Αναρτήσεις

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Αποχαιρετισμός στο χρόνο που φεύγει..



                                               
                      





Τάσος Λειβαδίτης - Τέχνη




Ἔζησα τά πάθη σά μιὰ φωτιά, τάδα ὕστερα νά μαραίνονται καί νά σβήνουν, καί μ' ὅλο πού ξέφευγα ἀπόνα κίνδυνο, ἔκλαψα γι' αὐτό τό τέλος πού ὑπάρχει σέ ὅλα. Δόθηκα στά πιό μεγάλα ἰδανικά, μετά τ' ἀπαρνήθηκα, καί τούς ξαναδόθηκα ἀκόμα πιό ἀσυγκράτητα. Ἔνοιωσα ντροπή μπροστά στούς καλοντυμένους, καί θανάσιμη ἐνοχή γιά ὅλους τοὺς ταπεινωμένους καί τοὺς φτωχούς, εἶδα τή νεότητα νά φεύγει, νά σαπίζουν τά δόντια, θέλησα νά σκοτωθῶ, ἀπό δειλία ἤ ματαιοδοξία, συχώρεσα ἐκείνους πού μέ συντρίψαν, ἔγλυψα ἐκεῖ πού ἔφτυσα, ἔζησα τήν ἀπάνθρωπη στιγμή, ὅταν ἀνακαλύπτεις, πλέον ἀργά, ὅτι εἶσαι ἕνας ἄλλος ἀπό κεῖνον πού ὀνειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' ὄνομά μου γιά νά μή μείνει οὔτε κηλίδα ἐγωισμοῦ ἀπάνω μου κι ἦταν ὁ πιό φριχτός ἐγωισμός. Τίς νύχτες ἔκλαψα, συνθηκολόγησα τίς μέρες, ἀδιάκοπη πάλη μ' αὐτόν τόν δαίμονα μέσα μου ποὺ τά ἤθελε ὅλα, τοῦ ΄δωσα τίς πιό γενναῖες μου πράξεις, τά πιό καθάρια μου ὄνειρα καί πείναγε, τοῦ ΄δωσα ἁμαρτίες βαρειές, τόν πότισα ἀλκοόλ, χρέη, ἐξευτελισμούς, καί πείναγε. Βούλιαξα σέ μικροζητήματα φιλονίκησα γιά μιᾶς σπιθαμῆς θέση, κατηγόρησα, ἔκανα τό χρέος μου ἀπό ὑπολογισμό, καί τήν ἄλλη στιγμή, χωρίς κανείς νά μοῦ τό ζητήσει ἔκοψα μικρά-μικρά κομάτια τόν ἑαυτό μου καί τόν μοίρασα στά σκυλιά. Τώρα, κάθομαι μές στή νύχτα καί σκέφτομαι, πώς ἴσως πιά μπορῶ νά γράψω ἕνα στίχο, ἀληθινό.

Τάσος Λειβαδίτης - Τέχνη Τόμος Πρώτος 1950-1966.



Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!




Edward Julius Detmold


Τα Χριστούγεννα πρέπει να είναι μια μέρα με φουντωμένη τη φωτιά στο τζάκι, με μυρωδιές από λουλούδια και κρασί, με καλά λόγια, καλές αναμνήσεις και με ανανεωμένους δεσμούς.

Όμως αν λείπουν όλα τ' άλλα - η αγάπη είναι αρκετή.
Τζέσση Ο' Νηλ


Friedrich Ortlieb (1839-1909)


Τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου αποκτούν αξία μόνον όταν είναι παλαίμαχα, όταν τα κατεβάζουμε κάθε χρόνο από το πατάρι, λίγο πιο φθαρμένα κάθε φορά. Όμως αξίζουν το βάρος τους σε αναμνήσεις.

Πήτερ Γγκρέϋ (γεν. 1928)


William Kay Blacklock (1872-)


Να σου χαρίσουν ένα δώρο γεμάτο αγάπη και θυσία, διαλεγμένο με φροντίδα, που να εκφράζει όλο τον ενθουσιασμό αυτού που σου το χαρίζει. Δε θα λάβεις συχνά ένα τέτοιο δώρο, όμως όταν το λάβεις, εκτίμησέ το.

