Αναρτήσεις

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Ο Ταρίκ





Τον Ταρίκ δουλευταρά δεν τον λες. 
Έχει όμως το κατιτίς του. Η ευγένεια, το επίχρυσο μυωπικό γυαλί του, οι τρόποι του, το στήσιμο του κορμιού του όταν σου κόβει τον κιμά ή σου δίνει να δοκιμάσεις τη γραβιέρα Κρήτης, όλα αυτά ή τίποτα από όλα αυτά μα κάτι άλλο που πάντα σου διαφεύγει, τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους υπαλλήλους.
Έπειτα είναι και εκείνη η ευκολία να πιάνει κουβέντα με τους πελάτες. Διαπερνά με τόση άνεση και φυσικότητα τον αδιαφανή τοίχο των λογισμών σου που δεν ξέρεις αν θέλεις να του θυμώσεις ή να του χαμογελάσεις.
Δουλευταρά πάντως δεν τον λες.
Ουρά κάνουν οι πελάτες στο δικό του πόστο όσο εκείνος φλυαρεί με την άνεσή του. Θέματα για φλυαρία άπειρα. Ο καιρός το πιο προσφιλές. Μετά ακολουθεί η κρίση, τα παιδιά του, η αγάπη του για την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα που ομολογουμένως μιλάει άπταιστα.

Τα χρόνια που πέρασαν και η συνήθεια να ψωνίζω συχνά από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς, μας έφεραν πιο κοντά.
Έτσι, μια μέρα, βρήκε το θάρρος να με καλέσει στο σπίτι του.
"Θα χαρώ πολύ να έρθετε από το σπίτι, να σας προσφέρουμε ένα καφέ, να γνωρίσετε και την οικογένεια…"
Δεν πέταξα τη σκούφια μου. Η φύση όμως που με προίκισε με τη δυσκολία του συγχρωτισμού, δεν φρόντισε να με απαλλάξει από τους καλούς τρόπους. Η δυσκολία του συγχρωτισμού και οι καλοί τρόποι δεν πάνε μαζί και όταν πάνε, προκαλούν ολέθριες εσωτερικές συγκρούσεις που σου χαλάνε την ησυχία :)
Δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για να αρπαχτώ και να "σωθώ". Τα σπίτια μας βρίσκονταν στο ίδιο τετράγωνο και η συχνή επαφή μας στο σούπερ μάρκετ έκαναν κάθε προσπάθεια υπεκφυγής μου εντελώς προσβλητική και για τους δυο μας.
Έτσι, κανονίσαμε να τον επισκεφθώ το απόγευμα της επόμενης μέρας.

Το διαμέρισμα του Ταρίκ βρίσκεται στον πάνω όροφο μιας παλιάς διώροφης οικοδομής που βλέπει σε πεζόδρομο. Χτύπησα το κουδούνι του με βαριά καρδιά ελπίζοντας πως η επίσκεψη αβροφροσύνης θα κρατούσε λίγο.
Με περίμενε όλη η οικογένεια στο κεφαλόσκαλο. Ο Ταρίκ μου σύστησε τους δικούς του με επισημότητα και με οδήγησε στο μικρό καθιστικό τους.  Τα παιδιά, δύο κοριτσάκια το ένα του δημοτικού, το άλλο στο γυμνάσιο και η γυναίκα του, μια λιγομίλητη αλλά χαμογελαστή κοπέλα γύρω στα τριανταπέντε, έμειναν στην αρχή μαζί μας, να πούμε τα τυπικά, να αλλάξουμε δυο-τρεις κουβέντες και μετά έφυγαν και μας άφησαν μόνους.
Ήπιαμε τον καφέ μας μιλώντας περί ανέμων και υδάτων ώσπου κάποια στιγμή το βλέμμα μου έπεσε στη μικρή βιβλιοθήκη που βρισκόταν στο χώρο. Τα περισσότερα βιβλία είχαν αγγλικούς τίτλους - ο Ταρίκ έσπευσε να μου εξηγήσει πως ήταν πτυχιούχος Αγγλικής φιλολογίας. Υπήρχαν όμως και αρκετά ελληνικά.  
Με μεγάλη μου έκπληξη έμαθα πως ο Ταρίκ ήταν ήδη είκοσι χρόνια στην Ελλάδα. Η χώρα του είναι το Πακιστάν. Εκεί έχει μια πολυμελή οικογένεια που φρόντισε από πολύ νωρίς να τον αρραβωνιάσει χωρίς βέβαια τη δική του έγκριση. Στα είκοσι δύο ξενιτεύτηκε. Την υπόσχεση γάμου όμως που έδωσε ο πατέρας του για λογαριασμό του, την τήρησε. 
Επέστρεψε μετά από εννέα χρόνια στην πατρίδα του, παντρεύτηκε εκείνο το κορίτσι που δεν είχε δει ποτέ και γύρισαν μαζί στην Ελλάδα. 
Τον ρώτησα γιατί προτίμησε την Ελλάδα από μιαν άλλη Ευρωπαϊκή χώρα και μου απάντησε πως η Ελλάδα ήταν ο προορισμός που ονειρευόταν από παιδί. Στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο τους μιλούσαν πολύ για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και το να έρθει στην Ελλάδα, ήταν γι αυτόν όνειρο ζωής. 
Ακόμα και τώρα, μου τόνισε, που τα πράγματα οικονομικά έχουν χειροτερέψει, δεν μου περνάει καν απ' το μυαλό η σκέψη να φύγω παρ' ότι έχω συγγενείς στην Αγγλία.  

