"Κοντεύω να γίνω "μικρός". Μικραίνει κανείς όταν ατέλειωτα βιάζει τον εαυτό του να είναι χωμένος σ' ένα μηχανισμό στενό και ανόητο."
Ίων Δραγούμης ( πίνακας: Kirstin Friedrich)
«Το γράψιμο ξεκινά μέσα στο σώμα σου, είναι η μουσική του
σώματος, κι έστω κι αν τα λόγια έχουν νόημα, αν μπορούν μερικές φορές να έχουν
νόημα, η μουσική των λόγων βρίσκεται εκεί όπου αρχίζουν τα νοήματα. “Ο Αόρατος” γράφτηκε σαν φούγκα, εγώ απλώς
ακολουθούσα τη μουσική»
Θυμάμαι πως από μικρή, δεν μου αρκούσε μόνον να διαβάζω ένα βιβλίο αλλά προσπαθούσα να γνωρίσω όσο γίνεται περισσότερα πράγματα και για τον χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητες του συγγραφέα του. Ο χαρακτήρας βέβαια του συγγραφέα δεν πρέπει να επηρεάζει τη γνώμη μας για το έργο του. Συνήθως μεγάλοι συγγραφείς δεν υπήρξαν και μεγάλοι ή έστω καλοί άνθρωποι. Παρ' όλα αυτά όμως πάντα με γοήτευε να γνωρίσω τον άνθρωπο πίσω από τον συγγραφέα. Ο Πολ Όστερ με κέρδισε εξ αρχής με το βλέμμα του. Το πρώτο πράγμα που προσέχεις πάνω του είναι το βλέμμα του. Βαθύ, διεισδυτικό, τρυπώνει στην ψυχή σου και σε αφοπλίζει πριν καν γνωρίσεις τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Πολ Όστερ είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς Αμερικανούς συγγραφείς στην Ευρώπη. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού παγκοσμίως. Έχει δώσει άπειρες συνεντεύξεις αλλά θα σταθώ σε μια που έδωσε το 2014 εδώ, στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του με τον τίτλο " 4321". Είχε πολύ ενδιαφέρον ν' ακούσει κανείς όλα όσα είχε να πει για τη ζωή του, τη χώρα του, τις απώλειες και τον έρωτα. Υπήρξε αφάνταστα γενναιόδωρος, γοητευτικός,
αφοπλιστικός, ειλικρινής, άμεσος και ευθύς. Παρακολουθώντας αυτή την συνέντευξη κράτησα κάποιες σημειώσεις που τώρα μου δίνουν τη δυνατότητα να σκιαγραφήσω τον άνθρωπο-συγγραφέα όπως εγώ τον ένιωσα.
Γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ. Συνηθίζει να γράφει πρώτα χειρόγραφα και κατόπιν σε
γραφομηχανή.
Ξεκίνησε γράφοντας ιστορίες για το μπέιζμπολ με το ψευδώνυμο
Πολ Μπέντζαμιν.
Το πρώτο του ενδιαφέρον για το γράψιμο το πυροδότησε μια τυχαία συνθήκη, όταν δηλαδή η οικογένειά του, που ουδεμιά σχέση είχε με την λογοτεχνία, κληρονόμησε τη βιβλιοθήκη του θείου του. Εκεί, είχε για πρώτη φορά την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τον κόσμο της λογοτεχνίας και να ξεκινήσει το ενδιαφέρον του για το γράψιμο.
«Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να γράφουν και να διαβάζουν ιστορίες. Είναι κάτι ανεξάντλητο, δεν με πτοούν τα κινητά και τα e-mails. Οι άνθρωποι πεινούν για ιστορίες. Όποια μορφή κι αν έχουν πια. Η συγγραφή απαιτεί χρόνο και γερό στομάχι. Το να γράφεις και να ζεις όλη τη μέρα σ’ ένα δωμάτιο με δαίμονες, δεν είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να μεγαλώνει κανείς. Χρειάζεσαι έναν πολύ σκληρό καταναγκασμό για να γίνεις συγγραφέας.»
