"...Έβλεπα, μπορώ να πω, πιο μακρυά απ' τους άλλους, έβλεπα το επερχόμενο. Αντί να με θεωρούν πρωτοπόρο, με θεωρούσαν έναν άνθρωπο παράξενο, περίεργο που ενοχλούσε τις συνήθειές τους".
(Προσωπογραφία της Δέσποινας με κολιέ και σκουλαρίκια - 1978) |
"...Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, σε μια κριτική για την πρώτη μου έκθεση έγραψε "Κάθε έργο του Τσαρούχη είναι ένας παλιάνθρωπος"
( Στο παντοπωλείο 1971) |
"...Ο λόγος, η γλώσσα, η φωνή, αντίδοτα στο θάνατο και στη δυστυχία".
"...Αρετές μας είναι τα ελαττώματά μας, που τα παραδεχτήκαμε"
Δειλία που αναδεικνύει ένα ανώτερο θάρρος: Όταν είπανε στους Χιώτες στρατιώτες "Πυρ", για να πυροβολήσουν τον εχθρό, αυτοί απάντησαν: "Ίντα πυρ και ξεπύρ, εν θωρείτε ότι είναι μπρος ανθρώποι;"
"...Κάποτε με τον Καζαντζάκη μιλήσαμε για τη ζωγραφική και μου είπε: "Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι ζωγράφοι μεταχειρίζονται τελάρα ή κομμάτια ξύλο. Οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες έχουν ελευθερώσει τη ζωγραφική από το βάρος της ύλης. Ζωγραφίζουν σ' ένα κομμάτι χαρτί ή σ' ένα κομμάτι μεταξωτό".
Κάποτε ήρθε στο ατελιέ μου. Μεταξύ άλλων είπε και το εξής:
"Όλα σου τα έργα με κοιτάνε σαν άνθρωποι. Δε μπορώ να μιλήσω".
Περίεργο ότι αυτά τα έργα του 36-37 τα είχε χαρακτηρίσει ο Παπαντωνίου, διευθυντής της Πινακοθήκης, ως αφηρημένα που δεν έχουν καμιά σχέση με τη ζωή".
(Τέσσερις εποχές - 1968) |
"...Αγαπώ την Κάλας και την Σωτηρία Μπέλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται γι' αυτό να καταλάβουν τι μου συμβαίνει. Εγώ πάντως κοπίασα και κοπιάζω για να βρω μια τάξη και μια ισορροπία. Θέλω συνεχώς να γνωρίζω και να ξεκαθαρίζω. Για να είμαι ελεύθερος ν' αγαπήσω απόλυτα".
(Πασαλιμάνι ) |
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1918, στον Πειραιά, στο Πασαλιμάνι και πέρασε την παιδική του ηλικία στο πατρικό του, ένα νεοκλασσικό σπίτι, και μέσα σε μεγαλοαστικό περιβάλλον.
Πίσω του, οι νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι και η εποχή του Διχασμού.
Ζει την άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής, ενθουσιάζεται με τις παραστάσεις του Καραγκιόζη, κατασκευάζει σκηνικά. Ακολουθούν τα χρόνια της φοίτησής του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Μεγαλώνει μέσα στο φορτισμένο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής. Η Μεγάλη Ιδέα περί αλυτρωτισμού έχει καταρρεύσει αλλά γίνεται η αφορμή προκειμένου να προσπαθήσει ο ίδιος να βρει μια πνευματική διέξοδο.
Η ανακάλυψη της Ελληνικότητας είναι το ζητούμενο της ζωγραφικής του Τσαρούχη. Θέλει να ανοίξει ένα γόνιμο διάλογο ανάμεσα στη Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον μοντερνισμό.
Μαθαίνει τη Βυζαντινή τέχνη από τον Κόντογλου αλλά μετά από τέσσερα χρόνια διαφωνεί μαζί του και φεύγει από το εργαστήρι του.
Tο 1935, φεύγει για το Παρίσι και εκεί έρχεται σε επαφή με το καλλιτεχνικό κλίμα της πόλης. Ο Έλληνας τεχνοκριτικός Ταιριάντ του γνωρίζει τους διάσημους ζωγράφους Laurens και Matisse. Ο τελευταίος του δίνει την απάντηση που αναζητάει στο μεγάλο προβληματισμό της γενιάς του για τον συγκερασμό της Δύσης με την Ανατολή.
"...Έπρεπε να περάσουν χρόνια πολλά για να καταλάβει ο κόσμος πως είμαι επικίνδυνος. Και πάλι πολλοί δεν το πιστεύουν αυτό".
Για το ζεϊμπέκικο
"...Προς το ηλιοβασίλεμα, όταν ξεκίνησε το πλοίο για την Πόλη, ο νεαρός χόρεψε (ζεϊμπέκικο ) πάνω στο κατάστρωμα. Ήταν κοντός και χοντροκόκαλος μα μόλις άρχισε να κινείται, πραγματικά μετεμορφώθη. Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο. Την ανδρεία του, γιατί ήταν ανδρείος πολύ, σχεδόν άγριος, συνεπλήρωνε περίεργα ένα είδος ταπεινότητος και ένα είδος ευγνωμοσύνης, που δεν ήταν γνωστό σε ποιόν απευθύνεται και ήταν σαν να ευγνωμονεί με πολλή σεμνότητα έναν θεό, για το θαύμα που είναι η ζωή. [...]
"...Η πενία της Ελλάδος επέβαλε τη λιτότητα και αυτή η ίδια η πενία οδήγησε σε μια μεγάλη ελευθερία της σκέψεως και της φαντασίας και σε μια προβολή των ατομικών τάσεων του ανθρώπου.
"...Κανένας ζωγράφος δε μ' αρέσει απολύτως γιατί το όνειρο που λέγεται ζωγραφική είναι δυνατόν να το πραγματοποιήσει οποιοσδήποτε αγαπά και πιστεύει στη ζωγραφική, άρα κι εγώ".
(Πνεύμα που πενθεί -1966 Γ. Τσαρούχης) |
(Γ. Τσαρούχης: "Η Τέχνη δεν είναι απάσχοληση. Είναι η θρησκεία του ζωντανού και αιώνιου) |
"Πάω στο Λονδίνο να δω τα Ελγίνεια πριν μας τα πάρει η Μελίνα"
(Η αντιγραφή του Τισιάνου - 1971 - Γ. Τσαρούχης) |
"... Άλλά τι να πω για έναν μαραγκό του οποίου η σεμνότης μου έμαθε τόσα πολλά για τη δουλειά.
(Λουώμενος Παρίσι - 1968) |
"... Θα έλεγα πως είναι ο δάσκαλος της καλλιτεχνικής λιτότητας - στην καλύτερη έννοια του όρου.