Ο Ταρίκ έμαθε μόνος του να διαβάζει και να γράφει ελληνικά. Διαβάζει για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, παρακολουθεί σχετικά ντοκιμαντέρ και  οτιδήποτε άλλο του δίνει περισσότερες πληροφορίες για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
"Τα διαβάζω και μετά τα λέω στα παιδιά." 
Μου μιλούσε με ενθουσιασμό. Χαιρόμουν το πρόσωπό του που έλαμπε σαν του μικρού αγοριού που διηγείται τα κατορθώματά του.
"Πιο πολύ μου αρέσουν τα νησιά στην Ελλάδα αλλά δεν έχω πάει σε κανένα. Το καλοκαίρι στην άδεια, διαλέγω το νησί που θα ήθελα να πάω και μαζεύω πληροφορίες που τις λέω στα παιδιά όσο βλέπουμε τα βίντεο που βρίσκω στο ΥouTube. Έτσι είναι σα να έχουμε πάει." 
Η έκπληξή μου μεγάλωσε όταν μου ανακοίνωσε με την ίδια χαρά  πως άρχισε να διαβάζει Καζαντζάκη.
"Στο παζάρι, στην πλατεία Κοτζιά, βρήκα βιβλία του Καζαντζάκη με ελάχιστα ευρώ αλλά πήρα στα αγγλικά το "Καπετάν Μιχάλης".
"Γιατί στ' αγγλικά;" απόρησα
"Επειδή έχει δύσκολες λέξεις. Δεν τις καταλαβαίνω."

Ούτε κι εγώ κατάλαβα πώς πέρασαν δυο ώρες στο σπίτι του Ταρίκ. 
Όταν ήρθε πια η στιγμή να φύγω, τον ευχαρίστησα για τη φιλοξενία, χαιρέτισα τη γυναίκα του και τα παιδιά που με συνόδευσαν ως έξω και πριν χωριστούμε τον ρώτησα:  
"Τί σημαίνει "Ταρίκ" στα ελληνικά;"
"Ταρίκ σημαίνει Αυγερινός κυρία. "




Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Η αφανής καλοσύνη









Η καλοσύνη δεν περισσεύει. 
Όλοι έχουμε στο περιβάλλον μας έναν άνθρωπο που δεν προσέχουμε ιδιαίτερα, που  θεωρούμε παρείσακτο. Τον αγνοούμε από αμέλεια. Τον παραβλέπουμε από βιασύνη. Τον ειρωνευόμαστε από υπεροψία. Τον υποτιμούμε ως αδύναμο. Μπορεί και να μας ενοχλεί η παρουσία του γιατί δεν ταιριάζει με το δικό μας τρόπο ζωής.

