Κι όμως, η λέξη «δέντρο» ήταν το τσακμάκι που άναψε τη φλόγα
μέσα μου. Δέντρο…δάσος…φύση…ελευθερία, τι όμορφα σκέφτηκα κρατώντας το έγγραφο
του διορισμού μου.
Άρχισα αμέσως να καταστρώνω το σχέδιο του ταξιδιού στα τρία
δέντρα. Είχα μπροστά μου ένα εικοσιτετράωρο για να φτάσω μέχρις εκεί και να
αναλάβω καθήκοντα.
Ίντερνετ, google maps κ.τ.λ. δεν υπήρχαν ούτε κατά διάνοια.
Ο μόνος τρόπος που δούλευε με κάποια αξιοπιστία ήταν ο γεωγραφικός χάρτης και
το τηλέφωνο.
Ας αρχίσουμε λοιπόν με το χάρτη. Τα τρία δέντρα βρίσκονται
πάνω στην οροσειρά των Αγράφων. Δεν είχα ιδέα μέχρι τότε τι εστί Άγραφα. Μεγαλωμένη όμως δίπλα στον Ταΰγετο, ήξερα από μεγάλα βουνά και μου φάνηκε πολύ οικείο το ενδεχόμενο
ενός ταξιδιού εκεί. Άλλωστε η παρουσία μου ήταν υποχρεωτική αφού είχα προ
πολλού χάσει το δικαίωμα της αίτησης εξαίρεσης.
Ανασκουμπώθηκα και άρχισα να οργανώνω το ταξίδι στα τρία
δέντρα των Αγράφων.
Η συντομότερη οδός είναι η ευθεία ξέρουμε από το σχολείο
αλλά στην προκειμένη περίπτωση ευθεία δεν υπήρχε. Μια μακριά τεθλασμένη γραμμή
μου έδειχνε ο χάρτης που κάπου γινόταν και καμπύλη με ανηφόρες και στόχο τον… Θεό!
Μετά ήταν και ο συγχρονισμός των λεωφορείων που έπρεπε να
λειτουργήσει. Αθήνα – Καρδίτσα- Τρίδεντρο. Πρόβλημα με τα λεωφορεία. Να βρω
εκείνο που δεν θα με άφηνε μέσα στη μαύρη νύχτα μόνη μου στην ερημιά μέχρι την
μετεπιβίβαση μου στο επόμενο. Άρχισα τα τηλέφωνα με τους σταθμούς των ΚΤΕΛ.
Άπειρα τηλέφωνα. Δρομολόγια που δεν είχαν θέση για μένα. Δρομολόγια που
ακυρώθηκαν. Δρομολόγια που ο υπάλληλος δεν ήταν σίγουρος ότι θα γίνουν γιατί δεν
είχαν αρκετούς επιβάτες.
Τελικά αποφάσισα πως η πιο συμφέρουσα διαδρομή για να τηρήσω
τις χρονικές προδιαγραφές μου ήταν να πάω μέχρι την Καρδίτσα με το τελευταίο
λεωφορείο που εκεί θα έφτανε νωρίς το πρωί του Σαββάτου. Το μεσημέρι του
Σαββάτου ξεκινούσε το μοναδικό λεωφορείο για το Τρίδενδρο. Ένα μοναδικό
δρομολόγιο κάθε εβδομάδα. Αν το έχανα… Αν όμως δεν το έχανα θα έφτανα στο χωριό
αργά το απόγευμα, θα παραλάμβανα το σάκο θα τακτοποιούσα το εκλογικό τμήμα και
την Κυριακή το πρωί, Εκλογές.
Αυτό ήταν το τελικό πλάνο. Φαινόταν πως θα λειτουργούσε.
Άφησα το μωρό που δεν είχε ακόμα σαραντίσει στον πατέρα του και ξεκίνησα.
