Αναρτήσεις

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

Έλα...





 



Εκείνο το απόγευμα του 2022, Οκτώβριος μήνας, όλοι ήταν χαρούμενοι με την δυνατή νεροποντή. Την περίμεναν πέντε ολόκληρους μήνες. Ο κύριος Μάρκος όμως, που την χάζευε από το παράθυρο, δεν ένιωθε το παραμικρό. Κρατούσε σφιχτά, στη χούφτα του ένα γράμμα. Τόσο σφιχτά, που οι κόμποι των δαχτύλων του είχαν μελανιάσει. Στεκόταν όρθιος, ακλόνητος, αψηφώντας τους πόνους στα γόνατά του, αλλά μέσα του είχε φουρτούνα. Λες και ήταν έτοιμος να τα βάλει με το νερό, με τον πλημμυρισμένο δρόμο, με τους περαστικούς που έτρεχαν πανικόβλητοι, και σίγουρα θα φαινόταν εντελώς παράταιρη η εικόνα του σε όποιον δεν γνώριζε τι σκεφτόταν.

 Εικόνες είχαν κατακλύσει και τον νου του. Τον πήγαιναν πίσω στα χρόνια της νιότης του. Σ' εκείνον τον Οκτώβρη που γνώρισε την γυναίκα του, την Ελπίδα - 29 Οκτωβρίου 1969 - μια μέρα μετά τον εορτασμό της Εθνικής Επετείου.

Είκοσι πέντε χρονών γεμάτος ζωή και όνειρα σηκώθηκε το πρωί με την προαίσθηση πως κάτι καλό θα του συμβεί. Ντύθηκε και κατέβηκε στην πλατεία. Ο Νικηφόρος, ο κολλητός του, τον περίμενε στο στέκι τους. Γύρω τους κάποιοι θαμώνες αγουροξυπνημένοι έπιναν τον καφέ τους διαβάζοντας την εφημερίδα τους  ενώ κάποιοι άλλοι φλυαρούσαν μεταξύ τους. 

Άραξαν σε μια ηλιόλουστη θέση κι ο φίλος του έκανε νόημα στην σερβιτόρα. Ο Μάρκος ήταν αλλού. Παρατηρούσε με προσήλωση ένα περιστέρι που τσιμπολογούσε τα υπολείμματα της τυρόπιτας του προηγούμενου πελάτη. Ξαφνικά, το περιστέρι τρόμαξε και, κρατώντας ακόμα το ψίχουλο στο ράμφος του, πέταξε μακριά. 

-Τι θα πάρετε; 

Ο Μάρκος θα ακολουθούσε ακόμα με το βλέμμα του το περιστέρι, αν εκείνη η φωνή δεν τον χτυπούσε ίσια στην καρδιά. Γύρισε και κοίταξε πίσω του. Η σερβιτόρα στεκόταν πάνω από το κεφάλι του συνοφρυωμένη και περίμενε την παραγγελία του. Το ύφος της ήταν ακατάδεκτο, λες και του έκανε χάρη. 

-Τι θα πάρετε; ξαναρώτησε ανυπόμονα. 

-Ένα φραπέ γλυκό, απάντησε τελικά εκείνος, και μια ανεξήγητη ταραχή τον έκανε να κοκκινήσει. Το κορίτσι έφυγε. Ο Μάρκος αναθαρρημένος την ακολούθησε με το βλέμμα του.  

- Ελπίδα! Έναν ελληνικό μέτριο! Το κορίτσι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά στον πελάτη που της έδωσε φωναχτά την παραγγελία του και μπήκε στην καφετέρια.

