Εικόνες είχαν κατακλύσει και τον νου του. Τον
πήγαιναν πίσω στα χρόνια της νιότης του. Σ' εκείνον τον Οκτώβρη που γνώρισε
την γυναίκα του, την Ελπίδα - 29 Οκτωβρίου 1969 - μια
μέρα μετά τον εορτασμό της Εθνικής Επετείου.
Είκοσι πέντε χρονών γεμάτος ζωή και όνειρα σηκώθηκε το πρωί με την προαίσθηση πως κάτι καλό θα του συμβεί. Ντύθηκε και κατέβηκε στην πλατεία. Ο Νικηφόρος, ο κολλητός του, τον περίμενε στο στέκι τους. Γύρω τους κάποιοι θαμώνες αγουροξυπνημένοι έπιναν τον καφέ τους διαβάζοντας την εφημερίδα τους ενώ κάποιοι άλλοι φλυαρούσαν μεταξύ τους.
Άραξαν σε μια ηλιόλουστη θέση κι ο φίλος του έκανε νόημα στην σερβιτόρα. Ο Μάρκος ήταν αλλού. Παρατηρούσε με προσήλωση ένα περιστέρι που τσιμπολογούσε τα υπολείμματα της τυρόπιτας του προηγούμενου πελάτη. Ξαφνικά, το περιστέρι τρόμαξε και, κρατώντας ακόμα το ψίχουλο στο ράμφος του, πέταξε μακριά.
-Τι θα πάρετε;
Ο Μάρκος θα ακολουθούσε ακόμα με το βλέμμα του το περιστέρι, αν εκείνη η φωνή δεν τον χτυπούσε ίσια στην καρδιά. Γύρισε και κοίταξε πίσω του. Η σερβιτόρα στεκόταν πάνω από το κεφάλι του συνοφρυωμένη και περίμενε την παραγγελία του. Το ύφος της ήταν ακατάδεκτο, λες και του έκανε χάρη.
-Τι θα πάρετε; ξαναρώτησε ανυπόμονα.
-Ένα φραπέ γλυκό, απάντησε τελικά εκείνος, και μια ανεξήγητη ταραχή τον
έκανε να κοκκινήσει. Το κορίτσι
έφυγε. Ο Μάρκος αναθαρρημένος την ακολούθησε με το βλέμμα του.
- Ελπίδα! Έναν ελληνικό μέτριο! Το κορίτσι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά στον πελάτη που της έδωσε φωναχτά την παραγγελία του και μπήκε στην καφετέρια.
- Ελπίδα! μουρμούρισε ο Μάρκος και εκείνη ακριβώς η στιγμή ήταν που οι ουρανοί του έδειξαν το πεπρωμένο. Η έκπληξη
που ένιωσε ήταν τόσο ισχυρή, που του 'κοψε
την ανάσα.
~~~~~~
Με την ανάμνηση αυτή να γυροφέρνει στο νου του, ο κύριος Μάρκος άφησε το παράθυρο και κάθισε στο τραπέζι. Ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο παλιά γράμματα τον περίμενε. Οι λέξεις φτεροκοπούσαν στο κεφάλι του. Συνέχιζε να σφίγγει στη χούφτα του το γράμμα σε μια ύστατη προσπάθεια να κρατήσει τα νοήματά του ζωντανά, προστατευμένα από τον χρόνο. Μετά, άλλαξε γνώμη. Το άπλωσε πάνω στο τραπέζι και ίσιωσε καλά τα τσακίσματα με την παλάμη του.
-Πώς ήταν άραγε όταν το έγραψε; Τί φορούσε, πού καθόταν; Είχε πιασμένα τα μαλλιά της πίσω, όπως τη βόλευε; Κρατούσε σταυρωμένα τα πόδια της όπως συνήθιζε; Τι ένιωθε; Ορμή; Πάθος; Την ίδια ορμή, το ίδιο πάθος που είχαμε μοιραστεί το πρώτο μας βράδυ; Μονολογούσε. Του κόστιζε που δεν ήξερε.
Φόρεσε τα γυαλιά του και ξεκίνησε να διαβάζει ξανά, δυνατά το γράμμα. Οι λέξεις πετούσαν σαν πουλιά μες στο δωμάτιο. Τις αναγνώριζε μία προς μία.
1 Δεκεμβρίου 1969, Κυψέλη, 1:45
-Έλα, ψιθύρισε. Έλα, ψιθύρισε ξανά, αλλά απάντηση δεν πήρε…
Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο Στείλε μήνυμα, της φίλης μας της Μαίρης από την ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ. Μας κάλεσε να επιλέξουμε μια από τις 9 εικόνες που μας έδωσε και πάνω σ' αυτήν να γράψουμε μια ιστορία. Θα βρείτε όλες τις συμμετοχές ΕΔΩ.