Αναρτήσεις

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Καλώδια στο μπαλκόνι




Όλα ξεκίνησαν απ’ τα καλώδια που έβρισκα στο μπαλκόνι.
Στην αρχή μου έκανε εντύπωση που έβρισκα καλώδια στο μπαλκόνι. Χρωματιστά καλώδια  στόλιζαν τις γλάστρες μου. Κάτω, στρώμα τα καλώδια. Τα μάζευα και την άλλη μέρα  γινόταν πάλι το ίδιο. Ζήτησα εξηγήσεις! 
- Γιατί αφήνεις καλώδια στο μπαλκόνι;  
-Γιατί να αφήσω καλώδια στο μπαλκόνι; 
- Δεν τα αφήνεις εσύ;
-Όχι. Έχει καλώδια στο μπαλκόνι;
- Ναι έχει καλώδια στο μπαλκόνι!
- Πώς βρέθηκαν τα καλώδια στο μπαλκόνι;
-Αυτό ρωτάω κι εγώ; Πώς βρέθηκαν τα καλώδια στο μπαλκόνι;
-Δεν έχω ιδέα.
-Είσαι σίγουρος;
-Έχεις όρεξη;
- Δεν γίνεται να έρχονται μόνα τους στο μπαλκόνι! 
-Πού να ξέρω εγώ πώς έρχονται στο μπαλκόνι; 
-Εσένα, δε σου φαίνεται  περίεργο το πώς βρέθηκαν στο μπαλκόνι;. 
-Μπορεί ο αέρας να τα φέρνει στο μπαλκόνι.
- Και γιατί δεν τα έφερνε τόσο καιρό;
-.............. 

 Δυο μέρες μετά, άκουσα άγρια κρωξίματα, ένα φτεροκαυγά,  έναν κακό χαμό! Μια περιστέρα "στα κάγκελα" κυριολεκτικά, χτυπούσε με μανία τα φτερά της κράζοντας στο αρσενικό, που είχε ένα καλώδιο στο στόμα και προσπαθούσε να την πλησιάσει.
 Ο πόλεμος των Ρόουζ!
Στήθηκα πίσω απ' την κουρτίνα και τα παρακολουθούσα διακριτικά.  Ο καυγάς τους κράτησε μέρες. Εκείνος προσπαθούσε να πλησιάσει με το καλώδιο στο στόμα και εκείνη τον έδιωχνε με θυμό. 
-Μάνα δε θα γίνω εγώ ποτέ; 
-Κάνω ό,τι μου λες.
-ΕΓΩ σου είπα να φέρεις καλώδια για τη φωλιά;
-Αυτά βρήκα.
-Τόσα δέντρα! Ένα κλαδί δε μπορείς να φέρεις;
-Αυτά είναι πιο όμορφα. Κοίτα τί ωραία χρώματα που έχουν!
-Τα χρώματα σε μάραναν! 
-Τί θέλεις από μένα πια;
-Θέλω ΦΩΛΙΑ!!!!

Ακολούθησε μικρή περίοδος ανακωχής - δεν έβρισκα πια τίποτα στο μπαλκόνι - αλλά δεν κράτησε πολύ. Λίγες μέρες μετά - πότιζα τα λουλούδια - βρήκα στη γλάστρα κάτω από τη φωλιά τους,  ένα αυγό. 
Το άφησα εκεί που το βρήκα μήπως έρθει τελικά η μάνα του και το κλωσήσει.  Δυστυχώς δεν είχε αυτή την τύχη. Δεν ήταν γραφτό να γίνει πουλί.

Ξέσπασε νέος καυγάς. Αγανακτισμένη η περιστέρα του όρμησε πάλι. Πάλι δεν τον άφηνε να πλησιάσει.  Εκείνος φτεροκοπούσε μάταια γύρω από το σώμα του αιρκοντίσιον που είχαν στήσει όπως-όπως τη φωλιά τους.  Δεν το έβαζε κάτω.  Απομακρυνόταν λίγο, πήγαινε μέχρι το καλώδιο της ΔΕΗ, την κοίταζε και έκανε πάλι απόπειρα να πλησιάσει. Αυτό επαναλαμβανόταν αρκετές μέρες χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος, το πήρε φαίνεται απόφαση. Έκανε δυο-τρεις αποχαιρετιστήριους γύρους κοντά στο κλιματιστικό και πέταξε μακριά.
Το ζευγαράκι χώρισε. Το αυγό έμεινε αμανάτι στη γλάστρα. Ο αέρας διέλυσε εύκολα την ετοιμόρροπη φωλιά τους.  Έφυγε και η περιστέρα.

