"Κοντεύω να γίνω "μικρός". Μικραίνει κανείς όταν ατέλειωτα βιάζει τον εαυτό του να είναι χωμένος σ' ένα μηχανισμό στενό και ανόητο."
Ίων Δραγούμης ( πίνακας: Kirstin Friedrich)
Έκοβε κι έραβε η γλώσσα της μοδίστρας μας της Ευανθίας. Το μοδιστράδικο ήταν και πρακτορείο Ρόϊτερ. Όλα τα μαθαίναμε. Έφερνε τη μεζούρα της γυροβολιά στον λαιμό της, κρατούσε τις καρφίτσες στο στόμα και καθώς σούρωνε τα υφάσματα πάνω στα παχουλά κορμιά των κυριών, παρακολουθούσε, με την άκρη του ματιού της, το καρίκωμα που έκανε η Αντιγόνη.
Τη θυμάμαι σκυμμένη πάνω από πατρόν και υφάσματα, μέσα στο στενό καμαράκι που έκοβε και γάζωνε. Στον παράμεσο του δεξιού της χεριού φορούσε πάντα μια ασημένια δαχτυλήθρα. Ακόμα κι όταν στεκόταν όρθια για την πρόβα, το σώμα της έγερνε μπροστά, σαν να μην ήξερε άλλο τρόπο να υπάρχει. Τί έκπληξη όμως όταν σήκωνε τα μάτια της να σε κοιτάξει! Οι καταπράσινες λίμνες τους με πόση ευκολία σε ταξίδευαν στην παρθένα χώρα της τρυφερής ψυχής της!
Σίγουρα θα φαινόταν ομορφότερη, αν άφηνε ελεύθερα τα μαλλιά της. Αλλά εκείνη προτιμούσε να τα μαζεύει πίσω, σε κότσο αυστηρό, που συγκρατούσε σταθερά στη θέση του ένας πυκνός φιλές και άφθονες φουρκέτες.
Ήρθε στον τόπο μας, πρώτη φορά, με τους εργάτες της ελιάς. Είκοσι χρονών ήτανε τότε. Έμεναν στους ελαιώνες, μέσα σε παραπήγματα, κι όταν τελείωνε η συγκομιδή, γύριζαν στα χωριά τους.
Μια χρονιά, η Ευανθία αποφάσισε να μη γυρίσει πίσω. Νοίκιασε, με τις οικονομίες της, ένα σπιτάκι με αυλή, αγόρασε μια ραπτομηχανή και ξεκίνησε να ράβει. Για αρχή, μπάλωνε τα ρούχα που της έφερναν οι εργάτες. Σιγά-σιγά προχώρησε στα γυναικεία. Ούτε που το κατάλαβε πως απ' τα μπαλώματα, πέρασε στα πατρόν και στις κυρίες της καλής κοινωνίας. Μέσα σε δέκα χρόνια, η δουλειά της αυξήθηκε τόσο πολύ που δεν τα έβγαζε μόνη της πέρα. Τότε, πήρε βοηθό την Αντιγόνη.
Δούλευε ασταμάτητα. Μόνον την Κυριακή εξαιρούσε. Έκανε μπάνιο αποβραδίς, ετοίμαζε τα καλά της και όταν ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα, ήταν στην εκκλησία από τους πρώτους. Μετά το "Δι' ευχών..." συνέχιζε τη μέρα της με βόλτα στην πλατεία και μια πάστα της αρεσκείας της στο ζαχαροπλαστείο Σεράνο. Στο ίδιο, που συνήθιζε να πίνει τον καφέ του τα πρωινά της Κυριακής ο άντρας της καρδιάς της, ο Αριστείδης Καρελάς, που είχε το εμπορικό κατάστημα στον δημόσιο δρόμο.
Χήρος προ δεκαετίας ο Αριστείδης Καρελάς, χήρα και η μάνα του που είχε αναλάβει τα δυο μικρά παιδιά του. Χωρίς σκοτούρες στο κεφάλι του μπορούσε να κάνει πιο εύκολα τη δουλειά του. Κατέβαζε τα τόπια από τα ράφια, έδειχνε τα υφάσματα στις πελάτισσες, και πάντα έβρισκε έναν αξιοπρεπή λόγο να τις αγγίζει στο στήθος.
