"Κοντεύω να γίνω "μικρός". Μικραίνει κανείς όταν ατέλειωτα βιάζει τον εαυτό του να είναι χωμένος σ' ένα μηχανισμό στενό και ανόητο."
Ίων Δραγούμης (Ζωγράφος: Bettina Baldassari )
Μπαίνει κι ο Οκτώβριος. Ένα καινούργιο ταξίδι ξεκινάει με αποσκευές
μικρές, για μικρά όνειρα. Τα μεγάλα φαίνονται άπιαστα πια. Και τα
μικρά όμως όμορφα είναι. Ζεσταίνουν την καρδιά και σε κάνουν να νιώθεις πως το
ταξίδι συνεχίζεται.
Κάποιοι νιώθουν ασφαλείς να ξεκινήσουν το νέο ταξίδι, κι
άλλοι ζουν νιώθοντας ασφαλείς με ό,τι είναι και με όσα έχουν. Ποιοι όμως νιώθουν
πραγματικά ελεύθεροι;
Να ένα ερώτημα με απάντηση μεταχρονολογημένη.
Οκτώβριος. Ξεκινάω μια καινούργια περιπέτεια.
Πνέει πάλι ο άνεμος της αλλαγής μέσα στο νου μου αλλά η καρδιά μου ακόμα πενθεί
την χαμένη αθωότητα του καλοκαιριού που πέρασε. Όλα τα ζήσαμε. Ο χρόνος μας συμπυκνώνεται
σε καταστροφές. Δεν τον μετράμε πια με τα ρολόγια, αλλά με τα δεινά της ανθρωπότητας.
Κι όσο αυτά αυξάνονται με ασυνήθιστη για τα χρόνια μας πυκνότητα, τόσο ο ανθρώπινος
νους αδυνατεί να αραιώσει τις εντυπώσεις και να αλαφρύνει το συναίσθημα. Είμαι
καλά; Είσαι καλά; Ποιος ξέρει ν’ απαντήσει αληθινά όταν όλα γύρω του
καταρρέουν;
Πρέπει να σκεφτούμε έναν άλλον τρόπο να επιβιώνουμε μέσα
σ' αυτήν την αόρατη φούσκα της «αφθονίας» του σύγχρονου πολιτισμού μας, που μας αφήνει εκτεθειμένους
στην ανασφάλεια, τον κίνδυνο και την θλίψη.
Η θλίψη έχει καλύψει τα πάντα και τους πάντες. Ακόμα κι
εκείνους που επιμένουν να πιάνονται από στιγμές για να νιώσουν καλύτερα. Η
θλίψη είναι παγκόσμια. Δεν αφήνει χώρο στη χαρά. Χρείαν έχουμε αγάπης, πραγματικής. «Δώσε μου το χέρι σου να κρατηθώ, πάρε το χέρι μου να
κρατηθείς και σου υπόσχομαι πως θ’ αγαπιόμαστε αιώνια...»
Το εσωτερικό φως του φθινοπώρου θα ζεστάνει τις καρδιές. Έτσι κι αλλιώς οι διαδρομές του καθενός μας είναι πλέον περισσότερο εσωτερικές.
Δευτέρα πρωί, τι σιχαμερή μέρα,
δεν τη χώνεψα ποτέ μου. Βρίσκω τα παπούτσια μου πάλι παγωμένα. Το πετσί τους
σκληρό σα σίδερο. Περπατάω και πονάω. Η κάλτσα τρίβεται στο κρέας, το κρέας
ματώνει.Σκατά. Στο τραπέζι, το σιχαμερό
γάλα. Δεν το πίνω με τίποτα. Να ξεφύγω θέλω.
Ντύνομαι σβέλτα και την κάνω
από πίσω. Η μάνα πλένει στην μπροστινή αυλή. Το πορτάκι κλειδωμένο. Γιατί το κλειδώνει; Δεν
έχω καταλάβει. Δεν κάθομαι να σκάσω. Πετάω την τσάντα μου στο δρόμο και πηδάω από
πάνω. Την ακούω να φθάνει τρέχοντας. Με φωνάζει. Ίσα που της ρίχνω ένα βλέμμα. Η
ποδιά της μούσκεμα. Τα χέρια της κατακόκκινα, στάζουν σαπουνάδες.
"Το γάλα σου το ήπιες; Αν δεν
πιείς το γάλα σου, δεν πας πουθενά. Τ’ άκουσες;"
Μαζεύω από κάτω την τσάντα
και γίνομαι μπουχός. "Θα το πω στον πατέρα σου!" Ούφ..όλο λόγια είναι.
Στη στροφή του δρόμου κόβω
ταχύτητα. Ώρα να πάρω ανάσα. Πετάω την τσάντα στο χώμα. Ψάχνω τις μπίλιες μου
στην κωλότσεπη. Πάλι τις ξέχασα γαμώτο. Βρωμοδευτέρα! Απ’ την τσαντίλα μου κλωτσάω
πέτρες. Τα παπούτσια μου χάλι μαύρο. Φαγωμένες μύτες, γδαρμένο χρώμα, τρύπια
σόλα. Ποιος ακούει το γέρο! Και βαράει σα στραβός, δεν αστειεύεται. Σκατά! Έχει
δίκιο η μάνα.
Απ’το σχολείο, μ’ αρέσει μόνο
η διαδρομή μέχρι να φτάσω. Την κάνω με το πάσο μου για να χαζεύω πέτρες.
Σταμπάρω την καλύτερη και την κλωτσάω μέχρι το προαύλιο. Είμαι καλός στις
πέτρες. Διαλέγω στρογγυλές που κάνουν γύρους πάνω στο χώμα. Δεν κουμαντάρονται
εύκολα. Είναι για ζόρικους, σαν εμένα. Με θαυμάζουν οι φίλοι μου κι ο θείος με φωνάζει "Κλωτσαδόρο". Ο γέρος θυμώνει. Είμαι αλήτης λέει, και ντρέπεται.
Το σπίτι μας είναι στην άκρη
της πόλης. Ο δρόμος περνάει μέσα απ’ τα χωράφια. Ο κολλητός μου ο Χαρίλαος
μένει στην πλατεία. Τον φέρνει ο πατέρας του στο σχολείο με τη βέσπα. Άτυχος
αυτός, τον κλαίω από τώρα. Πάνε χαμένες τόσες περιπέτειες! Δεν του το λέω για
να μην τον τσαντίσω.
