Ηθικής.
Ο Θεόφραστος πρόσεξε τον συνηθισμένο, καθημερινό άνθρωπο, το ανώνυμο πλήθος, σε αντίθεση με άλλους φιλοσόφους που ασχολήθηκαν με σημαντικές και εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής τους.
Περιγράφει τους ανθρώπινους τύπους χωρίς να αγαπά, χωρίς να μισεί, χωρίς να κρίνει, δηλαδή δεν τους επαινεί ούτε τους κατακρίνει. Έτσι μας παρουσιάζει αυτούσια την πραγματικότητα.
Οι «Χαρακτήρες» του είναι ανθρώπινοι τύποι, που ένα τους ελάττωμα κυριαρχεί σε όλη τους την ύπαρξη, τους υποδουλώνει και τους σηματοδοτεί.
Παρόλο που οι αντιλήψεις άλλαξαν με τους αιώνες, οι χαρακτήρες του Θεόφραστου παραμένουν ίδιοι στην ουσία, γι αυτό και σ’ αυτούς μπορούμε να αναγνωρίσουμε καθαρά φυσιογνωμίες της εποχής μας:
Ο  ΥΠΟΚΡΙΤΗΣ
Ο ΚΟΛΑΚΑΣ
Ο ΦΛΥΑΡΟΣ
Ο ΧΩΡΙΑΤΗΣ (προσοχή, όχι ο Χωρικός)
Ο ΦΙΛΑΡΕΣΚΟΣ
Ο ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΟΣ
Ο ΠΟΛΥΛΟΓΑΣ
Ο ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ
Ο ΑΝΑΙΔΗΣ
Ο ΜΙΚΡΟΠΡΕΠΗΣ
Ο ΑΣΕΜΝΟΣ
Ο ΦΟΡΤΙΚΟΣ
Ο ΨΕΥΤΟΠΡΟΘΥΜΟΣ
Ο ΑΝΟΗΤΟΣ
Ο ΚΑΚΟΤΡΟΠΟΣ
Ο ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΑΣ
Ο ΠΑΡΑΠΟΝΙΑΡΗΣ
Ο ΚΑΧΥΠΟΠΤΟΣ
Ο ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΟΣ
Ο ΑΝΑΓΩΓΟΣ
Ο ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΟΣ
Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ
Ο ΚΑΥΧΗΣΙΑΡΗΣ
Ο ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ
Ο ΔΕΙΛΟΣ
Ο ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΟΣ
Ο ΟΨΙΜΑΘΗΣ
Ο ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Ο ΦΙΛΟΠΟΝΗΡΟΣ
Ο ΑΙΣΧΡΟΚΕΡΔΗΣ
Σημαντικά αποφθέγματα αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων σχετικά με τους ανθρώπινους χαρακτήρες.

«Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του.»
Ηράκλειτος
«Μην επαινείς κανένα προτού γνωρίσεις καλά τη φύση του, τους τρόπους του, τον χαρακτήρα του.»
Θέογνις ο Μεγαρεύς

«Ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου αποκαλύπτεται όταν κατέχει δύναμη και εξουσία. Αυτές φουντώνουν κάθε πάθος και φανερώνουν κάθε κρυμμένο ελάττωμα.»
Πλούταρχος

Δεν είναι εύκολο να είσαι ταυτόχρονα πανούργος και αξιολάτρευτος και ελάχιστοι το επιτυγχάνουν μετά την ηλικία των 7
Αισχύλος
Δεν μπορείς να έχεις ένα περήφανο και ευγενικό πνεύμα, αν η συμπεριφορά σου είναι κακή και καταφρονητέα. Οι πράξεις σου πρέπει να είναι σύμφωνες με το πνεύμα σου
Δημοσθένης
Εν οίκω τα ήθη φανερά γίγνεται (Στο μεθύσι του κανείς αποκαλύπτει τον πραγματικό χαρακτήρα του)
Ξενοκράτης

Εντιμότητα: ειλικρινής χαρακτήρας συνδεδεμένος με σωστό τρόπο σκέψεων
Πλάτων
Η αξία ή ο πονηρός χαρακτήρας του ανθρώπου δεν εκδηλώνονται πάντοτε εύκολα στις αξιόλογες πράξεις, αλλά μάλλον σε πράξεις μικρής σημασίας, όπου μια αδιόρατη έκφραση ή κίνηση δείχνουν τον πραγματικό χαρακτήρα.
Πλούταρχος
Η μεγαλοφυϊα καλλιεργείται καλύτερα στη μόνωση, ο χαρακτήρας, όμως, σφυρηλατείται μέσα στην τρικυμιώδη θάλασσα της ζωής.
Μίλτων
Ήθος ανθρώπου δαίμων (Ο χαρακτήρας είναι το δαιμόνιο του ανθρώπου)
Ηράκλειτος
Ήθος δοκίμαζε (Να εξετάζεις τον χαρακτήρα)
Χίλων
Κι αδύνατο να μάθεις τα φρονήματα, τη σκέψη, την ψυχή του κάθε ανθρώπου προτού πάρει στα χέρια του εξουσία
Ευριπίδης «Αντιγόνη»
Να παίρνεις υπόψη σου τους αντιπάλους σου, γιατί είναι οι πρώτοι που αναγνωρίζουν τα λάθη σου
Αντισθένης
Ο άνθρωπος που εξαρτά την ευτυχία του από τον εαυτό του και όχι από τους άλλους, έχει υιοθετήσει τον καλύτερο τρόπο για μια ευτυχισμένη ζωή. Είναι ένας άνθρωπος σώφρων, ένας άνθρωπος με σιδερένιο χαρακτήρα και σοφία
Πλάτων
Πρώτα λες στον εαυτό σου τι θέλεις να γίνεις και μετά κάνεις αυτό που χρειάζεται
Επίκτητος
Φύσιν πονηράν μεταβαλείν ου ράδιον (Δεν είναι εύκολο πράγμα να αλλάξεις ένα κακό χαρακτήρα)
Ο ΥΠΟΚΡΙΤΗΣ
Υποκριτής είναι ο άνθρωπος που όταν πλησιάζει τους εχθρούς του θέλει να μη δείχνει ότι τους μισεί και τους επαινεί όταν είναι μπροστά τους ενώ από πίσω τους, τους κατηγορεί.
Και δείχνει ότι τους συμπονεί όταν έχουν χάσει μια δίκη.
Φαίνεται ακόμα ότι συγχωρεί αυτούς που τον κακολογούν και δεν θυμώνει για όσα λέγονται εναντίον του, και φέρεται με ήρεμο τρόπο σ’ αυτούς που είναι οργισμένοι γιατί τους αδίκησε, ενώ σ’ αυτούς που ζητούν να τον δουν αμέσως, τους λέει να ξαναέρθουν αργότερα.
Δεν φανερώνει τίποτα απ’ όσα κάνει: λέει μόνο ότι «Το σκέφτεται» ή ότι μόλις πριν από λίγο επέστρεψε ή ότι έφτασε αργά ή ότι ήταν άρρωστος.
Και σ’ αυτούς που του ζητούν δανεικά ή κάποιον έρανο, λέει πως το μαγαζί του δεν πάει καλά ενώ στην πραγματικότητα πάει πολύ καλά, ενώ σ’ άλλη περίπτωση, όταν πράγματι δεν πάει καλά, αυτός λέει πως τα οικονομικά του είναι εντάξει.
Αν άκουσε κάτι, προσποιείται ότι δεν το άκουσε, και αν είδε κάτι προσποιείται ότι δεν το είδε, ενώ όταν δώσει υπόσχεση, προσποιείται ότι δεν την θυμάται.
Και για άλλες υποθέσεις λέει ότι θα σκεφτεί για άλλες λέει ότι δεν γνωρίζει ή ότι μένει έκθαμβος ή ότι και αυτός κάποτε έκανε την ίδια σκέψη. Και γενικά είναι πολύ ικανός να μιλάει με αυτό τον τρόπο.
«Δεν πιστεύω – δεν νομίζω – απορώ – θαρρείς πως άλλαξε – αυτά όμως δεν τα έχει πει σε μένα – μου φαίνεται περίεργο – πες τα σ’ άλλον – δεν ξέρω αν πρέπει να μη σε πιστέψω ή αν πρέπει να τον καταδικάσω – πρόσεχε, μην είσαι ευκολόπιστος»
Τέτοια λόγια μπερδεμένα και επαναλήψεις είναι δυνατόν ν’ ακούσει κανείς από έναν υποκριτή.
Γι αυτό και πρέπει κανείς να φυλάγεται περισσότερο από αυτούς τους πονηρούς και ύπουλους χαρακτήρες παρά από τις οχιές.

