Αναρτήσεις

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

Θα αντέχατε να είστε μια μεγαλοφυΐα;





1889-1951



Ήταν το όγδοο παιδί μιας από τις πλουσιότερες και επιφανέστερες οικογένειες της πόλης. Ο πατέρας του,  βιομήχανος σιδήρου και χάλυβα, λάτρευε και υποστήριζε τις εικαστικές τέχνες. Όλα τα αδέλφια του αποδείχτηκαν έξυπνα και χαρισματικά αλλά ο Λούντβιχ, το όγδοο, ήταν από μικρό το μαύρο πρόβατο της οικογένειας.

"Είμαι ψυχρός και τυλιγμένος στον εαυτό μου"

Η μόνη κλίση που είχε ήταν στις κατασκευές αλλά κανείς μέσα στο σπίτι δεν άντεχε την κακή του συνήθεια να τους εκνευρίζει κάνοντας συνεχώς αινιγματικές ερωτήσεις. Παραδείγματος χάριν, όταν ήταν εννέα χρονών προβληματιζόταν για την χρησιμότητα της ειλικρίνειας και του ψέματος.

Σε νηπιακή ηλικία



Σχολείο πήγε για πρώτη φορά στα δέκα τέσσερα. Ως τότε παρακολουθούσε μαθήματα στο σπίτι. Μέσα του πάλευε συνεχώς με το άγχος. Η μόδα της εποχής που ήταν η αυτοκτονία των νέων, βρήκε σ’ αυτόν πρόσφορο έδαφος αλλά συγχρόνως έγινε και η αιτία να κουβαλάει μέσα του για χρόνια μεγάλη ντροπή που δεν κατάφερε κι εκείνος όπως τόσοι άλλοι νέοι, να δώσει τέλος στη ζωή του.



" Η μέρα μου κυλάει με λογική, σφύριγμα, περιπάτους και με το να είμαι μελαγχολικός"

Γράφτηκε στην τεχνική σχολή στο Λίτσς και εκεί βρήκε συμμαθητή τον Χίτλερ. Ήταν κακός μαθητής αλλά ο Χίτλερ ήταν χειρότερος από εκείνον. Φίλους δεν κατάφερε να αποκτήσει και έτσι απομονώθηκε.

Karl Wittgenstein, ο πατέρας.



Στα δέκα εννέα του χρόνια πήγε στο Μάντσεστερ για να σπουδάσει αεροναυπηγική. Αλλά ούτε κι εκεί κατάφερε να αποκτήσει φίλους. Η μοναξιά τον έκανε πολύ νευρικό και άρχισε να βρίζει. Βρήκε καταφύγιο στα μαθηματικά. Η φιλοσοφία των μαθηματικών έγινε το πάθος του.

Η ζωή του άρχισε να παίρνει νόημα απ’ τη στιγμή που βρέθηκε στα είκοσι δύο του, στο κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Εκείνη την εποχή δίδασκε εκεί μαθηματική λογική ο Μπέρτραντ Ράσελ που είχε σχεδόν τα διπλά του χρόνια.

Ο Λούντβιχ τον επισκέφθηκε απρόσκλητα μια μέρα στο διαμέρισμά του και του ζήτησε να τον βοηθήσει να διαπιστώσει αν διέθετε πραγματικά κλίση στη φιλοσοφία. Αμφισβητούσε συνεχώς τον εαυτό του. 

Ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ (1907)



"Βλέπω τι ηλίθιος είμαι κατά βάθος και αισθάνομαι χάλια"

Ο Ράσελ βρήκε τον μπελά του. Ο καημένος πέρασε με τον Λούντβιχ των παθών του τον τάραχο κοινώς τα πάνδεινα!
Και τι δεν του έκανε!
Τον ξαγρυπνούσε επιχειρηματολογώντας με έξαψη ενώ συγχρόνως κοπανούσε τα έπιπλα. 
Γκρίνιαζε συνεχώς ή έμενε ατέλειωτες ώρες σιωπηλός. 
Προτιμούσε να τρώει σκέτα παξιμάδια παρά να κατέβει με τους άλλους φοιτητές στην τραπεζαρία. Εύρισκε τους ανθρώπους γύρω του αισχρούς και ανώριμους. 
Δεν ενδιαφερόταν για θέματα κοινού ενδιαφέροντος και ήταν εναντίον στο να δοθεί το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες επειδή όλες οι γνωστές του ήταν ηλίθιες. 
Για να συγκεντρωθεί περισσότερο στις φιλοσοφικές του μονομανίες δοκίμασε την ύπνωση. 
Θεωρούσε αισθητικά απαράδεκτα τα πήλινα σερβίτσια και απεχθανόταν τα στίφη των Αμερικανών τουριστών. 
Περνούσε κρίσεις κακοκεφιάς και δήλωνε με κάθε ευκαιρία πως ήταν μια δυστυχισμένη ύπαρξη με αβάσταχτα κρίματα.
Απ’ τα πολλά, κατέληξε στο γιατρό που διέγνωσε πως απλά... «..είναι τα νεύρα του!»