Το κουδούνι! Σκατά! Άργησα
πάλι. Αν τρέξω, ίσως προλάβω την πόρτα πριν κλείσει αλλιώς πάλι τιμωρία.
Το χειρότερό μου; Όταν μου στρίβει ο δάσκαλος τις φαβορίτες. Πονάει πολύ, μα
δεν κλαίω. Οι άλλοι κλαίνε σαν κορίτσια.
Η μάνα όλη μέρα είναι με ρόμπα
και ποδιά. Στην ποδιά σκουπίζει τα χέρια της. Σκουπίζει και τα μάτια της καμμιά
φορά. "Γιατί κλαις μάνα;" τη ρωτάω. "Δεν κλαίω βρε, καθάριζα κρεμμύδια". Πολύ ζόρικο να καθαρίζεις κρεμμύδια!
Μυστήριο τραίνο η μάνα αλλά είναι
καλή στο σημάδι. Δεν αστοχεί ποτέ όταν πετάει το τετράδιο της ορθογραφίας στο
πατάρι "Κοίτα να συμμορφωθείς. Έτσι και το δει ο πατέρας σου χάθηκες κακομοίρη!" Γκρίνιααα…!
Τι κόλλημα κι αυτός με την
ορθογραφία! Γιατί τραβάει τόσο ζόρι; Τι θα πάθει το χωριό αν το γράψω με
όμικρον; Θα φύγει απ’ τη θέση του και θ’ αλλάξει η γεωγραφία; Πολλή πλάκα έχουν οι μεγάλοι!
Η μάνα δεν σηκώνει χέρι πάνω μου. Γκρινιάζει μόνο όταν
μου μπαλώνει τις τσέπες. Τις γεμίζω με όσα μαζεύω απ’ το δρόμο. "Δεν καταλαβαίνει θείε!" "Πού να καταλάβει κλωτσαδόρε μου; Γυναίκα είναι." Ο θείος είναι κυνηγός. Ξέρει.
Συρματάκια, τσιγκάκια, μικρά
ελατήρια, βίδες, ξυλάκια… "Τι τα μαζεύεις όλα τούτα ρε μάγκα;" με ρωτάει. "Όταν τα παίζω, ονειρεύομαι…" του απαντάω. Με κοιτάει περίεργα. Έτσι μου
φαίνεται. "Μου τα πουλάς;" "Πόσα δίνεις;" Κάναμε συμφωνία. "Μια δεκάρα το ένα,
ό,τι μου αρέσει".
Έχω μαζέψει τρεις δραχμές.
Θέλω ακόμα δύο. Μετά, σφαίρα στην Τασία. Το αποφάσισα. Θα το πάρω εκείνο το μαντήλι μες το γυαλιστερό
κουτί. Έχει κεντημένο σε μια άκρη του το κεφαλαίο Μ. Πολύ μ' αρέσει. Γελάω μόνος μου όταν τη σκέφτομαι. Θα σκουπίσει τα χέρια στην ποδιά, μετά θα το ανοίξει. "Χρόνια Πολλά!" θα της πω. Θα τα χάσει. Γιορτάζει κι αυτή την Άνοιξη. "Μάνα" δεν τη λένε;
Κατά την ελληνική παράδοση, το πέταγμα του χαρταετού συμβολίζει το πέταγμα της ανθρώπινης ψυχής προς τον Δημιουργό της.
Σύμφωνα με το έθιμο, πρέπει να πετάει στον ουρανό την Καθαρά Δευτέρα, την ημέρα που ξεκινά η νηστεία της Σαρακοστής, δηλαδή την ημέρα που ξεκινά η πνευματική και σωματική μας κάθαρση.
...η αγάπη ήρθε ταπεινά, μέσα σ’ ένα
χαρτόκουτο μετρίου μεγέθους.
Πολύ βαρύ να το σηκώσω μόνη μου και να το κατεβάσω στην
απότομη σκάλα του υπογείου.
Εσύ με κοίταζες με περιέργεια σαν να ‘μουν κάποιο ξωτικό πουλί
που έχασε το δρόμο του μέσα στο κτίριο της Παναγή Τσαλδάρη.
Σαφώς ενοχλημένη από την ταλαιπωρία, αποφασισμένη όμως να το
κατεβάσω. Ντυμένη στην τρίχα, ισορροπούσα με δυσκολία πάνω στα τακούνια μου. Ένα
σκαλί…δυο σκαλιά…τραμπάλισα επικίνδυνα. Η κατάσταση δεν επέτρεπε ηρωισμούς
αλλά, το χαρτόκουτο έπρεπε να το κατεβάσω.
Σε είδα. Καθόσουν στο βάθος του υπογείου, στη σκιά, πάνω σ’
έναν ψηλό μεταλλικό πάγκο. Κάπνιζες και με παρατηρούσες αδιάφορα. Μπορεί να έβαζες και στοίχημα με τον εαυτό σου: «Θα το κατεβάσει ή θα μετρήσει τα σκαλιά με την
πλάτη;" Κι εγώ σκεπτόμουν το ίδιο. Η σκάλα ήταν μεγάλη και απότομη, τα σκαλιά στενά και φαγωμένα από το
χρόνο, το χαρτόκουτο περιόριζε το οπτικό μου πεδίο, κι αυτά
τα αναθεματισμένα τακούνια, το απαραίτητο αξεσουάρ του ντρες κόουντ της εταιρίας…
Πόση αξιοπρέπεια να έχει πια ένας άνθρωπος; Αποφάσισα να αφήσω στην άκρη τους ηρωισμούς
και να σου ζητήσω βοήθεια. Μα πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη – τι θαύμα!- σε είδα να ανεβαίνεις τη σκάλα, με το πάσο σου, εντελώς ανέκφραστος. Έφτασες κοντά μου και χωρίς να πεις κουβέντα, χωρίς καν να με κοιτάξεις, πήρες το χαρτόκουτο απ' τα χέρια μου, σαν να' ταν πούπουλο, και το κατέβασες με μια άνεση αντιστρόφως ανάλογη της δικής μου.
Σ' ευχαρίστησα -το τυπικόν του θέματος.
Με αγνόησες -παρατυπία.