Έρχεται όμως μια στιγμή που όλα ανατρέπονται.
Ένα γεγονός συμβαίνει που μας συγκλονίζει, μας συνθλίβει.  Μένουμε μόνοι. Το «περιβάλλον» εξαφανίζεται σιγά-σιγά, η πόρτα κλείνει. Οι μέρες κυλάνε άδειες. Το τηλέφωνο δεν χτυπάει, το κουδούνι της πόρτας βουβαίνεται. Η σιωπή και η θλίψη, γίνονται μόνιμος σύντροφος.
 Τότε ακριβώς  είναι που παρουσιάζεται εκείνος ο αμελητέος άνθρωπος, σαν ξωτικό, σαν τζίνι που εκπληρώνει τις ευχές μας και καλύπτει τις ανάγκες μας.
Δεν μιλάει πολύ, όμως κάνει πολλά, με διακριτικότητα και με σεβασμό προς τα αισθήματά μας, τη δεινή θέση που έχουμε βρεθεί, ξεπερνώντας ίσως ο ίδιος τα δικά του παράπονα.
 Γίνεται ο ώμος που ακουμπάμε, το χέρι που αρπαζόμαστε, ο πρόθυμος ακροατής των ατελείωτων μονολόγων μας.
 Και όταν όλα τα άσχημα τελειώσουν και τα πράγματα μπουν ξανά στη θέση τους, αποχωρεί διακριτικά από τη ζωή μας,  λες και δεν ήρθε ποτέ.
 Τον ξεχνάμε και προχωράμε ώσπου, περνώντας τα χρόνια, ξανασκεφτόμαστε τα περασμένα και, εκεί, μέσα στο σωρό των αναμνήσεων ξεπηδάει η μορφή του, η καλοσύνη του και μας πιάνει μια ντροπή "τι να κάνει άραγε;".

Όποιος τυχερός έχει έναν τέτοιον άνθρωπο στο περιβάλλον του, ας τον βγάλει από τα αζήτητα, ας τον αγαπήσει και ας του δώσει τη θέση που του αρμόζει. Μπορεί να είναι ένας γείτονας, η γυναίκα που έχει το ψιλικατζίδικο της γωνίας, ένας γνωστός από παλιά, η μάνα μας, ο αφανής συγγενής μας ...
Η ζωή μπορεί να γίνει κάποια στιγμή πολύ δύσκολη και τέτοιοι άνθρωποι είναι δυσεύρετοι, σωστή ευλογία για όποιον που τους έχει κοντά του. 

Αναγνωρίζονται εύκολα αν έχουμε υπόψη μας πως:
 Η αληθινή καλοσύνη δεν κάνει βαρύγδουπες δηλώσεις. 
Δεν αναλώνεται σε περιττές αβροφροσύνες. 
Είναι ντροπαλή, κοκκινίζει, κρύβεται. 
Δεν επιδιώκει τον έπαινο, δεν εντάσσεται σε «παρέες». 
Βαδίζει μόνη της, ακροπατώντας σχεδόν, για να μην γίνει αντιληπτή και το καταφέρνει. 
Κανείς δεν την αναζητάει ως τη στιγμή που θα τη χρειαστεί.  
Η αληθινή καλοσύνη δεν είναι αδυναμία. Είναι δύναμη και κάνει πανίσχυρους όσους την έχουν.

Αφιερωμένο στην κυρία Μαργαρίτα. Ξέρει εκείνη.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Τραγούδια ραδιοφώνου






Κάποτε είχα ένα φίλο. Τον έλεγαν Πάρη. Ο Πάρης είχε μια κοπέλα που την έλεγαν Φλώρα. Ήταν μια όμορφη μελαχρινή με πλούσιο στήθος και λεπτή μέση. 
Το στήθος της Φλώρας ήταν σαν το πετράδι του στέμματος. Κοσμούσε όλο το πάνω μέρος του κορμιού της με μια ανεπιτήδευτη αναίδεια. Χάρις σ' αυτή την αναίδεια η Φλώρα δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη. Ο Πάρης ευτυχώς δε ζήλευε. Αντίθετα, καμάρωνε δίπλα της. Δεν του περνούσε καν από το μυαλό να περιορίσει τη Φλώρα πίσω από το δικό του «μαντρότοιχο». Ίσως, η προοπτική μιας φαινομενικής κοινοκτημοσύνης (φάτε μάτια ψάρια ...) να ερέθιζε την φαντασία του.
Η Φλώρα απ' τη μεριά της απολάμβανε με το παραπάνω τα πλεονεκτήματα που της έδινε η εμφάνισή της και έκανε ό,τι μπορούσε για να γίνεται ακόμα περισσότερο –πόσο πια; –αισθητή η παρουσία της.  Η χαλαρή στάση του Πάρη τη διευκόλυνε πολύ σ’ αυτό. Η Φλώρα δεν χρειαζόταν να προσέχει για να έχει. Είχε και ήθελε κι άλλα. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η σκανδαλώδης εύνοια της τύχης κάνει τους ανθρώπους άπληστους.