Κάποια στιγμή άρχισε να υπολογίζει σχολαστικά πόσο του απέμενε να ζήσει. 
Αφού το Κέιμπριτζ τον έπνιγε, ο κόσμος του προκαλούσε αλλεργία και το φως της ημέρας δεν το άντεχε, αποφάσισε να βρει ένα μέρος να απομονωθεί. 
Και το βρήκε στη Νορβηγία. 
Αποφάσισε λοιπόν να πάει να ζήσει εκεί σαν ερημίτης.
Διάλεξε το φιόρδ που του άρεσε (Sogne) και εγκαταστάθηκε στο χωριό Skfolden.



Το φιόρδ Sogne με το χωριό Skfolden.
Το ξύλινο σπιτάκι του ήταν αριστερά.



Στο μεταξύ ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Λούντβιχ αποφάσισε να διακόψει την απομόνωσή του και να καταταγεί εθελοντής γιατί το είδε ως "ευκαιρία" να ξεκουραστεί απ’ την πνευματική εργασία, να μπει επιτέλους σε μια ομάδα και να πιστέψει στο Θεό.
Απογοητεύτηκε όμως οικτρά. 
"Ωμούς, μεθύστακες, αχρείους και μοχθηρούς" συμπολεμιστές συνάντησε στο ανατολικό μέτωπο.  Δεν έμοιαζαν καθόλου σε "ανθρώπινα πλάσματα". 
Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να μην τους μισήσει. Έτσι απομονώθηκε στο παρατηρητήριο. 
«Ή θα παραμείνω ένα γουρούνι ή θα βελτιωθώ, τελεία και παύλα!» 


Είχε ήδη αρχίσει να γράφει το έργο του «Tractatus logico-Philosophicus», και όσο καιρό βρισκόταν στο μέτωπο, κατάφερε να το ολοκληρώσει. Πρόκειται για ένα κλασικό έργο, απαράμιλλου συνδυασμού λογικής, ακρίβειας και ποιητικής έντασης.

"Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου"

Το βιβλίο βασίζεται στην ιδέα ότι τα φιλοσοφικά προβλήματα προκύπτουν από παρεξηγήσεις της λογικής της γλώσσας και προσπαθεί να δείξει ποια είναι αυτή η λογική.
Το 1931 περιέγραψε ο ίδιος το έργο του ως εξής:


" Η γλώσσα βάζει σε όλους τις ίδιες παγίδες. 
Είναι ένα τεράστιο δίκτυο από εύκολα προσβάσιμες λανθασμένες στροφές. Κι έτσι παρακολουθούμε τον έναν μετά τον άλλον να περπατούν στα ίδια μονοπάτια και ξέρουμε εκ των προτέρων πού θα διακλαδωθεί, πού θα περπατήσει ευθεία χωρίς να παρατηρήσει την στροφή κ.λ.π.
Αυτό που πρέπει να κάνω τότε είναι να στήσω πινακίδες σε όλες τις διασταυρώσεις που υπάρχουν λανθασμένες στροφές για να βοηθηθούν οι άνθρωποι να ξεπεράσουν τα επικίνδυνα σημεία."


Πράγματι, όλοι θυμόμαστε πως όταν είμασταν νέοι και το λεξιλόγιό μας μεγάλωνε για πρώτη φορά, οι αντιλήψεις μας για το "τί συμβαίνει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ" περιορίζονταν λόγω της ανικανότητάς μας να το περιγράψουμε. 
Όσο φτωχότερο ήταν το λεξιλόγιό μας, τόσο πιο απλοποιημένα συμπεράσματα βγάζαμε.