"Μου επιτρέπετε;...Α, ναι. Το 8. Αυτό είναι το νούμερό σας!" Ο μόνος αρσενικός σε ολόκληρη την πόλη, που - χωρίς την παραμικρή παρεξήγηση- είχε εξακριβώσει τόσα πολλά γυναικεία νούμερα. Ειδήμων στα νούμερα ο Αριστείδης!
Μέτριος στο ύψος και στο...ανάστημα και πάντα καλοντυμένος αφού το απαιτούσε και το επάγγελμά του. Με αισθητή την αρχή φαλάκρας στην κορυφή του κεφαλιού που φρόντιζε ωστόσο να την καλύπτει επιμελώς με μιαν ατίθαση τούφα. Επέμενε να την στρώνει προς τα δεξιά, αγνοώντας τον δικό της φυσικό αριστερό προορισμό. Αποτέλεσμα, η τούφα να εξεγείρεται από καιρού εις καιρόν, με τη βοήθεια του αέρα που έπνεε ανέμελα, αγνοώντας εντελώς τις συμβάσεις. Βλέπαμε τότε, μία κεραία να στέκεται εκεί, πεισματικά, παραβλέποντας με αυθάδεια την εύθικτη μεγαλοπρέπεια του Αριστείδη.
Τις περισσότερες φορές, υπάρχει ένα αγκάθι στη ζωή κάθε ευτυχισμένου άνδρα. Και δυστυχώς για τον Αριστείδη Καρελά δεν ήταν μόνον η τούφα που δεν έστρωνε αλλά και η ίδια του η μάνα. Προχωρημένης ηλικίας, δεν τα έβγαζε πέρα με τα μικρά θηρία που μεγάλωνε κι όλο παραπονιόταν. Άλλοτε πονούσε η μέση της, άλλοτε την ενοχλούσαν τα αθριτικά της, άλλοτε τα πόδια της που όλο πρήζονταν απ' την ορθοστασία. Είδε κι απόειδε ο Καρελάς κι αποφάσισε, να χορέψει για δεύτερη φορά τον χορό του Ησαΐα. Αφού πρώτα το διέδωσε σε φίλους, γνωστούς και συγγενείς, έκατσε μετά και περίμενε. Περίμενε τις υποψήφιες να τον ζητήσουν απ' τη μάνα.
Έστειλε και η Ευανθία μια πελάτισσα που γνώριζε καλά την οικογένειά του. Είχε μαζέψει την προίκα της από καιρό, δεν είχε μπει ακόμα και στα χρόνια, τι άλλο να περίμενε πια για να φτιάξει τη ζωή της; Οργανωμένο το "έγκλημα" και ερήμην του "δυσκοίλιου" Καρελά που αγνοούσε επιδεικτικά την ύπαρξή της.
Οι μέρες περνούσαν αλλά απάντηση δεν ερχόταν. Μόνη της ελπίδα, να τον ξεμοναχιάσει την Κυριακή στο ζαχαροπλαστείο. Αλλά κι εκεί, ο μεγαλοπρεπής Αριστείδης, έβαζε τα όριά του. Διάλεγε τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού, πίσω από δυο μεγάλες γλάστρες με φίκο και με την εφημερίδα που άνοιγε διάπλατα, σήκωνε τοίχο.
Η Ευανθία αντίθετα ήθελε να βλέπει κόσμο, και να ξεφεύγει απ' τη μοναξιά της ραπτικής της. Γι' αυτό προτιμούσε να κάθεται κοντά στην είσοδο. Σταύρωνε τις γάμπες της, έστρωνε τα μαλλιά της και απολάμβανε αργά την πάστα της. Συχνά - πυκνά έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος του Καρελά, ελπίζοντας πως, κάποια στιγμή, θα συναντιόνταν τα βλέμματά τους. Εκείνος όμως, έπινε τον καφέ του με θορυβώδεις ρουφηξιές, μερακλίδικες και δε σήκωνε τα μάτια του στιγμή απ' την εφημερίδα. Δύσκολο το εγχείρημα. Άτυχη η κατάληξη αλλά η Ευανθία επέμενε να βλέπει και να νιώθει άλλα.