Στενοχωρήθηκα με το άδοξο τέλος του έρωτά τους, μάζεψα τα τελευταία καλώδια απ’ το μπαλκόνι - παλιά μου τέχνη κόσκινο- και η ιστορία θα είχε πλέον ξεχαστεί αν δεν έβρισκα προχθές... χρωματιστά καλώδια στο μπαλκόνι!

Ένας καινούργιος κύκλος ζευγαρώματος ξεκινάει για δεύτερη χρονιά και τα..."τεκμήρια" δείχνουν πως πρόκειται  για το ίδιο ζευγαράκι. 
Κρέμασα στα κάγκελα κλαράκια και κλωστές ελπίζοντας πως φέτος θα πιάσουν τόπο. :) :)

.
(Η φωτογραφία είναι από τη σελίδα του Γεωπονικού Πάρκου )

Το τραγούδι που ακολουθεί είναι ευγενική προσφορά του φίλου Διονύση Μάνεση. Μου το άφησε στο σχόλιό του και μου άρεσε πολύ, επιπλέον το βρήκα εξαιρετικά επίκαιρο με το σημερινό θεματάκι οπότε του αξίζει μια ωραία θέση στο σαλόνι. :)


Ακόμα ένα όμορφο και σχετικό με το θέμα τραγούδι από τη φίλη Στεφανία που είχε την ευγένεια να το ανασύρει από τη συλλογή της και να μας το χαρίσει.



  

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Αισθήσεις και παραισθήσεις.


                 Duetting  -   Alain Baumgarten



Είναι ανόητο. Το ξέρω. Δεν υπάρχει κανείς προφανής λόγος να θέλω να μιλήσω για τη σοκολάτα. Ακουμπισμένη από το βράδυ πάνω στο κομοδίνο, τυλιγμένη με φροντίδα μέσα στο χρυσοκόκκινο χαρτί της, γίνεται μια ανυπέρβλητη πρόκληση.  
Η σοκολάτα! Αυτό το μικρό, ολοκληρωμένο σύμπαν που έχει τη γεύση της προσμονής ενός αγαπημένου, τις λάμψεις του μεταξιού πάνω στο γυναικείο κορμί, την πληρότητα ενός ολοκληρωμένου έρωτα και την επίγευση του ανικανοποίητου.
Στρογγυλή σε σχήμα. Έτσι…να μην έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Να στροβιλίζεσαι μέσα στον ηδονικό κύκλο της χάνοντας κάθε αίσθηση μέτρου.
Αμαρτωλή και αναπόφευκτη όπως όλες οι «κακές» πράξεις  που μας ελευθερώνουν απ’ τη μια αλλά μας καταδικάζουν απ’ την άλλη.

Τα ξημερώματα της 12ης Φεβρουαρίου χιόνισε. Η μικρή αντιλόπη πήδηξε πάνω από την περίφραξη του πάρκου και έτρεξε μέσα στην παγωμένη πεδιάδα. Το ένιωσε όταν η παγωνιά της ξύλιασε τα πόδια που έβγαιναν από το στρώμα απερίσκεπτα. Όσο απομακρυνόταν η αντιλόπη τόσο η παγωνιά προχωρούσε στο σώμα της.  Πάγωσαν τα πόδια, η κοιλιά αλλά στο στήθος σταμάτησε. Δεν άγγιζε ποτέ την καρδιά. 
Η ευωδιά  της ζεστής σοκολάτας της έδωσε το θάρρος να σκεφτεί θετικά. Τίποτα δεν τελείωσε. Τίποτα δε χάθηκε…

Ξυπνούσε κάθε πρωί με το άρωμα της. Ο διπλανός ετοίμαζε το πρωινό του με φροντίδα. Έτσι αντιστρατευόταν την άχαρη ρουτίνα του καθημερινού ξυπνήματος, ικανοποιώντας τις αισθήσεις του. Φαγητό και σεξ: το προαιώνιο δίπολο της ζωής. Γειωμένος και εκφραστικός.

