Αναρτήσεις

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

Κάποτε τα Χριστούγεννα ( Πρώτο μέρος)

 


Aysem Kubilay


Η μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία μου, σε δύο συνέχειες 

                                                                ΚΑΛΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 

                                                                                           🎄💝🎄

                                                 


ΜΕΡΟΣ  ΠΡΩΤΟ

 -1-


Στην περιοχή του Ινμεμόριαμ – σε μια μικρή, ασήμαντη πόλη - όλοι μιλούσαν για τη γυναίκα του σιδερά, την Ελισάβετ.

Ζούσε με τον Πέτρο, τον άντρα της, στο λόφο που υψωνόταν ανατολικά του δημόσιου δρόμου. Το σπίτι τους δεν φαινόταν από μακριά. Ήταν χωμένο μέσα σε μια πυκνή συστάδα δέντρων. 

Ο Πέτρος, νέος ακόμα, έχτισε μόνος του το σπίτι. Μάζεψε τις πέτρες απ’ το παλιό νταμάρι της περιοχής, τις πελέκησε και τις έφερε μέχρι το λόφο με το κάρο του Ματθαίου. Τα ξύλα για τα δοκάρια της σκεπής, για τις πόρτες και για τα παράθυρα τα έκοψε απ’ το δάσος. Δύσκολη δουλειά. Του πήρε χρόνια να τελειώσει και όταν τέλειωσε, φύτεψε ολόγυρα δέντρα. Τα φρόντισε με υπομονή κι αγάπη και κείνα θέριεψαν. 

Μεγάλωσαν μαζί, ο Πέτρος και τα δέντρα του. Δέθηκε με σχέση ιερή μαζί τους, ιερή κι ανεξήγητη για τους υπόλοιπους ανθρώπους. Μονόχνοτος κι αμίλητος, σχεδόν μισάνθρωπος όπως ήταν,  δεν άφηνε κανέναν να περάσει το κατώφλι του. Βασίλειο ένιωθε  το σπίτι του, μα για τους συντοπίτες του, ήταν η φυλακή του.

 


 Η ζωή του Πέτρου άρχισε στο μοναστήρι της Αγίας Καρδιάς,  εκεί που άφηναν τα έκθετα βρέφη. Μεγάλωσε με αυστηρότητα. Δούλεψε από νωρίς στο αποστακτήριο και στους ροδώνες της μονής. Συνήθισε στην αδιάκοπη υπακοή και στη σκληρή εργασία. Η αντοχή του ήταν αξιοθαύμαστη στις κακουχίες.  Αξιοθαύμαστη ήταν και η δύναμή του, γιατί ο Πέτρος, από μικρός, ήταν θηριώδης.  

Ώσπου μια μέρα όλα άλλαξαν. Σαν να φύσηξε δυνατός άνεμος και σάρωσε τα πάντα στη ζωή του. Ένα πρωί, αντί για τα χωράφια, τον οδήγησαν στο ναό με άλλους τρεις. Εκεί τους περίμενε ένας ηλικιωμένος άνδρας. Κανένα απ’ τα παιδιά δεν τον γνώριζε. Φάνηκε όμως να τον γνώριζε καλά ο ιερέας. Τους ζήτησε να παραταχθούν μπροστά του και για κάμποσα λεπτά τα περιεργάστηκε αμίλητος και συνοφρυωμένος. Έπειτα, σήκωσε με κόπο το χέρι του κι έδειξε με τον μαυρισμένο του δείκτη, τον Πέτρο.

"Αυτόν θέλω!", είπε με όση δύναμη είχε.

Η φωνή του αντήχησε κοφτή κάτω απ’ τον ψηλό θόλο της εκκλησίας. Ο μικρός την ένιωσε σαν ξόρκι που θα άλλαζε οριστικά τη ζωή του.

Θαμπωμένος απ’ το συμβάν έκανε ένα βήμα μπροστά υπακούοντας στο ανεπαίσθητο νεύμα του ιερέα, που παρακολουθούσε παράμερα τη σκηνή. Η επιλογή ως δυνατότητα, ήταν άγνωστη στον μικρό.  Δεν τον είχε επιλέξει ποτέ κανείς, αλλά ούτε κι ο ίδιος είχε ποτέ την ευκαιρία να αποφασίσει κάτι για τον εαυτό του.