"Η εποχή μας έχει χάσει τις ισορροπίες της, ζούμε σε ταραγμένους καιρούς. Και στις
ΗΠΑ τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, τα πανεπιστήμια είναι πανάκριβα, οι νέοι
για τις σπουδές τους χρειάζονται μια περιουσία, δανείζονται συνήθως για να
σπουδάζουν και αυτό είναι το τραγικό, φανταστείτε ένα μικρό παιδί να ξεκινά τη
ζωή του ήδη χρεωμένο. Όμως η πτώχευση δεν είναι το τέλος! Είναι απλώς μια νέα
αρχή! Οι μισοί Αμερικανοί είναι παρανοϊκοί και οι
υπόλοιποι έχουν χαμηλό διανοητικό επίπεδο, η λογική τους δεν διαφέρει από αυτή
των τζιχαντιστών"
Το παράδοξο και οι συμπτώσεις, το τυχαίο, είναι κάτι που το
έχει βιώσει κατ’ επανάληψη στη ζωή , σε σημείο που στάθηκε ικανό να τροφοδοτήσει και την έμπνευσή του:
«Ο πατέρας μου έπεσε από την οροφή ενός τετραώροφου,
πενταώροφου κτιρίου. Την πτώση του ανέκοψε ένα μπουγαδόσκοινο και δεν έπαθε
τίποτα, όμως, την ίδια χρονιά κάποιοι γείτονες έβαφαν το σπίτι τους και κάποιος
έπεσε και πέθανε».
«Η γιαγιά μου είχε σκοτώσει τον παππού, τη θυμάμαι με φόβο
χωρίς ακόμα να γνωρίζω τίποτε για τον φόνο. Αυτός είχε φύγει με μια άλλη γυναίκα κι
επέστρεψε. Κι εκείνη χωρίς να πει τίποτα πήρε το όπλο και ξαφνικά τον
σκοτώνει. Από τα πέντε παιδιά τους δεν μιλούσε κανείς, τα ξαδέλφια δεν ξέραμε
τίποτα κι όταν ρωτούσα τον πατέρα μου πως πέθανε ο παππούς, πότε μου έλεγε πως
σκοτώθηκε στον πόλεμο, πότε πως έπεσε και άλλοτε πως σκοτώθηκε σε κυνηγετικό ατύχημα. Την
αλήθεια την έμαθε μια εξαδέλφη μου σε ένα αεροπορικό ταξίδι «Πώς λέγεστε; Όστερ;
Από πού είστε; Α, είστε συγγενής μ’ εκείνη την κοκκινομάλλα τρελή που στις
αρχές του αιώνα είχε σκοτώσει τον άντρα της!»
Το περίεργο είναι ότι στους γονείς μας δεν το είπε κανείς κι
όταν το έγραψα στην "Επινόηση της μοναξιάς", βέβαια, δεν ζούσε ο πατέρας μου αλλά
θύμωσε ο θείος μου (! ) επειδή διαβάλλω, όπως είπε, την οικογένεια.
«Όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρόνων, το καλοκαίρι του 1961 στην
κατασκήνωση είχα την πρώτη εμπειρία θανάτου. Περνούσαμε κάτω απ’ τον φράκτη και
τον διπλανό μου τον σκότωσε κεραυνός, πέντε έξι δευτερόλεπτα να είχα
καθυστερήσει και θα ήμουν στη θέση του εγώ! Τότε δεν ήξερα ότι είχε πεθάνει,
όμως ήταν τελικά ο πρώτος νεκρός. Μπορεί να μην έχω ζήσει πολέμους, οι δικοί
μου να μη βασανίστηκαν και εγώ να θεωρούμε τυχερός, έχω ζήσει μια ήσυχη και
συνηθισμένη ζωή, όμως εκείνη η ημέρα ήταν η δική μου εκδοχή πολέμου»
«Τελικά, όλοι δεν είμαστε δούλοι του έρωτα;»
«Για τον Άμλετ και τον Δον Κιχώτη: «Είναι πάντα παρόντες και
ζωντανοί»
«Η λογοτεχνία είναι υπερεθνική!»
«Η τραγωδία ξεσπά εκεί που είμαστε ήσυχοι και όλα φαίνονται
μια χαρά, ενώ όταν είσαι πεσμένος είναι η ώρα για να συμβεί μια κωμωδία»
«Το να γράφεις λογοτεχνία σημαίνει μια ζωή μοναξιά, χωρίς
χρήματα ενδεχομένως και χωρίς αναγνώστες.