Συνήθως έμπαιναν μαζί στο ασανσέρ. "Buongiorno seniorita" και αμέσως μετά μια βαθιά υπόκλιση όλο ιπποτισμό. Έβγαινε πρώτος ενώ εκείνη προφασιζόταν οτιδήποτε για να καθυστερήσει,  για να κλείσει τα μάτια της  και να αναπνεύσει βαθιά τη μαγική μυρωδιά που της έφερνε πίσω την αντιλόπη.
Η εισβολή του έγινε παραμονές Πρωτοχρονιάς και γέμισε το κτίριο με ζωή. Ανοίγοντας τις αποσκευές του ξεχύθηκε από μέσα τους ένας ολόκληρος κόσμος από μικροσκοπικά πολύχρωμα όντα με παράξενες ονομασίες που απλώθηκαν και στους δυο ορόφους.  Aπό τη χαραμάδα της εξώπορτας τρύπωσαν και στο δικό της διαμέρισμα. Τη βρήκαν να χουζουρεύει ξαπλωμένη στον καναπέ.
  Δίπλα της –τι σύμπτωση! - η Θεία Κωμωδία. Ένα παγόνι κεντημένο πάνω σε μια μακρόστενη λουρίδα εταμίν, κρατούσε ακόμα ανοιγμένη την πρώτη σελίδα του Παραδείσου. Ονειρευόταν πως ήδη η ψυχή της  κατοικούσε στην τρίτη σφαίρα, εκείνη της Αφροδίτης.
Ξύπνησε από τον ντροπαλό ήχο του κουδουνιού μέσα στη νύχτα. Ακολούθησε το μαλακό τρίξιμο της εξώπορτάς του, έπειτα η φωνή του. Με αυτή τη σειρά. Τα τρία στάδια της συνείδησης. Ήσυχη φωνή με κάποιο ρυθμό ωστόσο, σα να απήγγειλε ένα ιταλικό ποίημα. Το θρόισμα κάποιου ακριβού υφάσματος πέρασε το κατώφλι. Η εξώπορτα έκλεισε. Ησυχία...πνιχτοί διάλογοι...μουσική. 
Άνοιξε τα μάτια της για τα καλά. Ανακάθισε, μάζεψε τα παγωμένα πόδια στο στήθος και περίμενε με όλες τις αισθήσεις σε ετοιμότητα. Ο ρυθμικός χτύπος πάνω στον τοίχο την ξάφνιασε στην αρχή. Μετά, η μουσική δυνάμωσε. Ο χτύπος άλλαξε ρυθμό. Έγινε καλπασμός, ρυθμικό χτύπημα τυμπάνων προϊστορικής εποχής.  Κι όμως, όλα συνέβαιναν διακριτικά κι εκείνη τ' άκουγε με όλους τους τρόπους: με τα μάτια, το στομάχι, το στήθος, το μυαλό, την καρδιά...
Οι ήχοι κυλούσαν πάνω της σαν ανοιξιάτικος χείμαρρος. Κάλυπταν κάθε πτυχή του δέρματος της, κάθε υποδοχή της ψυχής της. Δεν είχαν σχήμα, χρώμα, μέγεθος. Ήταν ένα άμορφο πλάσμα με μαύρο δέρμα και πυρπολημένα σωθικά. Ήταν φωτιά, μια κόκκινη λάβα που κατάκαιγε τα πάντα στο πέρασμά της, ώσπου όλα, ησύχασαν ξανά.
  