"Επιτέλους θα βγω από τον κόσμο των δυστυχισμένων"


Επέστρεψε στη Βιέννη αρνούμενος να βγάλει την στρατιωτική στολή του και έχοντας πάρει την απόφαση να εκπαιδευτεί...ως δάσκαλος δημοτικού.
Ο διορισμός του σε σχολεία μικρών χωριών της επαρχίας της Βιέννης τον ενθουσίασε στην αρχή.

Δεν ενθουσίασε όμως καθόλου τους "επαρχιώτες" που είδαν από νωρίς στο πρόσωπο του Λούντβιχ έναν εκκεντρικό άνθρωπο.
Έφυγε από το πανδοχείο που έμενε στην αρχή και μεταφέρθηκε στην κουζίνα του σχολικού κτιρίου. Κατασκεύασε μάλιστα μόνος του το κρεβάτι που κοιμόταν. Η οικογένειά του, του έστελνε δώρα και τρόφιμα αλλά εκείνος φρόντιζε να επιστραφούν αμέσως. 

Μια σταθερή αντιπάθεια εδραιωνόταν σιγά-σιγά προς το πρόσωπό του, ιδιαίτερα όταν άρχισε να δέρνει, να τραβάει τα τσουλούφια και τ' αυτιά όσων παιδιών δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν το πνεύμα του. 
Έξαλλη μαζί του η τοπική κοινωνία!

Το 1926, έχασε μια μέρα, στο μάθημα, την υπομονή του και χτύπησε έναν αδύναμο και φιλάσθενο μαθητή του. Το παιδί λιποθύμησε. Εκεί ήταν που έληξε η διδασκαλική καριέρα του Λούντβιχ. 
Μετά το δυσάρεστο συμβάν δήλωσε παραίτηση.



Ο Βιτγκενστάιν δάσκαλος - 1922 



Μετά από αυτή την αποτυχία του, αποφάσισε να γίνει κηπουρός σε ένα μοναστήρι Ιωαννιτών στο Χύτελντορφ. Εκεί χρησιμοποιούσε ως κατάλυμα την αποθήκη των εργαλείων.
Το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου η αδελφή του Γκρετλ του ζητάει να σχεδιάσει το νέο της σπίτι. 
Ο Λούντβιχ φανατίζεται με το νέο του "παιγνίδι". 
Βασιζόμενος πάνω στα πρότυπα του μοντερνιστή βιεννέζου αρχιτέκτονα Άντολφ Λους (1870-1933) δημιούργησε ένα οίκημα με την αυστηρότητα λογικού συστήματος.
Οι πρακτικές ανάγκες των ενοίκων δεν τον απασχόλησαν. Έφερε το τεχνικό συνεργείο στα όριά του. Όλοι έξαλλοι μαζί του!


Επιτέλους, ο Λούντβιχ ερωτεύεται...

...αλλά όχι μια κοπέλα στα μέτρα του. Ερωτεύεται ένα κορίτσι εκ διαμέτρου αντίθετο απ' αυτόν. Εκείνη, η Μαργκερίτ Ρέσπινγκερ ήταν συμφοιτήτρια του ανιψιού του, μια κεφάτη, κοινωνική νεαρή με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Εκείνος  σοβαρός και εστιασμένος στις σκέψεις του. Την συνόδευε φορώντας αρβύλες και ανοιχτά πουκάμισα, την πήγαινε να βλέπουν γουέστερν και της έκανε το τραπέζι σε φθηνά μαγαζιά. 
Το 1931 της ζήτησε να τον παντρευτεί αλλά...με όρους!
Οι όροι του ήταν οι εξής: 1) να έχουν πλατωνική σχέση και 2) να μην κάνουν παιδιά. Το κορίτσι μετά από αυτό εξαφανίστηκε...



Ο Βιτγκενστάιν κάθεται με τους φίλους και την οικογένειά του στη Βιέννη. 
Η Marguerite Respinger είναι η πρώτη από αριστερά. 