Ο χρόνος κύλησε, η προίκα αυξήθηκε αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετή για κείνον. Όταν κάποια στιγμή διαδόθηκε πως παντρολογήθηκε με άλλη, η Ευανθία εγκατέλειψε οριστικά την προσπάθεια κι έχωσε την προίκα της στο στρώμα. "Θα βρει τον καιρό της...", δήλωσε κοφτά και συνέχισε όπως πριν τη ζωή της. Δεν άφησε ποτέ κανέναν μας ν' αντιληφθεί, τί πίκρα έκρυβε η ψυχή της.
Περνούσαν τα χρόνια, καμπούριαζε η Ευανθία. Λίγο-λίγο της έτρωγε την ψυχή η βελόνα. Είχε πολλά ν' αντέξει. Τα παριζιάνικα μοντέλα που της έφερναν να ξεσηκώσει, τις μικροαστικές ξιπασιές, τις δύστροπες πελάτισσες, τα στριφώματα που δεν έλεγαν να στρώσουν, τα μάτια της που την πρόδιδαν, τα πειράγματα των παιδιών, κι εκείνη την άσκοπη προίκα, που της έκαιγε το στρώμα.
Μια-μια μάζευε τις αντοχές της, κι όταν δεν μπορούσε άλλο να υπομείνει, έδιωχνε την Αντιγόνη, έκλεινε το μοδιστράδικο και παρίστανε την άρρωστη. Μπορεί και να ήταν. Ποιός ξέρει; Σε κανέναν δεν άνοιγε την πόρτα της, για να το διαπιστώσει.
Κάποιο βράδυ, παραμονές Χριστουγέννων, εκεί που ξήλωνε ένα ρούχο για μεταποίηση, την πήρε ο ύπνος. Δίπλα της τριζοβολούσε η ξυλόσομπα. Τα λίγα κάστανα που έψηνε, είχαν αρπάξει και μια γλυκιά ευωδιά είχε απλωθεί στην καμαρούλα.
Την ξύπνησε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. Έριξε μια βιαστική ματιά στο ρολογάκι της. Περασμένα μεσάνυχτα. Φοβήθηκε ν' ανοίξει. Περίμενε μήπως ακούσει και δεύτερο χτύπημα. Ησυχία. "Μάλλον μου φάνηκε", μουρμούρισε και σηκώθηκε να ξεμουδιάσει. Δεύτερο χτύπημα, πιο δυνατό απ' το πρώτο. Κόλλησε το αυτί της στην πόρτα. Τρίτο χτύπημα και μαζί μια ξεψυχισμένη βλαστήμια "Ανοίξτε που να πάρει...!"
"Ποιός είναι;" ρώτησε η Ευανθία μαζεύοντας όλο της το θάρρος.
"Βοήθεια ζητάω. Άνοιξε. Μη φοβάσαι". Υπακούοντας στο αγαθό της ένστικτο γύρισε το κλειδί, και μισάνοιξε την πόρτα. Απ' τη χαραμάδα έριξε με επιφύλαξη μια ματιά στον άντρα που στεκόταν στο κατώφλι. Αυτό που αντίκρισε, την έκανε να παρακάμψει κάθε δισταγμό και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Ένας φαντάρος, λυγισμένος στα δύο, με καταματωμένο πρόσωπο, την κοίταζε με σβησμένο βλέμμα. Έτοιμος ήτανε να καταρρεύσει.