ΚΤΕΛ, κλαρίνα και βαριά λαϊκά, περιφερόμενοι περίεργοι
τύποι, έντονη μυρωδιά βενζίνης και καμένου πλαστικού. Φώτα νέον παντού. Στα Παλαιοφάρσαλα στον σιδηροδρομικό σταθμό ο οδηγός μας είπε να κατεβούμε. Το
λεωφορείο δεν θα συνέχιζε για Καρδίτσα. Ρώτησα το λόγο αλλά πήρα μια συγκεχυμένη απάντηση για κάποια βλάβη ή κάποιο γεγονός που ακύρωνε το
δρομολόγιο.
«Και τώρα τι γίνεται;» σκέφτηκα.
«Αυτό που απεύχεσαι γίνεται πάντα»
απάντησε εκείνη η μισητή φωνούλα που πεταγόταν κάθε φορά που μια αναποδιά έκανε
το στόχο μου πιο δύσκολο και πιο μακρινό.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο σταθμός άδειασε. Οι υπόλοιποι επιβάτες
ψύχραιμοι διασκορπίστηκαν. Φαίνονταν συνηθισμένοι σε τέτοια περιστατικά. Γύρω ερημιά. Απέμεινα σε έναν άδειο σταθμό μέσα στη νύχτα όπου το μόνο φιλικό μέρος ήταν το παγκάκι. Η ώρα τέσσερις το πρωί. Προχωρημένος
Οκτώβρης. Ψύχρα. Με έπιασε μεγάλη ανησυχία μήπως δε φτάσω εγκαίρως στην
Καρδίτσα και χάσω το μοναδικό λεωφορείο για τα τρία δέντρα. Κάθισα και περίμενα
να ξημερώσει. Ψυχή πουθενά.! Μια γάτα, κάτι περαστικά σκυλιά και μια κουρούνα
που έκραζε παραπονιάρικα έσπρωξαν το νου μου στο παιδί που άφησα πίσω μου και στη ζωή που μου χαριζόταν τόσο φειδωλά. Περίμενα
φοβισμένη (ναι το ομολογώ) ένιωθα σαν το παιδί που το είχαν εγκαταλείψει.
Μάλωσα τον εαυτό μου «Δεν είσαι παιδί.
Έχεις παιδί.»
Ξημέρωσε επιτέλους. Άνοιξε ο σταθμός. Πήγα στον υπάλληλο που
αγουροξυπνημένος με κοιτούσε σαν να ήμουν φάντασμα. Ποιος ξέρει τι σκέψεις
περνούσαν απ’ το μυαλό του. Ρώτησα για το ματαιωμένο δρομολόγιο και πήρα την
απάντηση πως γίνεται συχνά αυτό και για να μην το ξέρω δεν είμαι από τα μέρη
τους. Μόνο με ταξί μπορούσα να πάω Καρδίτσα. Ναι αλλά ταξί δεν υπήρχε. «Περίμενε
και θα’ρθει» μου απάντησε ξερά.
Περίμενα.
Ήλιος, οξυγόνο, οι
σκιές της νύχτας έγιναν όμορφα φωτεινά σχήματα. Αηδόνια ακούγονταν από μακριά,
οι ήχοι της ζωής απλώνονταν γλυκείς και κατευναστικοί και με ηρεμούσαν.
Έφτασα στην Καρδίτσα γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι. Έξω από
το σταθμό του ΚΤΕΛ είχε παζάρι. Μια χαρούμενη, πολύχρωμη φασαρία με μυρωδιές
από ψημένο σουβλάκι και φρέσκα μήλα. Ο ουρανός πιο μπλε από ποτέ. Ο ήλιος
γλυκός φθινοπωριάτικος. Ανάσανα την ευτυχία. Ήμουν στο στοιχείο μου. Πρώτο
μέλημα να βγάλω εισιτήριο για τα τρία δέντρα.