Με ρώτησες μόνο, πού ήθελα να το ακουμπήσεις, και μετά το άφησες με την ίδια άνεση
εκεί που σου είπα. Το ακούμπησες δηλαδή στο δάπεδο πίσω από έναν μεγάλο
λέβητα με στρόφιγγες γύρω-γύρω, ένα μηχάνημα που μου ήταν άγνωστο και συνεπώς
δεν μου έλεγε κάτι. Αφού σιγουρεύτηκα πως το κιβώτιο έφτασε στον προορισμό του, σου γύρισα την πλάτη κι
άρχισα ν’ ανεβαίνω τη σκάλα του υπογείου. Εσύ πήρες ξανά την αρχική σου θέση, πάνω στον πάγκο.
Κανείς μας όμως δεν πρόσεξε το μικρό ξωτικό, που σαν "αλεξίπτωτο" πικραλίδας, βγήκε απ’ το χαρτόκουτο και προσγειώθηκε δίπλα σου.
«Τι σκέφτεσαι;», σε ρώτησε. «Θ’ ανέβεις μαζί της τη σκάλα ή θα μείνεις εδώ να την
κοιτάζεις;» Σου πήρε λίγα δεύτερα ν’ αποφασίσεις. Μετά έσβησες το τσιγάρο σου, κατέβηκες μ’ ένα σάλτο απ’ τον πάγκο και μ' ακολούθησες. Μπροστά εγώ, κι εσύ πίσω μου, να με προσέχεις...
Τέσσερις δεκαετίες ανεβαίνουμε μαζί εκείνη τη σκάλα. Ξεπέρασε πια το υπόγειο. Υψώθηκε πολύ.
Κάθε χρόνος κι ένα καινούργιο σκαλί, κάθε χρόνος κι ένα βήμα πιο πάνω. Ανεβαίνουμε. Μπροστά εγώ,
κι εσύ εκεί, πάντα πίσω μου, να με προσέχεις.
"Πάρε με ξανά στη μηχανή σου, να κάνουμε το γύρο τ' ουρανού" 💕
Σου περιγράφω βήμα-βήμα την ταχυδρομική οδύσσεια του απλού,
μικρού, ταπεινού φακέλου μου.
Σάββατο: κλειστά όλα τα κεντρικά ταχυδρομεία (ακόμα
και των Αθηνών) από το 2020, λόγω πανδημίας. Ωστόσο, καμία ενημέρωση για το
κοινό σε εμφανές σημείο. Αποτέλεσμα, φωνές και βρισίδια έξω από το ταχυδρομείο.
Κυριακή: κλειστά όπως ήταν πάντα.
Δευτέρα πρωί, στήνομαι αισιόδοξη στην ουρά με το
χαρτάκι μου και περιμένω να έρθει η σειρά μου. Αργεί γιατί γίνεται χαμός. Από
τα 6 γκισέ, λειτουργεί το ένα. Μια δόλια κοπελίτσα προσπαθεί σε κατάσταση
πανικού να τα βγάλει πέρα. Έρχεται η σειρά μου, της δίνω τον φάκελο και της λέω
τη χώρα προορισμού. Γουρλώνει τα μάτια και με κοιτάει σαν να βλέπει άνθρωπο του
Νεάντερνταλ! «Δεν μπορώ να το πάρω έτσι» μου λέει. «Γιατί;» τη ρωτάω. «Καλά,
εσείς δεν ξέρετε πως πρέπει πρώτα να μου φέρετε τον κωδικό; (με μαλώνει σε έντονο
ύφος). Χωρίς κωδικό δεν γίνεται!» «Ποιον κωδικό εννοείται;», ξαναρωτάω εμφανώς
ψαρωμένη.
Kάπου εδώ αρχίζει η “ξενάγηση” (μου τα
γράφει πρόχειρα σε ένα ποστιτ)
-θα μπείτε στο WEBLABELINGκαι
θα ακολουθήσετε τις οδηγίες, θα επιλέξετε το UC και μετά τοD για απλή αποστολή. Μετά θα
συμπληρώσετε τις φόρμες με όλα τα στοιχεία του αποστολέα και του παραλήπτη,
μετά θα σας δοθεί ένας κωδικός. Με αυτό τον κωδικό θα έρθετε πάλι.
«Όλα αυτά για να στείλω ένα απλό, μικρό, ταπεινό φάκελο στον
Καναδά;» «Ο επόμενος…».
Αποχωρώ αποκαρδιωμένη. Στο δρόμο σκέφτομαι, άντε και τους πάω
τον κωδικό, μετά είναι σίγουρο πως θα πάρουν τον φάκελό μου ή θα πέσει σε καμιά
μαύρη τρύπα του σύμπαντος;
Γυρίζω στο σπίτι και ανοίγω τον υπολογιστή. Ακολουθώ κατά
γράμμα τις οδηγίες, επιλέγω το UCκαι μετά…κολλάω. Βρίσκομαι μπροστά σε μια στήλη με
ακατανόητες για μένα επιλογές. Ψάχνω για το πολυπόθητο D. Πουθενά! Το αφήνω προς το παρόν για
να ζητήσω τη βοήθεια του κοινού. Καταλαβαίνεις Μ μου πως στις μέρες μας, η αποστολή
ενός απλού, μικρού, ταπεινού φακέλου στην Μορεάλη, έχει γίνει “ειδική αποστολή”.
Δεν πτοούμαι όμως, έχω το σθένος των προγόνων μου! Αυτή τη
φορά θα ξεκινήσω οργανωμένη από το σπίτι, ξέρεις, κεφτεδάκια στο τάπερ, λίγο
νερό για το χάπι στις 12, τον Κωδικό -Παναγίτσα μου- τατού στο χέρι - αφού
βέβαια πρώτα έχω κάνει μισάωρο διαλογισμό για να μπω στην απαραίτητη Νιρβάνα.
Ο απλός, μικρός, ταπεινός φάκελος απ’ την Ελλάδα, θα φτάσει
στην Μορεάλη… κάποια στιγμή, και να είσαι σίγουρη πως θα σημάνουν όλα τα
σήμαντρα της Ελληνικής Παροικίας!
Κι εγώ, ω εγώ, θα ανατριχιάσω από Εθνική Υπερηφάνεια!
Υ.Γ. Η ανάρτηση αυτή έχει αποκλειστικά ενημερωτικό χαρακτήρα😊Επιπλέον πληροφορίες: Κλείνουν ταχυδρομικά καταστήματα, μειώνουν υπαλλήλους και στέλνουν τον κόσμο στις on line υπηρεσίες του φορέα που όμως δεν είναι ακόμα οργανωμένες πλήρως.
