Φωτογραφία: Σπύρος Χ. Φερσιζίδης |
Η ιδέα πάνω στην οποία κληθήκαμε να αναπτύξουμε την ιστορία μας είναι:
"Μια γυναίκα ζητάει από έναν συγγραφέα να γράψει μια ιστορία για την ζωή της, και μετά εξαφανίζεται..."
ΕΡΩΣ
Εκείνο το βράδυ κάποιοι περαστικοί είδαν την κοπέλα να
τρέχει προς την αποβάθρα του κεντρικού λιμανιού του Πειραιά, αλλά όπως
εξελίχθηκαν τελικά τα πράγματα έκαναν λάθος αφού η γυναίκα την τελευταία στιγμή
άφησε τη μεγάλη λεωφόρο, έστριψε δεξιά και χάθηκε μέσα στους σκοτεινούς και
βρώμικους παράδρομους της λαχαναγοράς που μύριζαν έντονα ψαρίλα.
Ξημέρωνε παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1967. Μια ομάδα
μισομεθυσμένων νεαρών ανηφόριζε προς την πλατεία Δημαρχείου χαχανίζοντας.
Κάποιος τους είχε δει να έρχονται από την Ακτή Μιαούλη τραγουδώντας. Η εμφάνισή
τους δεν άφηνε καμιά αμφιβολία από πού γύριζαν. Πουκάμισα μισοβγαλμένα, δυο από
δαύτους ξυπόλυτοι και όλοι τους αξιολύπητοι μα ευτυχισμένοι.
Ένας απ’ αυτούς πρόλαβε και την άρπαξε απ’ το χέρι καθώς
περνούσε δίπλα του, και πριν εκείνη προλάβει να αντιδράσει, της χούφτωσε το
στήθος και την φίλησε με ψεύτικο πάθος στο στόμα. Η γυναίκα τον έσπρωξε με
δύναμη και απομακρύνθηκε τρέχοντας. Ο τρελός χτύπος των τακουνιών της πάνω στις
πλάκες του πεζοδρομίου αντηχούσε τετράγωνα μακριά. Μετά έστριψε στους
παράδρομους της λαχαναγοράς και χάθηκε. Στάθηκε άραγε αυτό το περιστατικό η
αφορμή για να αλλάξει την πορεία της κι αντί για την φωταγωγημένη λεωφόρο να
προτιμήσει τα κακοφωτισμένα στενά;
Σ' ευχαριστώ Γιάννη για την ιδέα σου και την υλοποίησή της. |
Αυτή η απορία βασάνιζε τον Αχιλλέα Εξαρχόπουλο από την πρώτη
στιγμή που διάβασε την είδηση του θανάτου της. Γιατί η ιστορία ξεκίνησε τυπικά
το επόμενο βράδυ, στην πύλη Ε2, όπου μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων περίμενε ν’
αλλάξει το χρόνο με την είσοδο του πρώτου πλοίου στο λιμάνι. Και πράγματι, το
πλοίο φωταγωγημένο έκανε την είσοδό του θριαμβευτικά, τη στιγμή που το μεγάλο ρολόι
του σιλό σήμανε δώδεκα ακριβώς.
Οι καμπάνες του Αγίου Διονυσίου άρχισαν να χτυπούν
χαρούμενα, οι σειρήνες των αγκυροβολημένων πλοίων σκόρπισαν δέος μες στη νύχτα
και ο ουρανός γέμισε φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα. Ωστόσο, μια κραυγή κατάφερε
να καλύψει τον χαμό που γινόταν και να κάνει την παρέα των παρευρισκομένων να
γυρίσει και να κοιτάξει προς το μέρος απ' όπου ακούστηκε. Μια έντρομη γυναίκα
έδειχνε με το τεντωμένο χέρι της πίσω από ένα παρκαρισμένο τριαξονικό φορτηγό
φορτωμένο κοντέϊνερς. Ένας πλησίασε διστακτικά στο σημείο. Τον ακολούθησαν
δειλά κι άλλοι. Όλοι τους είδαν το γυμνό σώμα που κειτόταν ανάμεσα σε βρώμικα
χαρτόκουτα και παλιά καραβόσκοινα. Ήταν πρόχειρα σκεπασμένο με μια κουβέρτα λεκιασμένη
από αίμα.