«Στις τρεις το μεσημέρι φεύγει» μου είπε ο υπάλληλος και
συμπλήρωσε. «Έχε το νου σου μη το χάσεις, δεν πάει άλλο»
Στις τρεις και μισή
ένα λεωφορείο τόσο παλιό που λες και έβγαινε από τις παιδικές μου μνήμες σαν μικρός
εφιάλτης –εκείνα που είχαν τη μηχανή μέσα, δίπλα στον οδηγό- ξεκίνησε γεμάτο
από χωρικούς και πράγματα αγορασμένα απ’ το παζάρι. Πουλερικά, κάθε λογής
φρούτα και λαχανικά, τσάντες, κοφίνια όλα γεμάτα. Γεμάτες και οι θέσεις. Μια απέμενε άδεια. Μπροστά. Δίπλα στον οδηγό. Κάθισα και το παλιό λεωφορείο ξεκίνησε.
Μου άρεσε η θέση μου. Είχα όλα τα περίεργα βλέμματα πίσω μου
ενώ η θέα απλωνόταν μπροστά μου ανεμπόδιστη. Το ταξίδι όμως, όπως αποδείχτηκε τελικά,
ήταν μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια. Το παλιό λεωφορείο πέρασε, τρίζοντας, ρηχούς
χειμάρρους, και ισορρόπησε σε επικίνδυνους γκρεμούς. Είδα το χάρο με τα μάτια
μου στις στροφές. Θαύμασα την ψυχραιμία του οδηγού που φαινόταν πως ήξερε τι
κάνει. Κάποια στιγμή είπα μέσα μου πως δεν θα φτάσουμε τελικά. Πως όλο και κάτι
θα συμβεί. Μια κατολίσθηση, ένα απρόσεκτο πλάγιασμα που θα μας έφερνε στο κενό
ή στην καλύτερη περίπτωση κάποιο από τα λάστιχα θα έσκαγε πάνω στο χωματόδρομο
με τις διάσπαρτες μυτερές πέτρες.
Όσο όμως ανεβαίναμε στο όρος των Αγράφων τόσο
ξεδιπλωνόταν το μεγαλείο της ορεινής φύσης μπρος στα μάτια μου. Κοίταζα και δεν
χόρταινα τα καταπράσινα βαθιά φαράγγια, την αλληλουχία του πράσινου στα
φυλλώματα των ελάτων, το απροσπέλαστο πράσινο τείχος των πλατανιών, τις μικρές
αλεπούδες που διέσχιζαν το δρόμο με ταχύτητα, και εκείνο το κελάδημα των
αηδονιών που συμφωνούσε με τον ήλιο όταν μου ψιθύρισε:
«Είσαι στον ουρανό
τώρα. Μπορείς να τον αγγίξεις»
Μετά από δύο ώρες δύσκολου και άκρως επικίνδυνου ταξιδιού
φτάσαμε στην προτελευταία στάση.
«Τροβάτο» διάβασα στην μισοσβησμένη επιγραφή του δρόμου.
«Στάση! Φώναξε ο οδηγός και σηκώθηκε όρθιος ανασηκώνοντας
συγχρόνως και το παντελόνι του μ’ ένα επί τόπου πηδηματάκι. Μετά γύρισε προς το
μέρος μου και με ρώτησε
«Εσύ πού πας;»
«Στο Τρίδενδρο»
«Είναι το επόμενο χωριό. Κατέβα να ξεμουδιάσεις.»
Στο μικρό πρόχειρο καφενείο καθίσαμε λίγοι. Οι περισσότεροι
είχαν φτάσει στον προορισμό τους και πήγαν στα σπίτια τους. Εκεί βρισκόταν και
ο πρόεδρος του χωριού. Με ρώτησε διάφορα του απάντησα και πιάσαμε την κουβέντα.
«Ο συνάδελφός σου έφτασε απ’ τα χτες. Την πάτησε όμως γιατί
ήρθε με το δικό του. Έπαθε ζημιές στο δρόμο. Δε έμεινε εδώ. Γύρισε πίσω και θα
ξανάρθει το πρωί με ταξί» είπε.
Η σκέψη «Πώς θα γυρίσω πίσω αφού λεωφορείο θα περάσει ξανά
σε μια εβδομάδα, με ανησύχησε πολύ. Να κάτι που δεν είχα προβλέψει. Ζήτησα από
τον πρόεδρο να ενημερώσει τον συνάδελφο και να τον παρακαλέσει εκ μέρους μου να
έρθει να με μαζέψει.»