Π.χ. διαθέτουν το E-STAMP (καλό) αλλά μόνον για το εσωτερικό.
Για το χατίρι της Αριστέας έγινα ποιήτρια για μια μέρα.
Η Αριστέα είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει το όνομά της: Άριστη. Ό,τι αναλαμβάνει να κάνει, το κάνει τέλεια, από τα χειροποιήματά της έως τις διοργανώσεις του Συμποσίου Ποίησης (δική η ιδέα), μέσα από το μπλοκ της:
Δίνει μια λέξη δικής της επιλογής και πρέπει να εμπνευστούμε απ' αυτήν και να γράψουμε ένα ποίημα. Η λέξη που έδωσε αυτή τη φορά ήταν: ΤΡΑΠΕΖΙ.
Τα ποιητικά συμπόσια της Αριστέας μας είναι κάτι σαν...τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά στην αρχική τους μορφή. Ξέρετε ίσως πως οι αρχαίοι μας πρόγονοι διοργάνωναν τους Ολυμπιακούς Αγώνες προκειμένου να δίνεται η ευκαιρία στους άνδρες να εκτονώνουν τα βίαια και ανταγωνιστικά ένστικτά τους μέσα στο στάδιο επιδεικνύοντας μόνον ευγενή άμιλλα.
Ένα "ευχαριστώ" λοιπόν στην Αριστέα που βρήκε αυτόν τον τρόπο να ηρεμεί και να εκτονώνει τις βίαιες μυστικές σκέψεις μας.
Γιατί, όπως γράφει και η περσινή νομπελίστρια συγγραφέας Ανί Αρνό:
"Ό,τι δεν καταγράφω, δεν περατώνεται, απλώς βιώνεται".
{...}Πριν από πέντε χρόνια, πέρασα μια αδέξια νύχτα με κάποιον φοιτητή που εδώ κι έναν χρόνο μου έγραφε και ήθελε να με γνωρίσει. Συχνά έκανα έρωτα για να υποχρεώσω τον εαυτό μου να γράψει. Μες στην κούραση, στην εγκατάλειψη που ακολουθεί, γύρευα να βρω λόγους για να μην περιμένω πια τίποτε από τη ζωή. Ήλπιζα πως όταν θα τέλειωνε η πιο βίαιη απ' όλες τις προσμονές, εκείνη του οργασμού, θα ένιωθα τη σιγουριά πως δεν υπήρχε άλλη υπέρτατη ηδονή από αυτή της συγγραφής ενός βιβλίου. Ίσως ετούτη ακριβώς η επιθυμία να ριχτώ στη συγγραφή - που δίσταζα να επιχειρήσω εξαιτίας του εύρους της - με ώθησε να προσκαλέσω τον Α. στο σπίτι μου για ένα ποτό ύστερα από ένα δείπνο στο εστιατόριο όπου, από ντροπαλότητα, είχε μείνει σχεδόν βουβός. Ήταν κοντά τριάντα χρόνια μικρότερός μου.
{...} Ήταν ο κομιστής της μνήμης του δικού μου πρωταρχικού κόσμου.
{...} Μαζί του διέτρεχα όλες τις εποχές της ζωής, τη ζωή μου.
{...} Ένα καλοκαίρι, στην Τσιότζια, καθώς περιμέναμε το βαπορέτο για να επιστρέψουμε στη Βενετία, είπε: "Θα 'θελα να 'μαι μέσα σου και να βγω από σένα για να σου μοιάσω".
Από το βιβλίο της Annie Ernaux: O ΝΕΑΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ - εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Η ΑΝΙ ΕΡΝΟ, είναι Γαλλίδα καθηγήτρια λογοτεχνίας και συγγραφέας, μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες συγγραφείς της χώρας της.
Το 2022 της απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας "για το θάρρος και την κλινική οξύνοια" που συναντούμε κυρίως στα αυτοβιογραφικά βιβλία της που εντρυφούν στην προσωπική μνήμη και την κοινωνική ανισότητα.
Το πιο αγαπημένο μου δώρο ήταν μια μικρή εικόνα σε μια
κορνίζα από χαρτόνι με ενίσχυση από χρωματισμένες οδοντογλυφίδες…
«Σου αρέσει;» ρώτησε με αγωνία ο μικρός δωρητής. «Ξόδεψα
εκατό κιλά κόλλα για να το φτιάξω.»
Ήταν κι άλλα δώρα – η χρονιά με τη λυγισμένη συρμάτινη
κρεμάστρα, στολισμένη με σουρωμένα μαντίλια και η χρονιά με το σπιρτόκουτο,
καλυμμένο με κουρελάκια και ψεύτικα μαργαριτάρια – κι ύστερα έπαψα να παίρνω
μικρά χειροποίητα δώρα.
Εξακολουθούν να μου κάνουν δώρα τα Χριστούγεννα.
Είναι διαλεγμένα με σκέψη. Είναι συσκευασμένα με φροντίδα.
Είναι αυτό που χρειαζόμουν.
Όμως, ω, πόσο θα ήθελα να μπορούσα να σκύψω για να πάρω ένα
δώρο από χαρτόνι κι αλευρόκολλα…
Αν έπρεπε να ζωγραφίσω εκείνη την εποχή, θα
σχεδίαζα νέους ανθρώπους κλεισμένους σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο καπνό. Κάπνιζαν όλοι, με μανία. Λες και το κάπνισμα ήταν βασική προϋπόθεση για να ενταχθεί κανείς σε μια παρέα.
Στο δυαράκι της οδού
Φρύνης στο Παγκράτι, λύνονταν όλα τα θέματα της μεταπολίτευσης συζητώντας.
Αναλύσεις επί αναλύσεων. Ώρες πολλές, μέχρι που η νύχτα τελείωνε και χάραζε η
επόμενη μέρα. Που και που, κάποιος σηκωνόταν κι άνοιγε την μπαλκονόπορτα για
βγει ο πολύς καπνός. «Κλείσε την, θα νομίσουν πως πιάσαμε φωτιά», έλεγε ο Νικηφόρος κάθε φορά γελώντας. Μιλούσαν και κάπνιζαν ακατάπαυστα αναλύοντας άλλοτε το Κεφάλαιο του Μαρξ ή τη δολοφονία του Τρότσκι, άλλοτε τις αριστερές παρατάξεις ή τις ταινίες που βλέπαμε στο ΑΣΤΥ και στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ . "Αυτοκρατορία των αισθήσεων", "Πέτρινα χρόνια", "Η Χαμένη
τιμή της Καταρίνα Μπλουμ","Αλεξάντερπλάτς" και πόσες άλλες...
