Αναρτήσεις

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Μια σκέψη αστραπή…






Στο σούπερ μάρκετ, Σάββατο μεσημέρι.


-Θα πάρω μανταρίνια. Θέλεις κι εσύ;
-Είναι καλά;
-Μπα δε λένε τίποτα..
-Είδα κι εκεί.
-Πού;
-Εκεί, στην άλλη άκρη.
-Πάμε να δούμε; Ίσως εκείνα να είναι καλύτερα.
………………
- Δυο δίχτυα έμειναν.
-…
-Και τα δύο θα πάρεις;  Πολλά δεν είναι;
-Ε..να έχεις.
-Για μένα τα παίρνεις;
-Ναι.
-Όχι ρε μαμά. Κράτησε το ένα.
-Έχω στο σπίτι. Κι αν μου τελειώσουν, δίπλα είναι ο μανάβης, θα πεταχτώ να αγοράσω.
----------------
Τελειώσαμε με τα τρόφιμα;
-Τελειώσαμε.
-Πάμε μέχρι τα χαρτικά να δω κάτι;
-Πάμε.
..................
-Έλα... Γιατί σταμάτησες; Ξέχασες κάτι;
-...μου λείπεις…
-Τι έπαθες;
-...μου λείπεις…
-Μαμά! Συγκρατήσου, είμαστε σε κόσμο!
-…
-Γιατί κλαις τώρα;
-...
-...μαμά...γιατί κλαις;
-Σε θυμήθηκα μικρή... που ερχόμασταν οι τρεις μας…πόσο ήσουν; Τριών;
-Ναι, το θυμάμαι…
-...που καθόσουν κοντά στα ταμεία για να βλέπεις. 
-Μου άρεσε που πατούσαν τα πλήκτρα χαχα.. Με μάγευε αυτή η κίνηση.
- Μας ζήτησες ταμειακή μηχανή για δώρο στη γιορτή σου. 
- χαχα και γι’ αυτό κλαις; Έλα από ‘δω…έλα. Μας κοιτάνε.
-Δεν με νοιάζει...μου λείπεις.
-Μαμά έλειπα τόσα χρόνια...
-Έλειπες, αλλά πάντα γύριζες σπίτι. Τώρα...
-Είμαι καλά μαμά.
-Το ξέρω κούκλα μου..το ξέρω..αλλά μου λείπεις…


Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Ο ερωτισμός στη λογοτεχνία


Κόκκινο γυμνό - 1917 Αμεντέο Μοντιλιάνι


Μικρές αναφορές σε κάποιες απ' τις πάμπολλες στιγμές ερωτισμού που μας χαρίζει η ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία.
Ο έρωτας όπως τον εξιστόρησαν μερικοί απ' τους μεγάλους συγγραφείς, ο καθένας με το δικό του μοναδικό, υπέροχο τρόπο.
Ο Ανρί Μπαρμπίς με τον ποιητικό ρεαλισμό του.
Ο Ντ. Χ. Λώρενς με την ριζοσπαστική ματιά του.
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι με τα υπαρξιακά του αδιέξοδα.
Ο εικαστικός Αλέκος Φασιανός με την αυθάδικη ηδονοβλεψία του.
Ο Βίκτωρ Μαργκερίτ με την ερωτική του τρυφερότητα.
Όλοι τους αποτίουν το δικό τους φόρο τιμής στον έρωτα χαρίζοντας στους αναγνώστες τους ηδονικές καταδύσεις. 

Παρακαλώ πολύ, όποιος είναι ανήλικος ή νιώθει ανήλικος, ας μην διαβάσει παρακάτω.
Ευχαριστώ  



Ανρί Μπαρμπίς  ( 1873-1935)  https://en.wikipedia.org/wiki/Henri_Barbusse 






Η Κόλαση (απόσπασμα)


 1.-

"Όπως καθόταν μισοξαπλωμένη στο ντιβάνι άπλωσε τα πόδια της στη φωτιά ανασηκώνοντας ελαφρά τη φούστα της με τα δυο χέρια, και με τούτη την κίνηση αποκάλυψε τις γάμπες που έδιναν σχήμα στις μαύρες της κάλτσες.
Η σάρκα μου ούρλιαξε, σημαδεύτηκε με καυτό σίδερο από εκείνη την ηδονική γραμμή που εξαφανιζόταν, που μεγάλωνε μέσα στο σκοτάδι και χανόταν στα παράξενα βάθη.
Τελικά μου έδειξε περισσότερα. Για να βγάλει τα παπούτσια της, σταύρωσε πολύ ψηλά τις γάμπες της, προτείνοντάς μου την άβυσσο του κορμιού της.
Κι εγώ βυθιζόμουν στη βαθιά νύχτα της ύπαρξής της, κάτω από τα απαλά ζεστά και τρομερά φτερά της σηκωμένης της φούστας.
Το κεντημένο της εσώρουχο άνοιγε σε μια φαρδιά χαραμάδα, σκοτεινή, κατασκότεινη, και το βλέμμα μου έπεφτε εκεί, και τρελαινόταν. Σχεδόν ό,τι ήθελε το βλέμμα βρισκόταν εκεί, μέσα σ’ αυτή την ανοιχτή σκιά, σ’αυτή την γυμνή σκιά, στο κέντρο της, στο κέντρο του λεπτού της ρούχου που είναι ελαφρό κι ανάερο και μυρίζει εκείνη, σχεδόν ένα σύννεφο θυμίαμα στο κέντρο του κορμιού της, μέσα σε τούτη τη σκιά, που, κατά βάθος δεν είναι παρά ένα φρούτο…