Ο Εξαρχόπουλος κοίταξε με μεγάλη προσοχή τη φωτογραφία της νεκρής
γυναίκας, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας. Δίσταζε να καταλήξει σε
συμπεράσματα. Ήταν ή δεν ήταν η Όλγα; Πρόφερε δυνατά το όνομά της λες και
ξαφνικά συνειδητοποιούσε πως ήταν ένα οικείο γι’ αυτόν πρόσωπο. Οικείο πρόσωπο
η Όλγα; Η σκέψη αυτή τον αναστάτωσε. Άφησε την εφημερίδα που διάβαζε κι άρχισε
να ψάχνει νευρικά ανάμεσα στα χαρτιά που ήταν απλωμένα μπροστά του. Βρήκε επιτέλους
αυτό που έψαχνε.
«Θα μου επιτρέψεις να σε φωτογραφήσω;» την είχε ρωτήσει ένα
βράδυ.
«Ό,τι θέλει ο πελάτης…», του είχε απαντήσει εκείνη κυνικά
και μετά άρχισε να παίρνει προκλητικές πόζες μπροστά του. Τράβηξε μόνο μια.
Ντράπηκε. Ντύθηκε κι έφυγε σαν κυνηγημένος.
Δεν ήταν συχνός θαμώνας τέτοιων σπιτιών. Που και που όμως επέτρεπε
στον εαυτό του μια τέτοια «ατασθαλία». Ήταν ο τρόπος να κρατάει το νου του προσγειωμένο
και να θυμίζει στον εαυτό του την φυσική του υπόσταση. Η συγγραφή, τον απασχολούσε
το μεγαλύτερο μέρος της μέρας και τον απορροφούσε τόσο, που δεν του άφηνε
περιθώρια να ζει όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι.
Σιγά σιγά το συνήθισε να πηγαίνει στα σπίτια της Σκουζέ. Μόνο
για να βρεθεί με την Όλγα. Αν δεν ήταν διαθέσιμη, έφευγε. Έγινε με το χρόνο κομμάτι
της ζωής του, μέρος της σκέψης του μέχρι που μια νύχτα, ενώ τον παρατηρούσε
ξαπλωμένη να ντύνεται για να φύγει, του ζήτησε ξαφνικά να γράψει για τη ζωή
της. Σταμάτησε και την κοίταξε απορημένος.
«Πώς το σκέφτηκες αυτό;»
«Γιατί όχι;» του απάντησε «Γράφεις για τόσους και για τόσα. Ο
κόσμος σε διαβάζει. Γράψε και για μένα. Έχω υλικό για να γράφεις χρόνια. Εσύ θα
πλουτίσεις, κι εγώ θα μείνω αθάνατη». Γέλασαν, κοιτάχτηκαν σιωπηλοί και μετά ο
Αχιλλέας, αφού υποσχέθηκε πως θα το σκεφτεί, έφυγε.
Οι συναντήσεις τους έμειναν μυστικές. Εκείνος φοβόταν τον
διασυρμό του κι εκείνη τον Νώντα. Τον επισκεπτόταν μια φορά την εβδομάδα στο
σπίτι του, μεσημεριανή ώρα για να μην κινήσει υποψίες. Έμεναν μαζί μέχρι τις πρώτες
απογευματινές ώρες. Συζητούσαν για την πατρίδα της, τους γονείς της, το παιδί
που έχασε στα δεκατέσσερά της, τον αγαπητικό της τον Νώντα, τις ιδιοτροπίες των
πελατών. Τα διηγιόταν όλα αυτά με μια φυσικότητα που τον εξέπληττε. Μετά, έκαναν
έρωτα. Χωρίς αμοιβή. Ήταν ένας έρωτας πληγωμένος, απ’ όλες τις απόψεις. Γιατί
ήταν κρυφός, μιασμένος, απαγορευμένος; Την ερωτεύτηκε. Στην αρχή ούτε να του
περάσει απ’ το νου. Στη συνέχεια το αποδέχτηκε, σαν καταδίκη. Μια κηλίδα στην
άψογη, αλέκιαστη ζωή του. Της ζήτησε να σταματήσει απ’ τα σπίτια. Εκείνη φυσικά
αρνήθηκε.