Κάποιος έσπασε ξαφνικά, μια μέρα, τον "κύκλο των χαμένων αριστερών" απαγγέλοντας δυνατά λίγους ερωτικούς στίχους του Μαγιακόφσκι:
"Κάθε τριχούλα σου σγουρή, χρυσωμένη, τη γεμίζω με χάδια…".
Επανάσταση στο ακροατήριο: "Άσ’ τον αυτόν τον ονειροπόλο
κουλτουριάρη!"
Εμένα όμως μου άρεσε που το άκουσα τότε. Μου έδωσε ελπίδα πως όλα θα γίνουν καλύτερα και τόλμησα για πρώτη φορά να σιγοντάρω με στίχους του Ρίτσου:
"Κι εσύ έρωτα, εκατόφυλλο πορφυρό μου ρόδο που γεννήθηκες μέσα απ' τις φλόγες..."
Είπαμε. Ήταν η εποχή της σοβαρότητας, των ατελείωτων συζητήσεων μέσα σε στενά φοιτητικά δωμάτια, του Νες και των καπνισμένων τοίχων.
Ο μήνας τελείωνε στις
15, όταν τελείωναν και τα λεφτά. Μετά τίποτα… Κουβέντα στους γονείς για να
τσοντάρουν. Κανείς μας δεν ήθελε να ακούσει εκείνο το "Πάλι μείνατε; Τί κάνετε τα λεφτά;"
Τρελός ο έρωτας του Νίκου για το κορίτσι από τη Σύρο. Πώς
το έλεγαν; Σοφία; Μιλούσαν κάθε μέρα ώρες στο
τηλέφωνο. Υπεραστικό.
Έτσι ήταν ο Νίκος. Όταν ήθελε, ήθελε πολύ!
Εγώ σιωπή. Ο έρωτας θέλει στήριξη. Ο λογαριασμός όμως έφτανε στα
ύψη. Μεγάλο πρόβλημα η πληρωμή του. Βρήκε δουλειά στο Πέραμα, στις αμμοβολές. Παγκράτι-Πέραμα
με το ποδήλατο. Μεγάλες οι αποστάσεις, μεγάλες και οι απολαβές, αλλά η δουλειά πολύ σκληρή. Ήθελε κάτι ν’
αποδείξει. Άντεξε δυο μήνες.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο μαύριζαν οι τοίχοι. Ήταν πολλή η κάπνα των καιρών και των τσιγάρων. Μια μέρα μου είπε: "Θα βάψω το σπίτι!" Έπιασε τις μπογιές και το έκανε όλο άσπρο. Στον βορεινό τοίχο ζωγράφισε παχιά μαύρα κάγκελα κι ένα χέρι να τα κρατάει. Ένα χέρι μονάχο του πίσω απ’ τα κάγκελα. Η πρώτη του απόπειρα να ελαιοχρωματίσει. Πόσο ήταν
τότε; 19 χρονών. Δεν με ρώτησε, ούτε ζήτησε τη γνώμη μου.
Έτσι ήταν ο Νίκος. Όταν ήθελε, ήθελε πολύ!
Ζήσαμε τέσσερα χρόνια με τα κάγκελα. Μετά, έφυγε για Αλεξανδρούπολη. Φαντάρος. Φάκελος "χρωματισμένος". Πορείες και διανυκτερεύσεις με σκηνάκια στα βουνά. Ευκαιρία να σβήσω τα κάγκελα απ' τον τοίχο. Τον έβαψα ξανά. Πράσινο. Πάνω του ζωγράφισα Καντίνσκι (ιεροσυλία!) πολύχρωμα
γεωμετρικά σχήματα, πλεγμένα αρμονικά. Για δέκα χρόνια δεν τον πείραξε κανείς. Μετά πουλήθηκε το σπίτι. Έτσι ήθελε ο Νίκος και το ήθελε πολύ. Απόμεινε μονάχος του στο βορρά ο Καντίνσκι και απέναντι στο Νότο, μια αφίσα κολλημένη με σελοτέιπ στον τοίχο: "WHY?". Σαν πανανθρώπινη, ατέρμονη κραυγή: «Γιατί;»
Η συμμετοχή μου στο διαδικτυακό λογοτεχνικό δρώμενο "Μίνι Σκυτάλη #4", που διοργανώνει η Μαίρη από την ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ.
Ποτέ δεν μπαίνεις στη θάλασσα αν δεν σηκώσει τη σημαία
ο ναυαγοσώστης. (ποτέ πριν τις 9 π.μ.)
Ποτέ δεν σηκώνει τη σημαία ο ναυαγοσώστης αν δεν αριβάρει
πρώτα ο γιατρός.
Ποτέ δεν αγνοείς τη σφυρίχτρα του ναυαγοσώστη έτσι και τολμήσεις
να περάσεις την κόκκινη σημαδούρα που οριοθετεί τον ασφαλή χώρο κολύμβησης.
Ποτέ δεν κάθεσαι στην τραπεζαρία να ρημαδοφάς αν δεν ακολουθείς
το επιβεβλημένο ντρεσ κοουντ ( όχι με το μαγιό, όχι με τις σαγιονάρες, όχι με τα αλάτια, όχι με τα
καπέλαetc..etc..)
Ποτέ δεν μετακινείς τις καρέκλες στον υπαίθριο κινηματογράφο.
Ποτέ δεν κάθεσαι στις προνομιούχες θέσεις ακόμα και αν οι θεατές είναι ο κούκος εντ δε θρι...
Ποτέ δεν περπατάς πέρα από τις απαγορευτικές πινακίδες
διέλευσης προς το δάσος.
Από τη χώρα του Ποτέ...
Ποτέ δεν ακούς δυνατά μουσική.
Ποτέ δεν κάθεσαι στις ξαπλώστρες της παραλίας μετά τη δύση
του ηλίου.
Ποτέ δεν κολυμπάς μπροστά από τα καταλύματα των
προνομιούχων.
Ποτέ δεν περπατάς μπροστά από τα καταλύματα των
προνομιούχων.
Ποτέ δεν πατάς πάνω στο γκαζόν.