- Ελπίδα! μουρμούρισε ο Μάρκος και εκείνη ακριβώς η στιγμή ήταν που οι ουρανοί του έδειξαν το πεπρωμένο.  Η έκπληξη που ένιωσε ήταν τόσο ισχυρή, που του 'κοψε την ανάσα.

~~~~~~

Με την ανάμνηση αυτή να γυροφέρνει στο νου του, ο κύριος Μάρκος άφησε το παράθυρο και κάθισε στο τραπέζι. Ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο παλιά γράμματα τον περίμενε.  Οι λέξεις φτεροκοπούσαν στο κεφάλι του. Συνέχιζε να σφίγγει στη χούφτα του το γράμμα σε μια ύστατη προσπάθεια να κρατήσει τα νοήματά του ζωντανά, προστατευμένα από τον χρόνο. Μετά, άλλαξε γνώμη. Το άπλωσε πάνω στο τραπέζι και ίσιωσε καλά τα τσακίσματα με την παλάμη του

-Πώς ήταν άραγε όταν το έγραψε; Τί φορούσε, πού καθόταν; Είχε πιασμένα τα μαλλιά της πίσω, όπως τη βόλευε; Κρατούσε σταυρωμένα τα πόδια της όπως συνήθιζε; Τι ένιωθε; Ορμή; Πάθος; Την ίδια ορμή, το ίδιο πάθος που είχαμε  μοιραστεί το πρώτο μας βράδυ; Μονολογούσε. Του κόστιζε που δεν ήξερε. 

Φόρεσε τα γυαλιά του και ξεκίνησε να διαβάζει ξανά, δυνατά το γράμμα. Οι λέξεις πετούσαν σαν πουλιά μες στο δωμάτιο. Τις αναγνώριζε μία προς μία.


1 Δεκεμβρίου 1969, Κυψέλη,  1:45

 "Μάρκο μου, 

" Το παραμικρό σου πείραγμα, το παραμικρό σου υπονοούμενο, μετατρέπει το σώμα μου σε τεντωμένη χορδή. Φαντάσου τη χορδή του τόξου. Το βέλος είναι η ορμή που καθηλώνει το νου μου. Σκέψεις βέλη κατευθύνονται στα πιο σκοτεινά βάθη μου. Αλλά δεν χάνονται, όπως θα έπρεπε να γίνει. Ξυπνούν τη Λίλιθ, το πιο βαθύ και πρωτόγονο ένστικτο. "Έλα", ψιθύρισες, "Έλα", ψιθύρισες ξανά. Δεν ακούω τίποτα άλλο πέρα από το "Έλα". Βγαίνω έξω και δεν ξέρω ποιο δρόμο να πάρω. Έχω χάσει προ πολλού την πυξίδα και τους χάρτες μου. Δεν ξέρω πώς να σε βρω, πού να σε βρω, πώς να σε αγγίξω, τι να σου πω; Και η Λίλιθ εκεί, αδυσώπητη. Η φωνή σου, το βλέμμα σου, οι λέξεις, οι τελείες, τα αποσιωπητικά σου, όλα, έγιναν σημάδια του δρόμου που χαράζεις μέσα μου. Εδώ: "Περίμενε..." . Πιο κάτω: "Σταμάτα...". Εδώ: "Τρέξε". Πιο κάτω: "Φανερώσου. Όπως είσαι, όπως νιώθεις". Με φοβίζει η σιγουριά σου, μου αρέσει κιόλας. Απαγορεύεις, επιτρέπεις, αποφασίζεις, μαλώνεις, συγχωρείς, αποκλείεις, αγαπάς. Ακολουθώ. Αυτό είναι ο έρωτας; Δεν ξέρω. Μαθαίνω απ' την αρχή. 

Βυθίζομαι μαζί σου στο νερό. Δεν μιλάμε. Νιώθω το σώμα σου, τις αλλαγές του, σου δείχνω τις δικές μου. Χαμογελάς. Τα ξέρεις όλα για μένα. "Το νερό έχει μνήμη...", μου λες, "μας γυρίζει πίσω στη μήτρα που μας γέννησε". 

Πλέουμε μαζί, δυο απειροελάχιστα έμβρυα, δυο μικροί ιππόκαμποι. Αγγίζουμε δειλά ο ένας τον άλλον. Μαγικά αγγίγματα! Ένα παιχνίδι αισθήσεων, ποιος θα αντέξει λιγότερο; 

Μεγάλη η ανάγκη μου να σε γνωρίσω, να σε μεταμορφώσω, για μένα. 
Μην κοιτάς. Νιώσε μόνο. Άκου τις σκέψεις μου. Σου αρέσει; Περίμενε... Σε κλέβω, σιγά-σιγά..."

Η Ελπίδα σου

~~~~~~

 Ο κύριος Μάρκος πήρε μια βαθιά ανάσα και δίπλωσε με τρυφερότητα το τσαλακωμένο γράμμα. Το έβαλε στο κουτί, μαζί με τα άλλα. Μετά, σηκώθηκε και πήρε πάλι τη θέση του μπροστά στο παράθυρο. Είχε νυχτώσει για τα καλά και η μπόρα είχε γίνει ψιλόβροχο. Η λάμπα του δρόμου φώτιζε χλωμά το ιριδίζον οδόστρωμα. Ο δρόμος που ανοιγόταν έως πέρα, φαινόταν ατελείωτος. Κάπου στο βάθος σκοτείνιαζε απότομα.