Ο  ΚΟΛΑΚΑΣ

Ο κόλακας είναι τέτοιου είδους άνθρωπος, που όταν προχωράει μαζί σου στο δρόμο μπορεί να σου πει: «Έχεις καταλάβει ότι όλος ο κόσμος σε κοιτάζει; Αυτό, δεν συμβαίνει σε κανέναν άλλον στην πόλη μας εκτός από σένα.» ή «Διακρίθηκες χθες στη στοά, γιατί ήταν μαζεμένοι περισσότεροι από τριάντα άνθρωποι, και όταν έτυχε να ρωτήσουν, ποιος είναι ο άριστος πολίτης, όλοι με το όνομά σου άρχιζαν και με το όνομά σου τελείωναν.»
Και καθώς τα λέει αυτά, βγάζει κάποιο χνούδι από το φόρεμα του φίλου του ή αν ο άνεμος του ρίξει ένα αχυράκι στα μαλλιά, αυτός του το βγάζει και λέει με χαμόγελο: «Βλέπεις, δυο μέρες έχω να σε δω και γέμισες άσπρες τρίχες, αν και στην ηλικία σου κανείς δεν έχει τόσες μαύρες τρίχες.»
Όταν μιλάει ο φίλος του, ο κόλακας, προστάζει τους άλλους να σωπάσουν, όταν τραγουδά, τον επαινεί καθώς τον ακούει και όταν σταματήσει τον χειροκροτεί και του φωνάζει «Μπράβο» όταν κάνει κάποιο άνοστο αστείο, αυτός θα βάλει τα γέλια, φέρνοντας και το ρούχο του στο στόμα του σαν να μην μπορεί τάχα να κρατήσει τα γέλια του.
Όσους συναντά στο δρόμο, τους λέει να σταματήσουν μέχρι να περάσει ο φίλος του.
Αγοράζει μήλα και αχλάδια για τα παιδιά του, τα πηγαίνει στο σπίτι, τους τα προσφέρει μπροστά στο φίλο του και αφού τα φιλήσει τους λέει: «Παιδάκια από καλό πατέρα.» Όταν αγοράζει μαζί του παπούτσια του λέει: «Σε σένα έρχεται» και έπειτα γυρίζει πάλι πίσω και λέει: «Τον ειδοποίησα»
Και είναι ικανός ακόμα και τα ψώνια από την γυναικεία αγορά να μεταφέρει στο σπίτι χωρίς να πάρει ανάσα.
Από τους καλεσμένους, πρώτος αυτός θα επαινέσει το κρασί και θα πει: «Τι καλοφαγάς που είσαι:» και αφού πάρει κάτι από το τραπέζι, θα του το δώσει και θα πει: «Πάρε αυτό, είναι νόστιμο».
Τον ρωτά εάν κρυώνει  και εάν θέλει να του δώσει το πανωφόρι του, και συγχρόνως τον σκεπάζει προστατευτικά.
Συνεχώς του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί και τον κοιτάει ακόμα και όταν μιλάει σε άλλους.
Στο θέατρο, παίρνει τα μαξιλάρια από το δούλο του και του τα στρώνει ο ίδιος.
Τον βεβαιώνει ότι το σπίτι του έχει ωραίο αρχιτεκτονικό σχέδιο, το χωράφι του είναι ωραία φυτεμένο και ότι ο πίνακας που του έφτιαξε ο ζωγράφος, του μοιάζει καταπληκτικά.
Με λίγα λόγια, μπορεί κανείς να δει τον κόλακα να λέει και να κάνει όλα όσα μπορούν να τον κάνουν να αρέσει στους άλλους.

Ο  ΦΛΥΑΡΟΣ

Ο φλύαρος πάει και κάθεται δίπλα σε κάποιον που δεν γνωρίζει, και αρχίζει πρώτα να επαινεί την γυναίκα του, ύστερα να του λέει τι όνειρο είδε στον ύπνο του και έπειτα ένα-ένα τα φαγητά που είχε στο δείπνο του.
Έπειτα, αφού προχωρήσει στην ομιλία του, του λέει ότι οι σημερινοί άνθρωποι είναι πολύ πονηρότεροι από τους παλαιούς, ότι το σιτάρι στην αγορά είναι φθηνό και ότι έρχονται πολλοί ξένοι στον τόπο και ακόμα αναφέρει πόσες στήλες έχει το Ωδείο, και «χθες έκανα εμετό» και ρωτάει συνέχεια «τι μέρα είναι σήμερα;» και όσο κανείς τον ανέχεται, τόσο αυτός δεν φεύγει.
Πρέπει λοιπόν κανείς να διώχνει από κοντά του αυτούς τους ανθρώπους και να φεύγει τρέχοντας, αν δεν θέλει να του μπει πυρετός. Γιατί δεν είναι δυνατόν να αρέσει σε κάποιον να κάνει παρέα με ανθρώπους που δεν διακρίνουν το χρόνο της εργασίας από τον ελεύθερο χρόνο.

Ο  ΧΩΡΙΑΤΗΣ

Η χωριατιά θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η άγνοια των καλών τρόπων. Ο χωριάτης είναι ικανός να πάει στην συνέλευση του δήμου αφού έχει πιεί κυκεώνα (ποτό που παρασκευαζόταν από κρασί, αλεύρι, μέλι και διάφορα χόρτα και δημιουργούσε δυσάρεστη αναπνοή) και να ισχυριστεί ότι το άρωμα δεν μυρίζει καλύτερα από το σκόρδο. Φοράει παπούτσια μεγαλύτερα από τα πόδια του και μιλάει πολύ δυνατά. Δεν εμπιστεύεται τους φίλους και τους συγγενείς του, ενώ στους δούλους του μιλάει για τις πιο σπουδαίες του υποθέσεις, και στους εργάτες που οργώνουν το χωράφι του, διηγείται όλα όσα άκουσε στη συνέλευση του δήμου. Όταν κάθεται, σηκώνει το φόρεμά του πάνω από τα γόνατα, με αποτέλεσμα να φαίνονται τα απόκρυφα μέρη του.
Και ενώ, τίποτα άλλο δεν του προκαλεί θαυμασμό ούτε του κάνει εντύπωση, όταν βλέπει στο δρόμο βόδι ή γάιδαρο ή τράγο, στέκεται και κοιτάζει.
Πηγαίνει κρυφά στο κελάρι και τρώει και πίνει αχόρταγα. Ερωτοτροπεί με την μαγείρισσα και έπειτα τη βοηθάει να αλέσει το σιτάρι που χρειάζεται γι αυτόν και τους δικούς του. Στη μέση του φαγητού σηκώνεται να δώσει χορτάρι στα ζώα του, αν χτυπήσουν την πόρτα, τρέχει ο ίδιος και ανοίγει, και συγχρόνως φωνάζει το σκύλο του, τον κρατάει από το στόμα και λέει: «Αυτός φυλάει το σπίτι και το χωράφι μου.»
Όταν του δίνουν χρήματα, αυτός τα εξετάζει, τα βρίσκει ελαφριά και ζητά να του τα αλλάξουν.
Εάν πάλι έχει δανείσει σε κάποιον το αλέτρι ή το κοφίνι του ή το δρεπάνι του ή το σακί του, κάθεται τη νύχτα άγρυπνος και το σκέφτεται. Σηκώνεται, λοιπόν, και πάει να το ζητήσει.
Όταν πηγαίνει στην πόλη, ρωτάει τον πρώτο που θα συναντήσει πόσο κοστίζουν τα δέρματα και τα παστά ψάρια, και αν σήμερα θα γίνει η εορτή της νέας σελήνης. Του λέει ακόμα, πως μόλις φτάσει στην πόλη θα κουρευτεί.
Ακόμη, τραγουδάει στο δημόσιο λουτρό και βάζει στα παπούτσια του καρφιά.

Ο ΦΙΛΑΡΕΣΚΟΣ

Η φιλαρέσκεια είναι ένας τρόπος συμπεριφοράς που μπορεί μεν να προκαλέσει ευχαρίστηση αλλά δεν γίνεται με καλή πρόθεση. Ο φιλάρεσκος όταν δει από μακριά κάποιον γνωστό του, τρέχει και τον χαιρετά, τον ονομάζει σπουδαίο άνθρωπο, τον θαυμάζει, τον κρατά και από τα δυο του χέρια, και δεν τον αφήνει, αλλά αφού τον συνοδεύσει για λίγο και ρωτήσει πότε θα τον ξαναδεί, τον αποχωρίζεται αφού τον παινέψει για μια ακόμη φορά.
Αν τον καλέσουν για διαιτητή σε κάποια διαφωνία, προσπαθεί να αρέσει όχι μόνον σε εκείνον που αντιπροσωπεύει αλλά και  στον αντίδικο, για να φανεί αμερόληπτος. Όταν μιλάει σε ξένους, λέει, πως έχουν περισσότερο δίκιο απ’ ότι οι συμπολίτες του.
Όταν είναι καλεσμένος σε γεύμα, ζητά από τον οικοδεσπότη να φέρει στο τραπέζι και τα παιδιά του. Μόλις μπούνε, λέει πως μοιάζουν με τον πατέρα τους περισσότερο απ’ ότι μοιάζει το ένα σύκο με το άλλο σύκο. Αφού τα φέρει κοντά του, τα φιλά, τα βάζει να καθίσουν δίπλα του, και με άλλα παίζει λέγοντας «ασκί και τσεκούρι» (παιχνίδι που έπαιζαν τα μικρά παιδιά) ενώ άλλα τα αφήνει να κοιμηθούν πάνω στην κοιλιά του, παρόλο που αυτό τον κουράζει.

Ο  ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΟΣ

Η αδιαντροπιά είναι η τόλμη αισχρών λόγων και πράξεων. Ο άνθρωπος αυτός είναι έτοιμος να ορκιστεί χωρίς σοβαρό λόγο, και δεν τον νοιάζει αν βγάλει κακό όνομα ή τον κατηγορήσουν. Η συμπεριφορά του είναι ακόμη πρόστυχη και ξετσίπωτη, και είναι ικανός να κάνει το κάθε τι. Μπορεί, χωρίς να είναι μεθυσμένος, να χορεύει κόρδακα (άσεμνος χορός που επιτρεπόταν να χορεύουν μόνον οι μεθυσμένοι) και χωρίς να φοράει προσωπείο, να χορεύει κωμικό χορό.
Όπως επίσης, στα κωμικά θεάματα μπορεί να μαζεύει τα χρήματα πηγαίνοντας στον κάθε θεατή ξεχωριστά και να μαλώνει με αυτούς που δεν έχουν εισιτήριο και θέλουν να βλέπουν δωρεάν. Δεν τον νοιάζει να ασκεί οποιοδήποτε ανυπόληπτο επάγγελμα: μπορεί να γίνει ξενοδόχος, πορνοβοσκός, τελώνης αλλά και δημόσιος κήρυκας και μάγειρας και παίχτης σε τυχερά παιχνίδια.
Δεν φροντίζει για την συντήρηση της μητέρας του, αδιαφορεί αν τον πιάσουν να κλέβει και περνάει πιο πολύ καιρό στη φυλακή παρά στο σπίτι του. Μπορεί να θεωρηθεί ένας από εκείνους που καλούν το πλήθος γύρω τους και με μεγάλη βροντερή φωνή αρχίζουν κουβέντα με τους περαστικούς και τους βρίζουν. Πιστεύει ότι αξίζει να δείχνει την αδιαντροπιά του μόνον όταν είναι πανηγύρι. Του αρέσει να είναι επικεφαλής ενός συρφετού και πρόθυμα να τους δανείζει χρήματα με υπέρογκο τόκο και για να εισπράξει όσα του χρωστούν, γυρνάει στα μαγειρεία, στα ψαράδικα και στα μαγαζιά και τα χρήματα που μαζεύει τα βάζει στο στόμα του.