"Με κυνηγάνε για να με σκοτώσουν", πρόλαβε να ψελλίσει πριν σωριαστεί στο κατώφλι της. Τον έπιασε απ' τη μέση και τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του. Τον έμπασε στο σπίτι. Του έκανε χώρο δίπλα στη φωτιά κι έφερε όσα γιατροσόφια είχε. Όσο περιποιόταν τις πληγές του αμίλητη, εκείνος κρατούσε τα μάτια του κλειστά. Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Μόνο το σιγανό του βογγητό ακουγόταν. Που και που αναστέναζε βαθιά επαναλαμβάνοντας "Ωχ μάνα μου...ωχ μάνα μου!"Όταν καθάρισε κι έδεσε τις πληγές του η Ευανθία, μάζεψε από κάτω τα ματωμένα πανιά και σηκώθηκε. Ο φαντάρος, με μια παράφορη κίνηση, άρπαξε το χέρι της και το φίλησε. "Σ' ευχαριστώ", της είπε καρφώνοντας το βλέμμα του στο δικό της.
Η Ευανθία ανατρίχιασε. Σε δευτερόλεπτα, είδε μες στα μάτια εκείνου του φαντάρου, ολόκληρη τη ζωή της: την ορφάνια της, τα παιδικά της χρόνια, τα όνειρα που έκανε, τα όνειρα που αναγκάστηκε να θάψει. Και το 'νιωσε βαθιά πως εκείνος ο άνθρωπος, ήταν το άλλο σώμα της ψυχής της. Και λύγισε. Για πρώτη φορά. Έκλαψε μπροστά στον ξένο, όπως έκλαιγε μπροστά στον παπά που την εξομολογούσε. Εκείνος τα 'χασε. Της έσφιξε το χέρι δυνατά και δε μίλησε. Σεβάστηκε τη θύελλα που είχε ξεσπάσει μέσα της.
Συνήλθε γρήγορα η Ευανθία. Σκούπισε τα μάτια της και του έβαλε κάτι να φάει. Μ' έναν μορφασμό αποστροφής έσπρωξε μακριά το πιάτο του και ζήτησε να ξαπλώσει. Του έστρωσε το κρεβάτι της με καθαρά σεντόνια και τον σκέπασε με τα στρωσίδια της προίκας της. Ψηνόταν στον πυρετό ο φαντάρος. Έμεινε δίπλα του, ως το πρωί. Να τον προσέχει.
Με το πρώτο φως του ήλιου, ήρθε η Αντιγόνη για δουλειά. Την έδιωξε γιατί αρρώστησε. Το μοδιστράδικο θα έμενε κλειστό για λίγες μέρες.Έτσι της είπε. Δυο μερόνυχτα έμεινε στο προσκεφάλι του φαντάρου η Ευανθία. Κομπρέσες, σούπες, εντριβές, όλα μπήκαν σ' ενέργεια. Την τρίτη μέρα, εκείνος σηκώθηκε υγιής και ζωηρός λες και δεν είχε αρρωστήσει. Τι σου είναι τελικά τα νιάτα! Μετά το μεσημεριανό τους, έκατσαν δίπλα στη φωτιά και της τα είπε όλα.
" Μ' έμπλεξαν άσχημα. Κατηγορούμαι για πράγματα που δεν έκανα και δεν μπορώ να τ' αποδείξω. Έχω πατέρα και παππού αριστερό. Καταλαβαίνεις. Δε χρειάζεται να μάθεις περισσότερα. Είναι καλύτερα για σένα. Θα μείνω λίγες μέρες και μετά, σου το υπόσχομαι, δε θα με δείς ξανά μπροστά σου".
" Και πού θα πας;"
" Στην Αυστραλία. Έχω συγγενείς εκεί. Με περιμένουν."
" Χωρίς χαρτιά;" Ο Ηλίας, έτσι έλεγαν τον φαντάρο, έσκυψε το κεφάλι του δίχως ν' απαντήσει.