Έρμα Μπομπεκ (από το "Aπόγνωση")



Γεώργιος Ιακωβίδης  (1853-1932)



Καθόμουν κάτω από το γκι μ' ένα τελευταίο κερί να σιγοκαίει.
Όλοι οι χορευτές είχαν φύγει νυσταγμένοι, μόνο ένα κερί άναβε ακόμα, σκιές παραμόνευαν παντού. Και τότε ήρθε και με φίλησε. Ήμουνα κουρασμένος. Το κεφάλι μου έγερνε δεν άκουσα βήματα ούτε φωνή, παρά μονάχα, όπως καθόμουν εκεί, νυσταγμένος, ολομόναχος, σκυφτός στο σιωπηλό και σκοτεινό δωμάτιο, ήρθαν δυο χείλια - και με φίλησαν.

Ουώλτερ Ντε Λα Μαιρ, Βρετανός ποιητής και συγγραφέας  (1873-1956)



Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932)



Τι σου εύχομαι.
Η οικογένεια ενωμένη, όλες οι μικροδιαφωνίες στην άκρη, τρόφιμα στο κελάρι, η πόρτα να χτυπάει, φιλικά πρόσωπα, σωροί από πακέτα, κάρτες απ' όσους αγαπάς, τίποτα να μην ξεχαστεί, τίποτα να μη σου καεί, γέλια, λίγες ανοησίες, ευτυχισμένες αναμνήσεις.
Σου εύχομαι με όλη μου την καρδιά να είναι τα Χριστούγεννά σου αυτό που πρέπει να είναι - λίγη ζεστασιά στη μέση του χειμώνα, ένα γέλιο στο σκοτάδι.

Σαρλότ  Γκρεϋ  (γεν.1937)

Winter-Landscape-with-Farm-Painting-1461

Παντού, παντού Χριστούγεννα απόψε! Χριστούγεννα στις χώρες του έλατου και του πεύκου, Χριστούγεννα στις χώρες της φοινικιάς και του αμπελιού. Χριστούγεννα εκεί που οι χιονισμένες βουνοκορφές οθρώνονται γαλήνιες και λευκές. Χριστούγεννα εκεί που τα παιδιά είναι χαρούμενα και γεμάτα ελπίδες.
Χριστούγεννα εκεί που οι γέροντες είναι γκριζομάλληδες και υπομονετικοί. Χριστούγεννα εκεί που η ειρήνη φτερουγίζει σαν περιστέρι. Χριστούγεννα κι εκεί που οι γενναίοι στρατιώτες δίνουν τη μάχη.
Παντού, παντού Χριστούγεννα απόψε!

Φίλλιπς Μπρουκς , Αμερικανός κληρικός και συγγραφέας (1835-1893)


 Σπύρος Βικάτος (1878-1960) To Χριστουγεννιάτικο Δέντρο

"...Τα παιδία έκρουσαν την θύραν.Να ’ρθούμε να τραγουδήσουμε, θεια;
Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη ένδοθεν βήμα, ηνοίχθη η θύρα, και γραίά τις με μαύρην μανδήλαν προκύψασα, είπε με θλιβεράν φωνήν:
–  Όχι, παιδάκια μ’, τι να τραγ’δήστε από μας; Έχουμε μεις κανένα; Καλή χρονίτσα να’ χετε, κι σύρτε αλλού να τραγ΄δήστε.
Τους έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις την χείρα, και τα παιδία έφυγαν ευχαριστημένα, διότι, χωρίς άλλον κόπον, ειμή την ανάβασιν και κατάβασιν της κλίμακος, εκέρδισαν μίαν πεντάραν."
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ο Αμερικάνος (1891)