Ποτέ δεν κάθεσαι κάτω από το νερό του αυτόματου ποτίσματος. ☺
Από τη χώρα του Ποτέ
Ποτέ δεν κυνηγιέσαι με τους γλάρους.
Ποτέ δεν φέρνεις μαζί σου κατοικίδια.
Ποτέ δεν αφήνεις στην ησυχία τους τις αλεπουδίτσες τα βράδια.
Ούτε τα φίδια που διασχίζουν (σπάνια) τα μονοπάτια του πάρκου.
Από τη χώρα του Ποτέ
Ένα μυστήριο πράγμα είναι αυτή η χώρα του Ποτέ. Κάθε φορά
που την επισκέπτομαι, ξεπετάγεται από μέσα μου με ορμή μια ασυγκράτητη ανάγκη ανταρτοπόλεμου.
Ένα εφηβικό πνεύμα αντιλογίας και αναρχίας.
Ανανεώνομαι!
Φιλιά πολλά! Για μένα, μόλις πριν λίγες μέρες άρχισε το Φθινοπωρο-Καλόκαιρο.
Υ.Γ. Αναρωτιέμαι, αν δεν υπήρχαν τόσες απαγορεύσεις, θα ήταν το ίδιο όμορφες οι ανατολές;
Il n'y a plus de guirlandes
Que c' est ormis qu' il est
D' un homme et d' une femme
There are no more garlands
That's where he is
Of a man and a woman
Το υπέροχο instrumental κομμάτι - η συντροφιά μου στη διαδρομή και στο περπάτημα - του Nador Kurtossy, γνωστού και ως Savages: You 're My Chocolate
Με καθήλωσε αυτή η εικόνα. Μια μέρα στο Μαραθώνα, περπατούσα στην αμμουδιά. Τον είδα από μακριά. Άδεια η παραλία. Καθόταν μόνος, κάτω απ' τα σύννεφα. Διάλεξα τη γωνία που ήθελα, κρύφτηκα πίσω από τα χόρτα και τον φωτογράφισα.
Μετά έμεινα και τον κοιτούσα από μακριά. Δεν ήθελα η δική μου παρουσία να χαλάσει την ησυχία του.
Όσο τον κοιτούσα περιμένοντας να κάνει μια κίνηση, να σηκωθεί ίσως από τη θέση του, να περπατήσει πάνω κάτω ή να βουτήξει στη θάλασσα, μου ήρθε στο νου ένας άλλος άνδρας, το μακρινό 1997, που βρέθηκε μόνος, κλεισμένος στο αυτοκίνητό του λόγω σφοδρής καταιγίδας. Οδηγούσε σε μια παραλιακή λεωφόρο της νότιας Γαλλίας, όταν ξαφνικά άνοιξαν οι ουρανοί και άρχισε να πέφτει καταρρακτώδης βροχή.
Αναγκάστηκε να σταματήσει. Άναψε τα αλάρμ και περίμενε. Όσο περίμενε παρατηρούσε γύρω του το τοπίο. Αμέσως σχεδόν άρχισε να συνθέτει τη μουσική ενός πασίγνωστου αγαπημένου τραγουδιού.
Έτσι και τούτος, ο δικός μου ολομόναχος άνθρωπος κάτω απ' τα σύννεφα, ίσως να προσευχόταν, η να θυμόταν, η ακόμα και να σιγοτραγουδούσε εκείνο το τραγούδι που γράφτηκε κάτω από παρόμοιες συνθήκες, σε κείνη την παραλιακή λεωφόρο της νότιας Γαλλίας. "Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα..."
Είναι σπάνια και ιερή η στιγμή εκείνη που ο άνθρωπος συνδέεται απόλυτα με το σύμπαν.
Ο Γιάννης είναι 14 χρονών και ορφανός από μητέρα. Ζει στη Μήλο μαζί με τον φτωχό ψαρά πατέρα του, Δημοσθένη.
Ο Δημοσθένης δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τον θάνατο της γυναίκας του και αυτό τον μετατρέπει σε έναν αυταρχικό και αγενή άνθρωπο που αποφεύγει τις συναναστροφές. Το παιδί μεγαλώνει μοναχικά, στερημένο από φροντίδα και αγάπη. Έχει όμως ένα καλό φίλο, τον "ροκ" ηγούμενο του μοναστηριού που βρίσκει πάντα την ευκαιρία να τον νουθετεί και να ακούει πρόθυμα τα προβλήματά του.
Μια μέρα ο Γιάννης βρίσκει στο αμπάρι ενός ψαροκάικου έναν νεοσσό πελεκάνο. Είναι ακόμα γκρίζος, ασχημούλης, και έχει πληγωμένο το ένα του φτερό. Ο μικρός παίρνει το πουλί δίνοντας ως αντάλλαγμα στον "κακό" καπετάνιο το μοναδικό ενθύμιο που είχε από τη μάνα του: Τον σταυρό της.
Γυρίζει με τον πελεκάνο στο σπίτι του και τον κρύβει στην αποθήκη.
Προσπαθεί να γιατρέψει το πληγωμένο του φτερό χωρίς όμως να τον αντιληφθεί ο πατέρας του που θεωρεί τους πελεκάνους άχρηστα πουλιά που μόνον μπελάδες φέρνουν. Άλλωστε δεν έχει φαγητό για πέταμα.
Ο Γιάννης αφιερώνει όλο τον ελεύθερο χρόνο του στο να γιατρέψει και να μεγαλώσει τον νεοσσό. Τον κρατάει ζεστό, τον ταΐζει κρυφά και όταν μεγαλώνει αρκετά τον πάει σε μια απόμερη παραλία όπου τον επισκέπτεται συχνά και παίζουν μαζί στη θάλασσα. Τον θεωρεί φίλο του και του δίνει το όνομα "Νικόστρατος".
Ο Νικόστρατος όμως είναι πουλί που θέλει να πετάξει. Ο Γιάννης αναλαμβάνει να τον διδάξει. Ο Νικόστρατος τον θεωρεί πλέον μαμά του και τον ακολουθεί παντού.
Κάπως έτσι, σε κείνη την παραλία, εκείνο το καλοκαίρι μαζί με τον πελεκάνο έμαθε και ο Γιάννης να "πετάει"....
------------------------
Πρόκειται για μια ευχάριστη, τρυφερή και συγκινητική ταινία με αρκετές δόσεις χιούμορ, που μοιάζει με γιορτή. Είναι γυρισμένη στη Μήλο και στην Σίφνο.
