Αναρτήσεις

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Αποχαιρετισμός στα "όπλα"...

 




Αποφάσισα να τακτοποιήσω την ντουλάπα μου.

Ήταν μια γενναία πράξη που συνεχώς έπαιρνε αναβολή αλλά ήρθε η στιγμή που έπρεπε να αντιμετωπίσω κατάματα την πραγματικότητα της ντουλάπας μου.

Η ντουλάπα μου έχει και πατάρι. Στο πατάρι είχα να ανέβω προ αμνημονεύτων ετών δηλαδή από τότε που μετακόμισα στο σπίτι που μένω μέχρι σήμερα.

Υποσχέθηκα στον εαυτό μου, αυτή τη φορά να το πάρει στα σοβαρά το εγχείρημα του ξεκαθαρίσματος της ντουλάπας, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και άλλα χαζά που δε συνάδουν με την ηλικία μου.

 Έτσι, πρωί-πρωί, μάζεψα τις δυνάμεις μου, έφερα τη σκάλα από την αποθήκη και έβαλα ένα cd με τον αγαπημένο Einaudi για να με ηρεμήσει και να ετοιμάσει το νευρικό μου σύστημα για την καταιγίδα που ερχόταν. Έβγαλα τη γάτα στο μπαλκόνι γιατί, όταν συμβαίνει στο σπίτι κάτι διαφορετικό απ’ τη συνηθισμένη της ρουτίνα, τρελαίνεται και αρχίζει να πηδάει δεξιά και αριστερά σαν το κατσίκι. Είναι ικανή ακόμα και να ανέβει μαζί μου στη σκάλα και να πηδήξει στο πατάρι. Άντε μετά να την κατεβάσω από κει πάνω.

 Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, σαν έτοιμη από καιρό σαν θαρραλέα, άνοιξα την ντουλάπα και υποδέχτηκα το χάος της με χαμόγελο.

Ό,τι είχα χάσει, ή νόμισα κάποια στιγμή πως το έχασα, ήταν χωμένο κάτω από κουτιά. Υπόλοιπα υφασμάτων από παλιά ραψίματα, ρυζόχαρτα, ντοσιέ με συνταγές και αποκόμματα εφημερίδων, κουτιά με παιδικά βιβλία και παζλ, αναμνηστικά από περασμένες διακοπές, κουτιά με παλιές φωτογραφίες, μισο-τελειωμένα μπλοκ ζωγραφικής. Από πού να αρχίσω και που να τελειώσω;

 Με μισή καρδιά, που έπρεπε οπωσδήποτε – δεν πήγαινε άλλο - να αποχωριστώ δια παντός τα πράγματα του παρελθόντος μου, που τόσο αγάπησα και μου χάριζαν μια εικονική συνέχεια της ζωής μου... την βρήκα!

Κλεισμένη στο μαύρο κουτί της, στον πάτο του παταριού, στο βάθος, περίμενε η δόλια την ανάσταση, είκοσι πέντε χρόνια. Δεν τα λες και λίγα.

 Την τράβηξα με δυσκολία έξω, στο φως, και την ακούμπησα στο γραφείο. Την σκούπισα σχολαστικά μ’ ένα υγρό πανάκι και απομάκρυνα όλα τα υπολείμματα μιας νάιλον σακούλας που είχε διαλυθεί απ’ τον χρόνο και τα μικρά κομματάκια της πετούσαν γύρω μου σαν χιονονιφάδες. Μετά την άνοιξα. Την πιο παλιά κι αγαπημένη φιλενάδα μου, την πολύτιμη συνεργάτιδά μου. Την γραφομηχανή μου.

 Πριν 47 χρόνια, την αγόρασα με δόσεις. Αυτή, και τη ραπτομηχανή μου, που την έχω ακόμα.