Ivan Constantinovich Aivazovsky - Little Russian Ox Cart in Winter

"...Τώρα όμως είχαν έρθει τα Χριστούγεννα και η Βασιλίνα δεν μπορούσε ν' αντέξει άλλο την σιωπή. Πήγε στην ταβέρνα να δει τον Γίγκορ, τον κουνιάδο του πανδοχέα, που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κάθεται τεμπέλικα στο σπίτι του στην ταβέρνα, από τότε που είχε γυρίσει απ' την στρατιωτική θητεία. Ο κόσμος όμως έλεγε πως έγραφε τα πιο ωραία γράμματα, αν τον πλήρωνες αρκετά. Η Βασιλίνα μίλησε με τον μάγειρα στην ταβέρνα, και με την γυναίκα του πανδοχέα, και στο τέλος με τον ίδιο τον Γίγκορ, και τελικά συμφώνησαν στην τιμή - δεκαπέντε καπίκια.
Έτσι τώρα, την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ο Γίγκορ καθόταν σ' ένα τραπέζι στην κουζίνα του πανδοχείου με μια πένα στο χέρι. Η Βασιλίνα καθόταν μπροστά του, βυθισμένη σε σκέψεις, με το ύφος της έγνοιας και της θλίψης στο πρόσωπό της. Ο άντρας της ο Πέτρος, ένας ψηλός, λιπόσαρκος γέροντας με φαλακρό, σκουρόχρωμο κεφάλι, την συνόδευε. Κοιτούσε σταθερά μπροστά του όπως ένας τυφλός  ένα τηγάνι τηγάνιζε χοιρινό τσιτσίριζε και κάπνιζε, κι έμοιαζε να λέει: "Σουτ, σουτ, σουτ!" Η κουζίνα ήταν ζεστή και στενή.
- Τι να γράψω; Ο Γίγκορ ρώτησε ξανά.
- Μη με βιάζεις! Γράφεις αυτό το γράμμα για τα λεφτά, όχι από έρωτα! Λοιπόν αρχίνα.
"Στον αξιότιμο γαμπρό μας Αντρέι Κραϊζόφιτς και στην μοναχοκόρη μας, την αγαπημένη Ευφημία στέλνουμε χαιρετίσματα κι αγάπη και την παντοτινή ευλογία των γονιών τους."
-Εντάξει! παρακάτω.
-"Τους ευχόμαστε ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Ζούμε και είμαστε καλά, και το ίδιο ευχόμαστε για σας εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια..." Η Βασιλίνα σταμάτησε να σκεφτεί και αντάλλαξε ματιές με τον γέροντα.
"...το ίδιο ευχόμαστε για σας εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια..." επανέλαβε και ξέσπασε σε κλάματα.

Άντον Τσέχοφ  - Τα Χριστούγεννα

Καλά Χριστούγεννα σε όλους σας !!!
...(ακόμα και με έναν "Mog" στην κουζίνα σας :)












Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Δυο χρόνια...






Βρήκαμε εύκολα να παρκάρουμε. Μέχρι να φτάσουμε, η υπερβολική κίνηση στους δρόμους είχε νικήσει όλες μας τις αντιστάσεις. Φτάσαμε ήδη ηττημένοι. Ακολουθήσαμε την ίδια διαδρομή ανάμεσα στους καλλωπιστικούς θάμνους και τα λειψά δένδρα που προσπαθούσαν χρόνια να υψωθούν χωρίς σπουδαίο αποτέλεσμα. 
Από πάνω μας ένα γεμάτο φεγγάρι ξεκουραζόταν μέσα σε άσπρα παχιά σύννεφα.
Είχε βάλει ψύχρα. 
"Θα κρυώσεις. Δε φόρεσες το μπουφάν σου..." 
Η στριφογυριστή μαρμάρινη σκάλα..κι άλλη σκάλα. Στο εσωτερικό ησυχία. Στους διαδρόμους ησυχία. Στο δωμάτιο ησυχία. 
Πλησίασα και στάθηκα όρθια δίπλα του. Δεν θυμάμαι πόση ώρα..πόσες ώρες πέρασαν.. Δεν ήθελα να φύγω. Κάποιοι μπήκαν. Δεν θυμάμαι ποιοι. 
"Κάνετε λίγο στην άκρη;" 
Έκανα στην άκρη. 
Τακτοποίησαν κάτι, άλλαξαν κάτι. Έφυγαν. Στάθηκα πάλι όρθια στο προσκέφαλο του. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου απ' το πρόσωπό του. Τον κοίταζα αλλά τον σκεφτόμουν παιδί. Τι περίεργα παιχνίδια που στήνει ο νους κάτι τέτοιες ώρες. Τον έβλεπα παιδί. Μόνο έτσι. Άνοιξε τα μάτια του. Με κοίταξε έντονα για λίγα δευτερόλεπτα. "Αχ, Μαράκι μου..." είπε, κι αυτή ήταν η πρώτη φορά, σ' όλη μας τη ζωή, που με αποκάλεσε έτσι. 
Στο τελευταίο ταξίδι που κάναμε μαζί για να παραστούμε στην κηδεία του 95χρονου θείου Νίκου, σε όλο το δρόμο γελούσαμε. Έβαζε ξανά και ξανά το παρακάτω τραγούδι που του άρεσε εκείνη την εποχή. Είχε ήδη κλείσει 4 χρόνια συνεχόμενης χημειοθεραπείας.
Ξημερώματα του Αγ. Νικολάου, την επόμενη χρονιά, έφυγε κι ο Νίκος μας.
Από τότε αναρωτιέμαι συχνά "Μήπως έχω παρεξηγήσει το θάνατο;" 
Μήπως..μήπως ο θάνατος τελικά είναι μια γιορτή των ψυχών;