Μετά από μία ώρα - οι ρυθμοί σε τόσο υψόμετρο είναι πιο αργοί
και προχωρούν παράλληλα με την αραίωση της ατμόσφαιρας :) - ήρθε το πλήρωμα του χρόνου
να ξεκινήσουμε για το Τρίδενδρο. Μοναδικός επιβάτης:
η δικαστική αντιπρόσωπος.
Μας πήρε μια ώρα να φτάσουμε λόγω του κακού
οδοστρώματος. Ο οδηγός κουρασμένος όπως ήταν το πάταγε στο φουλ. Είπα πως θα
ξεράσω. Λίγο ακόμα και θα το έκανα.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην πλατεία. Δηλαδή για την
ακρίβεια, σε ένα πλάτωμα στη μέση του πουθενά, αυτό βασικά θυμάμαι. Είχε
σουρουπώσει για τα καλά. Σύθαμπο. Ανθρώπινες φιγούρες έπεφταν πάνω στο φως των
φαναριών του αυτοκινήτου σαν απρόσκλητα φαντάσματα. Χαμόγελα. Ήρθε το
λεωφορείο! Ένα στοιχείο από τον έξω κόσμο.
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ!
Γράμματα μοιράστηκαν εν ριπή οφθαλμού. Ασυνόδευτα δέματα
δόθηκαν στους κατόχους και το λεωφορείο έφυγε σφαίρα όπως ήρθε αφήνοντάς με
όρθια στο πλάτωμα να περιμένω κάτι ή κάποιον να μου πει πώς θα πάω στο εκλογικό
κέντρο: το σχολείο.
Ένας μικρόσωμος, αδύνατος άντρας γύρω στα σαράντα βγήκε απ’
το σκοτάδι, με πλησίασε και με ρώτησε.
«Εσύ είσαι η δικαστίνα;»
«Δεν είμαι δικαστίνα, δικαστική αντιπρόσωπος είμαι. Εσείς
ποιος είστε; Μπορείτε να ειδοποιήσετε τον πρόεδρο πως ήρθα;»
«Σε περιμέναμε από τα χτες κυρ-δικαστίνα» επέμεινε στην λάθος
προσφώνηση ο πρόεδρος.
«Έλα να πάμε από το σπίτι, εγώ είμαι αυτός που ζητάς.»
«Όχι, θέλω πρώτα να πάω στο σχολείο.»
«Μες τη νύχτα; Πας αύριο το πρωί.»
«Θα προτιμούσα να πάω τώρα. Πρέπει να ετοιμάσω το χώρο και
να ανοίξω το σάκο. Ήρθε ο σάκος;»
«Ναι είναι μια βδομάδα εδώ. Τον εφέρανε οι φαντάροι.»
Άναψε ένα φακό γιατί είχε νυχτώσει πια και ηλεκτρικό δεν
έπαιζε εκεί πάνω και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι.
Εκείνος μπροστά κι εγώ πίσω του. Πίσω από μένα ακολουθούσε ένας μεγάλος σκύλος.
«Μην τον φοβάσαι κυρ-δικαστίνα, δικός μου είναι. Ίσα ρεεε…»
και με μια απειλητική κίνηση του χεριού του έδιωξε το σκύλο από πίσω μου.
Φτάσαμε στο σχολείο. Σκοτάδι πια. Μέσα φως από λάμπα
πετρελαίου. Χτύπησε δυνατά. Ένας νεαρός φαντάρος ήρθε και μας άνοιξε. Έγιναν οι
συστάσεις.
«Εγώ πάω μέχρι το καφενείο και σε δυο ώρες θα’ ρθω να σε
πάρω κυρ-δικαστίνα. Θα σου φτάσουνε δυο ώρες;»
Έφυγε. Έμεινα μόνη με τους φαντάρους που με κοίταζαν
αμήχανοι.
«Πώς ήρθατε εσείς εδώ πάνω; Άντρα έπρεπε να στείλουν.»
σχολίασε ο πιο θαρρετός.