Πέρασαν πέντε μέρες ακόμα. Ο Ηλίας και η Ευανθία, κλεισμένοι στο σπίτι της, ταξίδεψαν σ' όλο τον κόσμο. Της μίλησε για όλα όσα ήξερε. Της εμπιστεύτηκε τα όνειρά του. Της απήγγελε ποιήματα του Παλαμά, της Πολυδούρη κι εκείνη δάκρυζε. Σχεδίασε πάνω στα ρυζόχαρτα σημαίες των χωρών που ήθελε να πάει κι εκείνη τις ονειρεύτηκε μαζί του. Της απήγγειλε εδάφια απ' την Οδύσσεια και εκείνη μαγευότανε απ' τον ρυθμό τους και διασκέδαζε όταν τον παράσταινε για να την κάνει να γελάσει. Τότε ήταν που τον διέκοψεκαι του είπε: "Οδυσσέα θα σε λέω, γιατί του μοιάζεις".
Έβλεπε τον εαυτό του αλλιώς, μέσα απ' το βλέμμα της Ευανθίας. Το είδωλό του, μες τα μάτια της, είχε το μεγαλείο που του χάριζε ο έρωτάς της. Ψήλωνε σε ανάστημα ο Ηλίας. Έπαιρνε ηρωϊκές διαστάσεις. Τύφλωνε με πανουργία τον Κύκλωπα. Περνούσε με γενναιότητα τις Συμπληγάδες κι ονειρευόταν την Πηνελόπη του να περιμένει εκείνον, αμόλυντη απ' τους μνηστήρες. Την ξάπλωνε στο στρώμα και γινόταν σώμα της. Της χάριζε ψυχή και φλόγα. Και σαν ταπεινός προσκυνητής, έφερνε κάθε βράδυ στα πόδια της, λιβάνι χρυσό και σμύρνα.
Οκτώ μέρες κρυβότανε στο σπίτι της.
"Πόσο κρατάει η ευτυχία;" αναρωτιότανε χωμένη στην αγκαλιά του.
"Λίγο" της απαντούσε μια φωνή που εκείνη αρνιότανε ν' ακούσει. Η ψυχή και το σώμα της ένιωθαν άλλα. Μετρούσαν την ευτυχία με τον ρυθμό της ανάσας της, το λίγωμα των ματιών της, με τα μαλλιά της απλωμένα - σαν φωτοστέφανο - πάνω στο μαξιλάρι του Ηλία. Οκτώ μέρες. Τόσο κράτησε τελικά η ευτυχία.
Την ένατη μέρα, το πρωί, δεν είδε δίπλα της τον Ηλία. Είδε όμως το δώρο του, στο παράθυρό της. Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο από κλαδιά λεμονιάς, στολισμένο με ό,τι βρήκε στο μοδιστράδικο: κουρελάκια από διάφορα υφάσματα, χρυσές κι ασημένιες τρέσες, κουμπιά περασμένα σε χρωματιστές κλωστές, υπολείμματα από δαντέλες και κορδέλες πολύχρωμες. Μια αράχνη, που είχε ξεκινήσει από ώρα να πλέκει τον ιστό της, κάλυπτε τα κλαδιά με τα πρωτότυπα στολίδια τους και ο χλωμός ήλιος που τρύπωνε απ' τις μισόκλειστες γρίλιες, φώτιζε το δεντράκι σαν το αστέρι πάνω απ' τη φάτνη του Χριστού, που θα γεννιόταν σε λίγο.
Πριν καταλάβει καλά-καλά τι γίνεται, ακούστηκαν φωνές απ' έξω. Έτρεξε αλαφιασμένη στο παράθυρο. Στρατιώτες είχαν αρπάξει τον Ηλία και τον έσερναν στο χώμα. Ο ένας τον κρατούσε απ' τον λαιμό κι ο άλλος τον κλωτσούσε με δύναμη. Πετάχτηκε έξω, τρελή από φόβο. Εκείνος μόλις την είδε, της έκανε νόημα να μη μιλήσει. Ένας τρίτος την έσπρωξε με δύναμη. Έπεσε δίπλα στον Ηλία. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για δευτερόλεπτα. Το δικό του είχε μια ανεξήγητη γαλήνη. Τον σήκωσαν με βρισιές. Τον φόρτωσαν σ' ένα καμιόνι κι έφυγαν.