Για σένα Νικολό...








  












Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Εσωστρέφεια








Της άρεσε η μυρωδιά της. 
Το έκανε συχνά όταν ήταν μόνη, να τεντώνει τη μπλούζα και να χώνει το πρόσωπό της μέσα στο άνοιγμα. 
Έμπαινε σε μια σκοτεινή σπηλιά που μύριζε σαν το δέρμα της. Έκλεινε τα μάτια και άφηνε μόνη, ελεύθερη την όσφρηση να εξερευνήσει το άγνωστο. 
Μόνο η μυρωδιά... Ζεστή σαν τσάι, μυρωμένη σαν πολυαγαπημένο ρούχο, άνοιγε νέους δρόμους στις σκέψεις της.
Μ’ αυτό τον τρόπο άρχισε σιγά-σιγά ν’ αγαπάει το σώμα της: μέσα απ’ τη μυρωδιά του. 
Όλα της φαίνονταν αλλιώτικα τώρα.
Το δέρμα έμοιαζε νεανικό, σχεδόν μωρού, μ’ αυτή την απαλή ροζ απόχρωση που του χάριζε το φως που διαπερνούσε την κόκκινη μπλούζα. 
Οι λεπτές φλέβες που διέτρεχαν το στήθος φαίνονταν πιο ντελικάτες και έσβηναν κομψά κάτω από τις μασχάλες. Οι μικρές ελιές, τα μοναδικά σκούρα στίγματα πάνω στο άσπρο, οδηγούσαν νωχελικά το βλέμμα της  προς τα κάτω.
Της έγινε συνήθεια στα δύσκολα να απομονώνεται και να μυρίζει το σώμα της.
«Είμαι τρελή» σκεφτόταν κάποιες φορές αλλά τις άλλες, τις περισσότερες, δεχόταν αυτό που της συνέβαινε σαν κάτι υπέροχο.

Έτσι έκλεινε όλο τον υπόλοιπο κόσμο απ’ έξω. Αυτή ήταν δική της ώρα και την απολάμβανε. Της έγινε εθισμός. Δεν περνούσε μέρα χωρίς να ζητήσει τη μυρωδιά της. Το γυμνό καθαρό δέρμα χωρίς τίποτα άλλο. Χωρίς αρώματα, κρέμες και τα συναφή.
Κάθε βράδυ αποκοιμιόταν με τη μυρωδιά της. 
Όλη τη νύχτα ένιωθε το δέρμα της, σαν άλλο άνθρωπο, να την αγκαλιάζει, να την προστατεύει. 
Κάθε βράδυ άνοιγε μια χοάνη μέσα από το άνοιγμα της μπλούζας της και την ρουφούσε ολόκληρη. Δεν υπήρχε όριο σ’αυτό. 
Ήταν μια διαδρομή προς τα πίσω. Μετρούσε ένα-ένα τα βήματά της προς τα πίσω, στο δρόμο που οδηγούσε στην υγρή, σκοτεινή, γλυκιά μήτρα όλο ζέστη και ασφάλεια.
Δεν είχε ανάγκη κανέναν πια, να της πει αν είναι όμορφη. 
Ούτε να περάσει το χέρι του πάνω στο δέρμα της για να το νιώσει...   



Eric Clapton - Layla (acoustic)














Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Ρενουάρ και Ρενουάρ








"Ποια πιστεύω ότι πρέπει να είναι τα δύο χαρακτηριστικά ενός έργου τέχνης; Πρώτον, πρέπει να είναι απερίγραπτο και δεύτερον πρέπει  να είναι μοναδικό." Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ.