Το χερούλι της έλειπε, σίγουρα το έχω κι αυτό σε κάποιο συρτάρι. Η δεξιά παρένθεση μου έκλεινε το μάτι και η αριστερή μου έσκαγε ένα χαμόγελο. Η ταινία της ήταν  αλλοιωμένη. Το “A” το “K” και η μπάρα διαστήματος είχαν κάπως ξεθωριάσει από τη χρήση, το μικρό "α" ήταν εντελώς νεκρό αλλά τα υπόλοιπα, εντάξει. 

 Σ’ αυτήν αναμετρήθηκα με το «τρομερό» τυφλό σύστημα. Σ’ αυτήν έγραψα τις πρώτες μου ιστορίες αλλά η βασική δουλειά της ήταν να γράφω τα έγγραφα της δουλειάς μου. Έγινε το δεξί μου χέρι. Έχει ταξιδέψει μαζί μου με όλα τα μέσα: τραίνα, αεροπλάνα, λεωφορεία, πλοία... Tην έχω πάει διακοπές, έχω κλάψει κι έχω γευματίσει  πάνω της. Κι αυτή η δόλια, εκεί. Πιστό σκυλί. Σκυλί στην κυριολεξία αφού άντεξε τόσα χρόνια τα βάρβαρα χτυπήματα των δαχτύλων μου και τα απρόβλεπτα νεύρα μου. Άντεξε τα γράψε-σβήσε μου και τα “γαλλικά” μου, κάθε φορά που γέμιζαν μελάνι τα χέρια μου προσπαθώντας ν' αλλάξω την αποσωμένη ταινία της.

 Κάθισα, την κοίταζα και δεν ήξερα τι να κάνω μαζί της. Η καρδιά μου έλιωνε στη σκέψη του αποχωρισμού μας.

Θυμήθηκα ξαφνικά, που σ’ ένα ταξίδι στην εξοχή, είδα παρατημένη στο πουθενά, μέσα στην ερημιά, μια παλιά ηλεκτρική κουζίνα, απ’ τα πρώτα μοντέλα της αγοράς. Πόσα γεύματα ετοίμασε, πόσους κουρασμένους ανθρώπους ετάισε, πόσα παιδιά μεγάλωσε άραγε για να καταλήξει σ’ ένα ξεροχώραφο στην άκρη του χωματόδρομου; Και τώρα τι; Εγώ θα κάνω το ίδιο; Θα πετάξω το πιο χρήσιμο και υπομονετικό συνεργάτη που είχα ποτέ; 

Για 30 χρόνια ήμασταν η μία, προέκταση της άλλης. Η μια, συμβουλάτορας της άλλης. Έγραφα και μου ψιθύριζε τρυφερά τα λάθη μου. Μετάνιωνε πικρά όταν άφηνε να ξεγλιστρούν από τη θέση τους οι κόλλες των αντιγράφων με τα καρμπόν ανάμεσα. Πόσες κόλλες! Πόσα καρμπόν!. Και τα λάθη; Ο εφιάλτης! Τα έσβηνα ένα-ένα με μπλάνκο. Κι εκείνη με περίμενε καρτερικά να συνεχίσω πάνω της το σφυροκόπημα.

 Δε διαμαρτυρήθηκε ποτέ που την ξεχνούσα ανοιχτή στις διακοπές και γέμιζε σκόνη. Ούτε, όταν την διέλυα για να της λαδώσω τα πλήκτρα από μέσα, ούτε όταν τη ζόριζα να συνεχίσει μέχρι να τελειώσει ολόκληρη η στοίβα των χειρογράφων, δίπλα μου. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για τις λευκές νύχτες μας, την κούραση και τους καφέδες που έχυνα πάνω της, απ’ τη νύστα.

Πώς να στερηθώ τα γλυκά χαμόγελα των παρενθέσεών της, τις αδυσώπητες τελείες της που τόσο με πλήγωναν, τα τρυφερά της κόμματα με τις παραπλανητικές τους υποσχέσεις, τα θαυμαστικά της που με ανύψωναν και τις παύλες της που μου θύμιζαν με σκληρότητα το τέλος των πάντων; Πώς ν’ αποχωριστώ τη γραφομηχανή μου;

 Την έβαλα πάλι στο κουτί και της υποσχέθηκα πως σύντομα θα αποκαταστήσω τη βλάβη στον μοχλό της, θα αλλάξω την ταινία της, και θα γράψω το τελευταίο... τελευταίο... τελευταίο μου κείμενο, μαζί της.

