Αναρτήσεις

Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Το κουτί



η φωτογραφία από Wikipédia



Σύσταση προς τυχόν ενδιαφερομένους.

Η ιστορία να διαβαστεί πρωινές ώρες καλύτερα και σε άριστη ψυχολογική κατάσταση. Την έγραψα, για να λάβει μέρος στον διαγωνισμό διηγήματος "The Weird Side Tales II" με θέμα το εσωτερικό ή εξωτερικό σκοτάδι.   :) 



Το κουτί 


Εκείνο το πρωί, ο Σι ένιωσε μια έντονη δυσφορία στο κεφάλι του. Είχε συνηθίσει να ξυπνάει μ’ έναν πόνο διαφορετικό κάθε φορά. Όσο περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνε, οι πόνοι γίνονταν μόνιμοι σύντροφοι. Όμως, εκείνο το πρωί, ο πόνος ήταν αλλιώτικος. Ένιωθε πως το κεφάλι του διαλυόταν σιγά-σιγά. Μετρούσε από μέσα του ένα- ένα τα κομματάκια της κρανιακής κάψας που διαχωρίζονταν καθώς οι ραφές του κρανίου του έσπαγαν με έναν ανατριχιαστικό κρότο. Μια αίσθηση παγωμένου υγρού συνόδευε τους κρότους. Λες και είχε υγροποιηθεί ο εγκέφαλος του. Οξύς πόνος έσφιγγε σαν μέγγενη το κεφάλι του και κατέληγε στον βολβό των ματιών. Η σκέψη και μόνο να σηκωθεί όρθιος, τον τρομοκρατούσε.  Παρ’ όλα αυτά, μάζεψε τις δυνάμεις του και με μια ώθηση του κορμιού, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Έτσι, άρχισε η καινούργια μέρα για τον Σι και τον σκύλο του τον Κέρβερο.

 Με μηχανικές κινήσεις ακολούθησε την πρωινή του ρουτίνα. Πρώτο του μέλημα να προσθέσει άλλη μια κάθετη γραμμή, δίπλα στις άλλες που ήταν ήδη χαραγμένες πάνω στον ανατολικό τοίχο της καλύβας του. Πήρε ένα απ’ τα χειρουργικά νυστέρια που είχε φυλαγμένα, και χάραξε την 27η γραμμή του μηνός Ιουλίου.

«Το επιτοίχιο  ημερολόγιό μου!» μουρμούρισε παρατηρώντας τις σειρές των κάθετων γραμμών που κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος του τοίχου. «Κάθε γραμμή και μια ολοκληρωμένη ζωή» συμπλήρωσε με δυνατή φωνή, αυτή τη φορά.

Είχε εκτιμήσει διαφορετικά τη ζωή από τότε που βρέθηκε στην έρημο. Η μέρα του, είχε γίνει χρόνος. «Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αν θα ζεις αύριο.» Ήταν η επωδός σε κάθε του σκέψη. Κάθε γραμμή, μια κάψουλα συμπυκνωμένης ζωής, η μόνη λογική επαφή του με τον χρόνο. Ο ήλιος και τα αστέρια υπήρχαν μόνον για να τον προσανατολίζουν μέσα στο ομοιόμορφο, ερημικό τοπίο.