Ήταν και οι δυο μικρά παιδιά, όχι πάνω από δεκαεννιά χρονών
ο καθένας τους. Τσακίστηκαν κυριολεκτικά να με βοηθήσουν. Βάλαμε τα θρανία σε
ένα γύρο. Ανοίξαμε το σάκο. Έγινε ο απαραίτητος έλεγχος και όλα τα σχετικά κι
όταν τελειώσαμε μου προσέφεραν νερό και σταφίδες.
«Πόσο καιρό είστε εδώ;» ρώτησα
«Κλείνουμε βδομάδα» μου απάντησε ο πιο θαρρετός και μου
εξήγησε στη συνέχεια πως δε γινόταν αλλιώς λόγω της δύσκολης πρόσβασης και των
πολλών χωριών που έπρεπε να καλυφθούν με στρατιωτική φύλαξη.
Τους ρώτησα αν τους φέρνουν φαγητό και μου απάντησαν όχι.
«Δηλαδή είστε εδώ μια βδομάδα με νερό και ξηρά τροφή;»
«Μάλιστα.»
«Που κοιμάστε;»
«Στο πάτωμα με τους υπνόσακους. Έχουμε και για σας αν θέλετε να
κοιμηθείτε εδώ.»
Αποφάσισα να μείνω μαζί τους. Έκανα μια σύντομη περιήγηση
στο χώρο. Το κτίριο του σχολείου ήταν πέτρινο και καλαίσθητο. Μέχρι και
τουαλέτες είχε. Το προαύλιο σύρριζα στο γκρεμό. Ένα συρματόπλεγμα εμπόδιζε
πρόχειρα τις πιθανές πτώσεις. Η ξυλόσομπα έκαιγε για τα καλά. Από ξύλα άλλο
τίποτα εκεί πάνω. Καθίσαμε με τα παιδιά στα θρανία και ξεκινήσαμε την κουβέντα
τρώγοντας σταφίδες. Άρχισα να χαλαρώνω και να μου βγαίνει η κούραση. Πάνω στην
ώρα κατέφθασε ο πρόεδρος.
«Άντε, πάμε κατά το σπίτι.» είπε. Του εξήγησα την πρόθεσή
μου να μείνω στο σχολείο και έφριξε.
"Δε γίνονται αυτά κυρ δικαστίνα. Δε γίνονται!"
Ούτε λίγο ούτε πολύ θα προκαλούσε μέγα
σκάνδαλο η σύντομη συγκατοίκησή μου με τους φαντάρους. Με έσυρε κυριολεκτικά
στο σπίτι του. Υποχώρησα για να μην έχουμε διπλωματικό επεισόδιο. Άντε πάλι το
ανηφορικό αυτή τη φορά μονοπάτι, άντε τα σκοτεινά σοκάκια με εκείνον μπροστά και
εγώ να ακολουθώ. Από τη μεγάλη κούραση που ένιωθα δεν έβλεπα μπροστά μου. Με
οδηγούσε το ένστικτο :)
Στο σπίτι του προέδρου με περίμενε μια συγκρατημένα αμήχανη
νεαρή γυναίκα με έξι έως επτά παιδιά, ίσως και παραπάνω. Δε θυμάμαι πια. Πάνω
σ’ ένα τραπέζι από φορμάικα υπήρχε ένα πιάτο με κομμάτια πίτας. Γύρω πολλή
φτώχεια. Μια συσκευή τηλεόρασης καλυμμένη με το κεντημένο πετσετάκι της και ένα
μικρό ψυγείο ήταν τα μόνα σημάδια πολιτισμού.
«Έχετε σήμα;» σχολίασα περισσότερο για να σπάσει η αμηχανία.
«Δεν έχουμε σήμα ούτε ρεύμα. Τα πήραμε όμως γιατί η Ντόρα
(Μπακογιάννη) μας είπε ότι θα έρθει.»
Αναμένοντας τον πολιτισμό μαζί με την οικογένεια του
προέδρου, μετρούσα μέσα μου νοερά τις ώρες που με χώριζαν απ΄ το ξημέρωμα.