Δεν θα το συνιστούσα σε κανέναν.
Ωστόσο αν επιμένει κάποιος “επειδή δεν γίνεται αλλιώς”, να το ξέρει ότι ο
καθένας πορεύεται μόνος του, δεν υπάρχουν συνταγές και κανόνες.
Συγγραφέας δεν
επιλέγεις να είσαι αλλά σε επιλέγει αυτό, ήταν πολλές οι φορές που σκέφτηκα να
τα παρατήσω. Αλλά πάντα ήξερα ότι ήταν η μοίρα μου, παρότι οι γονείς μου δεν
είχαν καμία σχέση με την τέχνη και τη γραφή». Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία: Πολ Όστερ
Η "Πιετά" (Έλεος) Βρίσκεται στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. Είναι το πρώτο έργο του Μιχαήλ Αγγέλου και το φιλοτέχνησε όταν ήταν περίπου 20 χρονών!!
Το «Ω
γλυκύ μου έαρ» είναι το μοιρολόι της Παναγίας, η έκφραση του πόνου
της για τον επίγειο θάνατο του υιού της. Ο ύμνος είναι κορυφαίος ως μελωδία και
ως λόγος και έχει ενδιαφέρον η κατά λέξη εννοιολογική ανάλυσή του.
Προσφωνεί
το Τέκνον της έαρ, άνοιξή μου. Η λέξη έαρ είναι αρχαία ελληνική, ενώ στη
μεσαιωνική Ελλάδα χρησιμοποιείτο η λέξη άνοιξις. Προέρχεται από το ρήμα
ανοίγνυμι, ανοίγω, διότι είναι η εποχή που ανοίγουν τα άνθη και τα μάτια των
φυτών, για να αναπτυχθούν. Η λέξη έαρ πρωτοαπαντάται στα ομηρικά έπη. ΄Εχει
κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα με το λατινικό -ver, από όπου προέρχονται λέξεις όπως
prima-ver-a, η άνοιξη στα ιταλικά και στα ισπανικά.
Η λέξη τέκνον προέρχεται από τον αόριστο β΄
του αρχαίου ελληνικού ρήματος τίκτω, το οποίο αναφέρεται ακριβώς στην πράξη της
γέννησης από τη μήτρα της μητέρας, εξού και η λέξη τοκετός. Τέκνον – τίκτω,
μήτρα – μητέρα άμεσες αναφορές στο σπλάχνο, στη ζωή που δημιουργείται μέσα στο
σώμα της γυναίκας και άρα στην οδύνη του χαμού του.
«Γλυκύτατόν
μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;» Η
Παναγία συνεχίζοντας το θρήνο της αναφέρεται στο τραγικό γεγονός χρησιμοποιώντας
τη λέξη έδυ, τον αόριστο του ρήματος δύω, υπονοώντας πως ο Ιησούς ήταν
φωτοδότης ως ήλιος. Εμβαθύνοντας στην ερμηνεία μπορεί να δει κανείς πως ο ήλιος
δεν χάνεται. Χάνεται μόνο από τα μάτια μας, δύει προσωρινά. Ανατέλλει όμως την
επόμενη μέρα ολόλαμπρος. Η φράση καταλήγει σε ερωτηματικό, το αγωνιώδες ερώτημα
της μάνας που χάνει το τέκνο της. Πού έδυσες, πού έδυσε το κάλλος σου;
Το κάλλος ήταν βασική έννοια στην αρχαία
Ελλάδα. Η φυσική ομορφιά είχε συνάρτηση με την ψυχική και την πνευματική, την αρετή
του πολίτη και το αγαθό. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν συλλάβει την ιδέα ότι το σώμα
εκφράζει, με την έννοια ότι δίνει μορφή και εξωτερικεύει, την ψυχή και τις
αξίες του ανθρώπου. Το κάλλος επομένως είναι η αρχαία ελληνική έκφραση της
ωραιότητος της ανθρώπινης ψυχής, που στην αρχαία ελληνική σκέψη καθρεφτιζόταν
στην ωραιότητα του σώματος.