Ο  ΠΟΛΥΛΟΓΑΣ

Η πολυλογία είναι ακράτεια λόγου. Ο πολυλογάς σ’ εκείνον που θα συναντήσει, ό,τι και να του πει ο άλλος, θα απαντήσει: «Εσύ δεν λες τίποτα, εγώ είμαι καλά πληροφορημένος, αν θέλεις να μάθεις, άκουσέ με.»
Αν ο άλλος, στο μεταξύ, του απαντήσει, αυτός τον διακόπτει και προσθέτει: «Μην ξεχάσεις αυτό που θέλεις να πεις», «Καλά έκανες και μου το θύμισες» «Μπήκες στο νόημα» και βρίσκει πολλά τέτοια λόγια με αποτέλεσμα να μην αφήνει τον συνομιλητή του να πάρει αναπνοή.  Και όταν τον καθένα χωριστά τον κουράσει, είναι ικανός να  πάει και εκεί που είναι συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι, και ενώ κουβεντιάζουν μεταξύ τους, αυτός με την πολυλογία του τους αναγκάζει να φύγουν.
53
Ο  ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ
Διάδοση λόγων είναι να πλάθει κανείς ψεύτικες φήμες και πράξεις που θέλει να τις πιστέψουν οι άλλοι. Είναι ο τύπος του ανθρώπου που όταν συναντήσει κάποιον φίλο του αλλάζει ύφος και τον ρωτά με χαμόγελο: «Από πού είσαι εσύ; Τι λες; Πώς δεν γνωρίζεις τίποτα για τα νέα της ημέρας;» και χωρίς να περιμένει απάντηση, ρωτά: «Μήπως λένε τίποτα νεότερο; Όμως αυτά που διαδίδονται είναι ευχάριστα» και χωρίς να τον αφήσει ν’ απαντήσει, προσθέτει! «Τι μου λες; Δεν άκουσες τίποτα; Νομίζω ότι θα σε κάνω να χαρείς λέγοντάς σου σπουδαία νέα».
Και τότε λέει ότι το έχει ακούσει από έναν στρατιώτη, ή από το δούλο του αυλητή Αστείου, ή από τον Λύκωνα τον εργολάβο που γύρισε αφού πήρε ο ίδιος μέρος στη μάχη. Και οι αναφορές των προσώπων που κάνει στους λόγους του είναι τέτοιες, που κανείς δεν μπορεί να εξακριβώσει την αλήθεια των όσων λέει. Και αν κανείς τον ρωτήσει: « Εσύ τα πιστεύεις αυτά;» θ’ απαντήσει: «Φυσικά τα πιστεύω, έχει βουήξει όλη η πόλη, παντού έχει διαδοθεί και όλοι είναι σύμφωνοι γιατί όλοι τα ίδια αναφέρουν.»
Και ενώ διηγείται όλα αυτά με όσο πιο πειστικό τρόπο μπορεί, λέει με ύφος συγκινητικό: «Δυστυχισμένε Κάσσανδρε, βλέπεις τη μεταβολή της τύχης; …;έδειξες όμως την ανδρεία σου». Και λέει στο φίλο του: «Αυτά που σου λέω, μόνο εσύ πρέπει να τα ξέρεις», ενώ αυτός τα έχει ήδη διαδώσει σε ολόκληρη την πόλη.
Ο  ΑΝΑΙΔΗΣ
Η αναίδεια μπορεί να οριστεί σαν περιφρόνηση της κοινής γνώμης για χάρη της αισχροκέρδειας. Ο άνθρωπος με τέτοιο χαρακτήρα μπορεί να πάει να ζητήσει δανεικά από αυτόν στον οποίον δεν έχει ακόμα ξεπληρώσει παλαιότερο χρέος.
Έπειτα, αφού θυσιάσει στους θεούς, πηγαίνει και τρώει στο σπίτι κάποιου άλλου, ενώ τα κρέατα από τη θυσία του τα παστώνει και τα φυλάει, και μάλιστα προσκαλεί στο τραπέζι που θα του κάνουν και τον δούλο που τον συνοδεύει, και αφού πάρει ψωμί και κρέας, του τα δίνει και του λέει με τρόπο τέτοιο ώστε να τον ακούνε όλοι: «Φάε καλά, Τίβειε».
Όταν αγοράζει κρέας, ρωτάει τον κρεοπώλη αν του φάνηκε ποτέ χρήσιμος σε τίποτα, και αφού σταθεί κοντά στη ζυγαριά ρίχνει κανένα κομμάτι κρέας, και εάν δεν μπορέσει κρέας, ρίχνει κανένα κόκκαλο για το ζουμί του.
Εάν ο κρεοπώλης τον εμποδίσει, αρπάζει από το τραπέζι λίγο έντερο και φεύγει γελώντας.
Όταν αγοράζει εισιτήρια στο θέατρο για τους ξένους, πηγαίνει και αυτός χωρίς να πληρώσει, και την επομένη μέρα παίρνει μαζί και τα παιδιά του και το δάσκαλό τους.
Άμα κανείς αγοράσει κάποια πράγματα σε φτηνή τιμή, του ζητάει να δώσει και σ’ αυτόν.
Πηγαίνει ακόμα σε ξένα σπίτια και δανείζεται κριθάρι ή άχυρο, και απαιτεί κιόλας να του τα φέρουν στο σπίτι του.
Όταν πηγαίνει στα δημόσια λουτρά, πλησιάζει τα καζάνια που βράζει το νερό και γεμίζει τον κάδο που κουβαλά, και ενώ ο λουτράρης του φωνάζει, αυτός λούζεται και φεύγοντας του φωνάζει: «Τώρα λούστηκα και δε σου χρωστάω τίποτα».
Ο  ΜΙΚΡΟΠΡΕΠΗΣ
Μικροπρέπεια είναι η οικονομία που ξεπερνάει κάθε μέτρο. Ο μικροπρεπής είναι άνθρωπος που προτού τελειώσει ο μήνας πηγαίνει στο σπίτι του οφειλέτη και του ζητάει να τον πληρώσει, έστω και αν πρόκειται για ποσό μηδαμινό.
Όταν είναι σε συσσίτιο, μετράει πόσα ποτήρια κρασί ήπιε ο καθένας, και αυτός είναι πάντα που προσφέρει την πιο μικρή μερίδα από όλους τους ομοτράπεζους στην Άρτεμη.
Αν κάποιος αγόρασε πράγμα σε πολύ μικρή τιμή, αυτός τα βρίσκει πανάκριβα. Αν ο υπηρέτης σπάσει κάποια κατσαρόλα ή πιατέλα, του κρατάει την αξία τους από την τροφή που του δίνει.
Αν η γυναίκα του χάσει ένα νόμισμα, αυτός είναι ικανός να μετακινήσει όλα τα έπιπλα, τα κρεβάτια και τα κιβώτια και να ψάξει όλα τα σκεπάσματα. Όταν πουλάει κάτι, το δίνει τόσο ακριβά ώστε ο αγοραστής να μην έχει κανένα κέρδος.
Δεν επιτρέπει σε κανέναν να κόψει σύκο από τον κήπο του, ούτε να περάσει μέσα από το χωράφι του, ούτε να πάρει καμιά ελιά ή καμιά χουρμάδα που έχουν πέσει από το δέντρο στο χώμα. Κάθε μέρα βλέπει τα σύνορα στα χωράφια του, για να δει αν μένουν τα ίδια.
Όταν περάσει η καθορισμένη ημέρα για να τον πληρώσει κάποιος, αυτός ζητά και τον τόκο του τόκου.
Όταν προσφέρει γεύμα στους χωριανούς του, κόβει το κρέας σε μικρά-μικρά κομμάτια. Μπορεί ακόμα να πάει στην αγορά για ψώνια και να γυρίσει πίσω χωρίς να έχει αγοράσει τίποτα.
Στην γυναίκα του δεν επιτρέπει να δανείζει ούτε αλάτι, ούτε φυτίλι, ούτε κύμινο, ούτε ρίγανη, ούτε κριθάρι, ούτε στεφάνια για θυσία, ούτε αλεύρι, λέγοντας πως αυτά τα μικρά πράγματα στο τέλος του χρόνου κάνουν ένα μεγάλο ποσό.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν χρηματοκιβώτια μουχλιασμένα που τα κλειδιά τους είναι σκουριασμένα, και φορούν ρούχα πολύ κοντά. Για να αλείφονται μετά το λουτρό, έχουν πολύ μικρά μπουκαλάκια, κουρεύουν τα μαλλιά τους σύρριζα, περιμένουν να έρθει το μεσημέρι για να βάλουν τα παπούτσια τους, και όταν δώσουν το φόρεμά τους στον βαφέα, του ζητούν να ρίξει απάνω πολλή σκόνη για να μη λερωθεί γρήγορα.
Ο  ΑΣΕΜΝΟΣ
Η απρέπεια είναι εύκολο να οριστεί σαν αστείο, ωμό και αξιοκατάκριτο.
Ο απρεπής άνθρωπος είναι ικανός όταν συναντήσει στο δρόμο του γυναίκες ελεύθερες, (δηλαδή όχι δούλες) να σηκώσει το φόρεμά του και να τους δείξει τα γεννητικά του όργανα.
Στο θέατρο χειροκροτεί όταν οι άλλοι σταματούν, σφυρίζει τους ηθοποιούς που είναι αγαπητοί στο λαό, και όταν στο θέατρο επικρατεί ησυχία, αυτός σηκώνει ψηλά το κεφάλι του και ρεύεται για να κάνει τους θεατές να γυρίσουν και να τον κοιτάξουν.
Όταν η αγορά είναι γεμάτη από κόσμο, πλησιάζει εκεί που πουλάνε μήλα και καρύδια και αφού στηθεί αρχίζει να τρώει μιλώντας με τον οπωροπώλη.
Αν περάσει κανείς που του είναι απλώς γνωστός, όχι φίλος του, τον φωνάζει με το μικρό του όνομα, και υποχρεώνει να τον περιμένουν άνθρωποι που βλέπει ότι είναι βιαστικοί.
Πλησιάζει και συγχαίρει κάποιον που μόλις βγαίνει από το δικαστήριο αφού έχασε μια μεγάλη δίκη.
Στην αγορά πηγαίνει μόνος του να ψωνίσει και νοικιάζει αυλητρίδες, και σ’ όσους συναντήσει δείχνει τα ψώνια του και τους προσκαλεί να φάνε. Στέκεται μπροστά σε κουρείο ή αρωματοπωλείο και τους λέει ότι απόψε έχει σκοπό να μεθύσει .
 Ο  ΦΟΡΤΙΚΟΣ
Ο φορτικός είναι άνθρωπος που πάει να συμβουλευτεί κάποιον την ώρα που αυτός είναι απασχολημένος. Κάνει καντάδα στη φιλενάδα όταν αυτή είναι άρρωστη.
Ζητάει, από κάποιον εγγυητή που μόλις καταδικάστηκε να πληρώσει, να εγγυηθεί και γι’ αυτόν. Παρουσιάζεται σαν μάρτυρας σε υπόθεση αφού έχει πλέον εκδικαστεί, και όταν είναι καλεσμένος σε γάμο αρχίζει και κατηγορεί τις γυναίκες.
Προσκαλεί σε περίπατο κάποιον που μόλις γύρισε από κουραστική πεζοπορία. Κουβαλάει αγοραστή που πληρώνει περισσότερα για εμπορεύματα που έχουν ήδη πουληθεί.
Σε δημόσια συνέλευση σηκώνεται να μιλήσει από την αρχή για κάποιο ζήτημα που οι ακροατές το έχουν ήδη ακούσει και κατανοήσει.
Είναι πρόθυμος να δείξει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μια ξένη υπόθεση, πράγμα που ο άλλος δεν το θέλει αλλά και ντρέπεται να το αρνηθεί. Σε ανθρώπους που θυσίασαν στους θεούς και έπειτα κάθονται να φάνε, αυτός πάει να ζητήσει τόκο.
Όταν μπροστά του μαστιγώνεται ένας δούλος από τον αφέντη του, αυτός διηγείται πως κάποτε που κι αυτός έδειρε το δούλο του, εκείνος πήγε και κρεμάστηκε.
Όταν εκτελεί χρέη δικαστή, λέει πράγματα που εκνευρίζουν τους αντιδίκους πάνω που πήγαιναν να συμβιβαστούν. Σηκώνεται να χορέψει αυτός, και παρακινεί και άλλον στο χορό που δεν έχει έρθει ακόμα στο κέφι του.
Ο  ΨΕΥΤΟΠΡΟΘΥΜΟΣ
Ο ψευτοπρόθυμος υπόσχεται πράγματα που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει.
Και σε μια υπόθεση που όλοι είναι σύμφωνοι, αυτός προβάλλει κάποια αντίρρηση μόνο και μόνο για να φανεί ότι πείθεται και υποχωρεί μπροστά στη γνώμη των άλλων.
Στο γεύμα προστάζει τον υπηρέτη του να κεράσει τόσο πολύ κρασί που είναι αδύνατο να το πιουν οι καλεσμένοι.
Χωρίζει ανθρώπους που φιλονικούν, ακόμα και χωρίς να τους γνωρίζει.
Κάνει τον οδηγό σε άγνωστο μονοπάτι και μετά δεν μπορεί να το δρόμο.
Αν ο γιατρός του απαγορεύσει να δώσει κρασί στον ασθενή, αυτός του δίνει πολύ για να κάνει δοκιμή.
Όταν ορκίζεται, λέει στους παρευρισκόμενους ότι έχει ορκιστεί πολλές φορές και στο παρελθόν.
Ο  ΑΝΟΗΤΟΣ

