Εκείνο το πρωί, ο Σι ένιωσε μια έντονη δυσφορία στο
κεφάλι του. Είχε συνηθίσει να ξυπνάει μ’
έναν πόνο διαφορετικό κάθε φορά. Όσο περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνε, οι πόνοι
γίνονταν μόνιμοι σύντροφοι. Όμως, εκείνο το πρωί, ο πόνος ήταν αλλιώτικος. Ένιωθε
πως το κεφάλι του διαλυόταν σιγά-σιγά. Μετρούσε από μέσα του ένα- ένα τα
κομματάκια της κρανιακής κάψας που διαχωρίζονταν καθώς οι ραφές του κρανίου του
έσπαγαν με έναν ανατριχιαστικό κρότο. Μια αίσθηση παγωμένου υγρού συνόδευε τους
κρότους. Λες και είχε υγροποιηθεί ο εγκέφαλος του. Οξύς πόνος έσφιγγε σαν
μέγγενη το κεφάλι του και κατέληγε στον βολβό των ματιών. Η σκέψη και μόνο να
σηκωθεί όρθιος, τον τρομοκρατούσε. Παρ’
όλα αυτά, μάζεψε τις δυνάμεις του και με μια ώθηση του κορμιού, κατάφερε να
σταθεί στα πόδια του. Έτσι, άρχισε η καινούργια μέρα για τον Σι και τον σκύλο
του τον Κέρβερο.
«Το επιτοίχιο ημερολόγιό μου!» μουρμούρισε παρατηρώντας τις
σειρές των κάθετων γραμμών που κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος του τοίχου. «Κάθε
γραμμή και μια ολοκληρωμένη ζωή» συμπλήρωσε με δυνατή φωνή, αυτή τη φορά.
Είχε εκτιμήσει διαφορετικά τη
ζωή από τότε που βρέθηκε στην έρημο. Η μέρα του, είχε γίνει χρόνος. «Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αν θα ζεις αύριο.» Ήταν η επωδός σε κάθε του σκέψη. Κάθε γραμμή,
μια κάψουλα συμπυκνωμένης ζωής, η μόνη λογική επαφή του με τον χρόνο. Ο ήλιος
και τα αστέρια υπήρχαν μόνον για να τον προσανατολίζουν μέσα στο ομοιόμορφο,
ερημικό τοπίο.
Έβρασε λίγο νερό, απ’ αυτό που συγκέντρωνε σ’ ένα γυάλινο μπουκάλι και έριξε μέσα μερικούς απ’ τους κόκκινους σπόρους των αγκαθωτών θάμνων που υπήρχαν παντού. Το αφέψημα ήταν δικής του έμπνευσης και του έκανε καλό ή έτσι πίστευε τουλάχιστον. Άφησε το ρόφημα να πάρει ακόμα μια βράση και μετά το άδειασε σε μια κούπα από πορσελάνη. Η κούπα σήμαινε πολλά για τον Σι. Ήταν το μόνο πράγμα που του θύμιζε την ομορφιά. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα. Του άρεσε να την κοιτάζει. Την άγγιζε σχεδόν με τρυφερότητα όταν χάιδευε τις χρυσές, λεπτεπίλεπτες λεπτομέρειές της και το καμπυλωτό σχήμα της. Το βλέμμα του γλύκαινε και η ψυχή του γαλήνευε κοιτώντας, τα όμορφα ρόδα που ήταν ζωγραφισμένα πάνω της. Την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Την κρατούσε σφιχτά και με τις δυο του παλάμες, λες και κρατούσε στα χέρια του το κορμί μιας όμορφης γυναίκας. Όλη η αρσενική του σκέψη ακουμπούσε πάνω της αλλά αμέσως μετά, μια άλλη δυσάρεστη σκέψη τον κατέβαλε. «Πόσο πολύ πρέπει να ασφυκτιά τόση ομορφιά μες στ’ απάνθρωπα χέρια μου!» Τίναξε το κεφάλι του πίσω σαν να ήθελε να διώξει αμέσως τη στενάχωρη σκέψη και βγήκε στο κεφαλόσκαλο να πιει το ρόφημα που μόλις είχε ετοιμάσει.
Ο Κέρβερος, δίπλα του, περίμενε
υπομονετικά τη λεία του. Κρυμμένοι καλά οι δυο τους, άφηναν στα πουλιά όλον τον
χρόνο που χρειαζόταν για να πλησιάσουν με την ησυχία τους το νερό. Η δυνατή
κραυγή τους, όταν ο Κέρβερος τ' άρπαζε απ’ το λαιμό, έκανε τα υπόλοιπα να εξαφανίζονται αλαφιασμένα. Ο Κέρβερος γύριζε
πίσω με τη λεία στο στόμα του. Τρία πουλιά ήταν αρκετά για το γεύμα της
μέρας τους. Ο Σι έκοβε με το νυστέρι το κεφάλι τους και τα κρατούσε ανάποδα για
να στραγγίξουν απ’ το πολύ αίμα.
Όταν ο ήλιος έφτανε τα τρία
μέτρα πάνω απ’ το φαράγγι, ο Σι κι ο σκύλος του έπαιρναν το δρόμο της
επιστροφής. Ο Κέρβερος, πάντα βιαστικός και ασυγκράτητος, έτρεχε μπροστά αλλά
σταματούσε συχνά για να δει αν τον ακολουθεί το αφεντικό του. Όσο κι αν η μυρωδιά από το αίμα των πουλιών τον έκανε
ανυπόμονο, δεν απομακρυνόταν ποτέ από κοντά του.
Στην μέση της διαδρομής ο Σι κοντοστάθηκε και κοίταξε πίσω του την κόκκινη γραμμή που άφηνε το αίμα των πουλιών. «Η δύναμη του ισχυροτέρου» σκέφτηκε αλλά δεν ένιωσε ικανοποίηση όπως παλιά. Σ’ αυτήν την αφιλόξενη κοιλάδα η ζωή ήταν τόσο σπάνια και δυσεύρετη! Πώς να νιώσει ζωντανός πάνω σε μιαν αφυδατωμένη γη με νεκρά πουλιά και εξαφανισμένη χλωρίδα; Ακόμη κι αν ο ίδιος είχε καταφέρει να επιζήσει απ’ αυτήν την καταστροφή;
Ο Σι έμαθε να ζει μόνος. Η έρημος ήταν, ό,τι του είχε απομείνει πια.
Φθάνοντας στην καλύβα, κάτι
ιδιαίτερο τράβηξε την προσοχή του. Ένα μικρό, ξύλινο κουτί ήταν αφημένο μπροστά
στην πόρτα του. Κοίταξε γύρω του απορημένος. Προσπάθησε να διακρίνει, μες στην
αχλή της αφόρητης ζέστης, κάποια ανθρώπινη παρουσία. Ένας φόβος ξύπνησε μέσα του μαζί με χαρά, και τον
κατέκλυσε. Όμως, δεν ήταν κανείς. Γύρω
του, το ίδιο γνώριμο τοπίο με σκόνη και αγκαθωτούς θάμνους. Μάζεψε από κάτω το κουτί και την όμορφη κούπα
του και μπήκε στο καλύβι. Κρέμασε το δίχτυ με τα νεκρά πουλιά στον τοίχο κι
έβαλε νερό να βράσει. Έπειτα, ακούμπησε το κουτί πάνω στο τραπέζι και το
περιεργάστηκε για κάμποσα λεπτά. Ήταν ένα απλό, ξύλινο κουτί που είχε σ’ όλες
του τις πλευρές σκαλισμένα περίεργα σχήματα. Στη βάση του διέκρινε με δυσκολία
χαραγμένο έναν αριθμό: 27 . Προσπάθησε να το ανοίξει αλλά δεν τα κατάφερε. Το
κουτί του αντιστεκόταν, σαν να μην έπρεπε να δει ο Σι το εσωτερικό του. Όσο περισσότερη προσπάθεια έβαζε, τόσο αυτό
μίκραινε, όλο μίκραινε, ώσπου στο τέλος έμεινε πάνω στην παλάμη του μια
μικρή καφέ κουκκίδα.
«Σάλεψε ο νους μου απ’ τη μοναξιά»
είπε στον Κέρβερο και σηκώθηκε να ετοιμάσει το φαγητό τους. Δεν ήταν πια σίγουρος αν φαντάστηκε το κουτί ή υπήρχε στ’
αλήθεια. Ο Κέρβερος, στο μεταξύ, είχε πάρει τη θέση του πάνω
στο στρώμα και περίμενε υπομονετικά το γεύμα του. Ξαφνικά, σηκώθηκε κι έτρεξε προς
την πόρτα γαβγίζοντας. Ο Σι τον μάλωσε και τον διέταξε να σταματήσει. Ο σκύλος όμως
δεν υπάκουσε. Στάθηκε όρθιος κι έξυνε την πόρτα με όλη του τη δύναμη. Κάτι
υπήρχε έξω που τον αναστάτωνε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Σι έχωσε ένα ακονισμένο
νυστέρι στη ζώνη του και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Ο σκύλος τον ακολούθησε
χωρίς να σταματήσει λεπτό το γάβγισμα. Ο άντρας, όσο έπιανε το μάτι του, δεν
διέκρινε κάτι που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει. Όταν σιγουρεύτηκε πως δεν συνέβαινε τίποτα, μπήκε πάλι μέσα, τραβώντας τον Κέρβερο που αρνιόταν με πείσμα να τον
ακολουθήσει.
Κι όμως, ο σκύλος έβλεπε αυτό
που δεν μπορούσαν να δουν τα κουρασμένα μάτια του Σι: εκείνη την περίεργη κίτρινη ομίχλη, που αναδυόταν απ’
τις ρωγμές του εδάφους, και απλωνόταν αργά στην κοιλάδα.
Όταν νύχτωσε για τα καλά, ο Σι σηκώθηκε, έκανε
νόημα στο σκύλο του να τον ακολουθήσει και μπήκαν μαζί μέσα. Σφάλισε την πόρτα
μ’ ένα οριζόντιο δοκάρι και ξάπλωσε με
τον σκύλο στα πόδια του. Λίγα δευτερόλεπτα πριν τον πάρει ο ύπνος, του φάνηκε
πως είδε πάλι το κουτί πάνω στο τραπέζι.
Μόνο, που αυτή τη φορά, είχε το αρχικό του μέγεθος. Απέδωσε το γεγονός στην κούραση του, έκλεισε
τα μάτια του κι αμέσως τον πήρε ο ύπνος.
(1) "…Αντίλαλοι, κελαρυσμοί, σιγανά βουίσματα, ρίζα του
έρωτα, μεταξωτή κλωστή, διχάλα και κληματαριά,
Εκπνοή και εισπνοή, ο χτύπος της καρδιάς μου, το διάβα
του αίματος και του αέρα μέσα στα πνευμόνια μου,
Η μυρωδιά των χλωρών και των ξερών φύλλων, η μυρωδιά της
ακρογιαλιάς, των σκούρων βράχων της θάλασσας και του σανού στον αχυρώνα,
Ο ήχος της φωνής μου που εξαπολύει τις λέξεις μου μέσα
στους στροβιλισμούς του ανέμου,
Λίγα ανάλαφρα φιλιά, λίγα αγκαλιάσματα, μπράτσα περασμένα
γύρω από ώμους,
Το παιχνίδισμα του φωτός και της σκιάς στα δέντρα καθώς
δονούνται τα λυγερά κλαδιά,
Η τέρψη στην μοναξιά, μέσα στον πυρετό των δρόμων ή πέρα
σε λιβάδια και σε λοφοπλαγιές,
Η αίσθηση της υγείας, οι τρίλιες του καταμεσήμερου, το
τραγούδι του εαυτού μου καθώς σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι για να προϋπαντήσω τον
ήλιο.
Σου φαίνονται πολλά τα χίλια στρέμματα;
Σου φαίνεται πολύ πλατιά η γη;"
Έκλεισε τα μάτια του κι ένιωσε τον σκύλο να κολλάει στα πόδια του. Αποκοιμήθηκε βαθιά. Είδε σε όνειρο τον εαυτό του, όπως ήταν παλιά. Τότε που ζούσε ευτυχισμένος στο όμορφο σπίτι του, με την Άννα. Και μετά, είδε τον εαυτό του να σκύβει πάνω από έναν ασθενή με ανοιγμένο θώρακα και τα πάντα γύρω του πνιγμένα στο αίμα. Μέσα απ’ το άνοιγμα ξεπετάγονταν πέρδικες χωρίς κεφάλι και ορμούσαν κατά πάνω του. Ξύπνησε γεμάτος αγωνία. Ένιωθε ασφυξία. Δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Γύρω του απόλυτο σκοτάδι. Αδύνατο να σηκωθεί. Το δωμάτιο μόλις τον χωρούσε.
Προσπάθησε να κινηθεί. Τα μέλη
του χτυπούσαν πάνω στους τοίχους. Οι τοίχοι έκλειναν προς το μέρος του. Τους
έσπρωξε με απόγνωση. Το δωμάτιο μίκρυνε περισσότερο. Κουλουριάστηκε για να
χωρέσει. Ο αέρας λιγόστεψε κι άλλο. Μια τρελή σκέψη του καρφώθηκε στο κεφάλι. Μήπως δεν
ήταν το δωμάτιο που μίκραινε;
Θυμήθηκε το κουτί που είχε αφήσει στο
τραπέζι. Η υποψία πως ήταν κλεισμένος στο κουτί, τον γέμισε
τρόμο.
Τον ξύπνησε το βογκητό του. Ένιωθε έναν κόμπο στον λαιμό και δεν μπορούσε να καταπιεί ούτε ν’ αναπνεύσει ελεύθερα. Έριξε μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο, μήπως καταλάβει τι ώρα ήταν. ΄
Απόλυτο σκοτάδι. Δεν διέκρινε
τίποτα. Συνήθως, όταν ξυπνούσε τα βράδια, κοίταζε τ’ αστέρια απ’ το παράθυρο, τις αμέτρητες
μικρές λάμψεις που του έκαναν συντροφιά μέχρι το ξημέρωμα.
Ένιωσε έντονη δίψα. Το στόμα του
είχε στεγνώσει εντελώς. Προσπάθησε να σηκωθεί. Τα μέλη του δεν τον υπάκουσαν.
Ήταν βαριά σαν μολύβι. Σαν κάτι, έξω απ’ αυτόν, να τον κρατούσε ακίνητο στην θέση που βρισκόταν. Σκέφτηκε τον σκύλο του κι ανησύχησε. Δεν ήταν κοντά του,
διαφορετικά τώρα θα του έγλυφε το πρόσωπο. Άρχισε να σκέφτεται δυνατά. Η φωνή
του, βραχνή και μπάσα έκανε παρέα στην σκέψη του. Η σκέψη του επανήλθε στον
σκύλο. Με προσπάθεια τέντωσε το πόδι του και τον έψαξε στο κάτω μέρος του
στρώματος, που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι. Χτύπησε πάνω σε τοίχο. Δεν
καταλάβαινε τίποτα. Προσπάθησε να κάνει το ίδιο με το άλλο πόδι και μετά με τα χέρια αλλά είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Παντού τοίχος, λες και το δωμάτιο είχε
μικρύνει και ο ίδιος μόλις που χωρούσε μέσα σ’ αυτό. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα.»
είπε δυνατά. «Αποκλείεται να μου συμβαίνει αυτό. Κοιμάμαι
και βλέπω εφιάλτη. Όταν ξυπνήσω θα είναι όλα διαφορετικά. Όλα θα είναι όπως πριν." Μ' αυτή τη σκέψη ηρέμησε και κατάφερε να κοιμηθεί.
Ο Κέρβερος γάβγισε δυο-τρεις
φορές. Μετά έφερε το δίχτυ για τα πουλιά και το άφησε στα πόδια του. «Α, πρέπει να πεινάς πολύ εσύ.» είπε και χαμογέλασε στον Κέρβερο που στεκόταν σοβαρός μπροστά
του.
Έβηξε δυνατά να καθαρίσει το λαιμό του απ’ τη σκόνη που κάλυπτε τα πάντα γύρω του, φόρεσε τις
μπότες του, πέρασε σταυρωτά το δίχτυ για τα πουλιά και βγήκε απ’ την καλύβα.
Γύρω του, όλα ήταν καλυμμένα από μια κίτρινη ομίχλη. Δεν του έκανε εντύπωση.
Είχε μάθει με τα χρόνια πως η έρημος έκρυβε πολλές εκπλήξεις. Έκανε νόημα στον
σκύλο να τον ακολουθήσει και ξεκίνησαν
μαζί για το φαράγγι με τις πέρδικες. Ο Κέρβερος γρήγορα τον προσπέρασε κουνώντας με
χαρά την ουρά του.
Προχωρούσε βασισμένος στο ένστικτό του. Η ομίχλη δεν του άφηνε κανένα περιθώριο προσανατολισμού. Από συνήθεια κατευθύνθηκε ανατολικά. Λίγα μέτρα πιο κάτω αναγκάστηκε να σταματήσει. Η αναπνοή του έγινε δύσκολη και τα μάτια του έτσουζαν τρομερά απ’ τη σκόνη. «Λάθος να ξεκινήσω τόσο αργά» σκέφτηκε. Ο ήλιος, αν και δύσκολα διακρινόταν πια πίσω απ' την ομίχλη που πύκνωνε, ήδη μεσουρανούσε, οι νερόλακκοι σίγουρα είχαν στεγνώσει και ο ίδιος ένιωθε αδύναμος να συνεχίσει. Απ’ τα νότια άρχισε να σκοτεινιάζει. Η σκοτεινιά όλο πλησίαζε προς το μέρος του. Η ατμόσφαιρα μύριζε υγρασία. Ένας καυτός άνεμος άρχισε να φυσάει και να σηκώνει την άμμο της ερήμου σε στροβίλους. Προστάτεψε πρόχειρα το πρόσωπό του με τον αγκώνα του και αποφάσισε να γυρίσει πίσω. «Δεν είναι μέρα για κυνήγι σήμερα. Ο καιρός αγριεύει.»
Ο Κέρβερος, μόλις αντιλήφθηκε τις πραγματικές
προθέσεις του αφεντικού του, ξάπλωσε στην άμμο και δεν έλεγε να κουνήσει.
Μάταια ο Σι προσπάθησε να τον μεταπείσει. Η πείνα που θέριζε τα σωθικά του ήταν
πιο πειστική από την εντολή του αφεντικού. Ο Σι τον άφησε πίσω και πήρε με
δυσκολία το δρόμο της επιστροφής. Ο άνεμος δυνάμωσε περισσότερο. Μικροί
αγκαθωτοί θάμνοι ξεριζώνονταν και έπεφταν πάνω του. Για να προστατευτεί ξάπλωσε
στο χώμα μέχρι να σταματήσει το κακό. Ο Κέρβερος πίσω του αλυχτούσε
δαιμονισμένα. Σκοτείνιασε περισσότερο. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ τα μαύρα σύννεφα. Οι αγκαθωτοί
θάμνοι σφύριζαν πάνω απ’ το κεφάλι του. Έχωσε το πρόσωπο του στην άμμο. Το
κορμί του αιμορραγούσε από τα τρυπήματα τους. Το αλύχτισμα του Κέρβερου κόπηκε
μαχαίρι. Ο Σι δεν άκουγε τίποτε άλλο πέρα από τον σφύριγμα του μανιασμένου
αέρα. Ο τρόμος σερνόταν μέσα του σαν τους βαράνους πάνω στην κομματιασμένη
γη. Δεν είχε καμιά λογική όλο αυτό που ζούσε. Κάλεσε τον σκύλο του με όση δύναμη του απέμενε. Επανέλαβε το κάλεσμα πολλές
φορές. Καμιά απόκριση. Η φωνή του γύριζε ορφανή σ' εκείνον. «Πού είμαι;»
αναρωτήθηκε φανερά τρομαγμένος. Άπλωσε τα χέρια του στο κενό για να δει
τα όρια του.
Άγγιζε παντού τοίχο. Πάνω κάτω,
αριστερά δεξιά, ένας αόρατος τοίχος τον κύκλωνε. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος και να κάνει ένα βήμα μπρος. Αδύνατον να προχωρήσει. Ο τοίχος του
έφραζε το δρόμο. Τον έσπρωξε με όλη του τη δύναμη. Δεν κατάφερε να τον μετακινήσει.
«Πού βρίσκομαι;» αναρωτήθηκε πανικόβλητος. Κάθε προσπάθεια οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Ο τοίχος ερχόταν πιο κοντά του. Στένευαν περισσότερο τα όρια. Ο τοίχος κόλλησε
στο σώμα του. Του πίεζε το στήθος. Τα χέρια του ακινητοποιήθηκαν εντελώς.
Έστεκε όρθιος, σαν στήλη άλατος. Γύρω του η αμμοθύελλα λυσσομανούσε. Ο Κέρβερος άφαντος. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό. Ένας φωτεινός ισχνός κύκλος ήταν
ό,τι είχε απομείνει απ’ τον ήλιο. Το φως του δεν έφτανε μέχρι τη γη. Έπεσε
απόλυτο σκοτάδι. Ο Σι σταμάτησε να προσπαθεί. Το αίμα του με δυσκολία έρεε στις φλέβες του. Είχε παγώσει απ’ τον τρόμο. Κράτησε την ανάσα του. Ακόμα κι αυτή,
η ανεπαίσθητη κίνηση των πνευμόνων, έφερνε τον τοίχο πιο κοντά του. «Θεέ μου, είμαι
κλεισμένος στο κουτί!» ψέλλισε με τρόμο, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά πως
είχε παγιδευτεί για πάντα στο σκοτάδι.
Επίλογος
Ο νοσοκόμος έβαλε το πτώμα του άνδρα μέσα στον σάκο, τράβηξε το φερμουάρ μέχρι πάνω και βγήκε από το δωμάτιο. Περνώντας από την «Κίνηση Ασθενών» είπε απευθυνόμενος στον υπάλληλο. «Ο γιατρός στο 27 κατέληξε. Ειδοποιείστε τη γυναίκα του.»
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου αντήχησε εφιαλτικά μέσα στο σπίτι. Η Άννα άφησε τη δουλειά που έκανε και έτρεξε να το σηκώσει. Άκουσε απ’ την άλλη μεριά της γραμμής μια φωνή τυπική να της λέει: «Λυπάμαι πολύ, ο σύζυγός σας κατέληξε πριν λίγο.» Η Άννα κατέβασε το ακουστικό και κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε. «Αυτό ήταν λοιπόν» ψέλλισε και αμέσως ένιωσε τα δάκρυά της να τρέχουν ποτάμι.
Τέλος
(1)Walt Whitman Φύλλα Χλόης ( Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου) Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 2019