Κόντευε να σβήσει η φωτιά στο τζάκι και σχεδόν δεν την έβλεπα πια, όταν άρχισε να γδύνεται.
Είδα την ψηλή, διάχυτη, αμείλικτη, μέσα στην σχεδόν σβησμένη ομορφιά της, μορφή, να κινείται απαλά, τριγυρισμένη από λεπτούς χαϊδευτικούς και χλιαρούς θορύβους. Διέκρινα τα μπράτσα της να παίρνουν σιγά σιγά μορφή, στη σπάνια αναλαμπή μιας χειρονομίας που τα στρογγύλευε, κατάλαβα πως αυτά τα λυγερά μπράτσα ήταν γυμνά.

Κι αυτό που μόλις έπεσε στο κρεββάτι, ένα αδύνατο μετάξινο κουρέλι, ελαφρύ και αργό, ήταν το κορσάζ που την έσφιγγε απαλά στο λαιμό, και γερά στη μέση…

Η νεφελώδης φούστα άνοιξε διάπλατα, κύλησε στα πόδια της και την φώτισε όλη, κάτωχρη στη μέση των βυθών. Μου φάνηκε πως είδα να πετάει πέρα αυτή τη μαραμένη φούστα που έξω απ’ αυτήν ήταν ένα τίποτα, διέκρινα το σχήμα των δυο της ποδιών….
…Τα βλέμματά μου βαριά, σάρκινα, είχαν ανάγκη την κοιλιά της. Πάντοτε, άσχετα με φουστάνια και κανόνες, το αρσενικό βλέμμα σπρώχνεται και σέρνεται προς το φύλο των γυναικών όπως τα ερπετά στις τρύπες. Για μένα, εκείνη, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το φύλο της, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την μυστηριώδη πληγή που ανοίγει σαν στόμα, ματώνει σαν καρδιά και δονείται σαν λύρα. Κι απόπνεε ένα άρωμα που με κατάκλυζε, όχι το τεχνητό άρωμα που έχει ποτίσει όλη της την τουαλέτα, το άρωμα που φοράει, αλλά τη μυρωδιά που έβγαινε από τα βάθη της, την άγρια, απέραντη μυρωδιά σαν της θάλασσας, τη μυρωδιά της μοναξιάς, της θέρμης της, του έρωτά της, και του μυστικού των σωθικών της."

2.-

"Έφερε στο κρεββάτι του το μεγάλο και πράο κοριτσόπουλο. φαίνονται απλωμένες οι δυο της γάμπες καθώς ανοίγουν στην εύθραυστη γυμνότητα του φύλου της. 
Έρχεται πάνω της, γραπώνεται πάνω της, με ένα βρυχηθμό, ζητώντας να την πληγώσει, ενώ εκείνη περιμένει, προσφέρεται ολόκληρη.
Θέλει να την ξεσκίσει, ακουμπάει πάνω της, το κεφάλι του αχτιδοβολεί μια σκοτεινή αγριάδα που πέφτει πάνω στο πελιδνό πρόσωπο με τα κλειστά μπλάβα μάτια, πάνω στο στόμα με τα δόντια που μισοφαίνονται ίδια σκελετός.
Θα' λεγε κανείς δυο καταραμένοι που βάλθηκαν να υποφέρουν φριχτά, μέσα στη λαχανιασμένη σιωπή απ' όπου θα υψωθεί μια κραυγή. 

Εκείνη στενάζει πολύ σιγανά: "Σ' αγαπώ" πρόκειται για μια τελετή χαριστικών πράξεων κι ενώ κείνος δεν τη κοιτάει, εγώ, μόνο εγώ, είδα το λευκό και αγνό της χέρι να οδηγεί τον άντρα στο ματωμένο κέντρο του κορμιού της.

Επιτέλους η κραυγή τινάζεται από αυτό το έργο του βιασμού, απ' αυτή τη δολοφονία της παθητικής της αντίστασης ως παρθένας και κλειδωμένης γυναίκας.
-Σ' αγαπώ! ούρλιαξε εκείνος με μανιακή χαρά, θριαμβευτής.
Και κείνη ούρλιαξε "Σ' αγαπώ", τόσο δυνατά που οι τοίχοι σάλεψαν ελαφρά.
Χώνονται ο ένας μέσα στον άλλο και ο άντρας ορμάει για την απόλαυση.
Ανασηκώνονται σαν κύματα, βλέπω τα όργανά τους βουτηγμένα στο αίμα."