Οι τρεις πρώτοι στίχοι είναι το ξέσπασμα του
πόνου της μητέρας. Στον τέταρτο στίχο όμως η Παναγία μεταστρέφεται, αναγνωρίζει
ότι ο υιός της είναι στην ουσία Υιός Θεού,
είναι
παντάναξ, βασιλεύς των πάντων. Η λέξη είναι σύνθετη, από τη μυκηναϊκή λέξη
άναξ, που σημαίνει τον βασιλέα στις πινακίδες της αρχαιότερης αναγνωσμένης
ελληνικής γραφής, της Γραμμικής Β. Άναξ ήταν ο ανώτατος άρχων στα μυκηναϊκά
ανακτορικά κέντρα (1600-1100 π.Χ.) Η λέξη βασιλεύς, όπως φαίνεται από την
ανάγνωση αυτών των πινακίδων υπήρχε ήδη τότε, αλλά σήμαινε τον στρατιωτικό
διοικητή και μόνο αργότερα, στα ομηρικά έπη, απέκτησε τη σημερινή σημασία της.
Εδώ λοιπόν χρησιμοποιείται ο αρχαϊκότερος τύπος της έννοιας του βασιλιά.
Η Παναγία εδώ προσφωνεί τον υιό της ως Θεό, ως
Θεό της, αναγνωρίζοντας τον υπέρτατο ρόλο Του. «Θεέ μου πλαστουργέ μου». Η λέξη
πλαστουργός προέρχεται από το ρήμα πλάθω και το έργο, δηλώνοντας ξεκάθαρα πως
ολόκληρη η πλάση είναι έργο του Θεού. Όμως το ανθρώπινο μητρικό στοιχείο είναι
πολύ έντονο στην Παναγία, ώστε απευθυνόμενη στον Υιό του Θεού και Θεό της
ρωτάει με απόγνωση: «πώς πάθος κατεδέξω;» «πώς καταδέχτηκες να υποστείς τα
Πάθη;».
Στον επόμενο στίχο αποδέχεται την ανθρώπινη
πραγματικότητα. Ο τάφος, ο ανθρώπινος χρόνος -το πρωί, τα έθιμα ταφής ως
έκφραση της ευγνωμοσύνης, της λατρείας.
«Έρραναν
τον τάφον αι μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.» Οι μυροφόρες ήρθαν πρωί πρωί και ράντισαν με
αρώματα τον τάφο Σου. Τα μύρα που ως πνοές διαχέονται.
Στην τελευταία στροφή γίνεται η συναισθηματική
αποστασιοποίηση και η αναγνώριση του θεϊκού θελήματος.
«Ω Τριάς
Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.»
Οι τελευταίοι στίχοι δε λέγονται πια από την
Παναγία, αλλά από εμάς σε διάλογο μαζί της. «Ιδείν
την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον τους δούλους σου». «Αξίωσε,
Παρθένε, εμάς τους δούλους σου να δούμε την Ανάσταση του Υιού σου».
Δεν είναι απίθανο οι βυζαντινοί μαΐστροι που
συνέθεσαν αυτόν τον ύμνο να επηρεάστηκαν από τους αρχαίους ελληνικούς ύμνους
στην Περσεφόνη, την κόρη της θεάς Δήμητρας που άνοιξη την έκλεψε ο Άδης
εξαφανίζοντάς την στον Κάτω Κόσμο. Ξέφρενη η μητέρα της, η θεά της γονιμότητας
της γης, την αναζητούσε παντού και για εκδίκηση άγονα έμεναν τα χωράφια. Ώσπου
σε συμφωνία με το Δία κάθε άνοιξη ανέβαινε η Περσεφόνη στον Απάνω Κόσμο και οι Έλληνες γιόρταζαν τα Μικρά Ελευσίνια.
Η άνοιξη της γης, η μύηση της ψυχής, η
διάνοιξή της στο θείο. Δε γνωρίζω σε κάποια περιοχή της Ελλάδος να προσφωνούμε
τα παιδιά με την τρυφερή έκφραση άνοιξή μου, αυτός όμως ήταν ένας χαρακτηρισμός
που οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν στην Περσεφόνη.