Στύλωσε λοιπόν το βλέμμα του πάνω στο σκαμμένο πρόσωπο του γέροντα και μέσα στο αχνό μπλε των ματιών του,  συνάντησε για πρώτη φορά έναν άγγελο. Ναι, ο Ματθαίος ήταν ένας άγγελος της «κόλασης», που έμελλε ωστόσο, να χαρίσει στον μικρό τον παράδεισο. Ο Πέτρος το ένιωσε αυτό βαθιά κι άρχισε να τρέμει.

 Ό,τι ακολούθησε, έγινε γρήγορα. Με την άδεια του ιερέα έτρεξε στον κοιτώνα, μάζεψε τα λιγοστά ρούχα του, τα έδεσε σ’ ένα μικρό μπόγο μαζί μ’ ένα ζευγάρι μπαλωμένα υποδήματα που έπλεαν στα πόδια του. Φορτώθηκε στην πλάτη τον μπόγο, με τα παπούτσια δεμένα στο πλάι, και ξυπόλυτος ακολούθησε τον σωτήρα του. Κατέβηκαν αμίλητοι την υγρή σκάλα που οδηγούσε  στο ισόγειο.

"Μπροστά προχώρα, να σε βλέπω", τον διέταξε ο γέρος, και μετά βουβάθηκε.

 Διέσχισαν αμίλητοι τους σκοτεινούς διαδρόμους του μοναστηριού. Η πύλη τους περίμενε ορθάνοιχτη.  Φτεροκοπούσε η καρδιά στο στήθος του, μην τυχόν το μετανιώσουν και τον γυρίσουν πίσω. Ο γέρος τον ακολουθούσε σέρνοντας τα βήματα του. Πότε – πότε κουνούσε με νόημα το κεφάλι του κι ένα χαμόγελο μόλις που διακρινόταν κάτω από την κατάλευκη γενειάδα του.

Είχε μπει η άνοιξη, αλλά το χιόνι δεν έλεγε να κοπάσει.  Ο μικρός αψηφώντας το κρύο στάθηκε εκστατικός και δεν χόρταινε να κοιτάζει γύρω του το χιονισμένο τοπίο. Σαν να το έβλεπε πρώτη φορά, αφού πρώτη φορά ένιωθε ελεύθερος. Την έκστασή του τη διέκοψε απότομα ο κρότος της πύλης που έκλεισε πίσω του, σφραγίζοντας για πάντα το παρελθόν του. Ο γέρος έγνεψε στο παιδί ν’ ανέβει στο κάρο που τους περίμενε. Ο μικρός πήδηξε πάνω σβέλτα και κάθισε δίπλα του. Ο Ματθαίος τράβηξε με δύναμη τα χαλινάρια. Το άλογο ξεκίνησε απρόθυμα, και το κάρο με τον γέροντα και το παιδί που έμοιαζε ενήλικας, πήρε λικνίζοντας τον κατήφορο για την πόλη.



Νύχτωνε όταν μπήκαν στην πόλη. Λιγοστοί κάτοικοι κυκλοφορούσαν ακόμα στο δρόμο. Μερικοί τους κοίταξαν με περιέργεια, άλλοι τους αγνόησαν και κάποιοι άλλοι άρχισαν να τους σχολιάζουν χαμηλόφωνα. Κανείς ωστόσο δεν προθυμοποιήθηκε να τους χαιρετίσει.

Το κάρο συνέχισε την πορεία του, ακολουθώντας τον δρόμο που χώριζε τη μικρή πόλη στα δύο. Λίγα τετράγωνα πιο κάτω, στάθηκε μπροστά σ’ ένα παλιό κτίριο με μαυρισμένη πρόσοψη. Η ξύλινη πόρτα του ήταν κλεισμένη πρόχειρα μ’ ένα οριζόντιο δοκάρι. Ο Πέτρος κοίταζε έκπληκτος γύρω του.    

Πριν υπακούσει στο πρόσταγμα του Ματθαίου να πάρει τον μπόγο του και να κατέβει από το κάρο, ο μικρός πρόλαβε να διακρίνει μέσα στο σύθαμπο τα σκουριασμένα σίδερα που κρέμονταν στον εξωτερικό τοίχο. Μια μαντεμένια πινακίδα, σπρωγμένη από τον αέρα, χόρευε τρελά πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Με δυσκολία συλλάβισε τη μισοσβησμένη επιγραφή που ήταν χαραγμένη πάνω της: "Σιδηρουργείον".

 Ο Ματθαίος κατέβηκε με δυσκολία απ’ το κάρο, άνοιξε την πόρτα και έκανε νόημα στο παιδί να περάσει πρώτο. Σκοτάδι και μυρωδιά καμένου κάρβουνου τους υποδέχτηκε. Ο Ματθαίος προχώρησε στο βάθος. Με το ζόρι διακρινόταν μια σκάλα που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Έκανε πάλι νόημα στον μικρό, αυτή τη φορά, να τον ακολουθήσει. Ανέβηκαν μαζί τη στενή σκάλα που έτριζε πένθιμα. Μετά έσπρωξε μια μικρότερη πόρτα και μπήκαν σε μια κάμαρα. Ο γέρος κινήθηκε με ευκολία στο σκοτάδι. Μέσα σε λίγα λεπτά μια λάμπα πετρελαίου φώτισε τον χώρο. Ο μικρός μπόρεσε να παρατηρήσει καλύτερα γύρω του. Η κάμαρα ήταν καθαρή και τακτοποιημένη. Ένα τζάκι μόλις που διακρινόταν στο μισοσκόταδο.  Στην κάθε του πλευρά ήταν τοποθετημένο από ένα κρεβάτι. Ο Πέτρος στάθηκε στη μέση της κάμαρας και περίμενε.

"Τούτο είναι το δικό σου", του είπε ο Ματθαίος και έδειξε το ένα απ’ τα δύο. Μετά άναψε τη φωτιά στο τζάκι.  Η θαλπωρή έδιωξε αμέσως τις ανήσυχες σκέψεις του μικρού. "Κόπιασε να ζεσταθείς", είπε ο γέροντας ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στα γυμνά πόδια του παιδιού. Ο Πέτρος άφησε κάτω τον μπόγο του και κάθισε σταυροπόδι μπροστά στη φωτιά. 

"Τα παπούτσια σου γιατί δεν τα φοράς;", ήταν η επόμενη ερώτησή του Ματθαίου στον μικρό. 

O Πέτρος δεν απάντησε. Κράτησε σταθερά το βλέμμα του πάνω στη φωτιά που είχε στο μεταξύ λαμπαδιάσει. Ο Ματθαίος κούνησε πάλι το κεφάλι του με νόημα, τράβηξε κοντά στη φωτιά ένα σκαμνί και κάθισε δίπλα στο παιδί. Άρχισε τότε να του εξηγεί, με ήρεμη και αργή φωνή, όσα έπρεπε να ξέρει: το μέρος που βρισκόταν και ποια έμελλε να είναι η ζωή του. Μοιράστηκαν ζεστό ψωμί, παστό χοιρινό και μπόλικα καρύδια. Μετά ο Ματθαίος είπε: 

"Ξάπλωσε τώρα να ξεκουραστείς και το πρωί μην βιαστείς να σηκωθείς. Εγώ θα πεταχτώ στην αγορά κι όταν γυρίσω, θα κατέβουμε μαζί στο εργαστήρι".

 Ο Πέτρος υπάκουσε χωρίς να πει λέξη. Όμως δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Όλη νύχτα στριφογύριζε ανήσυχος . Οι απρόσμενες αλλαγές που τον βρήκαν κι ο στρίγκλικος ήχος των σιδερικών πάνω στον τοίχο τον κράτησαν ξάγρυπνο. Ο ύπνος ήρθε και τον βρήκε ξημερώματα - αποκαμωμένο πια από τις σκέψεις του - όταν μετρούσε από μέσα του τα βαριά βήματα του Ματθαίου στη σκάλα.