(Η Κόλαση του Ανρί Μπαρμπίς, είναι ένα από τα λογοτεχνικά έργα που οριοθέτησαν την αρχή του σύγχρονου μυθιστορήματος και είναι το πιο πολυσυζητημένο βιβλίο παγκοσμίως.
Όλη η υπόθεσή του εκτυλίσσεται μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου μέσα από μια τρύπα ο ήρωας παρατηρεί τη ζωή των ενοίκων του.  Ό,τι βλέπει τον κινητοποιεί ψυχικά και τον ωθεί να φιλοσοφήσει πάνω στο νόημα του έρωτα, της γέννησης, της ζωής και του θανάτου.)








Ο εραστής της λαίδης Τσάττερλυ

{...}Αυτό που φοβόταν πιο πολύ ήταν η αποκατάσταση της επαφής του με το γυναικείο φύλο. Τον τρόμαζε κάτι τέτοιο. Οι  παλιότερες επαφές του με τις γυναίκες του είχαν αφήσει μια μεγάλη πληγή. Αισθανόταν ότι δεν θα μπορούσε πια να είναι μόνος, κι αν δεν μπορούσε να είναι μόνος θα πέθαινε. Είχε ξεκολλήσει τον εαυτό του από τον έξω κόσμο και το δάσος ήταν το τελευταίο του καταφύγιο. Εκεί μέσα ήθελε να κρυφτεί.
Η Κόνι ζεστάθηκε στη φωτιά, που είχε στο μεταξύ φουντώσει πολύ, ώσπου αισθάνθηκε το σώμα της να ανάβει, και πήγε να καθίσει στο σκαμνί κοντά στην πόρτα. Παρατηρούσε τώρα τον άντρα που δούλευε. Αυτός έδειχνε αμέριμνος, ωστόσο ήξερε πως εκείνη τον έβλεπε. Συνέχισε τη δουλειά του, δήθεν απορροφημένος. {...}

Η Κόνι  παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις του με προσοχή. Η ίδια μοναξιά που είχε διακρίνει στο γυμνό κορμί του, η ίδια ακριβώς ήταν φανερή και τώρα που ήταν ντυμένος. Μοναξιά και προσήλωση, σαν το αγρίμι που ζει μόνο του, αλλά και μελαγχολία, σαν την αποτραβηγμένη ψυχή, μακριά από κάθε ανθρώπινη επαφή. Αργά και σταθερά, ακόμα και τώρα απομακρυνόταν απ' αυτήν. Κι ήταν ακριβώς αυτή η ηρεμία, αυτή η απέραντη υπομονή ενός ανυπόμονου και παθιασμένου άντρα, που αντάριαζε σύγκορμη τη γυναικεία της φύση ως τα πιο απόκρυφα σημεία της.
Την αναγνώρισε στο σκυμμένο κεφάλι, στα ήρεμα, επιδέξια χέρια του, στο σπάσιμο των λεπτών, ευαίσθητων λαγόνων του. Υπήρχε εκεί μια εγκαρτέρηση, υπήρχε κάτι απόμακρο. 

{...} ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της που ο δασοφύλακας με μια γρήγορη ματιά που έριξε προς το μέρος της διέγνωσε αυτό το εντελώς ακίνητο βλέμμα της αναμονής στο πρόσωπό της. Γι' αυτόν ήταν ένα βλέμμα αναμονής.
Μια μικρή φλόγα φούντωσε ξαφνικά στα λαγόνια του κι ανηφόρισε μέχρι τα ριζά της μέσης. Ο άντρας αναστέναξε ελαφρά. Φοβόταν με μια απέχθεια σχεδόν θανατερή κάθε στενή ανθρώπινη επαφή. Ευχόταν μέσ' από την ψυχή του να έφευγε και να τον άφηνε στην ησυχία του. Φοβόταν τον πόθο του, τον αντρικό του πόθο, φοβόταν τη δική της εμμονή, την εμμονή μιας γυναίκας απελευθερωμένης. Πάνω απ' όλα όμως φοβόταν αυτή την ψυχρή, την αριστοκρατική της αναίδεια να θέλει να γίνεται το δικό της.  Στο τέλος τέλος αυτός δεν ήταν παρά ένας υπάλληλός της, γι' αυτό και η παρουσία της εκεί ξυπνούσε μέσα του το μίσος.
{...} Είχε ξυπνήσει μέσα του το κοιμισμένο ζώο, αυτό που έστρεφε τη σαρκοβόρα μανία του πάνω στο πεισματάρικο θηλυκό. Τώρα ήταν ανίσχυρος, τόσο ανίσχυρος! Και το ήξερε!