Δεν έκατσε με σταυρωμένα χέρια η Ευανθία. Έβγαλε την προίκα από το στρώμα κι έφερε τον καλύτερο δικηγόρο απ' την Αθήνα. Στο τέλος, κατάφερε να τον ξεμπλέξει. Αντί για την "εσχάτη των ποινών", τη γλύτωσε με δυσμενή μετάθεση στην Κύπρο.
Δεν τον ξανάδε. Όπως της το είχε υποσχεθεί. Ένα ευχαριστήριο γράμμα στην αρχή και μετά τίποτα.
Πέρασαν τα χρόνια. Άλλαξε η μόδα. Βγήκαν τα έτοιμα στην αγορά κι έκοψαν τις δουλειές της. Η ραπτομηχανή της πάλιωσε. Μεγάλωσε κι εκείνη. Πάτησε τα πενήντα. Χωρίς δουλειές, τι χρειαζόταν το μοδιστράδικο; Το έκλεισε κι έκανε επιδιορθώσεις "κατ' οίκον".
Η ζωή της κυλούσε φτωχικά αλλά ήσυχα, χωρίς εκπλήξεις. Σηκωνόταν νωρίς το πρωί, πότιζε τα λουλούδια, έστρωνε το κρεβάτι, κι έπιανε το εργόχειρο στο κατώφλι του σπιτιού που λουζόταν στον ήλιο.
Κάθε Χριστούγεννα στόλιζε ανελλιπώς το δέντρο της, που δεν είχε καμιά ομοιότητα με τα άλλα. Τα στολίδια του ήταν εκείνα που κράτησε από το πρώτο της, το αληθινό, δέντρο της Αγάπης. Κουρελάκια, τρέσες, κορδέλες και κουμπιά. Το στόλιζε και το χαιρόταν μόνη, αναβιώνοντας τη θαλπωρή που της χαρίστηκε και χάρισε τότε.
Ένα πρωί, πέρασε ο ταχυδρόμος κι άφησε στην ποδιά της ένα φάκελο.
"Είναι απ΄την Αυστραλία", της πέταξε βιαστικά κι έφυγε. Παραξενεύτηκε η Ευανθία που δεν καλόβλεπε πια. Δεν είχε κανέναν σ' εκείνο το μέρος. Τον γυρόφερε για λίγο στα χέρια της. Αποστολέας και παραλήπτης γραμμένοι στα ξένα.
"Δεν ξέρω κι εγγλέζικα..." μουρμούρισε.
Έσκισε τον φάκελο προσεκτικά κι έβγαλε από μέσα ένα γράμμα. Τ' ακούμπησε στα γόνατα, φόρεσε τα γυαλιά της κι άρχισε να συλλαβίζει αργά - αργά τις πρώτες λέξεις.
"Αγαπημένη μου Ευανθία..."
Ταράχτηκε. Ο νους της αρνιόταν να δεχτεί την πιθανότητα. Η καρδιά και το σώμα της όμως καταλάβαιναν άλλα. Προσπέρασε γρήγορα τις υπόλοιπες γραμμές και στάθηκε στην τελευταία. Συλλάβισε ξανά: "Με αγάπη και εκτίμηση πάντα δικός σου, Οδυσσέας".
"Οδυσσέας;"
Μετά θυμήθηκε...
Μια γλύκα απλώθηκε γύρω της και την τύλιξε. Το πρόσωπό της παρέμενε ατάραχο αλλά η κουρασμένη ματιά της περιπλανήθηκε στην καμαρούλα. Σαν να την έβλεπε πρώτη φορά. Μετά στάθηκε στο παράθυρο. Στο παράθυρο...
Παραμονές Χριστουγέννων, πριν μερικά χρόνια, όχι πολύ πίσω , βρέθηκα για ψώνια σε ένα γνωστό υπερκατάστημα.
Κόσμος πολύς, δυνατή χριστουγεννιάτικη μουσική, χαρούμενη ατμόσφαιρα. Στάθηκα, κάποια στιγμή, στο τμήμα με τα παραμύθια. Δίπλα μου στεκόταν κι ένας πατέρας με το μικρό του γιο που δεν ήταν πάνω από πέντε χρονών.