Όταν ξύπνησε, είχε πάει σχεδόν μεσημέρι. Τον υποδέχτηκε μια μουντή και κρύα μέρα. Το μοναδικό παράθυρο της κάμαρας ήταν κλεισμένο σχεδόν απ’ το χιόνι.  Κοίταξε γύρω του απορημένος, σαν να μην θυμόταν τίποτα απ’ όσα είχαν συμβεί την προηγουμένη μέρα. Στο τζάκι έκαιγε μια βασιλική φωτιά. Στο προσκεφάλι του ήταν ακουμπισμένα ένα ζευγάρι καινούργια υποδήματα. Στο τραπέζι άχνιζε μια κούπα ζεστό γάλα και δίπλα είχε ψωμί, παστό χοιρινό κι αυγά. Πόσο πεινούσε! Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι του και ρίχτηκε με τόση λαχτάρα στο φαΐ, που δεν πρόσεξε καν τον Ματθαίο που τον παρακολουθούσε καθισμένος σε μια γωνία. Τύλιγε και ξετύλιγε ένα λεπτό κόκκινο νήμα γύρω απ’ τα δάχτυλα του και την ίδια στιγμή, ένα χαμόγελο διαγραφόταν καθαρά πίσω απ’ την παχιά γενειάδα του.  

 

-2-

 

 Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε. Κάθε καινούργια μέρα ήταν ίδια κι απαράλλαχτη με την προηγουμένη. Ο Πέτρος συνήθισε σ’ αυτήν τη μονοτονία. Έτσι δεν είναι άλλωστε η μοίρα των ταπεινών ανθρώπων;  Το παιδί μεγάλωσε μες τον καπνό και τα πυρακτωμένα σίδερα. Ανδρώθηκε πάνω απ’ τη φωτιά και το αμόνι, μέχρι που η ψυχή του, εκτός απ’ το κορμί του, έγινε χαλύβδινη και σήκωνε πια μεγάλα βάρη.

Λίγο πριν πατήσει τα τριάντα, ο ευεργέτης του έφυγε απ’ τη ζωή. Του άφησε όμως κληρονομιά το εργαστήρι. Η μέρα που πέθανε ο Ματθαίος ήταν μια μαύρη μέρα για τον Πέτρο. Γύρισε απ’ το κοιμητήρι και κλείστηκε στην κάμαρα. Άναψε τη φωτιά κι έβαλε στο τραπέζι ψωμί, καπνιστό χοιρινό και δυο κούπες γάλα. Τη μια την τράβηξε κοντά του. Την άλλη την έσπρωξε απέναντι, μπροστά στην άδεια θέση του Ματθαίου. Όση ώρα έτρωγε, το βλέμμα του έμενε καρφωμένο στο άδειο κάθισμα. Μετά σταύρωσε τα χέρια του και ψέλλισε  μια προσευχή, απ’ εκείνες που του είχαν μάθει στο μοναστήρι. Δεν κατάφερε όμως να την τελειώσει. Η προσευχή έγινε μονόλογος με ακατάληπτα νοήματα. Λεπτό το λεπτό, η ψυχή του φούσκωνε, σαν άγριο ποτάμι. Ξέσπασε σε λυγμούς. Με μια απότομη κίνηση πέταξε ό,τι υπήρχε μπροστά του κι έγειρε πάνω στο τραπέζι. Έμεινε ώρα έτσι, μέχρι που η φωτιά έσβησε και η κάμαρα άρχισε να παγώνει. Εκείνος είχε ήδη βυθιστεί σ’ έναν ανήσυχο ύπνο. 

  

Charles Spencelayh 1865-1958 
Η άδεια καρέκλα 1936


Την άλλη μέρα όλα πήραν το δρόμο τους. Ο Πέτρος άνοιξε πάλι το εργαστήρι και πήρε τη θέση του μπροστά στην πυροστιά. Ακούστηκαν ξανά στην πόλη τα σφυροκοπήματα. Έτσι, αποδέχτηκε στωικά τη μοίρα του. Άλλο όραμα δεν είχε.