{...} Μετά την έπιασε τρυφερά από το μπράτσο σηκώνοντάς την και την οδήγησε αργά στην καλύβα. Παραμέρισε την καρέκλα και το τραπέζι, πήρε απ' το μπαούλο με τα εργαλεία μια καφετιά στρατιωτική κουβέρτα και την έστρωσε χάμω. Εκείνη στεκόταν εκεί και τον κοίταζε ανέκφραστη. 
Το πρόσωπό του ήταν ωχρό, ανέκφραστο. Ήταν το πρόσωπο ενός ανθρώπου υποταγμένου στο πεπρωμένο.
-Ξάπλωσε εδώ, της είπε ήρεμα.
Ύστερα έκλεισε την πόρτα κι όλα βυθίστηκαν στο απόλυτο σκοτάδι.
Μια ανεξήγητη διάθεση υποταγής την έκανε να ξαπλώσει στην κουβέρτα. Μετά ένιωσε το φλογισμένο από τον πόθο  χέρι του να ψηλαφίζει απαλά το κορμί της αναζητώντας το πρόσωπό της. Ένα χάδι ζεστό, τρυφερό της χάιδεψε γλυκά το πρόσωπο κι ύστερα ένιωσε στο μάγουλό της το απαλό άγγιγμα των χειλιών του.  
Ένιωσε μια ανατριχίλα, καθώς το χέρι του ψηλάφιζε με μια συγκρατημένη αδεξιότητα το ρούχο της. Κι ήξερε τόσο καλά να τη γδύνει στα σημεία ακριβώς που ήθελε! 
Της κατέβασε το λεπτό μεταξωτό φόρεμα αργά, προσεκτικά, μέχρι κάτω στα πόδια. Ένα κύμα άφατης ηδονής τον συνεπήρε, καθώς ακούμπησε το ζεστό τρυφερό κορμί. 
Τα χείλη του άγγιξαν για λίγο τον αφαλό της. Τώρα έπρεπε να μπει αμέσως μέσα της, να χωθεί στην ήρεμη γαλήνη του απαλού, ήμερου κορμιού της. Γι' αυτόν ήταν η στιγμή της απόλυτης γαλήνης, η στιγμή που έμπαινε στο κορμί της γυναίκας. 
Όλες οι κινήσεις ήταν δικές του. Δικός του και ο οργασμός, καταδικός του. 
Εκείνη δεν μπορούσε να παλέψει για το μερίδιό της. Το σφίξιμο των χεριών του γύρω απ' το σώμα της, οι έντονες κινήσεις του κορμιού του, ακόμα και ο κρουνός του σπέρματός του μέσα της δεν ήταν γι' αυτήν παρά ένα είδος ύπνου, απ' τον οποίο δεν άρχισε να ξυπνάει, παρά μόνο όταν αυτός τέλειωσε κι ακούμπησε λαχανιασμένος στο στήθος της.

(Ο εραστής της λαίδης Τσάττερλυ, υπήρξε ένα παρεξηγημένο και άγρια λογοκριμένο βιβλίο. Ο Λώρενς ήταν ο "καταραμένος" συγγραφέας της εποχής του που τάραξε τα ήσυχα νερά του πουριτανισμού αλλάζοντας την αντιμετώπιση του σεξ μέσα απ' την λογοτεχνία.  Και δεν έμεινε μόνο σε αυτό αλλά μίλησε, μέσα από τα έργα του, για την ταξική διαφορά, τις συνέπειες της βιομηχανικής επανάστασης, την οικολογία, την θεραπευτική σχέση του ανθρώπου με τη φύση και κύρια για την σεξουαλική και κοινωνική απελευθέρωση της γυναίκας. )



Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι  1920-1994   https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%BB%CF%82_%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BA%CF%8C%CF%86%CF%83%CE%BA%CE%B9









Αγάπη 17,50 δολαρίων

(απόσπασμα του διηγήματος που περιλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής")



{...} Μια μέρα, καθώς περίμενε ο Ρόμπερτ σ' ένα φανάρι, κοίταξε μέσα σ' ένα μαγαζί. Ήταν ένα απ' αυτά τα μαγαζιά που πουλάνε τα πάντα -δίσκους, ντιβάνια, μικροπράγματα, παλιατσαρίες. 

Την είδε να στέκεται κει μ' ένα μακρύ κόκκινο φόρεμα. Φορούσε συρμάτινα γυαλιά και ήταν καλοφτιαγμένη, αξιοπρεπής και σέξι, έτσι όπως τις έφτιαχναν κάποτε. Αριστοκρατική. γκόμενα. Το φανάρι άναψε και ο Ρόμπερτ αναγκάστηκε να φύγει. 
Πάρκαρε ένα τετράγωνο πιο πέρα και γύρισε στο μαγαζί με τα πόδια. Στάθηκε απ' έξω, κοντά στο κιόσκι με τις εφημερίδες και την κοίταξε. Ακόμα και τα μάτια της φαίνονταν ζωντανά, και το στόμα της, που ήταν λιγάκι σουφρωμένο, ήταν πολύ ερεθιστικό.