Ένιωθα άσχημα που γινόμουν βάρος. Ήθελα να τελειώσει όλο αυτό μια ώρα αρχύτερα.
Μου προσέφεραν μια θέση στο τραπέζι και περίμεναν να φάω
πρώτη. Κανείς δεν άγγιζε το πιάτο. Εγώ, να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
Πήρα ένα κομμάτι και σταμάτησα με την πρόφαση πως ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν
πεινούσα. Αυτό ήταν το σύνθημα για τα παιδιά που έπεσαν κυριολεκτικά στην πίτα
και άδειασαν το πιάτο σε λίγα λεπτά. Μετά με οδήγησαν στην κρεβατοκάμαρα του
ζευγαριού. Το μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού. Αρνήθηκα να τους βγάλω από το
κρεβάτι τους αλλά αντιμετώπισα τη σθεναρή επιμονή του προέδρου. Ρώτησα μόνο
«Εσείς
που θα κοιμηθείτε;» για να πάρω την απάντηση που φοβόμουν.
«Στρωματσάδα με τα
παιδιά»
Άλλαξα μέσα μου, ίσως και έξω μου χίλια χρώματα. Σε
δυσκολότερη θέση δεν νομίζω να έχω έρθει στη ζωή μου. Προσπαθούσα να μην
κοιτάζω γύρω μου αλλά να στοχεύω πάνω στα πρόσωπα των παιδιών, που
σιγά-σιγά, παίρνοντας θάρρος, μου έφερναν τα τετράδιά τους να μου δείξουν τα
γράμματα, τους βαθμούς τους, τα μικρά τους κατορθώματα. Ένα τετράδιο για δύο ή
και τρία παιδιά. Όσο μιλούσα με τους μικρούς –το μικρότερο ήταν δεν ήταν τριών
ετών και το μεγαλύτερο δέκα πέντε - ένιωθα το βλέμμα του μεγάλου γιου καρφωμένο
πάνω μου. Όσες φορές γύρισα να τον κοιτάξω εκείνος κατέβαζε το δικό του και
γινόταν κατακόκκινος. Προσπάθησα να του πιάσω κουβέντα. Λίγα λόγια, κατεβασμένα
μάτια. Πού και που αγρίευε τα μικρότερα που έπαιρναν θάρρος και με απασχολούσαν
παραπάνω. Ήταν φανερό. Ντρεπόταν.
Το βλέμμα του με ακολουθεί μέχρι σήμερα. Το παραπονεμένο και
συνάμα οργισμένο βλέμμα του εφήβου που ξέρει τι θα έπρεπε να έχει και δεν το έχει και είναι τόσο δύσκολο να το αποχτήσει.
Στην κρεβατοκάμαρα τα πράγματα δυσκόλεψαν περισσότερο. Η
γυναίκα του προέδρου είχε στρώσει το κρεβάτι με τα προικιά της. Δαντελένια
μαξιλαροθήκη και όμοια σεντόνια. Μου άφησε ένα ρολόι και μια λάμπα πετρελαίου
και με καληνύχτισε. Απόλυτο σκοτάδι.
Ξάπλωσα με τα ρούχα και περίμενα να ξημερώσει. Πρέπει να με πήρε κάποια στιγμή
ο ύπνος γιατί ξύπνησα από τον μονότονο ήχο της σταγόνας που πέφτει πάνω σε
χαρτί. Άναψα ένα σπίρτο και κοίταξα γύρω μου. Σε μεγάλες πρόκες πάνω στον
τοίχο, κρέμονταν γδαρμένοι λαγοί και διάφορα πουλιά που στάλαζαν το αίμα τους
πάνω σε εφημερίδες.
