Νομίζετε πως στον κόσμο υπάρχουν μόνον τα μεγάλα προβλήματα; Υπάρχουν και τα μεγαλύτερα! 😐
Όταν ξύπνησα το πρωί Την Είδα (!) να τρέχει πάνω κάτω σαν τρελή στον διάδρομο. Χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου μετά στο πιο κοντινό τραπέζι κι από κει υπολόγισα την απόσταση μέχρι το φωτιστικό. Ακόμα και άλμα ύψους επί κοντώ θα έκανα αν μου βρισκόταν πρόχειρο ένα κοντάρι. Το μόνο που έλειπε ήταν ο Ξενοφών για να καταγράψει την δική μου ηρωική ανάβαση. Την τελευταία στιγμή, με συγκράτησε μια σκέψη: θα με κρατήσει;
Από κει ψηλά, έριξα μια ματιά χαμηλά. Την είδα πάλι. Αυτή τη φορά γυρισμένη ανάσκελα καταμεσής
της κουζίνας να κουνάει πέρα δώθε τα πόδια της, ετοιμοθάνατη. Ευκαιρία να κατέβω απ' το τραπέζι. Πλησίασα, φροντίζοντας να κρατήσω ασφαλή απόσταση. Για λίγα δευτερόλεπτα την
παρακολουθούσα με ανάμικτα συναισθήματα πανικού και λύπης. Να πλησιάσω πιο κοντά,
δεν υπήρχε καν σαν ενδεχόμενο στο μυαλό μου. Να πηδήξω από πάνω της φάνταζε σαν
ηρωικό κατόρθωμα.
Έμεινα μέχρι το μεσημέρι χωρίς νερό. Χρειαζόμουν επειγόντως κάποιον
θαρραλέο να την μαζέψει να ψάξει καλά πίσω από ψυγείο κουζίνα πλυντήριο και να
μου δώσει το πράσινο φως να περάσω. Με τη σκέψη αυτή υποχώρησα στη "σπηλιά" μου
έκλεισα την πόρτα και περίμενα τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα της ελευθερίας μου.
Κάπου κάπου σηκωνόμουν απ’ τη θέση μου και της έριχνα κλεφτές ματιές απ’ τη
χαραμάδα για να σιγουρευτώ πως τελείωσε και το δικό της μαρτύριο και το δικό
μου. Όμως, κάθε φορά την έβλεπα ζωηρή ανάσκελα να συνεχίζει να κουνάει τα πόδια
της στον αέρα.
Η δίψα μου χτύπησε κόκκινο! Είχαν ήδη περάσει πάνω από τρεις ώρες. Υπενθύμισα στον εαυτό μου μικρό, πως μεγάλωσε πια, τι θα του έκανε ένα ζούδι; Αντίθετα η δίψα ήταν πιο
επικίνδυνη, με τόση ζέστη. Αποφάσισα να δοκιμάσω να κάνω γιουρούσι. Βγήκα απ' το δωμάτιο οπλισμένη με την μυγοσκοτώστρα και κατευθύνθηκα αποφασιστικά προς την κουζίνα.
Η κατσαρίδα όμως ήταν άφαντη!
Έβαλα φωνή και έτρεξα πάλι πίσω στη "σπηλιά" μου. Η σκέψη και
μόνο πως ζωντάνεψε και κυκλοφορούσε ελεύθερη μέσα στο σπίτι, μου αφαίρεσε μεμιάς κάθε ίχνος λογικής. Τα σενάρια που έστηνε ο νους μου, άπειρα.
Πού πήγε η κατσαρίδα; Έλα ντε.
Είχα άλλες πέντε ώρες μπροστά μου για να λύσω αυτόν τον γρίφο που με φυλάκιζε σ’ ένα δωμάτιο, αλλά δεν ήμουν σε θέση να το διαχειριστώ. Πήρα μια πετσέτα απ’ το μπάνιο και
έφραξα την χαραμάδα κάτω από την πόρτα του δωματίου. Σιγουρεύτηκα πως η σίτα της μπαλκονόπορτας
ήταν στη θέση της και προσπάθησα να μην ανατριχιάζω κάθε φορά που ένιωθα ή μου
φαινόταν πως ένιωθα πως κάτι περπατάει πάνω στο πόδι μου. Τελικά, αποφάσισα να κουρνιάσω πάνω στο κρεβάτι και να ζωγραφίσω ένα στάχυ για να περάσει πιο γρήγορα η ώρα. Εκεί τουλάχιστον θα την
έβλεπα, αν ανέβαινε.
Πρέπει να με πήρε ο ύπνος γιατί κάποια στιγμή είδα τον "Ηρακλή" σκυμμένο πάνω μου.
"Είσαι καλά; Γιατί είσαι ξαπλωμένη τέτοια ώρα;
Δεν νιώθεις καλά;"
Αναθάρρησα, ανασηκώθηκα και του εξήγησα λεπτομερώς τι θα
περιείχε ο δέκατος τρίτος άθλος του.
"Θα κοιτάξεις παντού! Τράβηξε όλες τις ηλεκτρικές συσκευές
και ψέκασε γύρω γύρω. Το ίδιο και σε όλες τις μπαλκονόπορτες. Από πού μπήκε; Μήπως
έβγαλες το βράδυ την τάπα από τον νεροχύτη;" " Όχι". "Από τον νιπτήρα;" "Όχι". "Από το
μπάνιο;" "Όχι." " Μήπως ξέχασες το παράθυρο του μπάνιου ανοιχτό;" "Όχι." "Μήπως άφησες
χωρίς σίτα την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας;" "Όχι." "Τότε θα μπήκε από τον
απορροφητήρα."
Έβαλε τα γέλια ο "Ηρακλής". Τόσο γέλιο είχα πολύ καιρό να ακούσω
στο σπίτι.
"Χαίρομαι που σε διασκεδάζει η αγωνία μου", είπα μόνο. "Η
κατσαρίδα έφυγε Μαρία. Σήκω πάνω και πιες νερό, θα σκάσεις." "Μου το
φέρνεις εσύ σε παρακαλώ; Καλύτερα φέρε μου όλο το μπουκάλι." "Πόσο
σκοπεύεις να μείνεις κλεισμένη εδώ μέσα;" "Μέχρι να την βρεις και να την πετάξεις."
"Τσάμπα βασανίζεσαι. Βγήκε."
"Από πού βγήκε; Αφού είναι όλα κλεισμένα"
"Από
εκεί που μπήκε."
"Από πού μπήκε;"
Έτσι είναι. Όλα τα μεγάλα ερωτήματα της Ανθρωπότητας κάνουν
κύκλους...