-Έλα, ψιθύρισε. Έλα, ψιθύρισε ξανά, αλλά απάντηση δεν πήρε… 



 Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο Στείλε μήνυμα, της φίλης μας της Μαίρης από την ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ. Μας κάλεσε να επιλέξουμε μια από τις 9 εικόνες που μας έδωσε και πάνω σ' αυτήν να γράψουμε μια ιστορία.  Θα βρείτε όλες τις συμμετοχές ΕΔΩ.

  









Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2023

Τα αποτελέσματα του κοινωνικού πειράματος του εγκλεισμού (Covid-19) πάνω στην ψυχολογία του πληθυσμού.

 


Η φωτογραφία ανήκει στον δημιουργό της



Όταν ψάχνει κανείς βρίσκει. Ναι, έτσι την πάτησα κι εγώ. Ψάχνοντας για κάτι μέσα στα κείμενα του παρελθόντος μου, έπεσα πάνω σ' αυτό το...αυτο-σχολιασμένο, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού 😄 Ας όψεται ο εγκλεισμός!


 ~~~~~~~~~~


Όταν σταματάς να μιλάς με ανθρώπους, αρχίζεις να μιλάς με πράγματα και ζώα. (Έλααα…) 

Κι αυτό μπορεί να μοιάζει με τρέλα αλλά στην πραγματικότητα είναι μια ευκαιρία να φανταστείς, πώς θα μπορούσε, ας πούμε, να σκέφτεται η γάτα σου όταν της απαγορεύεις να πιει από το νερό σου, ή η νυχτοπεταλούδα που κολλάει έξω απ' το τζάμι σου ενώ ποθεί να μπει μέσα. (Χμ…προχωρημένη η κατάσταση…)

 

Χθες ζωγράφισα ένα δρομάκι με νερομπογιές. αλά ως εδώ)

Μετά, μπήκα μέσα στη ζωγραφιά και το περπάτησα. εν πας καλά…)  

Τι είναι ένα δρομάκι χωρίς κάποιον να το περπατήσει; (Πρέπει ν’ απαντήσω τώρα;)

Δεν έχει λόγο ύπαρξης. (Λογικά ναι) 

Καλύτερα να το καλύψoυν τα ξερόχορτα. (Γιατί τόση κακία;)

Ένας δρόμος όμως πάντα κάπου οδηγεί. (Άρχισες να το φιλοσοφείς και μ’ αρέσει.)

Ακόμα και το αδιέξοδο κάτι λέει. (Θα φας τα μούτρα σου. Αυτό λέει)

"Πήρες λάθος δρόμο! Γύρνα πίσω!" (Το ίδιο λέμε. Εντάξει, εσύ το λες πιο κομψά)

 

Ακούω τη βροχή. ( Τουλάχιστον διατηρείς ακόμα την ακοή σου.)

Την κοιτάζω μέσα απ' τις γρίλιες. (Εκεί κατάντησες!)

Το βλέμμα μου, παντοτινός φυλακισμένος αυτής της πόλης, στριμώχνεται στο διάκενο για να τη δει να πέφτει φωτεινή μπροστά απ’ τη λάμπα του δρόμου. (Είναι κι αυτό κάτι όσο να πεις)

Ο δρόμος ποτάμι. Ένα βρεγμένο σκυλί προσπαθεί να χωθεί κάτω από τον κάδο των σκουπιδιών. έρω. Θα ήθελες να ήσουν το σκυλί! Χωρίς τον κάδο)

Η νυχτοπεταλούδα με κοιτάζει εκστατική. (Λογικό. Μάλλον πήρε τα μυωπικά γυαλιά σου για τζάμι.)

Κάνω κύκλους με το δάχτυλό μου πάνω στο θολό τζάμι. Εκείνη πετάει από δω κι από κει. Προσπαθεί να τρυπώσει μέσα. αι να τρυπώσει, τι θα καταλάβει;)

Της κάνω το χατίρι και μισανοίγω το παράθυρο. Διστάζει... (Ένα κύτταρο μυαλού το έχει)