Ο Λούντβιχ συνέχισε την ερωτική του ζωή δημιουργώντας σχέσεις με ομοφύλους του. 
Τους φερόταν όμως σαν να ήταν αόρατοι.
Ήθελε απλά να βρίσκονται κάπου στο χώρο. Δεν τον ενδιέφερε να σχετιστεί μαζί τους συναισθηματικά. 
Γενικά στις παρέες του εμφανιζόταν μ' ένα παγερό χαμόγελο, τον ενοχλούσε να μιλούν μπροστά σε κυρίες για σεξ και πετούσε κοινοτοπίες και κρύα αστεία.  

Το 1929 επέστρεψε στο Κέιμπριτζ για μια σειρά διαλέξεων με ομιλητή τον ίδιο.
Όσο μεγάλωνε το ακροατήριό του, μεγάλωνε και η νευρικότητά του.
Σκεφτόταν δυνατά και ύστερα έκανε τεράστιες παύσεις κοιτώντας την παλάμη του. Είχε ξαφνικά ξεσπάσματα και αναθεμάτιζε μπροστά τους τη βλακεία του. Εκείνοι όμως κρέμονταν απ' τα χείλη του ακόμα κι όταν δεν καταλάβαιναν λέξη απ' ό,τι τους έλεγε και μιμούνταν το στυλ του.
Ένας ακόμα λόγος για να γίνεται "θηρίο"!

" Μου λείπει πολύ κάποιος με τον οποίο να λέω ανοησίες με τη σέσουλα"

"Είμαι νευρικός όταν γράφω και όλες μου οι σκέψεις βγαίνουν λαχανιασμένες"

"Είμαι κομμουνιστής στην καρδιά"

Του κατέβαιναν συχνά πυκνά διάφορες ιδέες όπως: Να συγγράψει την αυτοβιογραφία του, να σπουδάσει ιατρική ή μηχανουργία, να εργαστεί στη Ρωσία ως ανειδίκευτος εργάτης.

Στην πραγματικότητα αυτό που ήθελε ήταν να υπηρετήσει ένα ιδανικό που θα τον έφερνε σε επαφή με ό,τι πάντα γύρευε: το Υψηλό και το Αιώνιο. 
Ενώ ο ίδιος έβλεπε τον εαυτό του μέσα σε κολχόζ (συναιτεριστικό αγρόκτημα στη Ρωσία), οι Σοβιετικοί τον προόριζαν για το πανεπιστήμιο.
Τελικά επέστρεψε στο Κέιμπριτζ.

Η κατάσταση της υγείας του με το χρόνο χειροτέρευε. Οι νευρώσεις του πλήθαιναν. Εξελίχθηκε σε μανιακό της καθαριότητας.  
Άπλωνε υγρά φύλλα τσαγιού στο πάτωμα για απολύμανση. Είχε τύψεις για τις σεξουαλικές ομόφυλες επαφές του. 
Για παρηγοριά είχε τη μουσική, τις αστυνομικές ιστορίες και τον κινηματογράφο. Γινόταν έξαλλος με τα "Επίκαιρα" που έμπαιναν σφήνα ανάμεσα στα έργα. Έβλεπε μανιωδώς γουέστερν και μιούζικαλ και διάβαζε το αγαπημένο του περιοδικό "Detective Story Magazine" που του έστελνε από την Αμερική ο φίλος του Νόρμαν Μάλκομ.

Το φθινόπωρο του 1941 έφυγε πάλι από το Κέιμπριτζ. 
Έγινε βοηθός στο φαρμακείο του νοσοκομείου Guy's συμβουλεύοντας επίμονα τους ασθενείς να μην παίρνουν φάρμακα. 
Συμμετείχε σε ερευνητική μονάδα στο Νιούκαστλ. 
Τα κατάφερνε παντού περίφημα αλλά ένιωθε πάντα μόνος. Έκανε απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον της ανθρωπότητας. 

" Ο θρίαμβος της επιστήμης και της τεχνολογίας θα είναι η καταστροφή της" υποστήριζε.

Στα 55 του αισθανόταν ψυχικά και σωματικά ράκος.
Το 1951 πέθανε από καρκίνο του προστάτη.
Το τελευταίο διάστημα της ζωής του η αξία του είχε αναγνωριστεί σε όλο τον κόσμο.
Εξακολούθησε μέχρι το τέλος να έχει μεταπτώσεις στη διάθεση, να είναι κτητικός στις φιλίες, να αναζητά την τέλεια διατύπωση των ιδεών και να αποζητά ανθρώπους με  "τίμια σκέψη".