Kυανή Ακτή 1915.  
Ένα κορίτσι ντυμένο στα κόκκινα, οδηγεί το ποδήλατό του σ’ ένα επαρχιακό δρόμο πνιγμένο μέσα σε πυκνή βλάστηση. 
Φθάνει σ’ ένα κτήμα, ανοίγει την σιδερένια αυλόπορτα και διασχίζει πεζή την απόσταση μέχρι το σπίτι του ζωγράφου Πιέρ Ογκίστ Ρενουάρ. 
Είναι η Αντρέ (Ντεντέ), μια άνεργη ηθοποιός, που έχει αναλάβει να ποζάρει στον ηλικιωμένο και άρρωστο ζωγράφο.  
Διαπερνώντας το αιωρούμενο σύννεφο της σκόνης, βλέπει να ανοίγεται εμπρός της λίγο-λίγο ένας άλλος κόσμος. 
Απλωμένα ασπρόρουχα στεγνώνουν στον ήλιο. 
Ένα ξύλινο τραπέζι στην αυλή γεμάτο πουλερικά που κάποιες γυναίκες τα μαδούν με σχολαστικότητα. 
Ένα μικρό αγόρι τρέχει ανάμεσα στους σκονισμένους θάμνους και κρύβεται στις σκιές τους. 
Ο ήλιος παίζει κρυφτό πίσω απ' το φύλλωμα της λεύκας. 
Μια πόρτα τρίζει.
Ένα ελαφρύ αεράκι παρασύρει τα πούπουλα απ’ το τραπέζι και τα στροβιλίζει ψηλά.
Το κορίτσι χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας.
Μια γυναίκα της ανοίγει και την οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού. 
Εκεί, σε λίγο, θα συναντήσει το πεπρωμένο της και το πεπρωμένο των ανθρώπων που θα επηρεάσει.









Kυανή Ακτή 1915.
Ο διάσημος Γάλλος ζωγράφος Πιέρ Ογκίστ Ρενουάρ, σε προχωρημένη ηλικία, ζει σ’ ένα «κουκλόσπιτο», γεμάτο φως, πίνακες και γυναίκες, που μοναδικό τους μέλημα είναι να τον υπηρετούν. Μαζί του ζει ο Κλοντ, ο μικρότερος γιος του.  Οι δύο μεγαλύτεροι, ο Πιέρ και ο Ζαν πολεμούν. 
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μαίνεται.
Βρίσκεται βυθισμένος στη θλίψη λόγω του πρόσφατου θανάτου της συζύγου του, που υπεραγαπούσε ενώ παλεύει συγχρόνως με την παραμορφωτική αρθρίτιδα και τους φρικτούς πόνους που του προκαλεί. Λόγω της ασθένειας είναι αναγκασμένος, για να ζωγραφίσει, να δένει στο χέρι του το πινέλο. 
Παρ' όλα αυτά δεν σταματάει να ζωγραφίζει.

Μια μέρα καταφθάνει στο σπίτι του μια κοπέλα, η Αντρέ. Θα είναι το τελευταίο του μοντέλο. Ο ηλικιωμένος Ρενουάρ «ανασταίνεται». Αυτό το κορίτσι με τη ζωντάνια  του και το εκρηκτικό του ταπεραμέντο δίνει ξανά ζωή και έμπνευση στον ηλικιωμένο ζωγράφο. Γίνεται η τελευταία μούσα του και του ποζάρει γυμνή.





Το σπίτι όμως αναστατώνεται. 
Η «ιερή» τελετουργική καθημερινότητα που είχε επιβάλλει η γυναίκα του ζωγράφου, όσο ζούσε, ανατρέπεται από την ατίθαση και ελευθεριάζουσα Αντρέ.΄

Ο Ζαν τραυματίζεται σοβαρά και επιστρέφει στο σπίτι για να αναρρώσει. Εκεί γνωρίζει την Αντρέ και την ερωτεύεται με πάθος. 
Καθηλωμένος από τα τραύματά του, μακριά από το μέτωπο του πολέμου, αποφασίζει να ασχοληθεί περισσότερο με αυτό που αγαπά περισσότερο: τον κινηματογράφο.
Η επιρροή της Αντρέ σ' αυτό είναι καταλυτική. Γίνεται η μούσα του. Τον παροτρύνει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε κάτι που ο πατέρας του απεύχεται. 


"Ρενουάρ -Έχω ένα γιο ηθοποιό. Τον Πιερ.
Αντρέ - Ναι;
Ρενουάρ - Εδώ και ένα χρόνο.
Αντρέ - Έχει παίξει στο σινεμά;
Ρενουάρ - Δόξα Τω Θεώ, όχι. Στο θέατρο! Αλλά δεν είναι και πολύ καλύτερο.
Αντρέ - Γιατί το λέτε αυτό;
Ρενουάρ - Δεν είναι κανονική δουλειά. Η δεξιοτεχνία του να χρησιμοποιείς τα χέρια σου, για να φτιάξεις κάτι…που να έχει διάρκεια.
Αντρέ - Πού να μείνει στο μυαλό του κόσμου;
Ρενουάρ - Ακριβώς. Για παράδειγμα… μια καρέκλα.  Ένα σπίτι. Ένα ζευγάρι παπούτσια. Ένα πιάτο.
Αντρέ - Πάντα έτσι είσαι;
Ρενουάρ - Πώς;
Αντρέ - Ένας γέρος γκρινιάρης.
Ρενουάρ - Ποτέ όταν δουλεύω.
Αντρέ - Και ο τρίτος γιος σου;
Ρενουάρ - Ο Ζαν;
Αντρέ - Τι κάνει;
Ρενουάρ - Τα πάντα και τίποτα..."


Ο Ζαν Ρενουάρ που μικρός "...έκανε τα πάντα και τίποτα!" έγινε στην πορεία της ζωής του "...Ο σημαντικότερος σκηνοθέτης όλων των εποχών. Ένας Ρενουάρ στο λευκό πανί είναι όπως μια Ρολς Ρόις στο γκαράζ." όπως έγραψε λίγες μέρες μετά το θάνατό του, το Φεβρουάριο του 1979, ένας γίγαντας του κινηματογράφου, ένας ιδιοφυής δημιουργός, αντάξιός του, ο Όρσον Γουέλς.
  
Για πολλούς ιστορικούς και θεωρητικούς του κινηματογράφου ο Ζαν Ρενουάρ είναι ο κινηματογραφιστής που μίλησε μέσα από τις ταινίες του για τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχόλησαν την Ανθρωπότητα και την εποχή του: τη φτώχεια, τον έρωτα, το θάνατο, τη διαφθορά, τον πόλεμο, τον ξεπεσμό των αστών και των κτηματιών, και όλα αυτά με έναν μοναδικό, ποιητικό τρόπο - παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές κινηματογραφιστών. Το στίγμα που άφησε στην ιστορία του κινηματογράφου διακρίνεται από τις έντονες επιρροές του εικαστικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγάλωσε.

"...Ως παιδί μεγάλωσα με τους γονείς μου, ανθρώπους ανίκανους να κάνουν τα στραβά μάτια μπροστά στην αλήθεια που κρύβεται κάτω από τη μάσκα. 
Ήμουν πολύ τυχερός που διδάχτηκα να βλέπω τα πράγματα ξεπερνώντας τις αυταπάτες της νιότης. Αυτό όμως δυσαρεστεί τους ανθρώπους. Η αλήθεια τους κάνει να νιώθουν άβολα." είπε αναφερόμενος στην σπουδαία ταινία του "Ο Κανόνας του Παιχνιδιού" ( The Rooles of the Game- 1939)

Ο Κανόνας του Παιχνιδιού και η Μεγάλη Χίμαιρα, του Ζαν Ρενουάρ αποτελούν κλασσικά αριστουργήματα της 7ης τέχνης. Ειδικά ο Κανόνας του Παιχνιδιού θεωρείται η δεύτερη καλύτερη ταινία όλων των εποχών μετά τον Πολίτη Κέιν του Όρσον Γουέλς.

Ο κόσμος του Ζαν Ρενουάρ στη ιστορία του σινεμά


  






Ζαν Ρενουάρ, ο σημαντικότερος σκηνοθέτης όλων των εποχών και πατέρας του ποιητικού ρεαλισμού.


 Πιέρ Ογκίστ Ρενουάρ, ένας από τους κύριους ζωγράφους του Ιμπρεσιονισμού (= η αποτύπωση του φευγαλέου, της εντύπωσης που δημιουργείται περισσότερο παρά της φόρμας. Είναι η επανάσταση κατά του κλασικισμού, μια προσπάθεια απεικόνισης της εντύπωσης μόνο με χρώμα.)
ΙΜΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ

Ο Ζαν με τον ζωγράφο πατέρα του.