Την ταινία έντυσε με την νοσταλγική του μουσική ο Παναγιώτης Καλατζόπουλος.
Στο ρόλο του Δημοσθένη ο γνωστός μας, περισσότερο ως μουσικός, Εμίρ Κουστουρίτσα.
Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στο best seller μυθιστόρημα "Νicostratos le pelican" του Γάλλου συγγραφέα Ερίκ Μπουασέ. Η ταινία είναι συμπαραγωγή Ελλάδας - Γαλλίας.
Την χάρηκα πολύ, σας την συνιστώ και θεωρώ πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να ευχηθώ:
Χρόνια Πολλά σε όλους, Καλό Δεκαπενταύγουστο όπου κι αν βρίσκεστε! 💝😊
Μπορείτε να δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: ΝΙΚΟΣΤΡΑΤΟΣ - Ένα ξεχωριστό καλοκαίρι
Nicostratos, soundtrack -part 1
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος - La fete de la Saint Dimitris -NICOSTRATOS
Νομίζετε πως στον κόσμο υπάρχουν μόνον τα μεγάλα προβλήματα; Υπάρχουν και τα μεγαλύτερα! 😐
Όταν ξύπνησα το πρωί Την Είδα (!) να τρέχει πάνω κάτω σαν τρελή στον διάδρομο. Χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου μετά στο πιο κοντινό τραπέζι κι από κει υπολόγισα την απόσταση μέχρι το φωτιστικό. Ακόμα και άλμα ύψους επί κοντώ θα έκανα αν μου βρισκόταν πρόχειρο ένα κοντάρι. Το μόνο που έλειπε ήταν ο Ξενοφών για να καταγράψει την δική μου ηρωική ανάβαση. Την τελευταία στιγμή, με συγκράτησε μια σκέψη: θα με κρατήσει;
Από κει ψηλά, έριξα μια ματιά χαμηλά. Την είδα πάλι. Αυτή τη φορά γυρισμένη ανάσκελα καταμεσής
της κουζίνας να κουνάει πέρα δώθε τα πόδια της, ετοιμοθάνατη. Ευκαιρία να κατέβω απ' το τραπέζι. Πλησίασα, φροντίζοντας να κρατήσω ασφαλή απόσταση. Για λίγα δευτερόλεπτα την
παρακολουθούσα με ανάμικτα συναισθήματα πανικού και λύπης. Να πλησιάσω πιο κοντά,
δεν υπήρχε καν σαν ενδεχόμενο στο μυαλό μου. Να πηδήξω από πάνω της φάνταζε σαν
ηρωικό κατόρθωμα.
Έμεινα μέχρι το μεσημέρι χωρίς νερό. Χρειαζόμουν επειγόντως κάποιον
θαρραλέο να την μαζέψει να ψάξει καλά πίσω από ψυγείο κουζίνα πλυντήριο και να
μου δώσει το πράσινο φως να περάσω. Με τη σκέψη αυτή υποχώρησα στη "σπηλιά" μου
έκλεισα την πόρτα και περίμενα τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα της ελευθερίας μου.
Κάπου κάπου σηκωνόμουν απ’ τη θέση μου και της έριχνα κλεφτές ματιές απ’ τη
χαραμάδα για να σιγουρευτώ πως τελείωσε και το δικό της μαρτύριο και το δικό
μου. Όμως, κάθε φορά την έβλεπα ζωηρή ανάσκελα να συνεχίζει να κουνάει τα πόδια
της στον αέρα.
Η δίψα μου χτύπησε κόκκινο! Είχαν ήδη περάσει πάνω από τρεις ώρες. Υπενθύμισα στον εαυτό μου μικρό, πως μεγάλωσε πια, τι θα του έκανε ένα ζούδι; Αντίθετα η δίψα ήταν πιο
επικίνδυνη, με τόση ζέστη. Αποφάσισα να δοκιμάσω να κάνω γιουρούσι. Βγήκα απ' το δωμάτιο οπλισμένη με την μυγοσκοτώστρα και κατευθύνθηκα αποφασιστικά προς την κουζίνα.
Η κατσαρίδα όμως ήταν άφαντη!
Έβαλα φωνή και έτρεξα πάλι πίσω στη "σπηλιά" μου. Η σκέψη και
μόνο πως ζωντάνεψε και κυκλοφορούσε ελεύθερη μέσα στο σπίτι, μου αφαίρεσε μεμιάς κάθε ίχνος λογικής. Τα σενάρια που έστηνε ο νους μου, άπειρα.
Πού πήγε η κατσαρίδα; Έλα ντε.
Είχα άλλες πέντε ώρες μπροστά μου για να λύσω αυτόν τον γρίφο που με φυλάκιζε σ’ ένα δωμάτιο, αλλά δεν ήμουν σε θέση να το διαχειριστώ. Πήρα μια πετσέτα απ’ το μπάνιο και
έφραξα την χαραμάδα κάτω από την πόρτα του δωματίου. Σιγουρεύτηκα πως η σίτα της μπαλκονόπορτας
ήταν στη θέση της και προσπάθησα να μην ανατριχιάζω κάθε φορά που ένιωθα ή μου
φαινόταν πως ένιωθα πως κάτι περπατάει πάνω στο πόδι μου. Τελικά, αποφάσισα να κουρνιάσω πάνω στο κρεβάτι και να ζωγραφίσω ένα στάχυ για να περάσει πιο γρήγορα η ώρα. Εκεί τουλάχιστον θα την
έβλεπα, αν ανέβαινε.
Πρέπει να με πήρε ο ύπνος γιατί κάποια στιγμή είδα τον "Ηρακλή" σκυμμένο πάνω μου.
"Είσαι καλά;Γιατί είσαι ξαπλωμένη τέτοια ώρα;
Δεν νιώθεις καλά;"
Αναθάρρησα, ανασηκώθηκα και του εξήγησα λεπτομερώς τι θα
περιείχε ο δέκατος τρίτος άθλος του.
"Θα κοιτάξεις παντού! Τράβηξε όλες τις ηλεκτρικές συσκευές
και ψέκασε γύρω γύρω. Το ίδιο και σε όλες τις μπαλκονόπορτες. Από πού μπήκε; Μήπως
έβγαλες το βράδυ την τάπα από τον νεροχύτη;" " Όχι". "Από τον νιπτήρα;" "Όχι". "Από το
μπάνιο;" "Όχι." " Μήπως ξέχασες το παράθυρο του μπάνιου ανοιχτό;" "Όχι." "Μήπως άφησες
χωρίς σίτα την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας;" "Όχι." "Τότε θα μπήκε από τον
απορροφητήρα."