Νωρίς το επόμενο πρωί πήραμε πάλι με τον πρόεδρο το μονοπάτι
που οδηγούσε στο σχολείο. Ο σκύλος ήρεμος δίπλα μου. Κοίταζα γύρω για πρώτη
φορά με το φως της μέρας. Ησυχία. Πού και που έβλεπα να βγαίνει καπνός από τις
καμινάδες κάποιων σπιτιών. Το μάτι έπιασε δυο-τρεις φορές ανθρώπους που είχαν
βγει για την πρωινή τους ανάγκη στη φύση. Το χωριό κοιμόταν ακόμη αλλά η μέρα
ξεκινούσε δοξαστικά με έναν πορφυρό μανδύα απλωμένο νωχελικά πάνω στις βουνοκορφές των Αγράφων. Το σήμαντρο μιας εκκλησίας σήμανε έξι και μισή.
Η επιμονή μου να είμαι στην ώρα μου στο σχολείο αποδείχτηκε
σοφή. Σε αντίθεση με εκείνη του προέδρου που με προέτρεπε να μη βιάζομαι
«Δε
χάθηκε ο κόσμος κυρ-δικαστίνα αν το ανοίξεις αργότερα»
Φτάνοντας είχε ήδη σχηματιστεί μια ουρά από χωρικούς που
περίμεναν την ώρα να ανοίξει η κάλπη, να ψηφίσουν και να προχωρήσουν τις δουλειές τους.
Η μέρα κύλισε ήρεμα.
Κάποια στιγμή βγήκα στην είσοδο του σχολείου όπου βρισκόταν ο φαντάρος με πλήρη
περιβολή και επίσημο ύφος, του χαμογέλασα και του έδωσα το γουόκμαν και τις
ψείρες μου.
«Άκουσε λίγη μουσική να περάσει η ώρα και χαλάρωσε το κορμί
σου» του είπα και εκείνος ξεπερνώντας τον αρχικό του δισταγμό ανταποκρίθηκε
στην πρότασή μου.
Έτσι, είχα τη μοναδική ίσως - για τα ελληνικά δεδομένα - ανατρεπτική
εικόνα του φύλακα - φαντάρου της κάλπης να ακούει μουσική με ψείρες στ’ αυτιά και μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα χείλη. Τον κοίταξα και σκέφτηκα πως έτσι θα έπρεπε να είναι οι άνθρωποι όταν φτάνει η ώρα ν' αποφασίσουν για τη ζωή τους.
Δυο ώρες πριν κλείσει η κάλπη μια ομάδα στρατιωτικών έφτασε στο σχολείο. Ο επικεφαλής λοχαγός με ενημέρωσε πως έρχεται
μεγάλη κακοκαιρία με πολλά χιόνια και θα αποκλειστεί η περιοχή για μέρες και
μου ζήτησε την άδεια να πάρει τους φαντάρους.
«Αν μείνουν θα περάσει βδομάδα ίσως και περισσότερο μέχρι να
ανοίξουν οι δρόμοι και να έρθουμε να τους πάρουμε»
Συναίνεσα βέβαια στο εύλογο αίτημα του λοχαγού και είδα τους
φαντάρους να φεύγουν με μεγάλη χαρά κουνώντας σε χαιρετισμό
ζωηρά το χέρι.
Μέσα όμως με περίμενε η λαίλαπα.
Ο «ισχυρός» άντρας του
χωριού, ένας ογδοντάχρονος παππούς, κραδαίνοντας τη μαγκούρα του προχώρησε με
θυμό κατά πάνω μου.
«Πώς άφησες την κάλπη αφύλαχτη!» μου φώναξε.
«Τι φοβάστε; Τα κοράκια, τους λαγούς ή τις αλεπούδες;»
Τον
άφησα να με απειλεί με ενστάσεις και βγήκα στο προαύλιο. Τα σύννεφα είχαν
αρχίσει να μαζεύονται απειλητικά και η ανησυχία μου για τη δική μου τύχη
μεγάλωνε. Πώς θα έφευγα απ’ το χωριό; Μοναδική μου ελπίδα, ο συνάδελφος στο
γειτονικό εκλογικό τμήμα αλλά πώς ήμουν σίγουρη πως του το είπαν;
Ζήτησα από τον πρόεδρο να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με το
Καρπενήσι για να κανονιστεί από εκεί η επιστροφή μου. Με διαβεβαίωσε πως θα το
κάνει αλλά δεν το έκανε.. Λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ τελείωσε η καταμέτρηση των ψήφων που έγινε με μοναδικό φως τη λάμπα
πετρελαίου. Έκλεισα το σάκο και πήρα πάλι το ανηφορικό μονοπάτι μαζί με τον
πρόεδρο αλλά χωρίς το σκύλο.