       Αντρέ Χόεσλινγκ (1900-1979)

Ήταν πρόσφυγας από την Αλσατία. Δέχτηκε να ποζάρει στον Πιέρ Ογκίστ Ρενουάρ μετά από πρόταση της γυναίκα του, λίγο πριν το θάνατό της. 
Ο Ζαν Ρενουάρ, παντρεύτηκε την Αντρέ, απέκτησε μαζί της ένα γιο και της έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις πρώτες βουβές ταινίες του αλλάζοντας το όνομά της σε Catherine Hessling.



Η γυναίκα στους πίνακες του Ρενουάρ είναι η ίδια η Φύση.



"...Κάποια μέρα ένας από μας που δεν είχε μαύρο χρώμα, χρησιμοποίησε το μπλε. Ο ιμπρεσιονισμός είχε γεννηθεί."





"...Είναι με το πινέλο μου που κάνω έρωτα."



"Ο πόνος φεύγει. Η ομορφιά μένει." 








"...Άν ο Θεός δεν είχε πλάσει τα στήθη των γυναικών, δεν ξέρω αν θα είχα γίνει ζωγράφος."




"...Να είσαι καλός τεχνίτης. Αυτό δε σε εμποδίζει να είσαι μεγαλοφυΐα."



Όλα τα πλάνα της ταινίας είναι σαν ζωντανοί πίνακες (tableaux vivants) του Ρενουάρ.


"...Πλησιάζεις τη Φύση με θεωρίες... και η Φύση τις πετάει κάτω."







Οι διάλογοι και οι φωτογραφίες είναι από την ποιητική βιογραφική ταινία "Renoir" του Ζιλ Μπουρντό, που αποτέλεσε την επίσημη υποψηφιότητα της Γαλλίας για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 2014.





Η υπέροχη μουσική του έργου ανήκει στον πολυβραβευμένο συνθέτη κυρίως μουσικής ταινιών Αλεξάντρ Ντεσπλά  (το γένος Αλέξανδρος Λαδόπουλος με καταγωγή από το Βόλο). Έχει ήδη δύο Όσκαρ στο ενεργητικό του. 

Αλεξάντρ Ντεσπλά


Μια μουσική βόλτα μέσα από ταινίες: Alexandre Desplat


Alexandre Desplat "Renoir"



Ο Γάλλος ζωγράφος και εκπρόσωπος του ιμπρεσιονισμού Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ, γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου του 1841 και απεβίωσε στις 3 Δεκεμβρίου του 1919 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B9%CE%B5%CF%81_%CE%A9%CE%B3%CE%BA%CF%8D%CF%83%CF%84_%CE%A1%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%AC%CF%81)

Ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν Ρενουάρ γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1894 και απεβίωσε στις 12 Φεβρουαρίου του 1979. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CE%B1%CE%BD_%CE%A1%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%AC%CF%81)

Πηγή αποφθεγμάτων: Ογκίστ Ρενουάρ αποφθέγματα

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019

Ήσυχες σκέψεις







Πόσο τρελό φαίνεται να προσπαθείς να μάθεις τα μυστικά του Σύμπαντος παρατηρώντας απλά ένα μυρμήγκι να περπατάει στωικά κουβαλώντας ένα, δυσανάλογα μεγαλύτερο απ' το μέγεθός του ψίχουλο ή μια μέλισσα να κάνει τους επίμονους κύκλους της πετώντας πάνω από το μοναδικό λουλούδι της ξεμεινεμένης  γλάστρας του μπαλκονιού!


Κι όμως, το μυστήριο της ζωής κλείνεται σε κάτι τόσο μικρό όσο μια φευγαλέα σκέψη, μια κοφτή ανάσα, ένα βλέμμα στον ουρανό.