Δούλευε πάντα αμίλητος, χαμένος στον καπνισμένο, σκοτεινό κόσμο του. Μισόγυμνος και ιδρωμένος, χτυπούσε με δύναμη, ώρες πολλές,  τα πυρακτωμένα μέταλλα πάνω στο αμόνι. Ο χτύπος που ακουγόταν πιο δυνατός από ποτέ, αναστάτωνε τα κορίτσια. Παρασυρμένα από το ιδιότυπο αυτό κάλεσμα, έπλαθαν με τη φαντασία τους ρομαντικές ιστορίες. Όταν ο δρόμος τις έφερνε έξω απ’ το σιδεράδικο, κοντοστέκονταν στην είσοδο για να ρίξουν κρυφές ματιές στο εσωτερικό του. Είχαν πάντα την ελπίδα, πως εκείνος θα σήκωνε - για λίγο έστω - τα μάτια του να τις κοιτάξει. Λιγώνονταν στην προσμονή εκείνου του βλέμματος που όμως ποτέ δεν ερχόταν. Οι μασιές, η κάπνα και τα καυτά μέταλλα φούντωναν το πάθος των κοριτσιών που ζητούσε επιτακτικά ικανοποίηση.  

Οι πιο θαρρετές κοντοστέκονταν δίχως ντροπή μπροστά στην είσοδο. Το βλέμμα τους έμενε καρφωμένο πάνω στα μαυρισμένα χέρια του. Οι φουσκωμένες φλέβες, ίδια ποτάμια της κόλασης, που διέτρεχαν όλο το μήκος των χεριών του, έκαναν την καρδιά τους να χτυπάει αλλόκοτα. 


 

 Μια ανάσα του χρόνου, (τόσο δε φτάνει;) κι ο Πέτρος πάτησε τα σαράντα. Οι πρώτες άσπρες τρίχες φάνηκαν στους κροτάφους του. Άλλαξε. Πυκνά γένια έκρυβαν πια το μισό του πρόσωπο. Τα μάτια του όμως άστραφταν το ίδιο πάνω απ’ τη φωτιά.

Και ήρθε μια μέρα που δεν άνοιξε το σιδεράδικο. Και τις επόμενες το ίδιο. Ο Πέτρος χάθηκε. Σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Σούσουρο απλώθηκε στην πόλη. Οι υποθέσεις έδιναν κι έπαιρναν. Όλοι ρωτούσαν για την τύχη του, αλλά κανείς δεν ήξερε ν’ απαντήσει. Πέρασε έτσι ένας χρόνος μα η πόρτα του σιδεράδικου παρέμενε κλειστή κι αμπαρωμένη. Με τον καιρό τα κουτσομπολιά σίγασαν. Οι αργόσχολοι βαρέθηκαν να διαδίδουν φήμες, και όλοι θα είχαν ξεχάσει πια τον σιδερά, αν δεν συνέβαινε κάτι αναπάντεχο.

Ήταν προχωρημένος Φλεβάρης. Νύχτωνε. Ο φανοκόρος άναβε τις λάμπες στον κεντρικό δρόμο. Το χλωμό φως τους σχημάτιζε έναν πορτοκαλί κύκλο πάνω στο χιόνι. Ο παγωμένος αέρας  είχε κλείσει  από νωρίς τους κατοίκους στα σπίτια τους. Τέτοια βράδια οι άνθρωποι προτιμούσαν ν’ απολαμβάνουν την πιπεράτη σούπα βοδινού δίπλα στη θαλπωρή του τζακιού τους, παρά να κυκλοφορούν έξω.  