Έβαλε τα γέλια ο "Ηρακλής". Τόσο γέλιο είχα πολύ καιρό να ακούσω
στο σπίτι.
"Χαίρομαι που σε διασκεδάζει η αγωνία μου", είπα μόνο. "Η
κατσαρίδα έφυγε Μαρία. Σήκω πάνω και πιες νερό, θα σκάσεις." "Μου το
φέρνεις εσύ σε παρακαλώ; Καλύτερα φέρε μου όλο το μπουκάλι." "Πόσο
σκοπεύεις να μείνεις κλεισμένη εδώ μέσα;" "Μέχρι να την βρεις και να την πετάξεις."
"Τσάμπα βασανίζεσαι. Βγήκε."
"Από πού βγήκε; Αφού είναι όλα κλεισμένα"
"Από
εκεί που μπήκε."
"Από πού μπήκε;"
Έτσι είναι. Όλα τα μεγάλα ερωτήματα της Ανθρωπότητας κάνουν
κύκλους...
Νομίζω ότι την εποχή των σπηλαίων, οι πρόγονοί μας κούρνιαζαν γύρω απ' τη φωτιά, τη νύχτα. Οι λύκοι αλυχτούσαν στο σκοτάδι, πέρα από το φως. Και κάποιος άρχιζε να μιλάει. Κι έλεγε μια ιστορία για να μην φοβόμαστε στο σκοτάδι. (από την ταινία Genius).
Όταν ο Αμερικανός συγγραφέας Τόμας Γούλφ (1900-1938) συνάντησε τον Μάξγουελ Πέρκινς(1884-1947)επιμελητή στον εκδοτικό οίκο που είχε ενδιαφερθεί για το πρώτο μυθιστόρημά του "Look homeward, angel", δεν ήξερε πως στο πρόσωπό του θα εύρισκε έναν φανατικό υποστηρικτή αλλά και έναν αυστηρό επιμελητή των κειμένων του.
Μετά την πρώτη ανάγνωση του έργου, ο επιμελητής Μάξγουελ Πέρκινς του ζήτησε να αφαιρέσει 90.000 λέξεις προκειμένου να γίνει καλύτερο το μυθιστόρημά του. Ο Τόμας Γούλφ, έμεινε άναυδος και θυμωμένος γιατί δεν καταλάβαινε με ποιόν τρόπο θα κατάφερνε να αφαιρέσει προτάσεις που ο ίδιος θεωρούσε πολύ σημαντικές. Τότε ο Μάξγουελ του έδωσε ένα παράδειγμα.
Μάξγουελ Πέρκινς - Όταν ο ήρωάς σου Γιουτζίν συναντάει την κοπέλα έχεις γράψει αυτό:
"Τα μάτια του Γιουτζίν συνήθισαν τον καπνό απ' τα τσιγάρα και τα πούρα και τη θολή ατμόσφαιρα και είδε μια γυναίκα με φόρεμα από ύφασμα σερζ και γάντια που αναρριχούνταν σαν ζωντανά φυτά στα φιλντισένια χέρια της που τώρα όμως είχαν πάρει ένα χρώμα από τον ήλιο σαν την πορφυρή ανακάλυψη μέσα σ' ένα κοχύλι όταν την αντικρύζει για πρώτη φορά μαγεμένος ένας ζωολόγος και συγκινείται από τη ροδαλή υποσχόμενη ερυθρότητά της. Έτσι ήταν τα χέρια της. Μα απ' τα μάτια της κόπηκε η ανάσα του και φτερούγισε η καρδιά του. Μπλε ήταν ακόμα και πίσω απ' τα δαχτυλίδια καπνού των επιδεικτικών Τσέστερφιλντ και των υπεροπτικών Lucky Stike. Διέκρινε ότι τα μάτια της ήταν πιο μπλε κι από μπλε. Σαν τον ωκεανό. Πιο μπλε κι από μπλε. Ένα μπλε στο οποίο θα μπορούσε να κολυμπάει για πάντα και να μην του ξεφύγει ποτέ ένα κατακόκκινο ή ένα κατακίτρινο. Μέσα στο χάσμα αυτού του δωματίου, αυτό το μπλε, αυτά τα μάτια τον κατασπάραξαν, τον προσπέρασαν και δεν τον είδα ποτέ. Και ποτέ δεν θα τον έβλεπαν, γι' αυτό ήταν σίγουρος.
Από εκείνη τη στιγμή ο Γιουτζίν κατάλαβε τι έγραφαν όλα αυτά τα χρόνια οι ποιητές. Όλες οι χαμένες, οι περιπλανώμενες μοναχικές ψυχές, τα αδέλφια του. Γνώρισε μια αγάπη που δεν θα γινόταν ποτέ δική του. Τόσο γρήγορα την ερωτεύτηκε που δεν το άκουσε κανείς. Τον πάταγο, καθώς ερωτεύτηκε. Τον κρότο της ραγισμένης του καρδιάς. Ήταν απόλυτη σιωπή, μα η ζωή του είχε γίνει θρύψαλα."
Ο Τόμας Γούλφ τον κοίταζε απορημένος όση ώρα εκείνος διάβαζε το απόσπασμα από το βιβλίο του. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως έπρεπε να περικόψει οτιδήποτε από αυτή την παράγραφο που θεωρούσε τέλεια. Όμως ο Μάξγουελ Πέρκινς κατέληξε:
Μάξγουελ Πέρκινς: Για να είσαι μυθιστοριογράφος πρέπει να επιλέγεις, να σμιλεύεις. Όλη η παραπάνω παράγραφος αντικαθίσταται με αυτές τις προτάσεις:
"Ο Γιουτζίν είδε μια γυναίκα. Τα μάτια της ήταν μπλε. Την ερωτεύτηκε τόσο γρήγορα που κανείς μες το δωμάτιο δεν άκουσε καν τον ήχο."
Χωρίς τις δημιουργικές "επεμβάσεις" του Πέρκινς, ο Τόμας Γουλφ ίσως να μην είχε καταφέρει να περιορίσει την εκφραστική του πληθωρικότητα και να γράψει τελικά τα υπέροχα βιβλία που διαβάζουμε μέχρι σήμερα.