Περπατούσαν πάντα πιασμένοι χέρι- χέρι. Εγώ από πίσω - πιστό σκυλί, αφοσιωμένος ιπποκόμος- τους ακολουθούσα κρατώντας τις δέουσες αποστάσεις ασφαλείας. Το ζευγαράκι έπρεπε να μένει και λίγο μόνο χωρίς όμως να γλυτώνει  εντελώς από την παρουσία μου. Τι παράδοξο πράγμα! Ένα μικρό παιδί να ακολουθεί τους αρραβωνιασμένους! Έτσι απαιτούσε όμως  η μικρή μας κοινωνία.

Σάββατο απόγευμα η πλατεία γέμιζε με κόσμο. Ζευγάρια, οικογένειες, παρέες εφήβων, έκαναν βόλτες  πάνω κάτω,  σε μια απόσταση τριακοσίων περίπου μέτρων μπροστά από το δημαρχείο. Η μπάντα του δήμου έπαιζε τραγούδια ραδιοφώνου, τα ίδια που άκουγα συχνά τα καλοκαιρινά πρωινά από το πρώτο πρόγραμμα, γονατισμένη μπροστά στο παλιό ράδιο με τα πολλά παράσιτα.  Έβραζε ο τόπος αλλά το μωσαϊκό ήταν πάντα δροσερό απ' το πολύ κατάβρεγμα. Τα παραθυρόφυλλα μισόκλειστα προφύλαγαν το εσωτερικό  απ' τον δυνατό ήλιο που έλουζε τους εξωτερικούς τοίχους. Η δροσιά ήταν δεδομένη αν και εφήμερη αφού, πλησιάζοντας το μεσημέρι, δεν μας έσωζε τίποτα από την λαύρα που έκανε την πλάκα της στέγης να καίει σαν καμίνι. 
Μέσα σ' όλη αυτή την καλοκαιρινή πλήξη, τα τραγούδια του ραδιοφώνου έφερναν μια αύρα δροσιάς μαζί με εκείνη του ανεμιστήρα. Ήταν ένα διαβατήριο μετοίκησης στον απαγορευμένο κόσμο των μεγάλων. 
«Θα σε πάρω να φύγουμε, σ' άλλη γη σ' άλλα μέρη, που κανένα δεν ξέρουμε και κανείς δε μας ξέρει ...» 
Γιατί να θέλουν να φύγουν σε τόπο άγνωστο που δεν θα τους ξέρει κανείς; Εγώ πάντως, δεν ήθελα να πάω πουθενά. Ήμουν μια χαρά εκεί που βρισκόμουν, αν εξαιρέσουμε βέβαια την πολλή ζέστη. 
Αυτά τα τραγούδια και κάποια άλλα που δεν είχα ξανακούσει έπαιζε η μπάντα του δήμου μπροστά από το δημαρχείο κάθε Σάββατο απόγευμα.



Σ' εκείνες τις βόλτες έμαθα σιγά - σιγά πολλά. Όπως, τον ήχο που κάνουν οι γόβες στιλέτο πάνω στις πλάκες της πλατείας, τα σήματα μορς των βλεμμάτων που διασταυρώνονταν τυχαία, τα δήθεν στραβοπατήματα της Φλώρας, τα βιαστικά αγκαλιάσματα στη στροφή, το θρόισμα της μουσελίνας γύρω από τους γοφούς της. 
Έμαθα τη φλύαρη σιωπή και τους ανόητους διαλόγους των ερωτευμένων μα κυρίως έμαθα τη θεϊκή γεύση του παγωτού παρφέ! 
Παχιά, γλυκιά, με κομματάκια σοκολάτας και βύσσινου!! Αυτό, ήταν η ανταμοιβή μου για το ξεποδάριασμα της μιας ώρας και κάτι. Μ’ ένα δίφραγκο που έβρισκα στην τσέπη μου την κατάλληλη πάντα στιγμή, άφηνα ευχαρίστως μόνους τους αρραβωνιασμένους και τρεχάλα στο Σεράνο, το μεγάλο ζαχαροπλαστείο της πλατείας.  
Έδινα τα χρήματα  στον υπάλληλο και μετά παρακολουθούσα όλη τη διαδικασία. Πώς γέμιζε κουταλιά-κουταλιά το χωνάκι και μετά το έπνιγε με το σιρόπι του βύσσινου. Το κρατούσα με δέος όπως το παπαδοπαίδι τα εξαπτέρυγα στον επιτάφιο και δεν το άφηνα δευτερόλεπτο απ’ τα μάτια μου μην τυχόν και μου πέσει. Μετά, είχα το ελεύθερο να το απολαύσω με την ησυχία μου, όρθια συνήθως, μπροστά στην μπάντα με τους κοκκινοσκούφηδες μουσικούς. 
Κόκκινο και χρυσό! Κόκκινα κουστούμια με χρυσά κουμπιά και χρυσά μουσικά όργανα που έλαμπαν στο ηλιοβασίλεμα και άστραφταν αργότερα κάτω από τα φώτα της πλατείας. 
Ο αέρας μύριζε γιασεμί, νυχτολούλουδο και βανίλια. Που και που η όσφρησή μου αιχμαλώτιζε μια πινελιά αρώματος όταν με προσπερνούσε κάποια κυρία. Ένας μαγικός κόσμος που φόρτιζε όλες μου τις αισθήσεις. Κάπου εκεί χανόμουν στον δικό μου κόσμο και ξεχνούσα εντελώς τον Πάρη και τη Φλώρα όπως εκείνοι εμένα. Σ' αυτό τουλάχιστον ταιριάζαμε!