Ο ανόητος άνθρωπος είναι ικανός αφού λογαριάσει με τις ψηφίδες και βρει το άθροισμα, να ρωτήσει τον διπλανό του: «Πόσο κάνει;»
Και ενώ είναι κατηγορούμενος σε δίκη, το ξεχνάει και πηγαίνει στο χωράφι του.
Στο θέατρο τον πιάνει ο ύπνος και μένει στο τέλος μόνος του.
Όταν έχει φάει πολύ και σηκώνεται τη νύχτα για να πάει στην τουαλέτα, τον δαγκώνει ο σκύλος του γείτονά του.
Ενώ πάει να εισπράξει χρήματα που του χρωστάνε, παίρνει μαζί του και μάρτυρες.
Πεθαίνει τα παιδιά του στην κούραση αναγκάζοντάς τα να παλεύουν και να τρέχουν.
Τελικά, η ανοησία είναι νωθρότητα του πνεύματος που εκφράζεται και στα λόγια και στις πράξεις.
Ο ΚΑΚΟΤΡΟΠΟΣ
Κακότροπος άνθρωπος είναι αυτός που όταν του απευθύνουν μια ερώτηση δεν απαντάει.
Όταν τον χαιρετούν, αυτός δεν ανταποδίδει τον χαιρετισμό.
Όταν πουλάει κάτι, δεν λέει την τιμή του αλλά ρωτάει τους υποψήφιους αγοραστές πόσο νομίζουν αυτοί ότι αξίζει.
Σε όσους του στέλνουν δώρα στις γιορτές, λέει ότι δεν είναι κανονικά χαρίσματα αφού και αυτός θα κάνει το ίδιο στις δικές τους γιορτές.
Δεν συγχωρεί ούτε αυτόν που τον έσπρωξε κατά λάθος ούτε αυτόν που τον πάτησε κατά λάθος.
Όταν κάποιος φίλος του τον παρακαλέσει, να δώσει τον οβολό του σε έρανο, στην αρχή αρνείται, ύστερα όμως πηγαίνει και προσφέρει  γκρινιάζοντας πως αυτά είναι χαμένα λεφτά.
Αν σκοντάψει, μπορεί να βρίσει την πέτρα που σκόνταψε.
Δεν περιμένει κανέναν πολλή ώρα.  Δεν καταδέχεται ποτέ να τραγουδήσει και ν’ απαγγείλει στίχους ή να χορέψει και δεν προσεύχεται ποτέ στους θεούς.
Ο  ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΑΣ
Ο δεισιδαίμονας στη γιορτή των χοών αφού πλύνει τα χέρια του και ραντίσει όλο του το σώμα, βγαίνει από το ιερό έχοντας φύλλα δάφνης στο στόμα του και περπατάει έτσι όλη τη μέρα.
Εάν συναντήσει γάτα στο δρόμο του δεν περνάει προτού περάσει κάποιος άλλος ή ρίξει ο ίδιος τρεις πέτρες στο μέρος απ’ όπου πέρασε η γάτα. Εάν δει φίδι στο σπίτι του και είναι με χοντρό κεφάλι, κάνει επικλήσεις στο θεό Σαβάζιο και αν είναι ιερό φίδι αμέσως στήνει σ’ αυτό το μέρος βωμό.
Όταν περνά από σταυροδρόμια, χύνει λάδι πάνω στις ιερές πέτρες, γονατίζει και αφού πρώτα προσκυνήσει, φεύγει.
Αν κανένας ποντικός του τρυπήσει σακί με αλεύρι, πηγαίνει στον «εξηγητή» και τον ρωτάει τι πρέπει να κάνει. Αν αυτός του πει να πάει στον βυρσοδέψη να του το ράψει και τον συμβουλέψει να μην δίνει σημασία σ’ αυτά, αυτός τον αγνοεί και πηγαίνει και προσφέρει θυσία για να εξευμενίσει τους θεούς.
Κάνει συχνά καθαρμούς στο σπίτι του με την ιδέα ότι έχει κάνει εισβολή η Εκάτη. (η εισβολή της Εκάτης ήταν καταστροφική, γι’ αυτό πρόσφεραν θυσίες).
Αν στο δρόμο ακούσει να φωνάζουν κουκουβάγιες, ταράζεται και δεν τολμάει να προχωρήσει παρά μόνο αφού πει: « Η Αθηνά είναι δυνατότερη». Δεν τολμάει να πατήσει πάνω σε μνήμα ή να πλησιάσει νεκρό ή λεχώνα, γιατί προσέχει να μην πάρει το μόλυσμα.
Κάθε τέταρτη και έβδομη μέρα του μήνα διατάζει τους δούλους του να βράσουν κρασί και αυτός αγοράζει μυρτιές, θυμιάματα και κόλλυβα, και όταν γυρίσει σπίτι, στεφανώνει τα αγάλματα  των Ερμαφροδίτων, όλη μέρα.
Όταν δει όνειρο πηγαίνει στους ονειροκρίτες, στους μάντεις και τους οιωνοσκόπους, για να ρωτήσει σε ποιο θεό ή θεά πρέπει να προσευχηθεί.
Αν δει κάποιον στεφανωμένο με σκόρδα, απ’ αυτούς που τριγυρνούν στα σταυροδρόμια, επιστρέφει αμέσως σπίτι του, πλένεται ολόκληρος και φωνάζει ιέρειες για να τον εξαγνίσουν με σκυλοκρόμμυδο και μ’ ένα σκυλάκι σφαγμένο.  Αν δει τρελό ή επιληπτικό, ανατριχιάζει και φτύνει στον κόρφο του.
Ο ΠΑΡΑΠΟΝΙΑΡΗΣ
Ο παραπονιάρης είναι ο άνθρωπος που όταν κάποιος φίλος του, του στείλει μια μερίδα κρέας από το συμπόσιο που έκανε, αυτός λέει: «Ζήλεψε μήπως χαρώ πίνοντας κρασί και ζωμό από το κρέας, γι’ αυτό δε με κάλεσε στο τραπέζι».
Όταν η φιλενάδα του τον αγκαλιάζει και τον φιλάει αυτός της λέει: «Φοβάμαι μήπως δεν με φιλάς με την ψυχή σου».
Παραπονιέται στο Δία όχι γιατί δε βρέχει, αλλά γιατί άργησε να βρέξει. Αν στο δρόμο του βρει πουγγί θα πει: «Ποτέ όμως δε βρήκα θησαυρό».
Και αφού με χίλια ζόρια αγοράσει φτηνά κάποιον καλό δούλο, λέει στον πωλητή: «Θα ήταν θαύμα να τον αγόραζα τόσο φτηνά και να μην έχει ελαττώματα».
Και σ’ εκείνον που του φέρνει την ευχάριστη είδηση πως η γυναίκα του γέννησε γιο, θα πει: «Θα πεις όλη την αλήθεια, αν προσθέσεις ότι τώρα χάνεται και η μισή περιουσία μου».
Όταν κερδίσει κάποια δίκη με απόλυτη πλειοψηφία, κατηγορεί αυτόν που του έγραψε το λόγο ότι παρέλειψε πολλά από τα δίκια του.
Αν οι φίλοι του τον βοηθήσουν με έρανο και κάποιος του πει: «Τώρα πρέπει να είσαι χαρούμενος», αυτός απαντά: «Μα πώς; Αφού πρέπει και τα χρήματα να δώσω πίσω στον καθένα, και εκτός από αυτό να τους χρωστάω και χάρη αφού με ευεργέτησαν!»
Ο  ΚΑΧΥΠΟΠΤΟΣ
Ο καχύποπτος είναι ικανός αφού στείλει το δούλο του να ψωνίσει, να στείλει κατόπιν και δεύτερο για να πληροφορηθεί πόσα πλήρωσε ο πρώτος.
Όταν κρατάει χρήματα, στέκεται κάθε τόσο και τα μετράει. Όταν πέσει για ύπνο, ρωτάει τη γυναίκα του αν κλείδωσε το χρηματοκιβώτιο, αν έκλεισε το κελάρι και αν έκλεισε με το σύρτη την πόρτα της αυλής. Κι αν εκείνη του πει πως τα’ κανε όλα αυτά, εκείνος σηκώνεται από το κρεβάτι γυμνός και ξυπόλυτος, ανάβει το λυχνάρι του και πάει για να ελέγξει την κατάσταση. Αλλά  ακόμη και τότε, με δυσκολία καταφέρνει να κοιμηθεί.
Από αυτούς που του χρωστούν χρήματα, ζητάει τους τόκους με μάρτυρες, για να μην μπορούν έπειτα να τους αρνηθούν.
Όταν θέλει να καθαρίσει το φόρεμά του, είναι ικανός να το δώσει όχι στον καλύτερο βαφέα, αλλά σε εκείνον που έχει τον πιο αξιόπιστο εγγυητή. Όταν έλθει κανείς να δανειστεί από αυτόν ποτήρια, συνήθως αρνείται να του δανείσει, ενώ αν είναι κάποιος στενός φίλος ή συγγενής, δέχεται να του δανείσει μόνο αφού εξετάσει το ζήτημα από κάθε πλευρά, και είναι σχεδόν έτοιμος ακόμα και εγγυητή να βάλει.
Διατάζει τον δούλο που τον συνοδεύει να μην προχωρεί από πίσω του αλλά να πηγαίνει μπροστά, για να μην το σκάσει μες το δρόμο.
Σ’ αυτούς που αγοράζουν κάτι από αυτόν και του πουν: «Να πληρώσω αργότερα γιατί τώρα δεν ευκολύνομαι;» αυτός θα πει: «Μη μπαίνεις στον κόπο, γιατί θα σε ακολουθήσω έως ότου ευκολυνθείς».
Ο  ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΟΣ
Ο αηδιαστικός περιφέρεται στο δρόμο ενώ έχει λέπρα και λειχήνες και μαύρα νύχια, και λέει ότι η αρρώστια είναι κληρονομική γιατί την είχε και ο πατέρας του και ο παππούς του, γι ‘αυτό και είναι δύσκολο να εισχωρήσει κάποιος ξένος στο γένος τους.
Μπορεί ακόμα να έχει τις γάμπες του με πληγές και τα δάχτυλά του γδαρμένα και να μη φροντίζει να τα γιατρέψει, αλλά τα αφήνει να γίνουν αγιάτρευτα.
Έχει πυκνές τρίχες στις  μασχάλες και στήθος χνουδωτό, και τα δόντια του είναι μαύρα και καταφαγωμένα, έτσι ώστε με δυσκολία να τον πλησιάζει κανείς και να καταντά σιχαμερός.
Ακόμη καθαρίζει τη μύτη του ενώ τρώει και γεμίζει με αίματα όταν προσφέρει θυσία.
Όταν μιλάει, γεμίζει με σάλια το συνομιλητή του, και όταν πίνει κάτι, ρεύεται.
Κοιμάται με τη γυναίκα του σε βρώμικα σκεπάσματα.
Αλείφεται στο λουτρό του με ταγγισμένο λάδι, και βγαίνει στην αγορά φορώντας χιτώνα χοντρό και μανδύα πολύ λεπτό και καταλερωμένο.
Ο  ΑΝΑΓΩΓΟΣ
Η κακή συμπεριφορά μπορεί να προξενήσει λύπη αλλά όχι ζημιά.
Ο ανάγωγος είναι ικανός να ξυπνήσει κάποιον που μόλις κοιμήθηκε προκειμένου να του μιλήσει, και να καθυστερεί αυτούς που είναι έτοιμοι να φύγουν με πλοίο. Και σ’ αυτούς που πάνε να τον δουν, τους λέει να τον περιμένουν έως ότου τελειώσει τον περίπατό του.
Ακόμη παίρνει το παιδί από την τροφό του και το ταΐζει ο ίδιος αφού μασήσει αυτός την τροφή, του μιλά ψελλίζοντας σαν παιδάκι και το ονομάζει παιχνίδι του μπαμπάκα του.
Στο τραπέζι διηγείται πως ήπιε καθαρτικό και ενεργήθηκε και από πάνω και από κάτω, και πως η χολή έβγαλε ήταν πιο μαύρη και από το ζωμό που υπήρχε στο τραπέζι. Ρωτά μπροστά στους υπηρέτες: «Μητέρα πες μου, ποια μέρα κοιλοπονούσες και με γέννησες;» Έπειτα δίνει ο ίδιος την απάντηση και λέει πως είναι χαρά μαζί και πόνος και πως χωρίς αυτά τα δύο δεν είναι δυνατό να γεννηθεί άνθρωπος.
Και όταν είναι καλεσμένος σε συμπόσιο, λέει ότι στο σπίτι του έχει στέρνα με δροσερό νερό και κήπο με πολλά και τρυφερά λάχανα, και με μάγειρα που του φτιάχνει ωραία φαγητά και πως το σπίτι του είναι ξενοδοχείο γιατί είναι πάντα γεμάτο, και πως οι φίλοι του μοιάζουν με τρύπιο πιθάρι, γιατί όσο και αν του ευεργετεί, δεν μπορεί να τους χορτάσει.
Όταν φιλοξενεί κάποιον, του δείχνει ποιον έχει για γελωτοποιό, και όταν προσκαλεί τους καλεσμένους να πιουν, τους λέει πως όλα έχουν ετοιμαστεί για δική τους ευχαρίστηση και ότι μόλις προστάξουν, ο υπηρέτης θα πάει να φέρει μιαν αυλητρίδα από τον πορνοβοσκό, «για να μας τραγουδήσει και να ευχαριστηθούμε όλοι μας».
Ο  ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΟΣ
Ο ματαιόδοξος είναι ο άνθρωπος που όταν τον καλέσουν σε δείπνο προσπαθεί να καθήσει δίπλα στον νοικοκύρη.
Φέρνει το γιο του στους Δελφούς για να κόψει και να αφιερώσει εκεί τα μαλλιά του, και φροντίζει ο δούλος που τους ακολουθεί να είναι αράπης.
Όταν έχει πληρώσει χρέος, φροντίζει τα νομίσματα να είναι ολοκαίνουργια. Και για την καλιακούδα που έχει στο σπίτι του, αγοράζει μια μικρή σκάλα και φτιάχνει μια χάλκινη μικροασπίδα, για να πηδάει στην σκάλα οπλισμένη.
Όταν θυσιάσει βόδι, καρφώνει στην πόρτα της αυλής το δέρμα του μετώπου με τα κέρατα, αφού τα δέσει γύρω με στεφάνια, για να βλέπουν όσοι μπαίνουν πως θυσίασε βόδι. Αφού συνοδεύσει πομπή μαζί με τους ιππείς, όλο τον εξοπλισμό τον δίνει στο δούλο του να τον πάει σπίτι, και αυτός με τη στολή και τα σπιρούνια περιφέρεται στην αγορά.
Αν του ψοφήσει σκυλάκι από τη Μάλτα, του φτιάχνει μνήμα και επιτύμβια στήλη που γράφει: «Ράτσα μαλτέζικη».
Αν αφιερώσει χάλκινο δάχτυλο στο ναό του Ασκληπιού, πάει κάθε μέρα, το γυαλίζει, το στολίζει με άνθη και το αλείφει με μύρο.
Αν τύχει να είναι ένας από τους πρυτάνεις, ζητά να ανακοινώσει αυτός τα σχετικά με τις θυσίες.
Αφού λοιπόν ντυθεί με πολύ όμορφο φόρεμα, φοράει και ένα στεφάνι, και προχωρώντας στο πλήθος λέει: «Αθηναίοι, τα ιερά που εμείς οι πρυτάνεις θυσιάσαμε στη μητέρα των θεών, είναι ευοίωνα. Να περιμένετε λοιπόν από τη θεά όλα τα αγαθά».
Αφού ανακοινώσει αυτά, γυρίζει στο σπίτι του και λέει στη γυναίκα του πως είναι πολύ ευτυχισμένος. Ακόμα κόβει τα μαλλιά του πολύ συχνά, έχει κάτασπρα δόντια, αλλάζει συχνά ρούχα, πάντα καλοφτιαγμένα, και αλείφεται με μύρο. Στην αγορά πλησιάζει εκεί που βρίσκονται οι τραπεζίτες, στα γυμναστήρια εκεί που γυμνάζονται οι έφηβοι, και στο θέατρο όταν δίνεται παράσταση κάθεται κοντά στους στρατηγούς. Για τον εαυτό του δεν αγοράζει τίποτα αλλά για τους φιλοξενουμένους του εκτελεί παραγγελίες.
Είναι ικανός και πίθηκο ν’ αναθρέψει, και τίτυρο (πίθηκος με μικρή ουρά) να έχει, και περιστέρια σικελικά και αστραγάλους ελαφιών και στρογγυλά ελαιοδοχεία από τους Θουρίους και καμπύλες ράβδους από τη Σπάρτη και κουρτίνες με κεντημένους Πέρσες επάνω.
Και ακόμη, μια μικρή παλαίστρα με άμμο και σφαιριστήριο, τριγυρίζει λοιπόν στην αγορά και την δανείζει σε φιλόσοφους, σε οπλομάχους, σε σοφιστές και σε καθηγητές μουσικής, για να κάνουν μέσα σ’ αυτήν τις επιδείξεις τους.
Αυτός μπαίνει μέσα τελευταίος, όταν όλοι βρίσκονται στις θέσεις τους, προκειμένου να πει κάποιος από τους θεατές ότι σ’ αυτόν ανήκει η παλαίστρα.
Ο  ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ
Φιλάργυρος είναι ο άνθρωπος που προκειμένου να αποφύγει τα έξοδα, ζημιώνει το φιλότιμό του.
Είναι ικανός να νικήσει ως χορηγός στους αγώνες των τραγωδιών ν’ αφιερώσει ξύλινη πινακίδα στο Διόνυσο, γράφοντας πάνω μόνο τ’ όνομά του.
Όταν στη συνέλευση του δήμου γίνονται χρηματικές εισφορές, αυτός σηκώνεται χωρίς να πει τίποτα και φεύγει. Και όταν παντρεύει την κόρη του, όσα κομμάτια από το κρέας της θυσίας δεν ανήκουν στους ιερείς  τα πουλάει, και τους δούλους που νοικιάζει να υπηρετήσουν στο γάμο, τους κλείνει με τη συμφωνία να φέρουν φαγητό από τα σπίτια τους.
Όταν είναι τριήραρχος, στρώνει στο κατάστρωμα τα στρώματα του κυβερνήτη, ενώ τα δικά του τα βάζει στην άκρη για να μην φθείρονται. Είναι ακόμη ικανός να μην στείλει τα παιδιά του στο σχολείο όταν είναι η γιορτή των Μουσών, με τη δικαιολογία ότι είναι άρρωστα, προκειμένου να μη συμβάλουν στη δαπάνη για τη γιορτή του σχολείου.
Όταν πάει στην αγορά και ψωνίζει κρέας και λάχανα, τα κουβαλάει ο ίδιος στην αγκαλιά του.
Όταν πάλι δώσει να του πλύνουν το φόρεμά του, μένει μέσα στο σπίτι μέχρι να του το φέρουν.
Όταν ένας φίλος του κάνει έρανο και ενώ έχει κουβεντιάσει μαζί του γι ‘ αυτό, όταν τον δει να πλησιάζει, αλλάζει δρόμο και κάνοντας κύκλο γυρνάει πάλι σπίτι του.
Στη  γυναίκα του δεν αγοράζει υπηρέτρια, παρόλο που του έδωσε μεγάλη προίκα όταν την παντρεύτηκε, αλλά νοικιάζει ένα μικρό παιδί να την ακολουθεί όταν βγαίνει στη γυναικεία αγορά.
Φοράει μπαλωμένα παπούτσια, και λέει πως δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα καινούργια.
Όταν σηκώνεται το πρωί, καθαρίζει μόνος του το σπίτι και στρώνει ο ίδιος τα κρεβάτια. Και όταν κάθεται, γυρίζει ανάποδα το μάλλινο φόρεμά του για να μην του τριφτεί και φθαρεί.
Ο  ΚΑΥΧΗΣΙΑΡΗΣ
Ο καυχησιάρης  πάει και στέκεται στην προκυμαία και διηγείται στους ξένους πως αυτός έχει δώσει πολλά χρήματα σε θαλασσοδάνεια και εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια τη δανειστική επιχείρηση και πόσα χρήματα ο ίδιος έχασε και κέρδισε και ενώ καυχιέται γι ‘αυτά, στέλνει τον δούλο του στην τράπεζα, ενώ δεν έχει ούτε μία δραχμή κατάθεση.
Αν πετύχει κάποιον συνοδοιπόρο στο δρόμο, του λέει πως πήγε στην εκστρατεία μαζί με τον Αλέξανδρο και πως  φερόταν απέναντί του και πόσα ποτήρια έφερε στολισμένα με πολύτιμα πετράδια, και πως η γνώμη του είναι ότι οι τεχνίτες της Ασίας είναι καλύτεροι από τους τεχνίτες της Ευρώπης.
Και τα λέει αυτά, τη στιγμή που δεν έχει βγει ποτέ έξω από την πόλη του.
Καυχιέται ακόμα πως ο Αντίπατρος του έχει στείλει τρεις φορές γράμμα και τον προσκαλεί να πάει στη Μακεδονία, και ότι ενώ του έδινε το προνόμιο να κάνει εξαγωγή ξυλείας από εκεί χωρίς να πληρώσει φόρο, αυτός δεν δέχτηκε για να μην τον συκοφαντήσει κανείς πως είναι περισσότερο απ ό, τι πρέπει φίλος των Μακεδόνων.
Λέει ακόμα πως κατά την περίοδο που υπήρχε έλλειψη στα σιτηρά, αυτός ξόδεψε περισσότερο από πέντε τάλαντα προκειμένου να βοηθήσει τους φτωχούς συμπολίτες του, γιατί δεν μπορεί να αρνηθεί όταν του ζητούν μια χάρη.
Όταν βρίσκεται ανάμεσα σε αγνώστους, παρακαλεί έναν από αυτούς να λογαριάσει με τις ψηφίδες, και αρχίζει να αναφέρει και φανταστικά ονόματα προσώπων λέγοντας πως τους έδωσε από εξακόσιες δραχμές και από μία μνα, (ένα μνα = 100 δραχμές) ανεβάζοντας το άθροισμα σε δέκα τάλαντα. (60 μνες = 1 τάλαντο).
Και λέει πως αυτά τα χρήματα τα έδωσε μόνο σε εράνους, και ότι δήθεν παραλείπει όσα έδωσε για τις τριηραρχίες και τις άλλες δημόσιες υπηρεσίες που ανέλαβε.
Πηγαίνει κοντά σε εκείνους που πουλούν τα ωραία άλογα, και προσποιείται ότι θέλει να αγοράσει.
Πλησιάζει ακόμα στα μαγαζιά που πουλάνε ρούχα, ζητάει φόρεμα αξίας δύο ταλάντων, και έπειτα βρίζει τον δούλο του γιατί τον ακολουθεί χωρίς να πάρει μαζί του χρήματα.
Και ενώ μένει σε σπίτι με ενοίκιο βεβαιώνει όποιον δεν τον γνωρίζει πως αυτό είναι το πατρικό του και ότι έχει σκοπό να το πουλήσει, γιατί είναι μικρό αναλογικά με τους ξένους που δέχεται.
Ο ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ

Ο υπερήφανος περιφρονεί όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό του.
Είναι ικανός σε εκείνον που βιάζεται να του μιλήσει, να του πει ότι θα τον δει μετά το δείπνο την ώρα του περιπάτου.
Θυμάται πάντα το καλό που έκανε και ποτέ το καλό που του κάνανε. Αν τον έχουν βάλει κριτή σε κάποια υπόθεση, εκφέρει την γνώμη του στο δρόμο ενώ περπατά.
Όταν εκλέγεται σε κάποιο δημόσιο αξίωμα, αρνείται να το δεχτεί και βεβαιώνει με όρκο πως δεν έχει καιρό.
Δεν καταδέχεται να επισκεφτεί κανέναν αυτός πρώτος.
Συνηθίζει ακόμα να δίνει διαταγή σε αυτούς που θέλουν να του πουλήσουν κάτι ή να του προσφέρουν την εργασία τους, να έρθουν την άλλη μέρα τα ξημερώματα.
Όταν προχωράει στο δρόμο, δεν χαιρετά αυτούς που συναντά, αλλά έχει το κεφάλι του σκυφτό, και όταν πάλι του αρέσει, το σηκώνει.
Όταν προσκαλεί τους φίλους του σε δείπνο, αυτός δεν κάθεται μαζί τους, αλλά διατάζει κάποιον από τους υπαλλήλους του να τους φροντίσει. Όταν πηγαίνει επίσκεψη, στέλνει πρώτα κάποιον να το αναγγείλει.
Και δεν επιτρέπει να μπει κανείς στο σπίτι του, ούτε όταν λούζεται, ούτε όταν αλείφεται με αρωματικά έλαια μετά το μπάνιο, ούτε όταν τρώει.
Όταν έχει να κανονίσει λογαριασμούς με κάποιον, λέει στο δούλο του να υπολογίσει τα ποσά, και αφού βγάλει το άθροισμα να τα καταχωρήσει στο λογαριασμό του.
Στα γράμματά του δεν γράφει  : «Θα μου κάνετε τη χάρη», αλλά : «Θέλω να γίνει και σου έχω στείλει κάποιον για να του δώσεις να μου φέρει και να κάνεις όπως σου λέω και το γρηγορότερο».
Ο ΔΕΙΛΟΣ
Η ψυχή του δειλού ανθρώπου υποχωρεί εξαιτίας του φόβου.
Ο δειλός είναι άνθρωπος που όταν ταξιδεύει, βλέπει τις άκρες των βράχων και νομίζει πως είναι πλοία πειρατικά.
Αν η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη, ρωτάει να μάθει μήπως κανείς από τους ταξιδιώτες δεν είναι μυημένος στα μυστήρια, και σηκώνοντας το κεφάλι του προς τον ουρανό ρωτάει τον πλοίαρχο εάν το καράβι τους έχει φτάσει στο μέσον του ταξιδιού και πως βλέπει τον καιρό.
Και σε αυτόν που στέκεται δίπλα του, του λέει ότι φοβάται από κάποιο όνειρο που είδε, και γδύνεται και δίνει τον χιτώνα του στο δούλο του και παρακαλεί να τον βγάλουν στη στεριά.
Όταν είναι στον πόλεμο και το πεζικό κάνει επίθεση, αυτός καλεί τους συνδημότες του και τους παρακαλεί να σταθούν πρώτα κοντά και να παρατηρήσουν γύρω, γιατί, λέει, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποια από τις δύο παρατάξεις είναι οι εχθροί.
Και καθώς ακούει φωνές και ακούει στους άντρες να πέφτουν κάτω νεκροί, λέει σε αυτούς που είναι κοντά του ότι από τη βιασύνη του ξέχασε να πάρει στο σπαθί του.
Τρέχει λοιπόν στη σκηνή του και βγάζει έξω τον δούλο του διατάζοντάς τον να κατασκοπεύσει που είναι οι εχθροί. Τότε αυτός κρύβει κάτω από τα μαξιλάρια το σπαθί του και έπειτα καθυστερεί πολύ γιατί τάχα το ψάχνει.
Αν στο μεταξύ δει να φέρνουν κανέναν φίλο του πληγωμένο, τρέχει και του δίνει θάρρος και τον μεταφέρει στη σκηνή. Εκεί τον περιποιείται, τον καθαρίζει από τα αίματα, και αφού καθίσει κοντά του, του διώχνει τις μύγες από την πληγή.
Και προτιμά να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να πολεμά.
Αν ο σαλπιγκτής σημάνει έφοδο, αυτός καθισμένος μέσα στην σκηνή του λέει: «Αι στο διάολο, που με τα σαλπίσματά σου δεν αφήνεις τον άνθρωπο να κοιμηθεί».
Και καταματωμένος από την ξένη πληγή, καθώς συναντά αυτούς που γυρίζουν από τη μάχη τους διηγείται ότι με κίνδυνο της ζωής του έσωσε έναν από τους φίλους του.
Και συγχρόνως φέρνει μέσα στη σκηνή, κοντά στον πληγωμένο, αυτούς που είναι από τον ίδιο δήμο και την ίδια φυλή με αυτόν για να τον επισκεφθούν, λέγοντάς του συγχρόνως ότι ο ίδιος με τα χέρια του τον έφερε μέσα στην σκηνή.