Ο Ρόμπερτ μπήκε μέσα και έκανε πως κοιτάζει τους δίσκους. Τώρα βρισκόταν πιο κοντά της και της έριχνε κλεφτές ματιές. Σπάνια ήταν τώρα πια τόσο καλά φτιαγμένες. Τούτη δω φορούσε ακόμα και τακούνια.
Μια πωλήτρια τον πλησίασε. 
-Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω κύριε;
-Ρίχνω μονάχα μια ματιά, δεσποινίς.
Ο Ρόμπερτ πλησίασε την κούκλα. Δεν είχε τιμή πάνω της. Αναρωτήθηκε αν την πουλούσαν. Γύρισε πάλι στους δίσκους, διάλεξε ένα φτηνό άλμπουμ και το αγόρασε.

Την επόμενη φορά που πήγε στο μαγαζί, η κούκλα ήταν ακόμα εκεί. Ο Ρόμπερτ τριγύρισε λιγάκι μέσα στο μαγαζί, αγόρασε ένα τασάκι σε σχήμα κουλουριασμένου φιδιού και έφυγε.

Την τρίτη φορά που πήγε, ρώτησε την πωλήτρια
-Την πουλάτε την κούκλα;

{...} Ο γέρο-Εβραίος πλησίασε την κούκλα και άρχισε να την αγγίζει, ν' αγγίζει το φόρεμα, τα χέρια της.

-Για να δούμε...θα μπορούσα να σας δώσω αυτό...αυτό το πράγμα...για 17,50 δολάρια.
-Θα την πάρω.

{...} Ο Ρόμπερτ πήρε την κούκλα και τη μετέφερε στο αμάξι του. Την ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα. Ύστερα μπήκε κι αυτός μέσα και ξεκίνησε για το σπίτι του. Ευτυχώς, όταν έφτασε, δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο και την έβαλε μέσα στο σπίτι χωρίς να τον δουν. Την έστησε στη μέση του δωματίου και την κοίταξε.
-Στέλλα, της είπε, Στέλλα, μωρή σκρόφα!
Πήγε κοντά της και τη χαστούκισε. Ύστερα της άρπαξε το κεφάλι και τη φίλησε. Ήταν ένα ωραίο φιλί. Ο πούτσος του είχε αρχίσει να σκληραίνει όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
-Εμπρός, απάντησε
-Ρόμπερτ.
-Ναι. Εγώ είμαι.
-Εδώ Χάρυ. Έλεγα να 'ρθω από κει. Θα φέρω και μερικές μπυρίτσες.
-Εντάξει.
 Ο Ρόμπερτ έκλεισε το τηλέφωνο, πήρε την κούκλα και την έχωσε στην ντουλάπα. Την έσπρωξε σε μια γωνιά κι έκλεισε την πόρτα.

{...} Ο Χάρυ κάθισε κει πίνοντας τις μπύρες του. Ο Χάρυ δεν είχε ποτέ δική του γυναίκα, αλλά του άρεσε να μιλάει γι αυτές. Είχε κάτι αρρωστημένο πάνω του. Ο Ρόμπερτ δεν ενθάρρυνε τη συζήτηση κι έτσι σε λίγο ο Χάρυ έφυγε. Ο Ρόμπερτ άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε από μέσα τη Στέλλα.

-Καταραμένη πουτάνα! της είπε "Με απατάς, έτσι δεν είναι;"
Η Στέλλα δεν απάντησε. Στεκόταν εκεί με μια έκφραση ατάραχη και σεμνότυφη. Εκείνος της έδωσε μια ξεγυρισμένη. Δεν είχε βρεθεί ακόμα η γυναίκα που θ' απατούσε τον Μπομπ Ουίλκενσον. Της έδωσε άλλη μια μες στα μούτρα.
"Μουνόπανο! Μωρέ συ θα γαμούσες κι ένα τετράχρονο αγόρι αν μπορούσες να καταφέρεις να σηκωθεί το πουλάκι του"
Τη χαστούκισε ξανά, κι ύστερα την άρπαξε και τη φίλησε. Τη φίλησε ξανά και ξανά. Μετά έχωσε τα χέρια του κάτω από το φόρεμά της. Ήταν καλοφτιαγμένη, πολύ καλοφτιαγμένη. Η Στέλλα του θύμιζε μια καθηγήτρια που του δίδασκε άλγεβρα στο γυμνάσιο. Η Στέλλα δε φορούσε κιλότα.
-Μωρή πουτάνα! της είπε. "Ποιος σου πήρε την κιλότα σου;"
Πίεσε τον πούτσο του μπροστά της. Δεν υπήρχε τρύπα. Όμως ο Ρόμπερτ είχε ανάψει. Τον έβαλε ανάμεσα στα μπούτια της. Ήταν λεία και σφιχτά. Άρχισε να τον τρίβει ανάμεσά τους. Για μια στιγμή ένιωσε φοβερά ανόητος, όμως το πάθος του κυριάρχησε κι άρχισε να τη φιλάει στο λαιμό καθώς έχυνε.

Ο Ρόμπερτ έπλυνε τη Στέλλα με μια πατσαβούρα, την έβαλε πάλι στην ντουλάπα πίσω από ένα παλτό, έκλεισε την πόρτα και τα κατάφερε να προφτάσει το τελευταίο τέταρτο απ' τα Λιοντάρια του Ντιτρόιτ στην τηλεόραση.