Έβρασε λίγο νερό, απ’ αυτό που συγκέντρωνε σ’ ένα γυάλινο μπουκάλι και έριξε μέσα μερικούς απ’ τους κόκκινους σπόρους των αγκαθωτών θάμνων που υπήρχαν παντού.  Το αφέψημα ήταν δικής του έμπνευσης και του έκανε καλό ή έτσι πίστευε τουλάχιστον. Άφησε το ρόφημα να πάρει ακόμα μια βράση και μετά το άδειασε σε μια κούπα από πορσελάνη. Η κούπα σήμαινε πολλά για τον Σι.  Ήταν το μόνο πράγμα που του θύμιζε την ομορφιά. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα. Του άρεσε να την κοιτάζει. Την άγγιζε σχεδόν με τρυφερότητα όταν χάιδευε τις χρυσές, λεπτεπίλεπτες λεπτομέρειές της και το καμπυλωτό σχήμα της. Το βλέμμα του γλύκαινε και η ψυχή του γαλήνευε κοιτώντας, τα όμορφα ρόδα που ήταν ζωγραφισμένα  πάνω της. Την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Την κρατούσε σφιχτά και με τις δυο του παλάμες, λες και κρατούσε στα χέρια του το κορμί μιας όμορφης γυναίκας. Όλη η αρσενική του σκέψη ακουμπούσε πάνω της αλλά αμέσως μετά, μια άλλη δυσάρεστη σκέψη τον κατέβαλε. «Πόσο πολύ πρέπει να ασφυκτιά τόση ομορφιά μες στ’ απάνθρωπα χέρια μου!» Τίναξε το κεφάλι του πίσω σαν να ήθελε να διώξει αμέσως τη στενάχωρη σκέψη και βγήκε στο κεφαλόσκαλο να πιει το ρόφημα που μόλις είχε ετοιμάσει.

 Η μέρα χάραζε. Τράβηξε μια ρουφηξιά απ’ το καυτό κόκκινο ζουμί. Το βλέμμα του αμέσως καθάρισε και ένιωσε καλύτερα. Μπροστά του, μέχρι την άκρη του ορίζοντα, απλωνόταν η γνώριμη τούνδρα των σκονισμένων θάμνων. Τίποτε άλλο. Το μάτι του πετάρισε σαν να έκανε κάποιο δυσερμήνευτο σινιάλο αλλά δεν έδωσε σημασία. Όταν τελείωσε το ρόφημα, άφησε  την άδεια κούπα στο χώμα, πήρε ένα απ’ τα νυστέρια του, και βγήκε πάλι για κυνήγι.

 Το κυνήγι δεν ήταν διασκέδαση για τον Σι. Ήταν ο μόνος τρόπος για να φάει κάτι, εκείνος και ο σκύλος του. Ο Κέρβερος, δυνατό σκυλί, τον ακολουθούσε παντού κουνώντας ζωηρά την ουρά του. Ήταν ο μοναδικός του σύντροφος. Όσο γερνούσε ο άντρας, τόσο ερχόταν πιο κοντά με τον σκύλο του. Έφτασαν να τρώνε μαζί, να κοιμούνται μαζί και να μιλάνε, κάποιες από εκείνες τις σπάνιες φορές που ο Σι ήθελε να πει κάτι.

 Τράβηξε ανατολικά. Του άρεσε να βλέπει τον ήλιο να βγαίνει μέσα απ’ την πρωινή ομίχλη. Χάραζε με το νου του την ευθεία γραμμή  που τον ένωνε μαζί του και φρόντιζε να σέρνει τα βαριά του βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς καμιά παρέκκλιση. Ήταν ο δρόμος που τον οδηγούσε στο φαράγγι με τις πέρδικες της ερήμου.  Όσο ο ήλιος ανέβαινε, πίσω του σχηματιζόταν μια μακριά σκιά που τον ακολουθούσε.  Συχνά γυρνούσε το βλέμμα του προς τα πίσω για να την κοιτάξει. Η σκιά, του έδινε την βεβαιότητα, πως ήταν ακόμα ζωντανός. Η ζωή και οι σκιές είχαν αποκτήσει με τα χρόνια την ίδια αξία γι’ αυτόν. Ο Κέρβερος δίπλα του δεν έκρυβε την ανυπομονησία του. Δεν ήταν σκύλος κυνηγιού αλλά όταν η πείνα θέριζε τα σωθικά του, γινόταν ό,τι ήθελες.  Κάμποση ώρα μετά, σκύλος κι άνθρωπος έγιναν μαύρα στίγματα στο βάθος του ορίζοντα.

 Το φαράγγι με τις πέρδικες ήταν δύσβατος τόπος. Οι αγκαθωτοί θάμνοι γίνονταν το ιδανικό μέρος για τις φωλιές των φιδιών. Όταν έφτασε στον προορισμό του, έστησε αμέσως καρτέρι πίσω από τους βράχους, και περίμενε.  Όχι για πολύ. Οι πέρδικες   ξεθάρρεψαν στην ησυχία. Βγήκαν απ’ τις σχισμές των βράχων και πλησίασαν το λιγοστό νερό που μαζευόταν σε λιλιπούτειους υδάτινους κρατήρες που είχαν μόλις λίγες ώρες ζωής. Οι ώρες της δροσιάς κρατούσαν λίγο. Ο ήλιος ανέβαινε γρήγορα και  στέγνωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Οι μικροί υδάτινοι κρατήρες εξαφανίζονταν μετά από λίγο, μαζί με τα πουλιά που σκόρπιζαν ξανά στους βράχους.

Ο Κέρβερος, δίπλα του, περίμενε υπομονετικά τη λεία του. Κρυμμένοι καλά οι δυο τους, άφηναν στα πουλιά όλον τον χρόνο που χρειαζόταν για να πλησιάσουν με την ησυχία τους το νερό. Η δυνατή κραυγή τους, όταν ο Κέρβερος τ' άρπαζε απ’ το λαιμό, έκανε τα υπόλοιπα να  εξαφανίζονται αλαφιασμένα. Ο Κέρβερος γύριζε πίσω με τη λεία στο στόμα του. Τρία πουλιά ήταν αρκετά για το γεύμα της μέρας τους. Ο Σι έκοβε με το νυστέρι το κεφάλι τους και τα κρατούσε ανάποδα για να στραγγίξουν απ’ το πολύ αίμα.

Όταν ο ήλιος έφτανε τα τρία μέτρα πάνω απ’ το φαράγγι, ο Σι κι ο σκύλος του έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής. Ο Κέρβερος, πάντα βιαστικός και ασυγκράτητος, έτρεχε μπροστά αλλά σταματούσε συχνά για να δει αν τον ακολουθεί το αφεντικό του. Όσο κι αν  η μυρωδιά από το αίμα των πουλιών τον έκανε ανυπόμονο, δεν απομακρυνόταν ποτέ από κοντά του.

Στην μέση της διαδρομής ο Σι κοντοστάθηκε και κοίταξε πίσω του την κόκκινη γραμμή που άφηνε το αίμα των πουλιών. «Η δύναμη του ισχυροτέρου» σκέφτηκε αλλά δεν ένιωσε ικανοποίηση όπως παλιά. Σ’ αυτήν την αφιλόξενη κοιλάδα η ζωή ήταν τόσο σπάνια και δυσεύρετη! Πώς να νιώσει ζωντανός πάνω σε μιαν αφυδατωμένη γη με νεκρά πουλιά και εξαφανισμένη χλωρίδα; Ακόμη κι αν ο ίδιος είχε καταφέρει να επιζήσει απ’ αυτήν την καταστροφή;  

Ο Σι έμαθε να ζει μόνος.  Η έρημος ήταν, ό,τι του είχε απομείνει πια.  

 Συνέχισε το δρόμο του. Για πρώτη φορά όμως είχε την αίσθηση πως η κοιλάδα έκλεινε γύρω του. Του έβαζε τα όρια που ο Σι δεν θα μπορούσε ποτέ πια να ξεπεράσει.

Φθάνοντας στην καλύβα, κάτι ιδιαίτερο τράβηξε την προσοχή του. Ένα μικρό, ξύλινο κουτί ήταν αφημένο μπροστά στην πόρτα του. Κοίταξε γύρω του απορημένος. Προσπάθησε να διακρίνει, μες στην αχλή της αφόρητης ζέστης, κάποια ανθρώπινη παρουσία. Ένας φόβος ξύπνησε μέσα του μαζί με χαρά, και τον κατέκλυσε.  Όμως, δεν ήταν κανείς. Γύρω του, το ίδιο γνώριμο τοπίο με σκόνη και αγκαθωτούς θάμνους.  Μάζεψε από κάτω το κουτί και την όμορφη κούπα του και μπήκε στο καλύβι. Κρέμασε το δίχτυ με τα νεκρά πουλιά στον τοίχο κι έβαλε νερό να βράσει. Έπειτα, ακούμπησε το κουτί πάνω στο τραπέζι και το περιεργάστηκε για κάμποσα λεπτά. Ήταν ένα απλό, ξύλινο κουτί που είχε σ’ όλες του τις πλευρές σκαλισμένα περίεργα σχήματα. Στη βάση του διέκρινε με δυσκολία χαραγμένο έναν αριθμό: 27 . Προσπάθησε να το ανοίξει αλλά δεν τα κατάφερε. Το κουτί του αντιστεκόταν, σαν να μην έπρεπε να δει  ο Σι το εσωτερικό του.  Όσο περισσότερη προσπάθεια έβαζε, τόσο αυτό μίκραινε, όλο μίκραινε, ώσπου στο τέλος έμεινε πάνω στην παλάμη του μια μικρή καφέ κουκκίδα.

«Σάλεψε ο νους μου απ’ τη μοναξιά» είπε στον Κέρβερο και σηκώθηκε να ετοιμάσει το φαγητό τους.  Δεν ήταν πια σίγουρος αν φαντάστηκε το κουτί ή υπήρχε στ’ αλήθεια. Ο Κέρβερος, στο μεταξύ, είχε πάρει τη θέση του πάνω στο στρώμα και περίμενε υπομονετικά το γεύμα του. Ξαφνικά, σηκώθηκε κι έτρεξε προς την πόρτα γαβγίζοντας. Ο Σι τον μάλωσε και τον διέταξε να σταματήσει. Ο σκύλος όμως δεν υπάκουσε. Στάθηκε όρθιος κι έξυνε την πόρτα με όλη του τη δύναμη. Κάτι υπήρχε έξω που τον αναστάτωνε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Σι έχωσε ένα ακονισμένο νυστέρι στη ζώνη του και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Ο σκύλος τον ακολούθησε χωρίς να σταματήσει λεπτό το γάβγισμα. Ο άντρας, όσο έπιανε το μάτι του, δεν διέκρινε κάτι που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει. Όταν σιγουρεύτηκε πως δεν συνέβαινε τίποτα, μπήκε πάλι μέσα, τραβώντας  τον Κέρβερο που αρνιόταν με πείσμα να τον ακολουθήσει.

Κι όμως, ο σκύλος έβλεπε αυτό που δεν μπορούσαν να δουν τα κουρασμένα μάτια του Σι:  εκείνη την περίεργη κίτρινη ομίχλη, που αναδυόταν απ’ τις ρωγμές του εδάφους, και απλωνόταν αργά στην κοιλάδα.

 Ο Σι πέρασε την υπόλοιπη μέρα ησυχάζοντας. Όταν σουρούπωσε, γέμισε την όμορφη κούπα του με ό,τι περίσσεψε από το πρωινό ρόφημα και κάθισε στο πλατύσκαλο να το πιει. Το συνήθιζε αυτή την ώρα. Δίπλα του ξάπλωσε χορτασμένος ο Κέρβερος. Ήταν τόσο ικανοποιημένος που δεν έδωσε καμία σημασία στον μικρό βαράνο που προσπαθούσε να αναρριχηθεί στον εξωτερικό τοίχο της καλύβας.

 Όταν νύχτωσε για τα καλά, ο Σι σηκώθηκε, έκανε νόημα στο σκύλο του να τον ακολουθήσει και μπήκαν μαζί μέσα. Σφάλισε την πόρτα μ’ ένα οριζόντιο δοκάρι  και ξάπλωσε με τον σκύλο στα πόδια του. Λίγα δευτερόλεπτα πριν τον πάρει ο ύπνος, του φάνηκε πως είδε πάλι το κουτί πάνω στο τραπέζι.  Μόνο, που αυτή τη φορά, είχε το αρχικό του μέγεθος.  Απέδωσε το γεγονός στην κούραση του, έκλεισε τα μάτια του κι αμέσως τον πήρε ο ύπνος.