Κι έτσι ησύχασα…

 

 

Nights in White Satin - Μάριος Φραγκούλης, Justin Hayward








Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Μια φωνή...


 

(από το ταξίδι στα Μεσαιωνικά Μεστά της Χίου)

Ξύπνησα νωρίς το πρωί από μια φωνή. Ήταν μια γυναικεία φωνή που διαλαλούσε την πραμάτεια της: 

«Ένα ευρώ οι βασιλικοί...» Το επαναλάμβανε συνέχεια. Ο δρόμος, εκείνη την ώρα, ήταν ήσυχος. Δεν περνούσε κανείς, ούτε άνθρωποι ούτε αυτοκίνητα κι εκείνη η φωνή έσπασε τη σιωπή και διέλυσε τα πρωινά μου όνειρα μ' έναν αδυσώπητα θλιβερό τρόπο. 

Ξύπνησα με στεναχώρια. Σαν να ήμουν στη θέση της, ένα πράγμα. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω αλλιώς. Προφανώς ανακίνησε μνήμες που είχα θαμμένες ή λειτούργησε μέσα μου ως ενοχή που δεν ήμουν στη θέση της κι εκείνη στη δική μου. 

Την άκουσα ώριμη αλλά δισταχτική, ντροπαλή και άπειρη. Σαν να ήταν η πρώτη της φορά. Κάτι μου έκανε. Δεν είχε δύναμη αυτή η φωνή. Δεν έβγαινε μέχρι το τέλος. Λίγο πριν, έσβηνε. Ο νους μου άρχισε να στήνει σενάρια. Κι αν αυτή η γυναίκα πεινάει; Η φωνή της φανέρωνε εγκατάλειψη, μια ύστατη προσπάθεια πριν κάποιο τέλος. Έτσι ένιωσα. Σαν να ήμουν στη θέση της. Αλλά δεν ήμουν. 

Μέχρι να σηκωθώ, να ρίξω κάτι πάνω μου, να κατέβω τις σκάλες…η γυναίκα με τους βασιλικούς είχε στρίψει σε άλλο δρόμο, είχε χαθεί. Ανέβηκα πάλι στο σπίτι μου, έφτιαξα ένα τσάι και την έφερα ξανά στο νου μου. Πόσους βασιλικούς μπορεί να κουβαλήσει με τα χέρια της; Δεν άκουσα να σέρνει κανένα καρότσι. Αν ήταν σε γλάστρες, τέσσερις - πέντε μέτριους ή καμιά δεκαριά μικρούς. Πόσα χρήματα θα κέρδιζε αν κατάφερνε να τους πουλήσει όλους; Το πολύ οχτώ με δέκα ευρώ...

Μια ηλικιωμένη γυναίκα πουλούσε, πρωί-πρωί βασιλικούς για να κερδίσει 8-10 ευρώ. Δεν την πρόλαβα. Αν όμως την είχα προλάβει, θα αγόραζα τους βασιλικούς της και μετά θα τους μοίραζα. Έναν σε κάθε εξώπορτα. Να τους βρουν οι άγνωστοι γείτονες, όταν έβγαιναν το πρωί για να πάνε στις δουλειές τους.  Ίσως αυτό να έκανε πιο χαρούμενη, εκείνη τη λυπημένη φωνή.  Αν την είχα προλάβει...


-------------------


Inanna (From "Inanna") - Armand Amar

H Inanna ήταν αρχαία θεά της Μεσοποταμίας, γνωστή ως "Βασίλισσα των Ουρανών"και ήταν η θεά της αγάπης, της ομορφιάς, του σεξ, της δικαιοσύνης, του πολέμου και της πολιτικής εξουσίας. Συνδέθηκε με τον πλανήτη Αφροδίτη. 



(πηγήhttps://en.wikipedia.org/wiki/Inanna)