Ο ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΟΣ
Ολιγαρχία είναι η φιλοδοξία για επικράτηση στη δύναμη και στα κέρδη.
Έτσι, όταν ο δήμος κάνει συνέλευση για να εκλέξει βοηθούς του άρχοντα για την επίσημη τελετή, ο ολιγαρχικός ανεβαίνει στο βήμα και λέει ότι οι άνθρωποι που θα εκλεγούν θα πρέπει να έχουν απεριόριστη εξουσία.
Και εάν οι άλλοι ομιλητές προτείνουν δέκα άτομα, αυτός λέει ότι και ένας μόνο είναι αρκετός αλλά πρέπει να είναι άξιος.
Και από τα έπη του Ομήρου γνωρίζει μόνο ένα στίχο : « Δεν ωφελεί να κυβερνούν πολλοί αλλά ένας μόνο» και όλους τους άλλους τους αγνοεί.
Μιλάει δε με αυτόν τον τρόπο: «Πρέπει εμείς μόνοι μας να συνεδριάσουμε και να πάρουμε αποφάσεις για αυτά τα ζητήματα, να απαλλαγούμε από τον όχλο και την αγορά και να απέχουμε από τις δημοκρατικές αρχές για να μην μας βρίζουν και να μην μας τιμούν.» και ακόμα λέει: «Ή αυτοί ή εμείς πρέπει να κατοικούμε στην πόλη».
Βγαίνει από το σπίτι του αφού έχει έρθει μεσημέρι, φορώντας τον χιτώνα του με μεγάλη ευπρέπεια, έχοντας τα μαλλιά του ούτε πολύ κοντά, ούτε πολύ μακριά, με νύχια περιποιημένα, βαδίζει αγέρωχα και λέει σε τόνο δραματικό: «Είναι αδύνατο να κατοικήσει κανείς στην πόλη από τους συκοφάντες.
Στα δικαστήρια μας αδικούν γιατί μας κρίνουν οι κακοί και απορώ τι θέλουν αυτοί οι άνθρωποι που έρχονται και ανακατεύονται στα κοινά.
Το πλήθος είναι αχάριστο και πάντα ανήκει σε αυτόν που  μοιράζει και χαρίζει και ντρέπομαι όταν είμαι στην εκκλησία του δήμου και καθίσει δίπλα μου κάποιος φτωχός και αρρωστιάρης.
Πότε θα γλιτώσουμε από τις συνεισφορές και τις τριηραρχίες που μας έχουν καταστρέψει;».
Για το γένος των δημαγωγών λέει πως είναι μισητό, και ακόμα ότι ο Θησέας πρώτος προκάλεσε τόσες συμφορές στην πόλη, γιατί κατάργησε τη βασιλεία και ένωσε το λαό από δώδεκα πόλεις της Αττικής σε μία μόνο, την Αθήνα, και καλά τα έπαθε, γιατί αυτός έγινε το πρώτο θύμα του λαού.
Συνεχώς τέτοια λέει και στους ξένους και σε εκείνους από τους πολίτες που έχουν τον ίδιο χαρακτήρα και τα ίδια πολιτικά φρονήματα με αυτόν.
Ο ΟΨΙΜΑΘΗΣ