Ο καιρός περνούσε...Αγόρασε στη Στέλλα κάμποσες κιλότες, καλτσοδέτες, ψιλές κάλτσες κι ένα βραχιόλι για τον αστράγαλο. Της πήρε και σκουλαρίκια και με κατάπληξη διαπίστωσε ότι η αγαπημένη του δεν είχε αφτιά. Κάτω από όλα αυτά τα μαλλιά της έλειπαν τ' αφτιά. Εκείνος όμως στερέωσε τα σκουλαρίκια με σελοτέιπ.


{...} Η σχέση τους στην αρχή ήταν καθαρά σεξουαλική, αλλά σιγά σιγά είχε αρχίσει να νιώθει αγάπη γι' αυτήν, αισθανόταν κάτι βαθύ να ξυπνάει μέσα του. Σκέφτηκε να πάει στον ψυχίατρο, τελικά όμως αποφάσισε να μην πάει. Στο κάτω κάτω γιατί ήταν απαραίτητο να αγαπήσει έναν αληθινό άνθρωπο; 

Ο Ρόμπερτ ήταν μαζί με τη Στέλλα δυο βδομάδες περίπου όταν του τηλεφώνησε η Μπρέντα.
-Ρόμπερτ, κάτι τρέχει...
- Τι θες να πεις;
-Το καταλαβαίνω απ' τη φωνή σου. Κάτι τρέχει. Τι τρέχει που να πάρει Ρόμπερτ; Μήπως υπάρχει καμιά άλλη γυναίκα;
-Όχι ακριβώς.
-Τι θα πει, όχι ακριβώς; Βρε κάθαρμα γιατί δε μου μιλάς; Γιατί μου κρύβεσαι; Κάτι τρέχει. Έρχομαι να σε δω. Τώρα αμέσως!

{...} Αυτή τη φορά η Μπρέντα στρίγκλισε πραγματικά. Στάθηκε κει και στρίγκλιζε. Ο Ρόμπερτ νόμιζε ότι δε θα σταματούσε ποτέ. Ύστερα όρμησε πάνω στην κούκλα και άρχισε να την ξεσκίζει με τα νύχια της και να τη χτυπάει. Η κούκλα έπεσε πάνω στον τοίχο. Η Μπρέντα  βγήκε τρέχοντας από το σπίτι, μπήκε στο αμάξι της και ξεκίνησε σαν τρελή.


Ο Ρόμπερτ πήγε κοντά στη Στέλλα. Το κεφάλι της είχε σπάσει και είχε κυλήσει κάτω από την καρέκλα. Στο πάτωμα ήταν κομμάτια ενός υλικού σαν κιμωλία. Το ένα της χέρι κρεμόταν σπασμένο και από μέσα του είχαν πεταχτεί δυο σύρματα.

Ο Ρόμπερτ κάθισε σε μια καρέκλα. Κάθισε εκεί χωρίς να κάνει τίποτα...μπορούσε να δει το κεφάλι της κάτω από την καρέκλα.
Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Δεν ήξερε τι να κάνει. Θυμήθηκε πώς είχε θάψει τη μητέρα του και τον πατέρα του.
Τούτο δω όμως ήταν διαφορετικό. Στάθηκε κει στο χολ κλαίγοντας με λυγμούς, περιμένοντας. Τα μάτια της Στέλλας ήταν ανοιχτά, ατάραχα και όμορφα. 
Τον κοιτούσαν.









Ερωτικό της αυλής
(Από τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Σήμερα και αύριο και χθες")


Κάποιο αυγουστιάτικο απόγευμα η ζέστη ήταν ανυπόφορη και όλοι κοιμόντουσαν, ενώ εγώ έμπαινα συνέχεια κάτω από τη βρύση της ταράτσας. 
Κάτω έβλεπα τις γειτονικές αυλές.
Υπήρχε μια αυλή με μια σκάφη στη μέση όπως στις περσικές μινιατούρες κι εκεί βλέπω να βγαίνει μια μελαχροινή κοπελίτσα ντυμένη με ένα παλιό φόρεμα σκισμένο και βρώμικο. Κοιτάζει γύρω και πάνω, μετά βγάζει το φόρεμα της και είδα τα στήθη της που ήταν μικρά. Φορούσε όμως μια τεράστια κίτρινη κυλότα μεταξωτή που της έφτανε σχεδόν μέχρι το στήθος.
Ήταν μια υπηρέτρια απ' τη Μυτιλήνη και ό,τι φορούσε ήταν δώρο της κυράς της.
Κι έπειτα αρχίζει να χαϊδεύεται. Στο τέλος βγάζει και την τεράστια κυλότα της και είδα το πράμα της, μαύρο σαν αχινός και πέφτει στη στέρνα της αυλής.