«Πήρες τηλέφωνο στο Καρπενήσι πρόεδρε;» τον ρώτησα
ελπίζοντας σε μια θετική απάντηση.
«Δεν πιάνει η γραμμή.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω. Το παθαίνει συχνά.»
«Και τώρα τι θα γίνει;»
«Μην ανησυχείς κυρ-δικαστίνα. Έλα απ’ το σπίτι ωραία θα
περάσουμε»
«Πρόεδρε έχω να παραδώσω σάκο μέχρι αύριο το μεσημέρι»
«Ε, καλά, δε θα σου κόψουνε και το κεφάλι»
«Πρόεδρε έχω κι ένα μικρό παιδί.»
«Ε ..τότε πάμε από το καφενείο να προσπαθήσω να πάρω πάλι.»
Αναθάρρησα. Τι στο καλό; Θα έπιανε κάποια στιγμή γραμμή. Το
πήρα όμως πίσω όταν είδα την προπολεμική συσκευή με τη μανιβέλα στο πλάι.
Οκ, είπα μέσα μου ψυχραιμία κάτι θα γίνει δεν μπορεί.
Περασμένα μεσάνυχτα κάποιος μπήκε στο καφενείο και άκουσα να
λέει σ’ αυτούς που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι πως ένας άντρας ρωτούσε στην
πλατεία για μια γυναίκα αντιπρόσωπο. Πετάχτηκα σαν ελατήριο και όρμησα έξω
σέρνοντας το σάκο πίσω μου. Ο πρόεδρος που είχε πιει στο μεταξύ τα ποτηράκια
του, χαλαρός και κόκκινος με προέτρεπε -τι άλλο; - να χαλαρώσω!
Φτάνοντας στο πλάτωμα – πλατεία, είδα πράγματι έναν
απελπισμένο άντρα μέσα στο σκοτάδι να προσπαθεί να συνεννοηθεί με έναν χωρικό
χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια τον είδα να μπαίνει στο ταξί, που περίμενε με
ανοιχτή τη μηχανή.
Έβαλα μια δυνατή φωνή. Με άκουσε και βγήκε από το
αυτοκίνητο. Πήρε το σάκο μου και τον έβαλε στο πορτμπαγκάζ μαζί με τον δικό
του. Μόνον όταν μπήκαμε στο ταξί γύρισε, με κοίταξε και μου
συστήθηκε.
«Είχα απελπιστεί. Δεν πίστευα πως θα καταφέρω να φύγω.» του
είπα αφού τον ευχαρίστησα χίλιες φορές.
«Το ξέρω..» μου απάντησε. «...όταν μου είπαν πως μια κοπέλα
βρίσκεται στο διπλανό εκλογικό τμήμα, κατάλαβα. Δεν θα σε άφηνα εδώ. Μη
φοβάσαι.»
Φτάσαμε στην Καρδίτσα ξημερώματα. Ο καιρός εκεί ήταν ακόμα
καλός. Δώσαμε τους σάκους στη νομαρχία και φύγαμε αμέσως για Αθήνα.
Πριν μπω στο αυτοκίνητο, γύρισα και κοίταξα τις ψηλές
κορυφές των Αγράφων.
Έφερα στο νου μου τα καταπράσινα βαθιά φαράγγια, την
αλληλουχία του πράσινου στα φυλλώματα των ελάτων, το απροσπέλαστο πράσινο
τείχος των πλατανιών, τις μικρές αλεπούδες που διέσχιζαν το δρόμο με ταχύτητα,
και εκείνο το κελάδημα των αηδονιών που συμφωνούσε με τον ήλιο όταν μου ψιθύρισε:
«Είσαι στον ουρανό
τώρα. Μπορείς να τον αγγίξεις...»