Γνώρισα τον Πάρη στα οκτώ μου, εντελώς τυχαία. Είχε μετακομίσει στο διπλανό μας σπίτι. Όταν έπαιζα με τα παιδιά στο δρόμο, τον έβλεπα συχνά, πίσω από το φράχτη, να κάθεται με τις ώρες σ’ ένα τραπέζι γεμάτο καλάμια και λεπτούς σπάγκους. Δεν ήξερα τι έφτιαχνε. Με γοήτευαν όμως οι κινήσεις των χεριών του που ξεδίπλωναν μπρος στα μάτια μου, όπως ο ταχυδακτυλουργός, ένα μικρό θαύμα. Μια μέρα τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν. Μου χαμογέλασε και πήρα θάρρος.
-Τι κάνεις εκεί; τον ρώτησα χωρίς περιστροφές εκφράζοντας δυνατά  για πρώτη φορά την απορία που με απασχολούσε μέρες.
«Κλουβί για πουλιά.» μου απάντησε με προθυμία.
«Τα πουλιά πού τα βρίσκεις; »
Άρχισε να μου διηγείται την περιπέτεια της αιχμαλωσίας των πουλιών. Εκείνος έλεγε..έλεγε αλλά εγώ δεν έδινα προσοχή στα λόγια του μόνο κοίταζα τα χέρια του που έπλεκαν τα καλάμια. Η φωνή του αργή, σταθερή έφτανε τόσο ωραία στ’ αυτιά μου που, η απάνθρωπη πράξη του,  μου φάνταζε σα γοητευτική περιπέτεια.
Η Φλώρα, απ' την άλλη,  μεγάλωνε δυο δρόμους παρακάτω. Με τον Πάρη ήταν συμμαθητές στο ίδιο σχολείο. Σ’ ένα διάλειμμα συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, κόλλησαν και δεν ξεκόλλησαν ποτέ από τότε. Μετά ενώθηκαν τα χέρια τους κι έπειτα η καρδιά τους. Το ‘σκαγαν απ’ το μάθημα και πήγαιναν στο διπλανό παρκάκι. Έτσι πλέχτηκε το δικό τους ειδύλλιο, το κλουβί που έκλεισαν μέσα τις ζωές τους με μυστικά και ψέματα.

Εκείνος, τύπος ήσυχος, δεν ήθελε πολλά απ’ τη ζωή του. Η Φλώρα όμως έκανε μεγάλα όνειρα για τη δική της.  Όταν έκλεινε τα μάτια της έβλεπε τον εαυτό της να υποκλίνεται πάνω στη σκηνή και από κάτω να πέφτει βροχή το χειροκρότημα. Η αίθουσα του «Φλοράλ» -σημαδιακό;- έγινε το δεύτερο σπίτι της. Δεν έχανε ταινία και όσες της άρεσαν ιδιαίτερα τις έβλεπε ξανά και ξανά  μέχρι να τις κατεβάσουν. Όταν έφτασε η ώρα της αποφοίτησης ανακοίνωσε επίσημα στους γονείς της την απόφασή της να γίνει ηθοποιός.  Eκείνοι όμως δεν ήθελαν ούτε να το ακούσουν.  Της έδωσαν τελεσίγραφο. " Ή δασκάλα ή γάμος. Διάλεξε!"
 Έκλαψε το κορίτσι, παρακάλεσε, κλείστηκε στο σπίτι, αρνήθηκε το φαγητό, τις εξόδους και όταν πια βαρέθηκε απ’ όλα αυτά, ερωτεύτηκε τον Πάρη. 
Το ανακοίνωσε χωρίς περιστροφές, ένα απόγευμα, μπροστά μου, μέσα στην αυλή του.
 «Σ' αγαπάω..» του είπε παράφορα και όρμησε να τον φιλήσει. Το πρώτο φιλί της Φλώρας, άφησε άναυδο τον Πάρη. Το κλουβί που κρατούσε, έπεσε απ' τα χέρια του. Η καρδερίνα πέταξε μακριά. Ούρλιαξα εγώ από χαρά και έτσι, μ' αυτόν τον ιδιότυπο τρόπο γίναμε μάρτυρες –το κλουβί, η καρδερίνα κι εγώ - του μυστικού τους γάμου που, μέσα στην παιδική μου ψυχή, σφραγίστηκε με την πεποίθηση πως ήταν η «σκλαβιά» του Πάρη που ελευθέρωσε το πουλί.