"Νιώθω ξένος σε αυτόν τον κόσμο"

"Μακάρι το σώμα μου να μην επιζήσει της ψυχής μου"

"Μπορώ να απεξαρτηθώ από τη Μοίρα"

"Πείτε τους πως έζησα μια υπέροχη ζωή"


Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα!
Ο νευρικός, μοναχικός, ανασφαλής, ιδιοφυής Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν.
Εργάστηκε πάνω στην Αναλυτική Φιλοσοφία και την Λογική και το έργο του έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης του 20ου αιώνα.
Κι αν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε απόλυτα την πολύπλοκη φιλοσοφική σκέψη του, σίγουρα θα μπορούσαμε να τον συμπαθήσουμε για τα γλυκά emoji ( 😀😊😐😏😞😠...) που επινόησε, πρώτος αυτός, για μας.

" Άν ήμουν αρκετά καλός στο σχέδιο, θα μετέδιδα έναν ασύλληπτο αριθμό εκφράσεων με τέσσερις γραμμές μόνον"

"Λέξεις όπως "πομπώδης" και "επιβλητικός" μπορούν να εκφραστούν ως πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό οι περιγραφές μας θα γίνονται πολύ πιο ευέλικτες και ποικίλες απ' όταν εκφράζονται με επίθετα." 

Τα παραπάνω σχόλιά του βασίζονται στις γενικότερες θεωρίες του γύρω από τη γλώσσα.



Περισσότερα για τη ζωή και το έργο του: Βίτγκενσταϊν


Υλικό από το βιβλίο: ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΪΝ του MONK RAY - Εκδόσεις SCRIPTA -2002
Φωτογραφίες από Wikipedia





ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛ







Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Και θα είμαστε επικίνδυνοι...

 




ΗΤΤΑ


του Χαλίλ Γκιμπράν ή Χαλίλ Τζιμπράν (ορθή προφορά στα αραβικά) ή του "ανθρώπου από το Λίβανο", όπως είναι ευρύτερα γνωστός .

Οι πολύτιμες ήττες μας, πόση δύναμη μας χαρίζουν!





Ήττα, Ήττα μου, μοναξιά μου κι ερημιά μου,

Είσαι για με ακριβότερη κι από θριάμβους χίλιους,

Και στην καρδιά μου γλυκύτερη, από του κόσμου όλη τη δόξα.


Ήττα, Ήττα μου, αυτογνωσία κι αψηφισιά μου,

Ξέρω μ' αφορμή δική σου, πως είμαι νέος ακόμα και γοργοπόδαρος, 

Κι απαγίδευτος - σε μαραμένες δάφνες,

Και μέσα σου βρήκα μοναξιάς απάγκειο.

Και τη χαρά κεινού: π' αποφεύγεται και που καταφρονιέται.


Ήττα, Ήττα μου, αστραπόβολο σπαθί κι ασπίδα μου,

Στα μάτια τα δικά σου διάβασα

Πως ενθρονισμένος θα πει σκλαβωμένος,

Και καταληπτός, ισοπεδωμένος,

Και αδραγμένος, δε σημαίνει άλλο παρά ολοκληρωμένος

Όταν πια σαν ώριμο φρούτο, πέφτει ανάλωμα.


Ήττα, Ήττα μου, τολμηρέ μου σύντροφε,

Θ' ακούσεις και τα τραγούδια μου και τις σιωπές μου,

Εσύ κι άλλος κανένας, θα μου μιλάς για φτερουγίσματα,

Και για θαλασσινές βιασύνες,

Και για βουνά που λαμπαδιάζουν μες στη νύχτα,

Και μόνο εσύ, θα σκαρφαλώσεις την απότομη και βραχόσπαρτη ψυχή μου.


Ήττα, Ήττα μου, αθάνατο θάρρος μου,

Σύ κι εγώ θα γελάμε μαζί, με την καταιγίδα,

Και θα σκάβουμε τάφους για κείνα όλα που πεθαίνουν μέσα μας,

Και θα στεκόμαστε αποφασιστικά στον ήλιο,

Και θα είμαστε επικίνδυνοι.


("Ήττα" από τον Τρελό του Χαλίλ Γκιμπράν -εκδόσεις Μπουκουμάνη 1976, μετάφραση Σταύρος Μελισσηνός) 

Περισσότερα εδώ: ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