"Η καθυστερημένη ευκαιρία δημιουργεί καμιά φορά αμφιβολίες", σκέφτομαι ενώ την παρακολουθώ που ορμάει τελικά μέσα και πετάει προς το φως του πορτατίφ. Στο δρόμο όμως αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να προσγειωθεί απαλά στο γείσο του ποτηριού μου. Ακροβατεί για λίγο, κομψή χορεύτρια πάνω στις πουέντ της, και πριν προλάβω να την σταματήσω, πέφτει στο νερό με απλωμένα φτερά. ( Έπρεπε να μείνει στον δισταγμό) Επιπλέει και περιμένει την σωτηρία της.

Πόσες ευκαιρίες έχει μια νυχτοπεταλούδα να σωθεί από πνιγμό; (Στο σπίτι σου; Καμία!)

 

 

Τελευταία σκέφτομαι τη νεότητα. (Τελευταία; Δε νομίζω. Για θυμήσου καλύτερα)

Έχουν γραφτεί τόσα και τόσα για τη νεότητα αλλά για τις μεγαλύτερες ηλικίες των ανθρώπων, ελάχιστα. (Άλλαξες θέμα; Για τη νυχτοπεταλούδα δεν έλεγες;)

Δεν θέλουν οι άνθρωποι να μιλούν για δυσάρεστες καταστάσεις πιστεύοντας πως έτσι θα τις αποφύγουν κιόλας. (Ας μιλούν για ό,τι θέλουν εσένα τι σε νοιάζει;)

Τι ουτοπία!! Kάπου εδώ αρχίζω πάλι να αναρωτιέμαι για το νόημα της ζωής. (Σε τρώει ο κ… ο σου)

Ακούγεται τόσο κοινότοπο το ερώτημα, αλλά δεν παύει να παραμένει αναπάντητο κι αυτό λέει πολλά. (Άστο αναπάντητο κι εσύ)

Πολλές οι ιδανικές απαντήσεις αλλά υπάρχουν μόνο για να καλύπτουν τις ανθρώπινες αγωνίες. Η απάντηση του αληθινού δημιουργού της ζωής παραμένει άγνωστη. (Κοίτα αυτόν για να μαθαίνεις)

Προσδοκίες, προσπάθειες, ένα "αχ.." ένα "ζήτω!" ένα "μπα.." και περνούν τα χρόνια χωρίς κάποιος να μου πει την αλήθεια για το νόημα της ζωής. (Κόλλησε η βελόνα…)

Γιατί ό,τι και να μου πουν οι επιστήμονες ή οι φιλόσοφοι ή οι θρησκευόμενοι το ερώτημα παραμένει αναπάντητο αφού ο θάνατος τελικά εξαφανίζει τα πάντα. (Από δω το πήγες από κει το έφερες, εκεί το κατέληξες πάλι)

 

Αποφάσισα να σώσω την πεταλουδίτσα της νύχτας.(Άντε γεια σου!)

Με μια οδοντογλυφίδα την έσπρωξα έξω απ’ το νερό. Την άφησα πάνω σ' ένα κομμάτι χαρτί και το χαρτί κάτω από το φως του πορτατίφ. (Και μετά πιάσατε ψιλή κουβέντα. Σ’ έχω ικανή)

Έμεινε ακίνητη, φοβισμένη μέχρι που η ζέστη άρχισε να στεγνώνει τα φτερά της. Αναθάρρησε, τα δοκίμασε και με μια κίνηση όλο χάρη άρχισε πάλι να πετάει γύρω από τον πυρακτωμένο γλόμπο. (Ο κύκλος της ζωής. Γιατί δεν τον αποδέχεσαι επιτέλους να ησυχάσουμε όλοι;)

 

Αν η ζωή είναι σαν μια νυχτοπεταλούδα (Πρόσεξε τι θα πεις..) σίγουρα δεν συμβαίνει για κάποιο σκοπό. (Ποιο πράγμα; Σ’ έχασα. Α…ναι η ζωή)

Υπάρχει για να υπάρχει (Τι λες βρε παιδί μου!) και μέσα απ' αυτήν να υπάρχω κι εγώ για να την σώζω κάθε φορά που βουτάει η άμυαλη μες το νερό του ποτηριού μου (Ποια; Η ζωή; 😨 Η νυχτοπεταλούδα; Μπερδεύτηκα!)


(Και κάπου εδώ χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας και μπουκάρουν μέσα τα Άλιεν. Λευκές μπλούζες, χεράκια πίσω και όλα καλά. Βοήθειααααα!!!! Δεν είμαι αυτή που νομίζετε!!)


Ο γιατρός στους οικείους μου: Εντάξει. Μια κρίση ήταν και πέρασε 😊