Οψιμάθεια η προσπάθεια που κάνει κάποιος να μάθει πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία του.
Ο οψιμαθής είναι άνθρωπος που μαθαίνει γνωμικά στα εξήντα του χρόνια και όταν θέλει να τα απαγγείλει στα συμπόσια τα λησμονεί.
Από το γιο του μαθαίνει στρατιωτικές ασκήσεις όπως το «επί δεξιά», το «επ αριστερά» και το «μεταβολή».
Στις εορτές των Ηραίων δίνει και αυτός χρήματα μαζί με τους νέους και παίρνει μέρος στη λαμπαδηδρομία.
Ακόμα, αν προσκληθεί στο ιερό του Ηρακλή για να πάρει μέρος στη θυσία, βγάζει το φόρεμά του και αρπάζει το βόδι της θυσίας για να του στρίψει το λαιμό. Και στις παλαίστρες παίρνει μέρος στα γυμνάσια.
Στις παραστάσεις των θαυματοποιών μένει τρεις και τέσσερεις φορές για να αποστηθίσει τα τραγούδια.
Όταν μυείται στα μυστήρια του Βάκχου προσπαθεί να φανεί στον ιερέα πως είναι καλύτερος απ όλους.
Παραβιάζει την πόρτα της ερωμένης του και αφού τον ξυλοκοπήσει ο αντεραστής του καταφεύγει στο δικαστήριο.
Άλλοτε πηγαίνει στον αγρό του με ξένο άλογο για να γυμναστεί στην ιππασία αλλά πέφτει και σπάει το κεφάλι του. Στον όμιλο των νέων που ανήκει, προσκαλεί σε γεύμα όσους φάνηκαν προοδευτικοί σαν αυτόν.
Παίρνει ακόμα τη στάση αγάλματος παίζοντας με τον υπηρέτη του. Με τον παιδαγωγό των παιδιών του ρίχνει τόξο και ακόντιο, και ενώ μαθαίνει από αυτόν τον συμβουλεύει σαν εκείνος να μην γνώριζε.
Παίρνει ακόμη μαθήματα πάλης, για αυτό και όταν βρίσκεται στο δημόσιο λουτρό γυρίζει συχνά τους γλουτούς του για να φανεί ότι έχει ασκηθεί στην πάλη. Και τους γυναικείους χορούς προσπαθεί και αυτός να χορέψει, σφυρίζοντας μόνος του τον ρυθμό.
Ο ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ

Ο συκοφάντης όταν ρωτηθεί τι άνθρωπος είναι ο τάδε, θα πει «θα αρχίσω λοιπόν από το γένος του όπως αυτοί που κάνουν τη γενεαλογία.
Ο πατέρας του στην αρχή ονομαζόταν Σωσίας (συνηθισμένο όνομα δούλου στη Θράκη) και στο στρατό τον ονόμασαν Σωσίστρατο, ενώ όταν γράφτηκε στο δημοτολόγιο Σωσίδιμο. Η μητέρα του είναι Θρακιώτισσα, καλογεννημένη και ονομάζεται Κρινοκοράκα, και στην πατρίδα της αυτές τις γυναίκες τις ονομάζουν καλογεννημένες. Αφού λοιπόν έχει τέτοιους γονείς είναι αχρείος και άξιος μαστιγώματος.»
Και είναι ικανός να πει σε κάποιον: «Εγώ αυτές τις γυναίκες τις ξέρω καλά δεν με γελάς εσύ. Είναι απ αυτές που αρπάζουν τους διαβάτες απ το δρόμο. Σε αυτό το σπίτι κάνουν εύκολα έρωτα. Αυτά δεν είναι λόγια του αέρα αλλά αλήθεια, γιατί αυτές οι γυναίκες ζευγαρώνουν σαν τα σκυλιά στο δρόμο, και είναι ανδρομανείς και πηγαίνουν οι ίδιες να ανοίξουν όταν χτυπά η πόρτα της αυλής τους.»
Όταν άλλοι κακολογούν κάποιον παίρνει και αυτός το λόγο και λέει:
« Εγώ αυτόν τον άνθρωπο τον έχω μισήσει περισσότερο από κάθε άλλον, και μόνον η μορφή του μου προξενεί αηδία γιατί η κακία του δεν έχει ταίρι.
Και να η απόδειξη: Στη γυναίκα του που του έδωσε προίκα πολλά τάλαντα και του γέννησε και γιο αυτά που της δίνει για τη διατροφή της είναι ψίχουλα, και την αναγκάζει να λούζεται με κρύο νερό μέσα στο καταχείμωνο».
Όταν βρίσκεται σε κάποια παρέα και κάποιος σηκωθεί να φύγει, είναι ικανός να αρχίσει αμέσως να τον κακολογεί και όχι μόνο αυτόν αλλά και την οικογένειά του.
Τέλος, κακολογεί και δικούς του φίλους και συγγενείς, μέχρι και ανθρώπους που έχουν πεθάνει. Και ονομάζει την κακολογία ειλικρίνεια και δημοκρατικό πνεύμα και ελευθερία, και αυτή του η συνήθεια του προσφέρει τη μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή του.
 Ο ΦΙΛΟΠΟΝΗΡΟΣ

Η φιλοπονηρία είναι η κλίση προς την κακία.
Ο φιλοπόνηρος είναι άνθρωπος που συναναστρέφεται αυτούς που έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα ή καταδικάστηκαν σε δημόσια δίκη, γιατί πιστεύει πως αν κάνει παρέα με τέτοιους ανθρώπους, θα αποκτήσει περισσότερη πείρα και θα τον φοβούνται.
Αν γίνεται λόγος για τίμιους ανθρώπους, λέει πως η φύση δεν έκανε κανέναν τίμιο και πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι.
Περιπαίζει κάποιον που είναι τίμιος, και για τον πονηρό λέει πως είναι ελεύθερος.
Όταν κάποιος κατηγορείται για πονηριά, αυτός ομολογεί μερικά από τα ελαττώματά του, ενώ τα άλλα προσποιείται ότι δεν τα γνωρίζει και υποστηρίζει ότι είναι έξυπνος, καλός φίλος και άξιος, και βεβαιώνει πως δεν είδε ικανότερο άνθρωπο, και είναι πάντα με το μέρος του όταν μιλάει στη συνέλευση του λαού ή κρίνεται στο δικαστήριο.
Και σ’ αυτούς που κάθονται δίπλα του, λέει πως δεν πρέπει να κρίνουν τον άνθρωπο αλλά την πράξη. Προσθέτει ακόμα πως ο κατηγορούμενος είναι ο σκύλος-φύλακας του δήμου, γιατί τον προστατεύει από αυτούς που αδικούν. Και λέει ότι: «Αν εγκαταλείψουμε αυτούς τους ανθρώπους, δεν θα έχουμε πλεον ανθρώπους πρόθυμους να εκτεθούν στη γενική απέχθεια για χάρη των κοινών συμφερόντων».
Είναι ακόμα ικανός να γίνει και προστάτης αυτών των ανθρώπων και συνήγορος στα δικαστήρια για επιλήψιμες υποθέσεις, και όταν δικάζει ο ίδιος προσπαθεί να διαστρέψει τους ισχυρισμούς των αντιδίκων.
Η φιλοπονηρία λοιπόν είναι αδελφή της πονηριάς, και είναι αληθινή η παροιμία που λέει: «Όμοιος τον όμοιό του αγαπά».
  Ο  ΑΙΣΧΡΟΚΕΡΔΗΣ
Η αισχροκέρδεια είναι η επιθυμία για παράνομο κέρδος.
Ο αισχροκερδής είναι ικανός όταν έχει τραπέζι να μην βάλει αρκετό ψωμί και να ζητήσει δανεικά από τον φιλοξενούμενό του.
Και όταν μοιράζει τις μερίδες του φαγητού, να ισχυριστεί ότι είναι δίκαιο αυτός που κάνει τη μοιρασιά να παίρνει διπλή μερίδα, και αμέσως να την παίρνει. Ή όταν πουλάει κρασί στους φίλους του, να το πουλάει νερωμένο.
Στο θέατρο πηγαίνει με τα παιδιά του όταν η είσοδος είναι ελεύθερη.
Όταν πάει ως πρεσβευτής σε κάποια άλλη χώρα, τα χρήματα που θα δώσει η πολιτεία για τα έξοδά του τα αφήνει σπίτι του και δανείζεται από τους άλλους απεσταλμένους.
Τον δούλο που τον ακολουθεί τον φορτώνει με περισσότερο βάρος απ’ ότι μπορεί να σηκώσει, του δίνει όμως λιγότερη τροφή απ’ ότι του δίνουν οι άλλοι.
Το μερίδιο που παίρνει από τα δώρα που δίνονται στους πρεσβευτές, αυτός το πουλάει. Όταν αλείφεται με λάδι στο λουτρό, παραπονιέται στο δούλο του ότι του αγόρασε ταγκό λάδι και αλείφεται με το λάδι των άλλων.
Σε περίπτωση που οι δούλοι του βρούν κάποιο νόμισμα στο δρόμο, αυτός ζητά μερίδιο λέγοντας πως τα ευρήματα είναι κοινά .
Όταν δώσει το φόρεμά του να του το πλύνουν, δανείζεται άλλο από κάποιον φίλο του και το κρατάει περισσότερες ημέρες, έως ότου του το ζητήσουν πίσω.
Και κάνει και πολλά άλλα παρόμοια, μοιράζει ο ίδιος τα τρόφιμα με σφιχτό χέρι, έχει μέτρο κοίλο από τη μέσα μεριά και δεν το γεμίζει καλά. Αγοράζει προϊόντα από φίλο του σε χαμηλή τιμή, και έπειτα τα πουλάει σε υψηλότερη τιμή.
Όταν εξοφλεί χρέος τριάντα μνων, δίνει τέσσερις δραχμές λιγότερο. Και όταν πάλι τα παιδιά του είναι άρρωστα και δεν πάνε σχολείο μερικές μέρες, αφαιρεί από τα δίδακτρα το ποσό που αναλογεί.
Καθώς και ολόκληρο το μήνα Ανθεστηριώνα δεν τα στέλνει στο σχολείο για να μην πληρώσει χρήματα, γιατί αυτό το μήνα τα θεάματα είναι πολλά.
Όταν εισπράττει σε χαλκό χρήματα από την ενοικίαση κάποιου δούλου του, ζητάει και το αντίτιμο της νομισματικής διαφοράς της τροπής των χάλκινων νομισμάτων σε αργυρά.
Το ίδιο κάνει και όταν ξεκαθαρίζει λογαριασμούς με το διαχειριστή του αγρού του.
Όταν προσφέρει δείπνο στους χωριανούς του, ζητά μερίδιο για τους υπηρέτες του από το κοινό ταμείο, και κάθεται και μετράει ακόμα και τα απομεινάρια από τα ραπάνια στο τραπέζι για να μην τα φάνε οι υπηρέτες.
Όταν πάλι ταξιδεύει μαζί με φίλους του, χρησιμοποιεί τους δικούς τους δούλους, ενώ τον δικό του τον νοικιάζει σε άλλον. Τα χρήματα όμως που παίρνει από την ενοικίαση, δεν τα βάζει στο κοινό ταμείο.
Όταν συγκεντρώνονται και αφήνουν στο σπίτι του ό,τι χρειάζεται για το κοινό συμπόσιο, αυτός λογαριάζει όλα όσα έδωσε: τα ξύλα, τη φακή, το ξύδι, το αλάτι και το λάδι του λύχνου.
Και όταν πάλι παντρεύεται κάποιος φίλος του ή παντρεύει την κόρη του, αυτός φεύγει λίγο καιρό νωρίτερα, προκειμένου να μην στείλει γαμήλιο δώρο.
Από τους φίλους του δανείζεται πράγματα, τα οποία ούτε κανείς θα τα ζητούσε ποτέ πίσω, ούτε εύκολα θα δεχόταν να τα πάρει αν κάποτε του επιστρέφονταν.

2 σχόλια:

  1. Γεια σου Μαρία. Η ανάρτησή σου μου θύμισε και το "Ιδού ο άνθρωπος" του Ανδρέα Λασκαράτου. Καλή σου μέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα Γιάννη!
      Καλώς ήρθες στην παρέα εδώ.
      Ναι, μάλλον κάτι δανείστηκε ο Λασκαράτος από τους χαρακτήρες του Θεόφραστου :)

      Διαγραφή