Παρατηρώ από ώρα την επίμονη μέλισσα - που δεν ξέρω από πού μπορεί να ήρθε στον αφιλόξενο τόπο μου. 
Τι την έκανε να ψάξει και να βρει το μοναδικό λουλούδι της γλάστρας μου;
Η φτώχεια του περιβάλλοντος σε πράσινο ή η βεβαιότητα  πως κάπου μέσα σ’αυτό το γκρίζο πλήθος, σ’ αυτόν τον πολυσύχναστο δρόμο, σ’ αυτό το στριμωγμένο μπαλκόνι –ανάμεσα σε τόσα άλλα – υπάρχει ένα λουλούδι που την περιμένει;

H ελπίδα είναι σαν τη μέλισσα. 
Πάντα αναζητάει μέσα μας το νέκταρ της ζωής: την ευτυχία...

Καληνύχτα ονειροπόλοι μου...


Quiet Resource










Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Φθινοπωρινοί τύποι...


(Σεπτέμβριος 2019 -από τις διακοπές μου- )




 σόι φθινοπωρινοί τύποι είμαστε αν... 

-  δεν ξεχωρίζουμε τα φύλλα των δέντρων

- δεν φτιάχνουμε μια μηλόπιτα που να τρώγεται

- δεν ξέρουμε να ψήνουμε σωστά τα κάστανα

- δεν διακρίνουμε όλες τις αποχρώσεις του κίτρινου, του καφέ και του κόκκινου

- δεν σκαρώνουμε δυο –τρεις στίχους της προκοπής

- δεν καταλαβαίνουμε γιατί η γάτα μας -σώνει και καλά- θέλει να τρυπώσει στο κρεβάτι

- δεν θυμόμαστε ξαφνικά όλους τους πρώην

- δεν γυρίζουμε νοερά πίσω, στα παιδικά μας χρόνια

- δεν περπατάμε στη βροχή

- δεν ανάβουμε το βράδυ κεράκια με άρωμα βανίλιας

-  δεν ακούμε ξανά και ξανά το  Fur Elise τα βροχερά απογεύματα 

- δεν νοσταλγούμε τα σχολικά μας χρόνια

- δεν αγοράζουμε κρυφά μολύβια με ωραία χρώματα, γόμες ζωάκια, ρομαντικά τετράδια και μπλοκ (που θα μείνουν στο ράφι αχρησιμοποίητα μαζί με τα περσινά και τα προ περσινά)
Ε; τι σόι φθινοπωρινοί τύποι είμαστε; Όσοι είμαστε βεβαίως.
Επιτέλους, ήρθε η σειρά μας αδέρφια ! 
Ευτυχείτε! :)




Το πασίγνωστο Für Elise έκανε πρεμιέρα στις 27 Απριλίου του 1810. Οι ειδικοί μελετητές του έργου του Μπετόβεν δεν έχουν καταφέρει να μάθουν την πραγματική ταυτότητα της Ελίζας. Ή μήπως της Τερέζας; Στα σαράντα του χρόνια ο Μπετόβεν έγραψε ένα έργο  που το ονόμασε"Για την Τερέζα" προκειμένου να εντυπωσιάσει την δεκαοχτάχρονη Τερέζα Μαλφάτι φον Ρόρενμπαχ τσου Ντέτσα, στην οποία είχε κάνει και πρόταση γάμου.  Εκείνη τον απέρριψε πανηγυρικά και προτίμησε τη σιγουριά, τα νιάτα και τους τίτλους ευγενείας ενός ανώτερου υπαλλήλου της αυλής των Αψβούργων. Ο Μπετόβεν εκείνη την εποχή ζούσε σε μεγάλη φτώχεια.

Το έργο εκδόθηκε το 1865 και ο μουσικολόγος Λούντβιχ Νολ που μπερδεύτηκε από τον κακό γραφικό χαρακτήρα του Μπετόβεν, αντέγραψε λανθασμένα το όνομα και αντί Τερέζε έγραψε Ελίζε. 

Έχουν γραφτεί κι άλλες εκδοχές για την ταυτότητα της μούσας του Μπετόβεν. Όμως δεν έχει και τόση σημασία. Το σημαντικό είναι πως η άγνωστη γυναίκα ενέπνευσε τον μεγάλο συνθέτη ώστε αυτός με τη σειρά του να δημιουργήσει μια υπέροχη μελωδία που παίζεται και θα παίζεται μέσα στο χρόνο και πάντα θα μας μελαγχολεί λιγάκι. Ο Μπετόβεν δυστυχώς υπήρξε άτυχος στον έρωτα και όσες φορές ερωτεύτηκε, απογοητεύτηκε βαθιά. 


Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/F%C3%BCr_Elise