Τότε ήταν που είδε για πρώτη φορά τη μικρή αντιλόπη να κάθεται πάνω στα μακριά πόδια της και να την κοιτάζει με προσμονή. 
Περίμενε κάτι..
Απόγευμα 10 Φεβρουαρίου .  Πάλι βρέχει. Γυρίζει στο διαμέρισμά της κατάκοπη. Στο κτίριο επικρατεί ησυχία. Ο διπλανός δεν έχει επιστρέψει. Αδειάζει την τσάντα της πάνω στο κρεβάτι. Η μικρή αντιλόπη  την παρακολουθεί κουλουριασμένη στα πόδια του κρεβατιού. Δεν κουνιέται από τη θέση της όση ώρα τακτοποιεί τα ψώνια ούτε μετά, που γδύνεται και μπαίνει στο ντους ούτε έπειτα, που έρχεται γυμνή μέχρι το κρεβάτι, που φοράει τις πιτζάμες της και στεγνώνει τα μαλλιά της. Δεν κουνιέται καθόλου από τη θέση της ακόμα και όταν  ετοιμάζει στην κουζίνα το λιτό δείπνο της. Φυσάει δυνατά και η βροχή πέφτει με ριπές πάνω στα τζάμια.
Το τρίξιμο της πόρτας του σπάει τη μονοτονία. Πατήματα πάνω στο ξύλινο πάτωμα, γέλια πνιχτά, συγκεχυμένες χαμηλόφωνες συνομιλίες ανακατεμένες με μουσική. Κρατάει την ανάσα της.
Περιμένει κάτι...
Όλοι οι ήχοι επαναλαμβάνονται στο γνωστό ρυθμό. Μετράει πάλι το ρυθμό από μέσα της, φαντάζεται πάλι τα πλεγμένα σώματα, σχεδόν ακούει τις ανάσες τους. 
Η αντιλόπη εγκαταλείπει τη θέση της και έρχεται κοντά της. Η θαλπωρή του ζώου απλώνεται και στο δικό της σώμα. Δε σταματάει στην καρδιά. Την κατακλύζει ολόκληρη.  Μικροσκοπικά πολύχρωμα όντα με παράξενες ονομασίες πετούν από πάνω της. Πετάει κι εκείνη μαζί τους. Αντικρίζει τον κόσμο από ψηλά αλλάζει διαδοχικά μορφή και σύσταση. Γίνεται έντομο πουλί χαρταετός αερόστατο μικρός κομήτης αόρατο φωτόνιο που ταξιδεύει μέχρι το κέντρο της γης… 
Ώσπου όλα γίνονται ξανά ίδια. Τα μικροσκοπικά πολύχρωμα όντα με τις παράξενες ονομασίες, σβήνουν μ' ένα παφ το ένα μετά το άλλο ούτε η μικρή αντιλόπη είναι πια εκεί. Τη βλέπει  να πηδά πάνω από την περίφραξη του πάρκου και να τρέχει στην παγωμένη πεδιάδα.  Σκοτεινιάζει μα δεν αντιδρά.

Νωρίς το άλλο πρωί, βγαίνοντας έξω, η ορμή του παγωμένου αέρα την αναγκάζει να κάνει ένα βήμα πίσω. Εκεί κοντά, ο υπάλληλος του δήμου μαζεύει βλαστημώντας, απ' την είσοδο του κτιρίου τα σκορπισμένα σκουπίδια .  Ένα πολυκαιρισμένο ενοικιαστήριο που στάζει βροχή, κυματίζει ειρωνικά πάνω απ' τα κεφάλια τους. 
"Ενοικιάζεται κενό διαμέρισμα δευτέρου ορόφου. Πληροφορίες: τηλ...".

Το κείμενο είναι η συμμετοχή μου στην "Ερωτική Υμνωδία" της Λυσίππης μας.   https://on-the-up-and-up.blogspot.com/2019/02/blog-post_6.html


Billie Marten - Winter Song (with Lyric)










Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ :) :)





Η Άλλη το αποφάσισε να του γράψει γράμμα όπως τον παλιό καλό καιρό που οι άνθρωποι επικοινωνούσαν με επιστολές-ραβασάκια που άφηναν κάτω από τα μαξιλάρια, κολλημένα με μαγνητάκι στην πόρτα του ψυγείου, γραμμένα με κραγιόν στο καθρέπτη του νιπτήρα…
Διάλεξε ένα χαρτί ακουαρέλας, πήρε και μια πένα 0,5 χιλιοστών και άρχισε με καλλιγραφικά γράμματα να σημειώνει τις σκέψεις της. Όταν τελείωσε, μου το έδωσε να το διαβάσω. «Το εγκρίνεις;» με ρώτησε. «Αυτό μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις» της απάντησα και κόλλησα το γράμμα, όπως μου είπε, στον καθρέπτη του νιπτήρα για να είναι σίγουρη πως εκείνος θα το δει το πρωί, όταν ξυπνήσει.

«Θυμάσαι όταν πρωτογνωριστήκαμε σ’ εκείνη την εταιρεία που όλο χάλαγε το μηχάνημα του καφέ; Όταν το διόρθωνες μου έφερνες πάντα έναν. Τον άφηνες στο γραφείο μου και έφευγες αμίλητος.