«Και πώς θα βγάζω το ψωμί μου;»
Δεν είχε απάντηση σ’ αυτό ο Αχιλλέας.
Είχε περάσει μια εβδομάδα απ’ το βράδυ που βρέθηκε το πτώμα
της Όλγας, κι ένα απόγευμα αργά, ακούστηκε το παρατεταμένο χτύπημα του
κουδουνιού στην πόρτα του. Άνοιξε φανερά ενοχλημένος. Ήταν δυο αστυνομικοί και ζήτησαν
να του μιλήσουν.
«Για ποιο θέμα;»
«Για τον θάνατο της ιερόδουλης, της Όλγας. Θα ξέρετε από τις
εφημερίδες…».
Έμειναν μισή ώρα. Ήξεραν
για τις δικές του επισκέψεις στο “σπίτι”. Δεν ήξεραν όμως για τις δικές της. Τον
ρώτησαν να τους πει τον λόγο που ξαφνικά σταμάτησε να πηγαίνει. Τότε άρπαξε την
ευκαιρία να γυρίσει την κατάσταση υπέρ του.
«Δεν ήμουν πελάτης. Απλά ήθελα πληροφορίες για το επάγγελμά
της. Έτυχε να είναι εκείνη. Έγραφα τότε για μια πόρνη». Έφυγαν φανερά
προβληματισμένοι. Νόμισε πως ξεμπέρδεψε. Αλλά όχι. Λίγες μέρες μετά επέστρεψαν
με ένταλμα για «κατ’ οίκον έρευνα».
Έκαναν το γραφείο του φύλλο και φτερό. Δεν βρήκαν τίποτα. Είχε φροντίσει να
εξαφανίσει κάθε στοιχείο που θα μαρτυρούσε το πέρασμα της Όλγας από κει μέσα.
Η υπόθεση απασχόλησε για αρκετό καιρό την αστυνομία και τον
τύπο, κι ο κόσμος βρήκε ένα θέμα να ασχολείται. Η αστυνομική έρευνα έκανε τον
κύκλο της χωρίς να καταλήξει κάπου. Ο αγαπητικός της Όλγας, ο Νώντας, είχε
άλλοθι όπως και όλοι οι πελάτες της. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο και οι
εφημερίδες έδωσαν και επίσημα το τέλος στην υπόθεση με πηχυαίους τίτλους: «Ο
πρώτος φόνος της χρονιάς θα μείνει τελικά ανεξιχνίαστος».
Όχι όμως ο
Εξαρχόπουλος. Πέντε χρόνια μετά ήρθε πάλι στην επικαιρότητα με ένα βραβευμένο
μυθιστόρημά του που είχε τον τίτλο ΕΡΩΣ. Εκεί μιλούσε για τον παράφορο έρωτα ενός
ευυπόληπτου πολίτη για μια κοινή πόρνη. Το πάθος και η ζήλια του γι’ αυτή τον ώθησαν
τελικά να την σκοτώσει.
Κατεβαίνοντας μια μέρα την Σόλωνος, στο κέντρο της Αθήνας,
στάθηκε μπροστά στην προθήκη ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου. Εκεί, ανάμεσα σε τόσα
άλλα βιβλία το μάτι του διέκρινε το δικό του. Δυο κυρίες βγήκαν απ’ το
κατάστημα σχολιάζοντας με θαυμασμό το βιβλίο του. Μόλις είδαν τον Αχιλλέα, τον
αναγνώρισαν αμέσως.
«Κύριε Εξαρχόπουλε, τι χαρά να σας συναντούμε εδώ! Θα μας κάνετε την τιμή να υπογράψετε το βιβλίο σας;»
Έκανε ό,τι του ζήτησαν χωρίς να μιλήσει. Μετά μπήκε στο κατάστημα, πήρε απ' το ράφι ένα αντίτυπο του βιβλίου του και σημείωσε στην τελευταία σελίδα: «Ομολογώ πως εγώ, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, σκότωσα με τον πιο ειδεχθή τρόπο την Όλγα, την μοναδική γυναίκα που αγάπησα, και αγαπώ ακόμα». Μετά, έβαλε το αντίτυπο στη θέση του, μαζί με τα άλλα, χαιρέτησε τον υπάλληλο και βγήκε απ' το βιβλιοπωλείο ήσυχος και γαλήνιος . Ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα…