Αναρτήσεις

Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Το κουτί



η φωτογραφία από Wikipédia



Σύσταση προς τυχόν ενδιαφερομένους.

Η ιστορία να διαβαστεί πρωινές ώρες καλύτερα και σε άριστη ψυχολογική κατάσταση. Την έγραψα, για να λάβει μέρος στον διαγωνισμό διηγήματος "The Weird Side Tales II" με θέμα το εσωτερικό ή εξωτερικό σκοτάδι.   :) 



Το κουτί 


Εκείνο το πρωί, ο Σι ένιωσε μια έντονη δυσφορία στο κεφάλι του. Είχε συνηθίσει να ξυπνάει μ’ έναν πόνο διαφορετικό κάθε φορά. Όσο περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνε, οι πόνοι γίνονταν μόνιμοι σύντροφοι. Όμως, εκείνο το πρωί, ο πόνος ήταν αλλιώτικος. Ένιωθε πως το κεφάλι του διαλυόταν σιγά-σιγά. Μετρούσε από μέσα του ένα- ένα τα κομματάκια της κρανιακής κάψας που διαχωρίζονταν καθώς οι ραφές του κρανίου του έσπαγαν με έναν ανατριχιαστικό κρότο. Μια αίσθηση παγωμένου υγρού συνόδευε τους κρότους. Λες και είχε υγροποιηθεί ο εγκέφαλος του. Οξύς πόνος έσφιγγε σαν μέγγενη το κεφάλι του και κατέληγε στον βολβό των ματιών. Η σκέψη και μόνο να σηκωθεί όρθιος, τον τρομοκρατούσε.  Παρ’ όλα αυτά, μάζεψε τις δυνάμεις του και με μια ώθηση του κορμιού, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Έτσι, άρχισε η καινούργια μέρα για τον Σι και τον σκύλο του τον Κέρβερο.

 Με μηχανικές κινήσεις ακολούθησε την πρωινή του ρουτίνα. Πρώτο του μέλημα να προσθέσει άλλη μια κάθετη γραμμή, δίπλα στις άλλες που ήταν ήδη χαραγμένες πάνω στον ανατολικό τοίχο της καλύβας του. Πήρε ένα απ’ τα χειρουργικά νυστέρια που είχε φυλαγμένα, και χάραξε την 27η γραμμή του μηνός Ιουλίου.

«Το επιτοίχιο  ημερολόγιό μου!» μουρμούρισε παρατηρώντας τις σειρές των κάθετων γραμμών που κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος του τοίχου. «Κάθε γραμμή και μια ολοκληρωμένη ζωή» συμπλήρωσε με δυνατή φωνή, αυτή τη φορά.

Είχε εκτιμήσει διαφορετικά τη ζωή από τότε που βρέθηκε στην έρημο. Η μέρα του, είχε γίνει χρόνος. «Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αν θα ζεις αύριο.» Ήταν η επωδός σε κάθε του σκέψη. Κάθε γραμμή, μια κάψουλα συμπυκνωμένης ζωής, η μόνη λογική επαφή του με τον χρόνο. Ο ήλιος και τα αστέρια υπήρχαν μόνον για να τον προσανατολίζουν μέσα στο ομοιόμορφο, ερημικό τοπίο.

Έβρασε λίγο νερό, απ’ αυτό που συγκέντρωνε σ’ ένα γυάλινο μπουκάλι και έριξε μέσα μερικούς απ’ τους κόκκινους σπόρους των αγκαθωτών θάμνων που υπήρχαν παντού.  Το αφέψημα ήταν δικής του έμπνευσης και του έκανε καλό ή έτσι πίστευε τουλάχιστον. Άφησε το ρόφημα να πάρει ακόμα μια βράση και μετά το άδειασε σε μια κούπα από πορσελάνη. Η κούπα σήμαινε πολλά για τον Σι.  Ήταν το μόνο πράγμα που του θύμιζε την ομορφιά. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα. Του άρεσε να την κοιτάζει. Την άγγιζε σχεδόν με τρυφερότητα όταν χάιδευε τις χρυσές, λεπτεπίλεπτες λεπτομέρειές της και το καμπυλωτό σχήμα της. Το βλέμμα του γλύκαινε και η ψυχή του γαλήνευε κοιτώντας, τα όμορφα ρόδα που ήταν ζωγραφισμένα  πάνω της. Την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Την κρατούσε σφιχτά και με τις δυο του παλάμες, λες και κρατούσε στα χέρια του το κορμί μιας όμορφης γυναίκας. Όλη η αρσενική του σκέψη ακουμπούσε πάνω της αλλά αμέσως μετά, μια άλλη δυσάρεστη σκέψη τον κατέβαλε. «Πόσο πολύ πρέπει να ασφυκτιά τόση ομορφιά μες στ’ απάνθρωπα χέρια μου!» Τίναξε το κεφάλι του πίσω σαν να ήθελε να διώξει αμέσως τη στενάχωρη σκέψη και βγήκε στο κεφαλόσκαλο να πιει το ρόφημα που μόλις είχε ετοιμάσει.

 Η μέρα χάραζε. Τράβηξε μια ρουφηξιά απ’ το καυτό κόκκινο ζουμί. Το βλέμμα του αμέσως καθάρισε και ένιωσε καλύτερα. Μπροστά του, μέχρι την άκρη του ορίζοντα, απλωνόταν η γνώριμη τούνδρα των σκονισμένων θάμνων. Τίποτε άλλο. Το μάτι του πετάρισε σαν να έκανε κάποιο δυσερμήνευτο σινιάλο αλλά δεν έδωσε σημασία. Όταν τελείωσε το ρόφημα, άφησε  την άδεια κούπα στο χώμα, πήρε ένα απ’ τα νυστέρια του, και βγήκε πάλι για κυνήγι.

 Το κυνήγι δεν ήταν διασκέδαση για τον Σι. Ήταν ο μόνος τρόπος για να φάει κάτι, εκείνος και ο σκύλος του. Ο Κέρβερος, δυνατό σκυλί, τον ακολουθούσε παντού κουνώντας ζωηρά την ουρά του. Ήταν ο μοναδικός του σύντροφος. Όσο γερνούσε ο άντρας, τόσο ερχόταν πιο κοντά με τον σκύλο του. Έφτασαν να τρώνε μαζί, να κοιμούνται μαζί και να μιλάνε, κάποιες από εκείνες τις σπάνιες φορές που ο Σι ήθελε να πει κάτι.

 Τράβηξε ανατολικά. Του άρεσε να βλέπει τον ήλιο να βγαίνει μέσα απ’ την πρωινή ομίχλη. Χάραζε με το νου του την ευθεία γραμμή  που τον ένωνε μαζί του και φρόντιζε να σέρνει τα βαριά του βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς καμιά παρέκκλιση. Ήταν ο δρόμος που τον οδηγούσε στο φαράγγι με τις πέρδικες της ερήμου.  Όσο ο ήλιος ανέβαινε, πίσω του σχηματιζόταν μια μακριά σκιά που τον ακολουθούσε.  Συχνά γυρνούσε το βλέμμα του προς τα πίσω για να την κοιτάξει. Η σκιά, του έδινε την βεβαιότητα, πως ήταν ακόμα ζωντανός. Η ζωή και οι σκιές είχαν αποκτήσει με τα χρόνια την ίδια αξία γι’ αυτόν. Ο Κέρβερος δίπλα του δεν έκρυβε την ανυπομονησία του. Δεν ήταν σκύλος κυνηγιού αλλά όταν η πείνα θέριζε τα σωθικά του, γινόταν ό,τι ήθελες.  Κάμποση ώρα μετά, σκύλος κι άνθρωπος έγιναν μαύρα στίγματα στο βάθος του ορίζοντα.

 Το φαράγγι με τις πέρδικες ήταν δύσβατος τόπος. Οι αγκαθωτοί θάμνοι γίνονταν το ιδανικό μέρος για τις φωλιές των φιδιών. Όταν έφτασε στον προορισμό του, έστησε αμέσως καρτέρι πίσω από τους βράχους, και περίμενε.  Όχι για πολύ. Οι πέρδικες   ξεθάρρεψαν στην ησυχία. Βγήκαν απ’ τις σχισμές των βράχων και πλησίασαν το λιγοστό νερό που μαζευόταν σε λιλιπούτειους υδάτινους κρατήρες που είχαν μόλις λίγες ώρες ζωής. Οι ώρες της δροσιάς κρατούσαν λίγο. Ο ήλιος ανέβαινε γρήγορα και  στέγνωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Οι μικροί υδάτινοι κρατήρες εξαφανίζονταν μετά από λίγο, μαζί με τα πουλιά που σκόρπιζαν ξανά στους βράχους.

Ο Κέρβερος, δίπλα του, περίμενε υπομονετικά τη λεία του. Κρυμμένοι καλά οι δυο τους, άφηναν στα πουλιά όλον τον χρόνο που χρειαζόταν για να πλησιάσουν με την ησυχία τους το νερό. Η δυνατή κραυγή τους, όταν ο Κέρβερος τ' άρπαζε απ’ το λαιμό, έκανε τα υπόλοιπα να  εξαφανίζονται αλαφιασμένα. Ο Κέρβερος γύριζε πίσω με τη λεία στο στόμα του. Τρία πουλιά ήταν αρκετά για το γεύμα της μέρας τους. Ο Σι έκοβε με το νυστέρι το κεφάλι τους και τα κρατούσε ανάποδα για να στραγγίξουν απ’ το πολύ αίμα.

Όταν ο ήλιος έφτανε τα τρία μέτρα πάνω απ’ το φαράγγι, ο Σι κι ο σκύλος του έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής. Ο Κέρβερος, πάντα βιαστικός και ασυγκράτητος, έτρεχε μπροστά αλλά σταματούσε συχνά για να δει αν τον ακολουθεί το αφεντικό του. Όσο κι αν  η μυρωδιά από το αίμα των πουλιών τον έκανε ανυπόμονο, δεν απομακρυνόταν ποτέ από κοντά του.

Στην μέση της διαδρομής ο Σι κοντοστάθηκε και κοίταξε πίσω του την κόκκινη γραμμή που άφηνε το αίμα των πουλιών. «Η δύναμη του ισχυροτέρου» σκέφτηκε αλλά δεν ένιωσε ικανοποίηση όπως παλιά. Σ’ αυτήν την αφιλόξενη κοιλάδα η ζωή ήταν τόσο σπάνια και δυσεύρετη! Πώς να νιώσει ζωντανός πάνω σε μιαν αφυδατωμένη γη με νεκρά πουλιά και εξαφανισμένη χλωρίδα; Ακόμη κι αν ο ίδιος είχε καταφέρει να επιζήσει απ’ αυτήν την καταστροφή;  

Ο Σι έμαθε να ζει μόνος.  Η έρημος ήταν, ό,τι του είχε απομείνει πια.  

 Συνέχισε το δρόμο του. Για πρώτη φορά όμως είχε την αίσθηση πως η κοιλάδα έκλεινε γύρω του. Του έβαζε τα όρια που ο Σι δεν θα μπορούσε ποτέ πια να ξεπεράσει.

Φθάνοντας στην καλύβα, κάτι ιδιαίτερο τράβηξε την προσοχή του. Ένα μικρό, ξύλινο κουτί ήταν αφημένο μπροστά στην πόρτα του. Κοίταξε γύρω του απορημένος. Προσπάθησε να διακρίνει, μες στην αχλή της αφόρητης ζέστης, κάποια ανθρώπινη παρουσία. Ένας φόβος ξύπνησε μέσα του μαζί με χαρά, και τον κατέκλυσε.  Όμως, δεν ήταν κανείς. Γύρω του, το ίδιο γνώριμο τοπίο με σκόνη και αγκαθωτούς θάμνους.  Μάζεψε από κάτω το κουτί και την όμορφη κούπα του και μπήκε στο καλύβι. Κρέμασε το δίχτυ με τα νεκρά πουλιά στον τοίχο κι έβαλε νερό να βράσει. Έπειτα, ακούμπησε το κουτί πάνω στο τραπέζι και το περιεργάστηκε για κάμποσα λεπτά. Ήταν ένα απλό, ξύλινο κουτί που είχε σ’ όλες του τις πλευρές σκαλισμένα περίεργα σχήματα. Στη βάση του διέκρινε με δυσκολία χαραγμένο έναν αριθμό: 27 . Προσπάθησε να το ανοίξει αλλά δεν τα κατάφερε. Το κουτί του αντιστεκόταν, σαν να μην έπρεπε να δει  ο Σι το εσωτερικό του.  Όσο περισσότερη προσπάθεια έβαζε, τόσο αυτό μίκραινε, όλο μίκραινε, ώσπου στο τέλος έμεινε πάνω στην παλάμη του μια μικρή καφέ κουκκίδα.

«Σάλεψε ο νους μου απ’ τη μοναξιά» είπε στον Κέρβερο και σηκώθηκε να ετοιμάσει το φαγητό τους.  Δεν ήταν πια σίγουρος αν φαντάστηκε το κουτί ή υπήρχε στ’ αλήθεια. Ο Κέρβερος, στο μεταξύ, είχε πάρει τη θέση του πάνω στο στρώμα και περίμενε υπομονετικά το γεύμα του. Ξαφνικά, σηκώθηκε κι έτρεξε προς την πόρτα γαβγίζοντας. Ο Σι τον μάλωσε και τον διέταξε να σταματήσει. Ο σκύλος όμως δεν υπάκουσε. Στάθηκε όρθιος κι έξυνε την πόρτα με όλη του τη δύναμη. Κάτι υπήρχε έξω που τον αναστάτωνε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Σι έχωσε ένα ακονισμένο νυστέρι στη ζώνη του και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Ο σκύλος τον ακολούθησε χωρίς να σταματήσει λεπτό το γάβγισμα. Ο άντρας, όσο έπιανε το μάτι του, δεν διέκρινε κάτι που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει. Όταν σιγουρεύτηκε πως δεν συνέβαινε τίποτα, μπήκε πάλι μέσα, τραβώντας  τον Κέρβερο που αρνιόταν με πείσμα να τον ακολουθήσει.

Κι όμως, ο σκύλος έβλεπε αυτό που δεν μπορούσαν να δουν τα κουρασμένα μάτια του Σι:  εκείνη την περίεργη κίτρινη ομίχλη, που αναδυόταν απ’ τις ρωγμές του εδάφους, και απλωνόταν αργά στην κοιλάδα.

 Ο Σι πέρασε την υπόλοιπη μέρα ησυχάζοντας. Όταν σουρούπωσε, γέμισε την όμορφη κούπα του με ό,τι περίσσεψε από το πρωινό ρόφημα και κάθισε στο πλατύσκαλο να το πιει. Το συνήθιζε αυτή την ώρα. Δίπλα του ξάπλωσε χορτασμένος ο Κέρβερος. Ήταν τόσο ικανοποιημένος που δεν έδωσε καμία σημασία στον μικρό βαράνο που προσπαθούσε να αναρριχηθεί στον εξωτερικό τοίχο της καλύβας.

 Όταν νύχτωσε για τα καλά, ο Σι σηκώθηκε, έκανε νόημα στο σκύλο του να τον ακολουθήσει και μπήκαν μαζί μέσα. Σφάλισε την πόρτα μ’ ένα οριζόντιο δοκάρι  και ξάπλωσε με τον σκύλο στα πόδια του. Λίγα δευτερόλεπτα πριν τον πάρει ο ύπνος, του φάνηκε πως είδε πάλι το κουτί πάνω στο τραπέζι.  Μόνο, που αυτή τη φορά, είχε το αρχικό του μέγεθος.  Απέδωσε το γεγονός στην κούραση του, έκλεισε τα μάτια του κι αμέσως τον πήρε ο ύπνος.

 Το επόμενο πρωί πήγε πάλι για κυνήγι. Τράβηξε δυτικά αυτή τη φορά. Μετά από περπάτημα ενός χιλιομέτρου έφτασε σ’ ένα ξερό ποτάμι. Δυο κοτόπουλα της γκρίζας άμμου βγήκαν κάτω απ’ τα πόδια του. Ο Κέρβερος πρόλαβε να τ’ αρπάξει κι εκείνα μάταια σφάδαζαν προσπαθώντας να ξεφύγουν απ’ την δυνατή δαγκάνα των κοφτερών δοντιών του. Όταν ο σκύλος σιγουρεύτηκε πως δεν ζούσαν πια, τα άφησε στα πόδια του Σι κουνώντας ζωηρά την ουρά του. Εκείνος τους έκοψε τα κεφάλια με το νυστέρι που είχε πάντα πάνω του και τα κράτησε ανάποδα μέχρι να στραγγίξουν απ’ το πολύ αίμα. «Πάμε» είπε στον Κέρβερο με κοφτή φωνή και μαζί πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Έχοντας πίσω του το ξερό ποτάμι, ο Σι δεν είχε, ούτε αυτή τη φορά, την ευκαιρία να δει την κίτρινη ομίχλη να αναδύεται μέσα απ’ την ξερή κοίτη του και ν’ απλώνεται αργά στην κοιλάδα. Την οσμίστηκε όμως ο Κέρβερος κι άρχισε πάλι να γαβγίζει. Ο Σι δεν του έδωσε σημασία και συνέχισε τον δρόμο του.

 Φθάνοντας στην καλύβα, επανέλαβε την καθημερινή του ρουτίνα. Ένιωθε εξαντλημένος από την πεζοπορία και τη ζέστη. Τα γόνατά του πονούσαν. Αποφάσισε να μείνει ξαπλωμένος όλη την υπόλοιπη μέρα. Πήρε από δίπλα του το μοναδικό βιβλίο που είχε και διάβασε την αφιέρωση που ήταν γραμμένη με όμορφα γράμματα: «Στον αγαπημένο μου σύζυγο για την εικοστή επέτειο του γάμου μας. Με λατρεία Άννα» Το ξεφύλλισε συγκινημένος και στάθηκε στη σελίδα είκοσι επτά  που έγραφε:

(1)  "…Αντίλαλοι, κελαρυσμοί, σιγανά βουίσματα, ρίζα του έρωτα, μεταξωτή κλωστή, διχάλα και κληματαριά,

Εκπνοή και εισπνοή, ο χτύπος της καρδιάς μου, το διάβα του αίματος και του αέρα μέσα στα πνευμόνια μου,

Η μυρωδιά των χλωρών και των ξερών φύλλων, η μυρωδιά της ακρογιαλιάς, των σκούρων βράχων της θάλασσας και του σανού στον αχυρώνα,

Ο ήχος της φωνής μου που εξαπολύει τις λέξεις μου μέσα στους στροβιλισμούς του ανέμου,

Λίγα ανάλαφρα φιλιά, λίγα αγκαλιάσματα, μπράτσα περασμένα γύρω από ώμους,

Το παιχνίδισμα του φωτός και της σκιάς στα δέντρα καθώς δονούνται τα λυγερά κλαδιά,

Η τέρψη στην μοναξιά, μέσα στον πυρετό των δρόμων ή πέρα σε λιβάδια και σε λοφοπλαγιές,

Η αίσθηση της υγείας, οι τρίλιες του καταμεσήμερου, το τραγούδι του εαυτού μου καθώς σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι για να προϋπαντήσω τον ήλιο.

Σου φαίνονται πολλά τα χίλια στρέμματα;

Σου φαίνεται πολύ πλατιά η γη;"

 

Έκλεισε τα μάτια του κι ένιωσε τον σκύλο να κολλάει στα πόδια του. Αποκοιμήθηκε βαθιά. Είδε σε όνειρο τον εαυτό του, όπως ήταν παλιά. Τότε που ζούσε ευτυχισμένος στο όμορφο σπίτι του, με την Άννα. Και μετά, είδε τον εαυτό του να σκύβει πάνω από έναν ασθενή με ανοιγμένο θώρακα και τα πάντα γύρω του πνιγμένα στο αίμα. Μέσα απ’ το άνοιγμα ξεπετάγονταν πέρδικες χωρίς κεφάλι και ορμούσαν κατά πάνω του. Ξύπνησε γεμάτος αγωνία. Ένιωθε ασφυξία. Δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Γύρω του απόλυτο σκοτάδι. Αδύνατο να σηκωθεί. Το δωμάτιο μόλις τον χωρούσε.

Προσπάθησε να κινηθεί. Τα μέλη του χτυπούσαν πάνω στους τοίχους. Οι τοίχοι έκλειναν προς το μέρος του. Τους έσπρωξε με απόγνωση. Το δωμάτιο μίκρυνε περισσότερο. Κουλουριάστηκε για να χωρέσει. Ο αέρας λιγόστεψε κι άλλο. Μια τρελή σκέψη του καρφώθηκε στο κεφάλι. Μήπως δεν ήταν το δωμάτιο που μίκραινε; Θυμήθηκε το κουτί που είχε αφήσει στο τραπέζι. Η υποψία πως ήταν κλεισμένος  στο κουτί, τον γέμισε τρόμο.

 Τον ξύπνησε το βογκητό του. Ένιωθε έναν κόμπο στον λαιμό και δεν μπορούσε να καταπιεί ούτε ν’ αναπνεύσει ελεύθερα. Έριξε μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο, μήπως καταλάβει τι ώρα ήταν. ΄

Απόλυτο σκοτάδι. Δεν διέκρινε τίποτα. Συνήθως, όταν ξυπνούσε τα βράδια, κοίταζε τ’ αστέρια απ’ το παράθυρο, τις αμέτρητες μικρές λάμψεις που του έκαναν συντροφιά μέχρι το ξημέρωμα.

Ένιωσε έντονη δίψα. Το στόμα του είχε στεγνώσει εντελώς. Προσπάθησε να σηκωθεί. Τα μέλη του δεν τον υπάκουσαν. Ήταν βαριά σαν μολύβι. Σαν κάτι, έξω απ’ αυτόν, να τον κρατούσε ακίνητο στην θέση που βρισκόταν. Σκέφτηκε τον σκύλο του κι ανησύχησε. Δεν ήταν κοντά του, διαφορετικά τώρα θα του έγλυφε το πρόσωπο. Άρχισε να σκέφτεται δυνατά. Η φωνή του, βραχνή και μπάσα έκανε παρέα στην σκέψη του. Η σκέψη του επανήλθε στον σκύλο. Με προσπάθεια τέντωσε το πόδι του και τον έψαξε στο κάτω μέρος του στρώματος, που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι. Χτύπησε πάνω σε τοίχο. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Προσπάθησε να κάνει το ίδιο με το άλλο πόδι και μετά με τα χέρια αλλά είχε το ίδιο αποτέλεσμα.   Παντού τοίχος, λες και το δωμάτιο είχε μικρύνει και ο ίδιος μόλις που χωρούσε μέσα σ’ αυτό. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα.» είπε δυνατά. «Αποκλείεται να μου συμβαίνει αυτό. Κοιμάμαι και βλέπω εφιάλτη. Όταν ξυπνήσω θα είναι όλα διαφορετικά. Όλα θα είναι όπως πριν." Μ' αυτή τη σκέψη ηρέμησε και κατάφερε να κοιμηθεί.

 Ξύπνησε το άλλο πρωί με την μουσούδα του Κέρβερου κολλημένη στο πρόσωπό του. Τον έσπρωξε πέρα με μια απότομη κίνηση, και ανασηκώθηκε με προσπάθεια. Τα μέλη του ήταν ακόμα βαριά και δυσκόλευαν τις κινήσεις του. Ο ήλιος που έμπαινε απ’ το παράθυρο έφτανε μέχρι το στρώμα του, σημάδι πως η ώρα ήταν περασμένη. «Περίεργο! Τόσο βαριά κοιμήθηκα!»

Ο Κέρβερος γάβγισε δυο-τρεις φορές. Μετά έφερε το δίχτυ για τα πουλιά και το άφησε στα πόδια του. «Α, πρέπει να πεινάς πολύ εσύ.» είπε και χαμογέλασε στον Κέρβερο που στεκόταν σοβαρός μπροστά του.

Έβηξε δυνατά να καθαρίσει το λαιμό του απ’ τη σκόνη που κάλυπτε τα πάντα γύρω του, φόρεσε τις μπότες του, πέρασε σταυρωτά το δίχτυ για τα πουλιά και βγήκε απ’ την καλύβα. Γύρω του, όλα ήταν καλυμμένα από μια κίτρινη ομίχλη. Δεν του έκανε εντύπωση. Είχε μάθει με τα χρόνια πως η έρημος έκρυβε πολλές εκπλήξεις. Έκανε νόημα στον σκύλο να τον ακολουθήσει  και ξεκίνησαν μαζί για το φαράγγι με τις πέρδικες. Ο Κέρβερος γρήγορα τον προσπέρασε κουνώντας με χαρά την ουρά του.

Προχωρούσε βασισμένος στο ένστικτό του. Η ομίχλη δεν του άφηνε κανένα περιθώριο προσανατολισμού. Από συνήθεια κατευθύνθηκε ανατολικά.  Λίγα μέτρα πιο κάτω αναγκάστηκε να σταματήσει. Η αναπνοή του έγινε δύσκολη και τα μάτια του έτσουζαν τρομερά απ’ τη σκόνη. «Λάθος να ξεκινήσω τόσο αργά» σκέφτηκε. Ο ήλιος, αν και δύσκολα διακρινόταν πια πίσω απ' την ομίχλη που πύκνωνε, ήδη μεσουρανούσε, οι νερόλακκοι σίγουρα είχαν στεγνώσει και ο ίδιος ένιωθε αδύναμος να συνεχίσει. Απ’ τα νότια άρχισε να σκοτεινιάζει. Η σκοτεινιά όλο πλησίαζε προς το μέρος του. Η ατμόσφαιρα μύριζε υγρασία. Ένας καυτός άνεμος άρχισε να φυσάει και να σηκώνει την άμμο της ερήμου σε στροβίλους. Προστάτεψε πρόχειρα το πρόσωπό του με τον αγκώνα του και  αποφάσισε να γυρίσει πίσω. «Δεν είναι μέρα για κυνήγι σήμερα. Ο καιρός αγριεύει.» 

Ο Κέρβερος, μόλις αντιλήφθηκε τις πραγματικές προθέσεις του αφεντικού του, ξάπλωσε στην άμμο και δεν έλεγε να κουνήσει. Μάταια ο Σι προσπάθησε να τον μεταπείσει. Η πείνα που θέριζε τα σωθικά του ήταν πιο πειστική από την εντολή του αφεντικού. Ο Σι τον άφησε πίσω και πήρε με δυσκολία το δρόμο της επιστροφής. Ο άνεμος δυνάμωσε περισσότερο. Μικροί αγκαθωτοί θάμνοι ξεριζώνονταν και έπεφταν πάνω του. Για να προστατευτεί ξάπλωσε στο χώμα μέχρι να σταματήσει το κακό. Ο Κέρβερος πίσω του αλυχτούσε δαιμονισμένα. Σκοτείνιασε περισσότερο. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ τα μαύρα σύννεφα. Οι αγκαθωτοί θάμνοι σφύριζαν πάνω απ’ το κεφάλι του. Έχωσε το πρόσωπο του στην άμμο. Το κορμί του αιμορραγούσε από τα τρυπήματα τους. Το αλύχτισμα του Κέρβερου κόπηκε μαχαίρι. Ο Σι δεν άκουγε τίποτε άλλο πέρα από τον σφύριγμα του μανιασμένου αέρα. Ο τρόμος σερνόταν μέσα του σαν τους βαράνους πάνω στην κομματιασμένη γη. Δεν είχε καμιά λογική όλο αυτό που ζούσε. Κάλεσε τον σκύλο του με όση δύναμη του απέμενε. Επανέλαβε το κάλεσμα πολλές φορές. Καμιά απόκριση. Η φωνή του γύριζε ορφανή σ' εκείνον. «Πού είμαι;» αναρωτήθηκε φανερά τρομαγμένος. Άπλωσε τα χέρια του στο κενό για να δει τα όρια του. 

Άγγιζε παντού τοίχο. Πάνω κάτω, αριστερά δεξιά, ένας αόρατος τοίχος τον κύκλωνε.  Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος και να κάνει  ένα βήμα μπρος. Αδύνατον να προχωρήσει. Ο τοίχος του έφραζε το δρόμο. Τον έσπρωξε με όλη του τη δύναμη. Δεν κατάφερε να τον μετακινήσει. «Πού βρίσκομαι;» αναρωτήθηκε πανικόβλητος. Κάθε προσπάθεια οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Ο τοίχος ερχόταν πιο κοντά του. Στένευαν περισσότερο τα όρια. Ο τοίχος κόλλησε στο σώμα του. Του πίεζε το στήθος. Τα χέρια του ακινητοποιήθηκαν εντελώς. Έστεκε όρθιος, σαν στήλη άλατος. Γύρω του η αμμοθύελλα λυσσομανούσε. Ο Κέρβερος άφαντος. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό. Ένας φωτεινός ισχνός κύκλος ήταν ό,τι είχε απομείνει απ’ τον ήλιο. Το φως του δεν έφτανε μέχρι τη γη. Έπεσε απόλυτο σκοτάδι. Ο Σι σταμάτησε να προσπαθεί. Το αίμα του με δυσκολία έρεε στις φλέβες του. Είχε παγώσει απ’ τον τρόμο. Κράτησε την ανάσα του. Ακόμα κι αυτή, η ανεπαίσθητη κίνηση των πνευμόνων, έφερνε τον τοίχο πιο κοντά του. «Θεέ μου, είμαι κλεισμένος στο κουτί!» ψέλλισε με τρόμο, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά πως είχε παγιδευτεί για πάντα στο σκοτάδι.

                                                                                                 Επίλογος                                                                             

Ο νοσοκόμος έβαλε το πτώμα του άνδρα μέσα στον σάκο, τράβηξε το φερμουάρ μέχρι πάνω και βγήκε από το δωμάτιο. Περνώντας από την «Κίνηση Ασθενών» είπε απευθυνόμενος στον υπάλληλο. «Ο γιατρός στο 27 κατέληξε. Ειδοποιείστε τη γυναίκα του.»

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου αντήχησε εφιαλτικά μέσα στο σπίτι. Η Άννα άφησε τη δουλειά που έκανε και έτρεξε να το σηκώσει. Άκουσε απ’ την άλλη μεριά της γραμμής μια φωνή τυπική να της λέει: «Λυπάμαι πολύ, ο σύζυγός σας κατέληξε πριν λίγο.» Η Άννα κατέβασε το ακουστικό και κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε. «Αυτό ήταν λοιπόν» ψέλλισε και αμέσως ένιωσε τα δάκρυά της να τρέχουν ποτάμι.

                                                                                                      Τέλος 


(1)Walt Whitman  Φύλλα Χλόης  ( Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου) Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 2019 


Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

"Όταν γνωρίσω την ψυχή σου, θα ζωγραφίσω τα μάτια σου"



                                                                      
Ζαν Εμπιτέρν
                    

Kάποιοι άνθρωποι έρχονται στη ζωή μόνο και μόνο για να βοηθήσουν άλλους να θεραπεύσουν τα τραύματά τους.
Παρίσι 1918. Ο Αμεντέο, 33 χρονών, γνωρίζει τη Ζαν, 19 ετών σε ένα εργαστήρι ζωγραφικής. 
Ο Αμεντέο μόλις έχει βγει από τη σχέση του με την μεγάλη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα.  

Άννα Αχμάτοβα


Η σχέση του μαζί της υπήρξε θυελλώδης, παθιασμένη και άκρως τραυματική για την ποιήτρια. Επρόκειτο ευτυχώς για μια γυναίκα με συγκροτημένη προσωπικότητα, μεγάλη καλλιέργεια και αυτό στάθηκε αρωγός στην προσπάθειά της να προστατέψει τον εαυτό της από τον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα του.  
Όταν συνειδητοποίησε πως η σχέση της με τον παράφορο και εγωπαθή Αμεντέο άρχισε να απειλεί  σοβαρά την ψυχική της ισορροπία, τον χώρισε και γύρισε στον άντρα της. 

Ρέκβιεμ
(Άννα Αχμάτοβα)

Κι εσύ νόμισες πως ήμουν από κείνες
που εύκολα κάποιοι ξεχνούν,
πως να πεθαίνω με λυγμούς και μ' οδύνες
σ' αλόγου από κάτω τις οπλές θα με δουν.

Ή πως μάγισσες θα τρέξω να βρω
σε νερό τα μαντζούνια να βάλουν
να σου δώσουν για δώρο φρικτό
μυρωδάτο μαντίλι θανάτου.

Την κατάρα μου να 'χεις λοιπόν.
Ούτε βόγκο, ούτε βλέμμα
της καρδιάς σου την πέτρα ν' αγγίξω,
μόνο όρκο στων αγγέλων τον κήπο,
στων θαυμάτων την εικόνα θα παίρνω
και στη φλόγα της νύχτας μαζί σου
πως ξανά την ψυχή σε σένα δεν φέρνω.

Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι - γιατί περί αυτού πρόκειται - λόγω των δικών του παιδικών τραυμάτων ήθελε να χρησιμοποιεί, να επιβάλλεται, να βασανίζει, να διώχνει και να έλκει συνεχώς τα πρόσωπα που τον εμπιστεύονταν και τον αγαπούσαν.

Έδειχνε να περιφρονεί τα χρήματα και τη δόξα αλλά υπέκυψε στον εμμονικό του ανταγωνισμό με τον σύγχρονό του Πικάσο. Όταν βρέθηκε σε ιδιαίτερα δύσκολη οικονομική κατάσταση και χρειάστηκε άμεσα πολλά χρήματα, έβαλε τον εγωισμό του στην άκρη και δήλωσε συμμετοχή στον διαγωνισμό ζωγραφικής που θα συμμετείχαν μεταξύ των άλλων ο Πικάσο, ο Ντιέγκο Ριβιέρα (σύζυγος της Φρίντα Κάλο, ο Μωρίς Ουτριλό κ.λ.π.)

Βρισκόμαστε στο καφέ "Ροτόντ" του Παρισιού, (1919 ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος έχει πια τελειώσει) ο Μόντι τα πίνει και συζητάει περί Τέχνης μαζί με την ελιτίστικη παρέα του, τον Πικάσο, την Φρίντα Κάλο, τον Κοκτώ και τον Ουτριλό.
Εκεί πάνω πέφτει η ιδέα ενός διαγωνισμού ζωγραφικής. Ο ανταγωνισμός του με τον Πικάσο ήταν ήδη γνωστός στον κύκλο τους.
Ο Αμεντέο δέχεται την πρόκληση και πέφτει με τα μούτρα στη ζωγραφική. 
Η αγωνία του για το αποτέλεσμα που θα τον έκανε διάσημο και θα του έδινε τα χρήματα που τόσο είχε ανάγκη, τον αποδιοργάνωσε οργανικά και ψυχικά.
Ο οργανισμός του ήταν ήδη, από την παιδική του ηλικία, ευπαθής λόγω της φυματίωσης που ίχνη της κουβαλούσε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Παρά την εύθραυστη υγεία του εθίζεται στις καταχρήσεις: χασίς, αλκοόλ, αιθέρας.
Έτσι στήθηκε σιγά-σιγά ο μύθος. 
Λέγεται πως έμπαινε στα καφέ με ένα μολύβι και χαρτί και αντάλλασσε σχέδια, που έκανε επιτόπου, με αλκοόλ. Άλλες φορές πάλι, αντάλλασσε πίνακες για ένα πιάτο φαγητό.



"Το πραγματικό σου καθήκον είναι να σώσεις το όνειρό σου"


Τον αποκαλούσαν Μοντί, που ακούγεται ίδιο με την γαλλική λέξη "maudit" που σημαίνει "καταραμένος".
Έτρεφε μεγάλη αδυναμία στα έργα του Νίτσε που τον οδήγησαν να πιστεύει πως ο μόνος δρόμος προς τη δημιουργία είναι η ανυπακοή και η αταξία.

                                        

Στα πορτραίτα του σχεδίασε τις γυναίκες με μακρύ λαιμό, λεπτές, γαλήνιες και χωρίς βλέμμα. Οι γυναίκες του Μοντιλιάνι δεν "βλέπουν".



Αλήθεια, τί είναι αυτό που δεν βλέπουν;
Τη δική του ψυχική ασθένεια, την καλά κρυμμένη παιδική του απόγνωση, την αγωνία του εξαφανισμού του ή τη δική τους γενναιότητα να ζουν και να μοιράζονται τα πάθη του και την διαστρεβλωμένη του αγάπη; 
Κοιτάζοντας τους πίνακες του, αναρωτήθηκα γι' αυτές τις πιθανές σκέψεις τους. Καθισμένες ώρες ατελείωτες γυμνές ή ντυμένες μπροστά του, ήταν άραγε τόσο επιφανειακές όσο τις αποτύπωνε στους πίνακές του; 

Αμεντέο Μοντιλιάνι


Η Άννα Αχμάτοβα το 'σκασε διαλέγοντας να ζήσει, έστω και τραυματισμένη. Στο κάτω - κάτω της γραφής ο πόνος της έγινε τροφή της τέχνης της.
Η Ζαν όμως;

Η Ζαν ήταν η τελευταία γυναίκα της ζωής του. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, την γνώρισε όταν εκείνη πήγε να παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήρι που δίδασκε. 
Ήταν μόλις 19 χρονών. Αγνή, καλλιεργημένη, καλομαθημένη, κόρη μιας εύπορης καθολικής οικογένειας και μεγαλωμένη με αυστηρά συντηρητικές αρχές. 
Εκείνος, αντίθετα, καταγόταν από φτωχή οικογένεια. Είχε γεννηθεί στο Λιβόρνο της Τοσκάνης και ήταν Εβραίος στο θρήσκευμα. Απείθαρχος, αυτοκαταστροφικός και  άκρως εγωπαθής, έρμαιο των παθών του. 
Τί ήταν η Ζαν για τον Αμεντέο; Μήπως ήταν μια άλλη Ζυστίν του ντε Σαντ; Και ο ίδιος ένας άλλος Ντολμανσέ;  Ή μήπως η Πεντάμορφη και το Τέρας της Γκαμπριέλ ντε Βιλενέβ; 


Δηλώνει: "Για να ζωγραφίσω μια γυναίκα πρέπει πρώτα να μου ανήκει."

Όσες δεν του ανήκαν ήταν οι τυχερές. Οι σταθερές ερωμένες του υπέστησαν την βίαιη συμπεριφορά του και έγιναν θύματα του παράφορου σχεδόν παρανοϊκού χαρακτήρα του. 
Η Ζαν έπεσε στον παθιασμένο έρωτά του με τον ενθουσιασμό της πρώτης εμπειρίας. Η απόφασή της να μείνει μαζί του και να μοιραστεί την σκανδαλώδη ζωή του, την έφερε, όπως ήταν επόμενο, σε σύγκρουση με την οικογένειά της. Έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να την σώσουν απ' την επιρροή του. Δεν τα κατάφεραν. Ο Αμεντέο την παίρνει και κατεβαίνουν στην Νότιο Γαλλία (Κυανή Ακτή). Εκεί ζωγραφίζει τα καλύτερα έργα της ζωής του με μοναδικό μοντέλο την όμορφη μελαγχολική Ζαν. Φιλοτέχνησε 25 πορτραίτα της. Μετά το θάνατό του, έγιναν από τους πιο δημοφιλείς και ακριβοπληρωμένους πίνακες παγκοσμίως.


Η Ζαν μένει έγκυος στο πρώτο τους παιδί, ένα κοριτσάκι που του δίνουν το όνομά της: Ζαν 
Ζουν μέσα σε αβάσταχτη φτώχεια. Υπομένει καρτερικά τα πάντα από εκείνον: τα ξεσπάσματά, τις ταπεινώσεις. Τον μαζεύει από τα καπηλειά, τους καυγάδες, τους δρόμους, τα κατώγια με τους ψεύτικους παραδείσους των ναρκωτικών και τον φέρνει πίσω στο σπίτι, στο σπίτι τους που δεν το εγκατέλειψε ποτέ ακόμα κι όταν εκείνος την έδιωχνε τυφλωμένος από τον εγωισμό και το μεθύσι του. 


Στα γυμνά του, το δέρμα της γυναίκας είναι χρυσαφί
                                    

Μέσα σ' αυτόν τον ζοφερό πίνακα της προσωπικότητάς του, ξεχωριστή θέση κρατούσε και η απιστία. Έτρεφε μεγάλη αδυναμία στον αγοραίο έρωτα. Κανένας φραγμός στα πάθη του. Αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, άγρια ένστικτα, επιθετική αντιμετώπιση της ζωής και των άλλων ανθρώπων λες και ήθελε να τον μισήσουν, να τον απορρίψουν για να τον αγαπήσουν τελικά όπως ήταν.
Μυστήριο η ανθρώπινη ψυχή. Και θύμα του η αγνή, χορτασμένη από αγάπη, Ζαν. Ταξικό μίσος, πάθος ερωτικό και συναισθηματική εξάρτηση έπλεξαν μέσα στην καρδιά του έναν παράφορο χαρακτήρα που ήθελε να επιβάλλεται πάνω σε ό,τι λαχταρούσε περισσότερο να έχει: την αγνότητα.




Τα έργα του, όσο ζούσε, δεν ήταν δημοφιλή γιατί ξέφευγαν εντελώς από τα πρότυπα της εποχής.
 Το γεγονός αυτό τον έριχνε στην απελπισία και τον ωθούσε σε βίαια ξεσπάσματα. Παρέμεινε μέχρι το τέλος του διώκτης του ίδιου του εαυτού του. Οδηγήθηκε σιγά -σιγά σε κρίσεις παράνοιας.



(Οι καμπύλες λείες, η μέση λεπτή, τα μαλλιά λάμπουν. Ο ερωτισμός ξεχειλίζει. Φιλοτεχνεί τις γυναίκες ήρεμες, νωχελικές και απλές, με γερμένο κεφάλι και χάρη στις κινήσεις.)

Μόνιμη έλξη ασκούσε μέσα του ο ανταγωνισμός και η αντιπαλότητα που έτρεφε για τον Πικάσο. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία αλλά δεν έλειπε και ο μεγάλος θαυμασμός του ενός για τον άλλον. Ο Πικάσο ήταν ήδη πετυχημένος και αυτό το πλεονέκτημα έναντι του άσημου Μοντιλιάνι του έδινε την άνεση να διασκεδάζει με τα καμώματα του εμμονικού φίλου του. Οι προκλήσεις μεταξύ τους έδιναν και έπαιρναν. Η υπεροψία του Πικάσο διαόλιζε κυριολεκτικά τον Μοντιλιάνι που δεν δίσταζε να απαντάει σ' αυτές με το ίδιο πάθος.


Μοντιλιάνι και Πικάσο

Ωστόσο, προσπάθησε να τον βοηθήσει κάποιες φορές. Μια απ' αυτές πλήρωσε την εγγύηση για να βγει από την φυλακή και μιαν άλλη τον έφερε σε επαφή με τον μεγάλο ζωγράφο Ωγκυστ Ρενουάρ. Ο ηλικιωμένος Ρενουάρ είπε αργότερα:

"Kάποτε τον είδα να χορεύει δίπλα στο άγαλμα του Μπαλζάκ.Τόσο όμορφο το πρόσωπό του...τόσο αέρινα τα χέρια του! Όπως κουνιόταν ήταν σαν να χαμογελάει. Ήταν όλα, όσα ήμουν κάποτε εγώ. Έτσι, έκλεψα αυτή την στιγμή και την κλείδωσα στο μυαλό μου για να μου δίνει κουράγιο στις τελευταίες μου μέρες."


                             Ζαν Εμπιτέρν    Αμεντέο Μοντιλιάνι                      

Τον Ιανουάριο του 1920, το Παρίσι έσφυζε από ζωή. Η Πόλη του Φωτός έλαμπε κυριολεκτικά κάτω από τα φώτα μιας ξέφρενης δημιουργίας.  Συγγραφείς, γλύπτες, ζωγράφοι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, όλοι η αφρόκρεμα της διανόησης ήταν συγκεντρωμένη στο Παρίσι. Τα καφέ ήταν τόποι συνάντησης και συζητήσεων. Όλοι έδιναν το "παρών" τους προσδοκώντας μια ευκαιρία για να ξεχωρίσουν. 

Ο Μοντιλιάνι είχε να περάσει μέρες από το στέκι του. Οι φίλοι του τον αναζήτησαν στο σπίτι του. Τον βρήκαν στην αγκαλιά της Ζαν να καίγεται από τον πυρετό. Η εύθραυστη υγεία του δεν άντεξε τελικά στις κακουχίες και στις καταχρήσεις που αλόγιστα της επέβαλε. Η Ζαν ήταν εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. 

Με δυσκολία τον πήραν από την αγκαλιά της και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή από φυματίωση, μια αρρώστια που είχε ήδη σακατέψει το μεγαλύτερο μέρος των πνευμόνων του. 

Η Ζαν  επέστρεψε αναγκαστικά στην οικογένειά της, που την δέχτηκε πίσω παρ' όλη την "ανήθικη" διαγωγή της. Την επομένη μέρα της κηδείας πήδηξε στο κενό από τον πέμπτο όροφο, παίρνοντας μαζί της στο θάνατο και το μωρό που κυοφορούσε. Δεν άντεξε τον χαμό του.

Η οικογένειά της δεν επέτρεψε να ταφεί μαζί με τον έρωτα της ζωής της, τον Αμεντέο της.

Αργότερα όμως, το 1930, δέκα χρόνια μετά, υποχώρησαν και δέχτηκαν να μεταφερθούν τα οστά τους σε κοινό τάφο. Πάνω στην επιτύμβια στήλη χαράχτηκαν για τον Αμεντέο και τη Ζαν τα εξής λόγια:

 Αμεντέο Μοντιλιάνι: 

"Χτυπήθηκε από τον θάνατο την στιγμή της δόξας του."

Για την Ζαν Εμπιτέρν προστέθηκε η επιγραφή:

"Αφοσιωμένη σύζυγος ακόμα και στην υπέρτατη θυσία"



"Ζαν"
Με αυτόν τον πίνακα κέρδισε τον διαγωνισμό ζωγραφικής. Θέμα τoυ: Η Ζαν. 
Ο Πικάσο συμμετείχε με πίνακα που απεικόνιζε τον ίδιο τον Μοντιλιάνι.

(O πίνακας του Πικάσο με τίτλο: "Μοντιλιάνι" )


 
"Θα ήθελα η ζωή μου να ήταν ένα πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη"




"Όταν γνωρίσω την ψυχή σου, θα ζωγραφίσω τα μάτια σου"



Περισσότερα για τον Μοντιλιάνι: Αμεντέο Μοντιλιάνι


Το 2004, κυκλοφόρησε η ταινία του Μικ Ντέιβις με θέμα τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του Μοντιλιάνι.  Στον ρόλο του Μοντιλιάνι ο καταπληκτικός Άντι Γκαρσία. 
Σύνθεση μουσικής, Γκάυ Φάρλυ.


Mondegliani-trailer     (στα Αγγλικά)



Trailer official (στα Ιταλικά)







Mondigliani  soundtrack- Angeli


Πηγή φωτογραφιών: Google