Θυμάσαι το πρώτο μας ραντεβού; Βόλτα στην Κηφισιά. Στο γυρισμό, μέσα στο τρένο, έβγαλα το στυλό μου και ζωγράφισα στην παλάμη σου ένα χάρτη θησαυρού; Με ρώτησες «τι είναι αυτό;» και σου απάντησα  «Η ζωή μου»

Θυμάσαι, όταν γύριζες τα μεσημέρια στο σπίτι και δε μ’ έβρισκες; Ερχόσουν στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς για να με ψάξεις. Φορτωνόσουν όλες τις σακούλες με τα ψώνια και τσακωνόμασταν γιατί δεν με άφηνες να κρατήσω ούτε μια.

Θυμάσαι εκείνες τις αποκριές στο Πόρτο Ράφτη που χάσαμε το τελευταίο λεωφορείο; Μεσάνυχτα ξεκινήσαμε με τα πόδια, να πάμε στο Πικέρμι. Ίσως προλαβαίναμε το τελευταίο αστικό λεωφορείο για Αθήνα. Δεν είχε φεγγάρι, δεν είχε φως ο δρόμος, είχαμε όμως παρέα έναν γαϊδαράκο που μας ακολουθούσε γκαρίζοντας.  :) :)(Ποτέ δεν έμαθα γιατί τα γαϊδουράκια περπατάνε τη νύχτα μόνα τους στους δρόμους.)

Θυμάσαι τη μοτοσυκλέτα μας και τα ταξίδια που κάναμε; Θυμάσαι το κόκκινο μαντήλι;
Τα σαββατοκύριακα στη Ραμνούντα; Τα κυκλάμινα που βγάζαμε για να φυτέψουμε στη γλάστρα μας στο μπαλκόνι;

Θυμάσαι την πρώτη γάτα μας; Μιμή την έλεγαν. Της έδωσα το όνομα μιας ηρωίδας  ("Φλόγα της αγάπης" του Βασίλη Βασιλικού.)

Θυμάσαι που αγόρασες το πρώτο μας πλυντήριο για μην πλένω τα ρούχα με τα χέρια;
Θυμάσαι όταν γεννήθηκε το παιδί; Έμεινες σε όλη την άδειά σου κλεισμένος μαζί μου στο σπίτι.  

Θυμάσαι όταν πήρα το πτυχίο μου; Το ρολογάκι που άφησες δώρο στον καθρέπτη του μπάνιου για να το βρω το πρωί που θα ξυπνούσα;

Θυμάσαι όταν βάψαμε μόνοι μας το σπίτι; Που άφηνα το καρότσι με το μωρό μπροστά σε εκείνο το μεγάλο καθρέπτη του προηγούμενου ενοικιαστή;  Να δει τον εαυτό της για παρέα και να μην τρομάξει όταν ξυπνήσει; Πόσο με είχες κοροϊδέψει τότε :)  

Θυμάσαι το λαγουδάκι που έφερα ένα μεσημέρι; Που θύμωσες αλλά μετά δεν το άφηνες απ’ τα χέρια σου; Το παιδί προσπαθούσε να σου το πάρει και παλεύατε. Θυμάσαι που έφαγε το φύλλο από το φίκο και ψόφησε; Παρηγορούσες εσύ το παιδί και το παιδί παρηγορούσε εμένα; «Μην κλαις μαμά μου, θα πάρουμε άλλο.»

Θυμάσαι τα κρυμμένα πραγματάκια στη ντουλάπα; τις γόμες ζωάκια, τα μολύβια με τις φούντες και τη χρυσόσκονη, τα παραμύθια με τις κινούμενες εικόνες, τις σοκολάτες; Τα έκρυβα εκεί για να τα βρεις όταν γυρίσεις. Η μικρή περίμενε κάτι να της δώσεις.

Θυμάσαι όταν χαθήκαμε; Εσύ στη μία άκρη του τραπεζιού, εγώ στην άλλη;
Θυμάσαι τις φορές που κάπνιζες αμίλητος κάτω από τον απορροφητήρα κι εγώ περίμενα πότε θα μου μιλήσεις;
Θυμάσαι τα καλοκαιρινά ηλιοβασιλέματα που είδαμε μαζί από το μπαλκόνι; Το ξενύχτι που ρίξαμε για τις Περσίδες; Τα πεύκα που δεν ήθελες να κόψεις όσο κι αν σε πίεζαν οι γείτονες;

Αν δεν τα θυμάσαι, δεν πειράζει. Θα τα θυμάμαι, όσο ζω, εγώ για σένα.

Χρόνια Πολλά σ’ αυτόν τον κόσμο «το μικρό, το μέγα»: Το δικό μας.»

Ed Sheeran - Perfect ( Fan Edited Animated Video)