 Το επόμενο πρωί πήγε πάλι για κυνήγι. Τράβηξε δυτικά αυτή τη φορά. Μετά από περπάτημα ενός χιλιομέτρου έφτασε σ’ ένα ξερό ποτάμι. Δυο κοτόπουλα της γκρίζας άμμου βγήκαν κάτω απ’ τα πόδια του. Ο Κέρβερος πρόλαβε να τ’ αρπάξει κι εκείνα μάταια σφάδαζαν προσπαθώντας να ξεφύγουν απ’ την δυνατή δαγκάνα των κοφτερών δοντιών του. Όταν ο σκύλος σιγουρεύτηκε πως δεν ζούσαν πια, τα άφησε στα πόδια του Σι κουνώντας ζωηρά την ουρά του. Εκείνος τους έκοψε τα κεφάλια με το νυστέρι που είχε πάντα πάνω του και τα κράτησε ανάποδα μέχρι να στραγγίξουν απ’ το πολύ αίμα. «Πάμε» είπε στον Κέρβερο με κοφτή φωνή και μαζί πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Έχοντας πίσω του το ξερό ποτάμι, ο Σι δεν είχε, ούτε αυτή τη φορά, την ευκαιρία να δει την κίτρινη ομίχλη να αναδύεται μέσα απ’ την ξερή κοίτη του και ν’ απλώνεται αργά στην κοιλάδα. Την οσμίστηκε όμως ο Κέρβερος κι άρχισε πάλι να γαβγίζει. Ο Σι δεν του έδωσε σημασία και συνέχισε τον δρόμο του.

 Φθάνοντας στην καλύβα, επανέλαβε την καθημερινή του ρουτίνα. Ένιωθε εξαντλημένος από την πεζοπορία και τη ζέστη. Τα γόνατά του πονούσαν. Αποφάσισε να μείνει ξαπλωμένος όλη την υπόλοιπη μέρα. Πήρε από δίπλα του το μοναδικό βιβλίο που είχε και διάβασε την αφιέρωση που ήταν γραμμένη με όμορφα γράμματα: «Στον αγαπημένο μου σύζυγο για την εικοστή επέτειο του γάμου μας. Με λατρεία Άννα» Το ξεφύλλισε συγκινημένος και στάθηκε στη σελίδα είκοσι επτά  που έγραφε:

(1)  "…Αντίλαλοι, κελαρυσμοί, σιγανά βουίσματα, ρίζα του έρωτα, μεταξωτή κλωστή, διχάλα και κληματαριά,

Εκπνοή και εισπνοή, ο χτύπος της καρδιάς μου, το διάβα του αίματος και του αέρα μέσα στα πνευμόνια μου,

Η μυρωδιά των χλωρών και των ξερών φύλλων, η μυρωδιά της ακρογιαλιάς, των σκούρων βράχων της θάλασσας και του σανού στον αχυρώνα,

Ο ήχος της φωνής μου που εξαπολύει τις λέξεις μου μέσα στους στροβιλισμούς του ανέμου,

Λίγα ανάλαφρα φιλιά, λίγα αγκαλιάσματα, μπράτσα περασμένα γύρω από ώμους,

Το παιχνίδισμα του φωτός και της σκιάς στα δέντρα καθώς δονούνται τα λυγερά κλαδιά,

Η τέρψη στην μοναξιά, μέσα στον πυρετό των δρόμων ή πέρα σε λιβάδια και σε λοφοπλαγιές,

Η αίσθηση της υγείας, οι τρίλιες του καταμεσήμερου, το τραγούδι του εαυτού μου καθώς σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι για να προϋπαντήσω τον ήλιο.

Σου φαίνονται πολλά τα χίλια στρέμματα;

Σου φαίνεται πολύ πλατιά η γη;"

 

Έκλεισε τα μάτια του κι ένιωσε τον σκύλο να κολλάει στα πόδια του. Αποκοιμήθηκε βαθιά. Είδε σε όνειρο τον εαυτό του, όπως ήταν παλιά. Τότε που ζούσε ευτυχισμένος στο όμορφο σπίτι του, με την Άννα. Και μετά, είδε τον εαυτό του να σκύβει πάνω από έναν ασθενή με ανοιγμένο θώρακα και τα πάντα γύρω του πνιγμένα στο αίμα. Μέσα απ’ το άνοιγμα ξεπετάγονταν πέρδικες χωρίς κεφάλι και ορμούσαν κατά πάνω του. Ξύπνησε γεμάτος αγωνία. Ένιωθε ασφυξία. Δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Γύρω του απόλυτο σκοτάδι. Αδύνατο να σηκωθεί. Το δωμάτιο μόλις τον χωρούσε.

Προσπάθησε να κινηθεί. Τα μέλη του χτυπούσαν πάνω στους τοίχους. Οι τοίχοι έκλειναν προς το μέρος του. Τους έσπρωξε με απόγνωση. Το δωμάτιο μίκρυνε περισσότερο. Κουλουριάστηκε για να χωρέσει. Ο αέρας λιγόστεψε κι άλλο. Μια τρελή σκέψη του καρφώθηκε στο κεφάλι. Μήπως δεν ήταν το δωμάτιο που μίκραινε; Θυμήθηκε το κουτί που είχε αφήσει στο τραπέζι. Η υποψία πως ήταν κλεισμένος  στο κουτί, τον γέμισε τρόμο.

 Τον ξύπνησε το βογκητό του. Ένιωθε έναν κόμπο στον λαιμό και δεν μπορούσε να καταπιεί ούτε ν’ αναπνεύσει ελεύθερα. Έριξε μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο, μήπως καταλάβει τι ώρα ήταν. ΄

Απόλυτο σκοτάδι. Δεν διέκρινε τίποτα. Συνήθως, όταν ξυπνούσε τα βράδια, κοίταζε τ’ αστέρια απ’ το παράθυρο, τις αμέτρητες μικρές λάμψεις που του έκαναν συντροφιά μέχρι το ξημέρωμα.

Ένιωσε έντονη δίψα. Το στόμα του είχε στεγνώσει εντελώς. Προσπάθησε να σηκωθεί. Τα μέλη του δεν τον υπάκουσαν. Ήταν βαριά σαν μολύβι. Σαν κάτι, έξω απ’ αυτόν, να τον κρατούσε ακίνητο στην θέση που βρισκόταν. Σκέφτηκε τον σκύλο του κι ανησύχησε. Δεν ήταν κοντά του, διαφορετικά τώρα θα του έγλυφε το πρόσωπο. Άρχισε να σκέφτεται δυνατά. Η φωνή του, βραχνή και μπάσα έκανε παρέα στην σκέψη του. Η σκέψη του επανήλθε στον σκύλο. Με προσπάθεια τέντωσε το πόδι του και τον έψαξε στο κάτω μέρος του στρώματος, που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι. Χτύπησε πάνω σε τοίχο. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Προσπάθησε να κάνει το ίδιο με το άλλο πόδι και μετά με τα χέρια αλλά είχε το ίδιο αποτέλεσμα.   Παντού τοίχος, λες και το δωμάτιο είχε μικρύνει και ο ίδιος μόλις που χωρούσε μέσα σ’ αυτό. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα.» είπε δυνατά. «Αποκλείεται να μου συμβαίνει αυτό. Κοιμάμαι και βλέπω εφιάλτη. Όταν ξυπνήσω θα είναι όλα διαφορετικά. Όλα θα είναι όπως πριν." Μ' αυτή τη σκέψη ηρέμησε και κατάφερε να κοιμηθεί.

 Ξύπνησε το άλλο πρωί με την μουσούδα του Κέρβερου κολλημένη στο πρόσωπό του. Τον έσπρωξε πέρα με μια απότομη κίνηση, και ανασηκώθηκε με προσπάθεια. Τα μέλη του ήταν ακόμα βαριά και δυσκόλευαν τις κινήσεις του. Ο ήλιος που έμπαινε απ’ το παράθυρο έφτανε μέχρι το στρώμα του, σημάδι πως η ώρα ήταν περασμένη. «Περίεργο! Τόσο βαριά κοιμήθηκα!»

Ο Κέρβερος γάβγισε δυο-τρεις φορές. Μετά έφερε το δίχτυ για τα πουλιά και το άφησε στα πόδια του. «Α, πρέπει να πεινάς πολύ εσύ.» είπε και χαμογέλασε στον Κέρβερο που στεκόταν σοβαρός μπροστά του.

Έβηξε δυνατά να καθαρίσει το λαιμό του απ’ τη σκόνη που κάλυπτε τα πάντα γύρω του, φόρεσε τις μπότες του, πέρασε σταυρωτά το δίχτυ για τα πουλιά και βγήκε απ’ την καλύβα. Γύρω του, όλα ήταν καλυμμένα από μια κίτρινη ομίχλη. Δεν του έκανε εντύπωση. Είχε μάθει με τα χρόνια πως η έρημος έκρυβε πολλές εκπλήξεις. Έκανε νόημα στον σκύλο να τον ακολουθήσει  και ξεκίνησαν μαζί για το φαράγγι με τις πέρδικες. Ο Κέρβερος γρήγορα τον προσπέρασε κουνώντας με χαρά την ουρά του.

Προχωρούσε βασισμένος στο ένστικτό του. Η ομίχλη δεν του άφηνε κανένα περιθώριο προσανατολισμού. Από συνήθεια κατευθύνθηκε ανατολικά.  Λίγα μέτρα πιο κάτω αναγκάστηκε να σταματήσει. Η αναπνοή του έγινε δύσκολη και τα μάτια του έτσουζαν τρομερά απ’ τη σκόνη. «Λάθος να ξεκινήσω τόσο αργά» σκέφτηκε. Ο ήλιος, αν και δύσκολα διακρινόταν πια πίσω απ' την ομίχλη που πύκνωνε, ήδη μεσουρανούσε, οι νερόλακκοι σίγουρα είχαν στεγνώσει και ο ίδιος ένιωθε αδύναμος να συνεχίσει. Απ’ τα νότια άρχισε να σκοτεινιάζει. Η σκοτεινιά όλο πλησίαζε προς το μέρος του. Η ατμόσφαιρα μύριζε υγρασία. Ένας καυτός άνεμος άρχισε να φυσάει και να σηκώνει την άμμο της ερήμου σε στροβίλους. Προστάτεψε πρόχειρα το πρόσωπό του με τον αγκώνα του και  αποφάσισε να γυρίσει πίσω. «Δεν είναι μέρα για κυνήγι σήμερα. Ο καιρός αγριεύει.» 