Victor Margueritte (1866-1942)  https://en.wikipedia.org/wiki/Victor_Margueritte






Το ζευγάρι (απόσπασμα)

"...Η Μαρίζ αφήνεται σε όλα. Τίποτα πια δεν μπορεί να τη βγάλει από τη νάρκη τούτη απ' όπου η ηλικία δραπέτευσε ενώ το σώμα ασυναίσθητα κυλιέται στο βόρβορο. 
Ο Κλωντ, ξαπλωμένος πάνω της, δεν διακρίνει τίποτα άλλο στο σύμπαν έξω από μια καθάρια λευκή κορφή. Είναι ο μαστός, εκεί πάνω με τη ρόδινη θηλή του προσφέρεται το μυστήριο λουλούδι...Μυρίζει την ορθωμένη μύτη, αδράχνει με το ένα χέρι τη σφιχτή στρογγυλάδα, με το άλλο, με θρησκευτική ζέση, την ξεγυμνώνει, χαϊδεύει όλο το προτεταμένο στήθος απομυζώντας το με τα χείλια. Τον γεμίζει χαρά απέραντη...
Στήθια που σκιρτούνε, καθώς δίνουν την ηδονή, λατρεμένα στήθια!
Ζωντανή κοινωνία του άντρα με τη γυναίκα. Καρποί της σάρκας όπου ήπιε, παιδί, το γάλα που τον ανάθρεψε...Όμορφα φρούτα που  θα ωριμάσουν, κι όπου ο γιος του, μια μέρα...

Φράσεις συγκεχυμένες, θερμές ικεσίες κι υποσχέσεις, ύμνος σωστός τραγουδάει εντός του, ενώ η Μαρίζ αναστενάζει κι όπως το φιλί κατεβαίνει χαμηλότερα, ανοίγει μηχανικά, τα τελευταία της πέπλα..."



Jan A.P. Kaczmarek. Πίνακες του Βρετανού ζωγράφου John Waterhouse. Mουσική επένδυση της ταινίας Washington Squared)








Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Modus vivendi







«…Κάτσε και ξανασκέψου, όποτε είχες βάλει ένα συγκεκριμένο σχέδιο στη ζωή σου, πόσο λίγες ήταν οι μέρες που πέρασες όπως τις είχες σχεδιάσει, πόσες φορές ήσουν πράγματι διαθέσιμος για τον εαυτό σου, πότε το πρόσωπό σου είχε τη φυσική του έκφραση, πότε το μυαλό σου ήταν ατάραχο, τι έργο έχεις τέλος πάντων ολοκληρώσει σε μια τόσο μακρά ζωή, πόσοι ήταν εκείνοι που σου απέσπασαν ένα τμήμα από τη ζωή σου όταν εσύ δεν ήξερες ακόμα τι έχανες, πόσο μέρος της ζωής σου ξόδεψες σε άσκοπη λύπη, σε ανόητη χαρά, σε άπληστη επιθυμία, σε συμβατικές συζητήσεις και, τελικά, πόσο μέρος από εσένα τον ίδιο σου έχει απομείνει, και τότε θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις πολύ πριν από το χρόνο που η φύση έχει προορίσει για σένα.

Και ποια τάχα είναι η αιτία αυτού του φαινομένου;
Αιτία είναι το ότι ζείτε σαν να επρόκειτο να ζήσετε για πάντα, χωρίς να σκέφτεστε ποτέ πόσο εύθραυστοι είστε και χωρίς ποτέ να παρατηρείτε πόσος χρόνος από τη ζωή σας αντλείτε από κάποια πλήρη και άφθονη παρακαταθήκη και όλα αυτά όταν η μέρα που χαρίζετε σε κάποιον άνθρωπο ή σε κάποιο πράγμα θα μπορούσε να είναι η τελευταία μέρα της ζωής σας.

Έχετε όλους  τους φόβους των θνητών και όλες τις επιθυμίες των αθανάτων.
Θα ακούσετε πολλούς να λένε: « Όταν φτάσω στα πενήντα μου, θα αποσυρθώ για να ξεκουραστώ, στα εξήντα μου θα εγκαταλείψω τα δημόσια καθήκοντά μου».
Και ποια εγγύηση έχεις άραγε ότι η ζωή σου θα βαστάξει περισσότερο; Ποιος θα επιτρέψει στη ζωή σου να είναι όπως ακριβώς τη σχεδιάζεις; Δεν αισθάνεσαι ντροπή να φυλάς για τον εαυτό σου τα υπολείμματα της ζωής, και να προορίζεις για μια σώφρονα διαβίωση μόνο το τμήμα εκείνο που σου είναι αδύνατον να αφιερώσεις οπουδήποτε αλλού;



Πόσο αργά είναι να αρχίζουμε να ζούμε, μόνον όταν η ζωή μας κατ’ ανάγκην τελειώνει!
Πόσο ανόητα λησμονούμε τη θνητή μας φύση όταν αναβάλλουμε ολόκληρα σχέδια για το πεντηκοστό και εξηκοστό έτος της ηλικίας μας, και σχεδιάζουμε να αρχίσουμε τη ζωή μας από ένα σημείο στο οποίο ελάχιστοι καταφέρνουν να φτάσουν!»

