Αποφάσισα να τακτοποιήσω την ντουλάπα μου.
Ήταν μια γενναία πράξη που συνεχώς έπαιρνε αναβολή αλλά ήρθε η στιγμή που έπρεπε να αντιμετωπίσω κατάματα την πραγματικότητα της ντουλάπας μου.
Η ντουλάπα μου έχει και πατάρι. Στο πατάρι είχα να ανέβω προ αμνημονεύτων ετών δηλαδή από τότε που μετακόμισα στο σπίτι που μένω μέχρι σήμερα.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου, αυτή τη φορά να το πάρει στα σοβαρά το εγχείρημα του ξεκαθαρίσματος της ντουλάπας, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και άλλα χαζά που δε συνάδουν με την ηλικία μου.
Ό,τι είχα χάσει, ή νόμισα κάποια στιγμή πως το έχασα, ήταν χωμένο κάτω από κουτιά. Υπόλοιπα υφασμάτων από παλιά ραψίματα, ρυζόχαρτα, ντοσιέ με συνταγές και αποκόμματα εφημερίδων, κουτιά με παιδικά βιβλία και παζλ, αναμνηστικά από περασμένες διακοπές, κουτιά με παλιές φωτογραφίες, μισο-τελειωμένα μπλοκ ζωγραφικής. Από πού να αρχίσω και που να τελειώσω;
Κλεισμένη στο μαύρο κουτί της, στον πάτο του παταριού, στο βάθος, περίμενε η δόλια την ανάσταση, είκοσι πέντε χρόνια. Δεν τα λες και λίγα.
Το χερούλι της έλειπε, σίγουρα το έχω κι αυτό σε κάποιο συρτάρι. Η δεξιά παρένθεση μου έκλεινε το μάτι και η αριστερή μου έσκαγε ένα χαμόγελο. Η ταινία της ήταν αλλοιωμένη. Το “A” το “K” και η μπάρα διαστήματος είχαν κάπως ξεθωριάσει από τη χρήση, το μικρό "α" ήταν εντελώς νεκρό αλλά τα υπόλοιπα, εντάξει.
Κάθισα, την κοίταζα και δεν ήξερα τι να κάνω μαζί της. Η καρδιά μου έλιωνε στη σκέψη του αποχωρισμού μας.
Θυμήθηκα ξαφνικά, που σ’ ένα ταξίδι στην εξοχή, είδα παρατημένη στο πουθενά, μέσα στην ερημιά, μια παλιά ηλεκτρική κουζίνα, απ’ τα πρώτα μοντέλα της αγοράς. Πόσα γεύματα ετοίμασε, πόσους κουρασμένους ανθρώπους ετάισε, πόσα παιδιά μεγάλωσε άραγε για να καταλήξει σ’ ένα ξεροχώραφο στην άκρη του χωματόδρομου; Και τώρα τι; Εγώ θα κάνω το ίδιο; Θα πετάξω το πιο χρήσιμο και υπομονετικό συνεργάτη που είχα ποτέ;
Για 30 χρόνια ήμασταν η μία, προέκταση της άλλης. Η μια, συμβουλάτορας της άλλης. Έγραφα και μου ψιθύριζε τρυφερά τα λάθη μου. Μετάνιωνε πικρά όταν άφηνε να ξεγλιστρούν από τη θέση τους οι κόλλες των αντιγράφων με τα καρμπόν ανάμεσα. Πόσες κόλλες! Πόσα καρμπόν!. Και τα λάθη; Ο εφιάλτης! Τα έσβηνα ένα-ένα με μπλάνκο. Κι εκείνη με περίμενε καρτερικά να συνεχίσω πάνω της το σφυροκόπημα.
Πώς να στερηθώ τα γλυκά χαμόγελα των παρενθέσεών της, τις αδυσώπητες τελείες της που τόσο με πλήγωναν, τα τρυφερά της κόμματα με τις παραπλανητικές τους υποσχέσεις, τα θαυμαστικά της που με ανύψωναν και τις παύλες της που μου θύμιζαν με σκληρότητα το τέλος των πάντων; Πώς ν’ αποχωριστώ τη γραφομηχανή μου;
Κι έτσι ησύχασα…