Στον ομώνυμο ορφικό ύμνο η Περσεφόνη
αποκαλείται εαρινή. Δικαίως, διότι σύμφωνα με το μύθο η άφιξή της στον Επάνω
Κόσμο έφερνε το έαρ, την άνοιξη. Η περαιτέρω λεξιλογική ανάλυση δείχνει όντως
επιρροές από θεμελιώδεις αρχαίες ελληνικές έννοιες. Εκτός από την τρυφερή
προσφώνηση έαρ, ο ύμνος χρησιμοποιεί την αρχαία ελληνική έννοια του κάλλους,
του φωτοδότη – ζωοδότη Ηλίου που δύει, όπως και την αρχαϊκότερη λέξη παντ+άναξ.
Οι τυχόν αρχαιοελληνικές επιρροές περιορίζονται στους πρώτους στίχους, στον
ανθρώπινα μητρικό θρήνο της Παναγίας. Οι υπόλοιποι στίχοι ξεκάθαρα διαπνέονται
από έννοιες της Ορθοδοξίας.
Ως προς τη μελωδία τα κείμενα έχουν συντεθεί
σύμφωνα με τη ρυθμοτονική της βυζαντινής υμνογραφίας, όπου πους είναι η λέξη.
Δηλαδή, ενώ στην αρχαία ελληνική μουσική πους είναι η ρυθμική μονάδα που με
συνδυασμό μακρών και βραχέων συλλαβών δημιουργεί το ρυθμό, στη βυζαντινή οι
κανόνες της ομοτονίας και
ισοσυλλαβίας
έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Συγκεκριμένα, εάν σιγοψιθυρίσει κανείς τη μελωδία «Ω
γλυκύ μου έαρ», θα παρατηρήσει ότι η τονική έμφαση δίνεται σε κάθε μία λέξη
χωριστά ανεξαρτήτως του μεγέθους και των συλλαβών της, ότι δεν υπάρχει σε κάθε
στίχο ένας ρυθμός που επαναλαμβάνεται και ότι ανάλογα με το νόημά τους οι
λέξεις τονίζονται και χρωματίζονται μουσικά.
Γενιές, αιώνες τώρα, τραγουδούν πάνω στα
βήματά τους στη γη το «ω γλυκύ μου έαρ» κι ύστερα χάνονται. Όμως δεν είναι οι
αντιφωνήσεις αιώνων που κάνουν τόσο συγκλονιστική τη συμμετοχή μας στην
Περιφορά του Επιταφίου. Είναι η συντροφευμένη πορεία στη διάσχιση της νύχτας, είναι
ο κοινός θρήνος για τα πεπρωμένα της ανθρώπινης ζωής, οι συναντήσεις μέσα από
τις ταπεινές φλόγες των κεριών, η συναίσθηση του δέους μπροστά στο θείο, είναι
η ελπίδα της Ανάστασης που κάνουν το «Ω γλυκύ μου έαρ» να μετατρέπεται σε ένα
συναίσθημα γλυκιάς άνοιξης; Σαν οι καρδιές άφοβα ν’ ανοίγουν και στη δροσιά της
νύχτας υπερβατικά να ενώνονται -με την άχνα των κεριών και το άρωμα των μύρων-
σε μια πνοή αγάπης.
Κάποιοι άνθρωποι δεν τρελαίνονται ποτέ. Εμένα, αντίθετα, μου συμβαίνει συχνά. Όταν δεν επικοινωνώ με τους ανθρώπους, αρχίζω να μιλάω με τα πράγματα και τα ζώα. Και τι δεν έχω μάθει από τούτες τις συνομιλίες μας! Έμαθα για παράδειγμα πως νιώθει η γαρυφαλλιά που άνθισε πρόωρα και ταλαιπωρείται απ' το κρύο, η γάτα μου όταν της απαγορεύω να πιει απ' το ποτήρι μου, ακόμα και η νυχτοπεταλούδα, όταν κολλάει έξω απ' το τζάμι μου ενώ
ποθεί να μπει μέσα.
Χθες ζωγράφισα ένα δρομάκι. Το κοιτούσα και σκεφτόμουν: "τι είναι ένα δρομάκι χωρίς κάποιον να το περπατήσει;" Μπήκα στη ζωγραφιά και το περπάτησα, να δώσω νόημα στην ύπαρξή του.