«Το να μάθει κανείς πώς να ζει και, κυρίως, πώς να πεθαίνει, απαιτεί μια ολόκληρη ζωή.
Συνήθως η γεροντική ηλικία έρχεται σαν έκπληξη στους ανθρώπους και ο θάνατος τρομοκρατεί όλους όσοι πέρασαν τη ζωή τους υπεραπασχολημένοι με πράγματα που δεν βελτίωναν την ποιότητά τους.
Ο άνθρωπος λοιπόν θα πρέπει να έχει μπροστά του ένα ικανοποιητικό χρονικό περιθώριο, ώστε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία, η οποία και μόνο είναι ικανή να τον συνδέσει με το παρελθόν και με όλους τους σοφούς.
Ό,τι προσφέρει η φιλοσοφία είναι πέρα από τη φθορά και τη βλάβη που προκαλεί ο χρόνος.

Η σοφία των αιώνων θα ανοίξει στον άνθρωπο τους δρόμους της αθανασίας και θα δώσει νόημα στο πέρασμά του από τη γη.»

ΣΕΝΕΚΑΣ Περί της συντομίας της ζωής
Εκδόσεις Πατάκη

Modus vivendi (Λατινικά) = τρόπος ζωής


Ludovico Einaudi - Experience / Luke Robson 





Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Midnight Blues



Φωτογραφία - Ray Collins 


"Σε ερωτεύτηκα βασιζόμενη σε υποθέσεις. Χωρίζω βασισμένη σε γεγονότα. Τα γεγονότα που δημιούργησες εσύ».
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της. 

Εκείνος, την κοίταξε αποσβολωμένος. Δεν είπε λέξη. Ίσως δεν συνειδητοποιούσε άμεσα το νόημα τους και τα έκρυβε νοερά στις αποθήκες του νου του για να τα σκεφτεί αργότερα. 
Το μόνο που συνειδητοποιούσε, εκείνη τη στιγμή, ήταν πως έφευγε από κοντά του.

Κι όμως, η συνέχεια της σχέσης τους εξαρτιόταν από τούτη εδώ τη φράση. Τη φράση που επέλεξε να μη σκεφτεί, να μην της δώσει σημασία.

Δεν αντιλαμβανόταν, πως ακόμα και την τελευταία στιγμή, μπορείς να σώσεις μια κατάσταση που επιθυμείς δίνοντας απλά σημασία στις λεπτομέρειες.

Όταν όλα τα σοβαρά και τα μεγάλα έχουν πια συμβεί, μένουν μόνον οι λεπτομέρειες για να φωτίσουν τις αληθινές προθέσεις των ανθρώπων.
Τα τελευταία λόγια της έκλειναν μέσα τους ελπίδα που έλεγε: "Άλλαξε τα γεγονότα. Μη βασίζεσαι μόνο σε αυτά που ακούς."

Μετά εκείνη έφυγε. 
Αυτός, την κοίταζε όσο απομακρυνόταν. Την είδε να μπαίνει στο αυτοκίνητό της, να βάζει μπρος και να χάνεται στο βάθος του δρόμου. 
Ένα δυνατό σφίξιμο στην καρδιά, μια ξεχασμένη αίσθηση πανικού πως δεν έχει πια κανέναν έλεγχο στη ζωή και στο σώμα του. 
Και το χειρότερο, πως δεν υπάρχει καμιά αγκαλιά για να χωθεί και να κρυφτεί από τον πόνο. 
Εγωιστής και μόνος, όρθιος σαν θαυμαστικό, στη μέση του δρόμου, συνέχισε να κοιτάζει το κενό που είχε αφήσει πίσω της.  

Η παραλία, πέρα από τις αλμυρίδες, είχε από ώρα χάσει το ωχρό χρώμα της κι η θάλασσα άρχισε να παίρνει το μολυβί, της καταιγίδας που ερχόταν. 
Οι πρώτες σταγόνες της βροχής ακούστηκαν πάνω στην άσφαλτο σαν σιγανό κροτάλισμα φιδιού και τον συνέφεραν απότομα. 
Άλλος στη θέση του, θα έτρεχε σε κάποιο υπόστεγο για να προστατευθεί. Αυτός, δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει. Ήταν ήδη εκτεθειμένος στην καταιγίδα των αισθημάτων και των συναισθημάτων του. Ήδη πάλευε με τα πελώρια κύματα του πόνου που τον χτυπούσαν χωρίς οίκτο, πάνω στα βράχια του εγωισμού του. 
Πονούσε αλλά έδειχνε πως αντέχει. Ζούσε τον πόνο με καρτερική διάθεση, λέγοντας στον εαυτό του ψέματα, πως εκείνη πάλι θα γυρίσει. 

Ο πόνος του αποχωρισμού είναι ο φόρος τιμής σε ό,τι απομένει: την περισσότερη γνώση του εαυτού ή το βαθύτερο συναίσθημα. 
Πες το όπως θες, αλλά έτσι ακριβώς είναι.


Snowy White - Midnight  Blues