Εκείνο λοιπόν το σούρουπο ένα κάρο φάνηκε στο βάθος του έρημου δρόμου. Η κουρασμένη πορεία του άφηνε βαθιές χαρακιές πάνω στο φρέσκο χιόνι. Όταν πλησίασε αρκετά, ο φανοκόρος διέκρινε στη θέση του καροτσιέρη τη φιγούρα ενός μεγαλόσωμου άνδρα. Ήταν χωμένος μες στο χοντρό πανωφόρι του και το πρόσωπο του είχε καλυφθεί απ’ το χιόνι. Το κάρο προσπέρασε τον φανοκόρο, συνέχισε την πορεία του μέχρι που βγήκε απ' την πόλη. Μια υποψία σφηνώθηκε τότε στο νου του. Σταμάτησε για λίγο τη δουλειά του και  βάλθηκε να το παρατηρεί με περιέργεια. Το κάρο έκανε στροφή και πήρε το δρόμο προς τον λόφο. 

"Ο σιδεράς είναι. Γύρισε!", ψέλλισε, σίγουρος πια ο φανοκόρος. 

Πράγματι. Ο σιδεράς γύρισε, αλλά δεν ήταν μόνος. Είχε μαζί και τη γυναίκα του, την Ελισάβετ.

~~~~~~~

 Το δεύτερο και τελευταίο μέρος ΕΔΩ 🎄


Ευχαριστώ για την ανάγνωση.



CAROL OF THE BELLS - EPIC ORCHESTRA piano version












































9 σχόλια:

  1. Το κείμενό σου με απορρόφησε, έχει αυτό το μαγικό των παραμυθιών, την ατμόσφαιρα των επικείμενων εορτών και περιμένω με αγωνία τη συνέχεια.
    Νάσαι καλά, Μαρία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ ωραίο Μαρία μου και όπως πάντα πρωτότυπο. Η γραφή σου συνεπαίρνει και περιμένω με αγωνία το αύριο που θα φέρει τη συνέχεια
    Καλή σου μέρα όλη μέρα
    Τα φιλιά μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αχ και μετά;
    Τι ενδιαφέρουσα και καλογραμμένη ιστορία Μαρία μου, που κατάφερε να με κρατήσει μέχρι το τέλος!
    Περιμένω τη συνέχεια!
    ΑΦιλάκια χαμογελαστά και γιορτινά!
    Στεφανία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πολύ ωραία ιστορία και πρωτότυπη, μου αρέσει αυτό το ύφος γραφής
    Δεν έχω διαβάσει το πρώτο μέρος αλλά όταν πάω σπίτι ελπίζω να θυμηθώ και να σε διαβάσω
    Αν και νωρίς θα πω καλά χριστούγεννα και καλές γιορτές

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Τι υπέροχη ιστορία! Περιμένω με ανυπομονησία την συνέχεια Μαρία μου, μην μας αφήσεις να περιμένουμε πολύ. Καλές γιορτές καλή μου.
    Σε φιλώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Με μια ανάσα το διάβασα Μαρία μου και λυπήθηκα που τέλειωσε τόσο γρήγορα. Με αγωνία και πολύ ενδιαφέρον περιμένω τη συνέχεια.
    Φιλιά πολλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Θέμα που αγαπώ ιδιαίτερα καθώς είναι "εποχής". Ατμόσφαιρα, που λατρεύω, ανάμεσα στη φύση, στη φωτιά, σε ατόφια αλήθεια και αγνότητα. Χαρακτήρες πολύ δυνατοί. Ο Πέτρος και ο γερο-Ματθαίος. Δύο πρωταγωνιστές με αδρά χαρακτηριστικά και επιβλητική παρουσία.
    Πλοκή που πραγματικά καθηλώνει σε ένα περιβάλλον πράγματι τυλιγμένο στη φωτιά και στο αμόνι. Τόσο της ζωής όσο και των αισθήσεων.
    Το πέρασμα του χρόνου, το δίνεις με πολύ όμορφο τρόπο.
    Μαρία μου. Αγαπιέται με τη μία, καλή μου φίλη, χωρίς επιφύλαξη. Και δημιουργεί προσδοκίες μεγάλες και αγωνιώδεις. Ο ερχομός του σιδερά. Μέσα στη νύχτα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ο κόσμος να χαλάσει, πάω στο δεύτερο μέρος!
    Με έχει μαγέψει το κινηματογραφικό σκηνικό!
    Τί πλάσμα τού θεού είσαι εσύ Μαράκι μου;💚🎄

    ΑπάντησηΔιαγραφή