            

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που κράτησε στα χέρια του κλουβί. Ούτε εμείς βρεθήκαμε ξανά, αφού αυτός ήταν ο μόνος λόγος που συναντιόμασταν στην αυλή του. Ακούγαμε όμως  τα ίδια τραγούδια στο ραδιόφωνο, στη διαπασών εκείνος, χαμηλόφωνα εγώ. Μ’ αυτό τον τρόπο πίστεψα πως η φιλία μας συνεχιζόταν.

Λίγους μήνες μετά έγινε επίσημος ο αρραβώνας τους. Η οικογένειά μου κι εγώ ήμασταν καλεσμένοι.  Εκεί, όλα άλλαξαν μεταξύ μας. Οι μεγάλοι με έχρισαν συνοδό τους, όπως όριζαν οι κανόνες.  Κάθε Σάββατο απόγευμα κάναμε οι τρεις μας την καθιερωμένη  βόλτα στην πλατεία. Η Φλώρα περπατούσε ανάμεσά μας λικνίζοντας με χάρη τους γοφούς της. Από τη μια κρατούσε αγκαζέ τον Πάρη κι από την άλλη εμένα απ’ το χέρι. 
Μιλούσαν ψιθυριστά, γελούσαν και καμάρωναν.  Κάθε λίγο σταματούσαμε  άλλοτε για να στρώσει μια τούφα απ’ τα μαλλιά της ή να διορθώσει τις πιέτες της φούστα της  ή  να βγάλει τα γάντια της χωρίς αιτία.  Ανεχόμασταν όμως τα καπρίτσια της, ο καθένας μας για διαφορετικό λόγο και θα μπορούσα να πω πως ήμουν σχεδόν ευτυχισμένη αν δεν υπήρχε εκείνος ο τούλινος φράχτης, το τεράστιο φουρό της,  που  με κρατούσε μόνιμα σε μια προσβλητική απόσταση.

Μετά από αρκετά πήγαινε-έλα μου έκαναν τη χάρη να καθίσουμε σ’ ένα απ’ τα μπροστινά τραπέζια της Εμπορικής Λέσχης. 
Η Φλώρα ήθελε θέση με θέα στην πλατεία. Ο Πάρης  βολευόταν δίπλα της φροντίζοντας πρώτα την τσάκιση του καλοσιδερωμένου παντελονιού του μετά έκανε νόημα στο γκαρσόνι που έφθανε με καθυστέρηση λόγω της πολυκοσμίας. Η παραγγελία ερχόταν, οι πάστες και τα αναψυκτικά απλώνονταν στο τραπέζι. Τρώγαμε, χαιρόμασταν και χαζεύαμε τους άλλους που συνέχιζαν να βολτάρουν.

Έτσι, μ' αυτόν τον θεατρικό τρόπο, το γκαρσόνι και οι πάστες, το φουρό της Φλώρας και η κόκκινη μπάντα, ο Πάρης και η ελευθερωμένη καρδερίνα πλέχτηκαν γλυκά σαν κορδέλες ταραντέλας  κάτω από τον ήχο των τραγουδιών του ραδιοφώνου και με παρέσυραν σ' ένα χαρούμενο χορό αναμνήσεων που κρατάει χρόνια. 
Όσο για τους δυο νέους, έμαθα πως - λίγα χρόνια μετά - έφυγαν με τραίνο μετανάστες για τη Γερμανία.

Δυο πανέμορφοι γλάροι του Αιγαίου στο γκρίζο κλουβί του Βορρά...


Θα σε πάρω να φύγουμε - Πάνος Παπαθανασίου




Πρώτη ανάρτηση 16/8/2015 στο Pathfinter.