Γιατί ένας δρόμος που δεν τον περπατάει κανείς, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Καλύτερα να τον καλύψoυν τα ξερόχορτα. Ένας δρόμος πάντα κάπου οδηγεί. Ακόμα και το αδιέξοδο κάτι λέει. "Γύρνα πίσω!"
Κοιτάζω απ' τις γρίλιες τη βροχή που πέφτει. Το βλέμμα μου, παντοτινός φυλακισμένος αυτής της πόλης, αιχμαλωτίζει τη φωτεινή της δέσμη μπροστά απ' τη λάμπα του δρόμου. Ο δρόμος ποτάμι. Ένα βρεγμένο σκυλάκι μάταια προσπαθεί να χωρέσει κάτω από τον κάδο των σκουπιδιών. Η νυχτοπεταλούδα με κοιτάζει εκστατική. Ακολουθεί απρόθυμα το δάχτυλό μου που σχεδιάζει κύκλους πάνω στο νοτισμένο τζάμι. Προσπαθεί να βρει ένα άνοιγμα, να μπει μέσα. Μισανοίγω το παράθυρο. Διστάζει. Αμφιβάλει για την απρόσμενη ευκαιρία. Όχι για πολύ. Τρυπώνει και πετάει προς το φως του πορτατίφ. Αλλάζει γνώμη, λοξοδρομεί και προσγειώνεται απαλά στο γείσο του ποτηριού μου. Ακροβατεί για λίγο- κομψή χορεύτρια πάνω στις πουέντ της- και, πριν προλάβω να τη σταματήσω, πέφτει στο νερό με απλωμένα τα φτερά. Επιπλέει περιμένοντας τη σωτηρία της. Πόσες ευκαιρίες έχει μια νυχτοπεταλούδα να σωθεί από πνιγμό; Από κάπου ακούγεται το κελάρυσμα μιας πηγής.
Πηγή; Το νερό της υδρορροής, στήνει σενάρια με τη φαντασία μου.
Τελευταία σκέφτομαι τη νεότητα. Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τη νεότητα αλλά για τις μεγαλύτερες ηλικίες των ανθρώπων... Πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται πιο συχνά για το νόημα της ζωής. Κοινότοπο θέμα. Παραμένει όμως αναπάντητο. Προσδοκίες, προσπάθειες, ένα "αχ.." ένα "ζήτω!" ένα "μπα.." και περνούν τα χρόνια χωρίς να έχω σιγουρευτεί ακόμα για το νόημα της ζωής. Ό,τι κι αν έχει ειπωθεί, καλύπτει μόνον την ανθρώπινη αγωνία. Ο δημιουργός ακόμα σιωπά κι ο θάνατος έχει τον τελευταίο λόγο.
Βγάζω τη νυχτοπεταλούδα μου απ' το νερό. Την αφήνω να στεγνώσει ήσυχα στο φως του πορτατίφ. Μένει εκεί ασάλευτη, σχεδόν φοβισμένη, μα ξαφνικά, πετάει ορμητικά προς το φως.
Γιατί να μην είναι τούτο, τελικά, το νόημα της ζωής; Αυτή η δυνατή παρόρμηση που με ωθεί σταθερά προς το φως; Που προβάλλει σαν νυχτοπεταλούδα μέσα απ' το σκοτάδι μου για να μου δώσει τη δύναμη να υπάρχω και να μπορώ να τη σώζω, κάθε φορά που αυτή - η άμυαλη - πέφτει απερίσκεπτα μες το νερό του ποτηριού μου;
Μουσική του video: Γεώργιος Βαρσαμάκης - Διαδρομή στα σύννεφα Το video περιέχει σκηνές απ' την υπέροχη, συμβολική ταινία "Το κόκκινο μπαλόνι" του Άλμπερτ Λαμορίς, σε σενάριο και σκηνοθεσία του ίδιου. Το 1957 Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου. Το 1956 Χρυσός Φοίνικας καλύτερης ταινίας μικρού μήκους. Το 1957 Ειδικό κινηματογραφικό βραβείο BAFTA