Το παιδί έδειχνε στον πατέρα το βιβλίο που το εντυπωσίαζε περισσότερο από το εξώφυλλό του, εκείνος το κατέβαζε προσεκτικά και του διάβαζε τον τίτλο. Μετά το ξεφύλλιζαν μαζί για να δουν τις εικόνες του και όταν τελείωναν, ο πατέρας το έβαζε πάλι στη θέση του.
Αυτό έγινε πολλές φορές. Κάποια στιγμή ο πατέρας κουράστηκε και είπε στο παιδί πως ήταν ώρα να φύγουν. Τότε ο μικρούλης, δειλά-δειλά, άπλωσε το χεράκι του και πήρε απ' το σωρό ένα ισχνό τετραδιάκι κλεισμένο σε νάυλον που είχε μαζί μαρκαδόρους στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Απ' έξω έγραφε. "Το δέντρο που ήθελε να το χρωματίσουν".
Το πήρε ο μικρός και το κράτησε σφιχτά πάνω στο στήθος του. Ο πατέρας του, μόλις το αντιλήφθηκε, του χαμογέλασε και του είπε σιγά: "Όχι τώρα. Θα το πάρουμε όταν ξανάρθουμε". Έσκυψε πάνω του και συνέχισε να του μιλάει ψιθυριστά για λίγα λεπτά. Το παιδάκι κρατούσε χαμηλωμένα τα μάτια του. Δεν τον κοίταζε. Δε μίλησε. Άφησε τον πατέρα του να του πάρει το τετραδιάκι με το δέντρο που ήθελε να το χρωματίσουν και τον ακολούθησε με τα μάτια όταν το τοποθετούσε προσεκτικά στη θέση του. Δεν επέμεινε. Δεν έκλαψε. Δε διαμαρτυρήθηκε.
Κοίταξα διακριτικά τον πατέρα του στο πρόσωπο. Είχε γίνει μια μάσκα λύπης. Πήρε το μικρό και προσπάθησε να του τραβήξει την προσοχή σε κάτι άλλο. Ένας κύριος, ξεπετάχτηκε από το πουθενά, πήρε το τετράδιο απ' το ράφι, το έριξε στο καλάθι του και τους ακολούθησε.
Κατευθύνθηκε στο ταμείο και όταν έφτασε η σειρά του, πλήρωσε τον λογαριασμό, έβαλε τα πράγματα που είχε αγοράσει στην πλαστική σακούλα του καταστήματος, όλα, εκτός από το τετράδιο με το δέντρο που ήθελε να το χρωματίσουν. Αυτό, το έδωσε στην ταμία και την παρακάλεσε ψιθυριστά να το δώσει με τη σειρά της, ως δώρο του καταστήματος, στον μικρό, που ερχόταν με τον πατέρα του πιο πίσω.
Μπορώ να τελειώσω την ιστορία με τη φαντασία μου. Μπορώ να δω τον ήσυχο μικρούλη σκυμμένο πάνω στο δέντρο που ήθελε να το χρωματίσουν. Μπορώ ν' ακούσω την καρδούλα του να σκάει σαν πυροτέχνημα, από χαρά. Μπορώ να δω τον πατέρα του να τον παρακολουθεί με χαμόγελο.
Μπορώ ακόμα να δω το φάντασμα του μέλλοντος να υπόσχεται στον μικρό υπέροχα ζωγραφικά έργα και το φάντασμα του παρόντος να του δείχνει τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής του, χάρις σ' εκείνον τον άγνωστο μάγο που έκανε αληθινό το "ισχνό" χριστουγεννιάτικο όνειρo, των 0,99 λεπτών
Γιατί τόσο κόστισε στον άγνωστο μάγο η θαλπωρή που χάρισε στο μικρό, εκείνα τα Χριστούγεννα: 0,99 λεπτά.
(Για τα παιδιά που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, και για όσα δε ζουν, όπως το αξίζουν)