Ο Κέρβερος, μόλις αντιλήφθηκε τις πραγματικές προθέσεις του αφεντικού του, ξάπλωσε στην άμμο και δεν έλεγε να κουνήσει. Μάταια ο Σι προσπάθησε να τον μεταπείσει. Η πείνα που θέριζε τα σωθικά του ήταν πιο πειστική από την εντολή του αφεντικού. Ο Σι τον άφησε πίσω και πήρε με δυσκολία το δρόμο της επιστροφής. Ο άνεμος δυνάμωσε περισσότερο. Μικροί αγκαθωτοί θάμνοι ξεριζώνονταν και έπεφταν πάνω του. Για να προστατευτεί ξάπλωσε στο χώμα μέχρι να σταματήσει το κακό. Ο Κέρβερος πίσω του αλυχτούσε δαιμονισμένα. Σκοτείνιασε περισσότερο. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ τα μαύρα σύννεφα. Οι αγκαθωτοί θάμνοι σφύριζαν πάνω απ’ το κεφάλι του. Έχωσε το πρόσωπο του στην άμμο. Το κορμί του αιμορραγούσε από τα τρυπήματα τους. Το αλύχτισμα του Κέρβερου κόπηκε μαχαίρι. Ο Σι δεν άκουγε τίποτε άλλο πέρα από τον σφύριγμα του μανιασμένου αέρα. Ο τρόμος σερνόταν μέσα του σαν τους βαράνους πάνω στην κομματιασμένη γη. Δεν είχε καμιά λογική όλο αυτό που ζούσε. Κάλεσε τον σκύλο του με όση δύναμη του απέμενε. Επανέλαβε το κάλεσμα πολλές φορές. Καμιά απόκριση. Η φωνή του γύριζε ορφανή σ' εκείνον. «Πού είμαι;» αναρωτήθηκε φανερά τρομαγμένος. Άπλωσε τα χέρια του στο κενό για να δει τα όρια του. 

Άγγιζε παντού τοίχο. Πάνω κάτω, αριστερά δεξιά, ένας αόρατος τοίχος τον κύκλωνε.  Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος και να κάνει  ένα βήμα μπρος. Αδύνατον να προχωρήσει. Ο τοίχος του έφραζε το δρόμο. Τον έσπρωξε με όλη του τη δύναμη. Δεν κατάφερε να τον μετακινήσει. «Πού βρίσκομαι;» αναρωτήθηκε πανικόβλητος. Κάθε προσπάθεια οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Ο τοίχος ερχόταν πιο κοντά του. Στένευαν περισσότερο τα όρια. Ο τοίχος κόλλησε στο σώμα του. Του πίεζε το στήθος. Τα χέρια του ακινητοποιήθηκαν εντελώς. Έστεκε όρθιος, σαν στήλη άλατος. Γύρω του η αμμοθύελλα λυσσομανούσε. Ο Κέρβερος άφαντος. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό. Ένας φωτεινός ισχνός κύκλος ήταν ό,τι είχε απομείνει απ’ τον ήλιο. Το φως του δεν έφτανε μέχρι τη γη. Έπεσε απόλυτο σκοτάδι. Ο Σι σταμάτησε να προσπαθεί. Το αίμα του με δυσκολία έρεε στις φλέβες του. Είχε παγώσει απ’ τον τρόμο. Κράτησε την ανάσα του. Ακόμα κι αυτή, η ανεπαίσθητη κίνηση των πνευμόνων, έφερνε τον τοίχο πιο κοντά του. «Θεέ μου, είμαι κλεισμένος στο κουτί!» ψέλλισε με τρόμο, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά πως είχε παγιδευτεί για πάντα στο σκοτάδι.

                                                                                                 Επίλογος                                                                             

Ο νοσοκόμος έβαλε το πτώμα του άνδρα μέσα στον σάκο, τράβηξε το φερμουάρ μέχρι πάνω και βγήκε από το δωμάτιο. Περνώντας από την «Κίνηση Ασθενών» είπε απευθυνόμενος στον υπάλληλο. «Ο γιατρός στο 27 κατέληξε. Ειδοποιείστε τη γυναίκα του.»

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου αντήχησε εφιαλτικά μέσα στο σπίτι. Η Άννα άφησε τη δουλειά που έκανε και έτρεξε να το σηκώσει. Άκουσε απ’ την άλλη μεριά της γραμμής μια φωνή τυπική να της λέει: «Λυπάμαι πολύ, ο σύζυγός σας κατέληξε πριν λίγο.» Η Άννα κατέβασε το ακουστικό και κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε. «Αυτό ήταν λοιπόν» ψέλλισε και αμέσως ένιωσε τα δάκρυά της να τρέχουν ποτάμι.

                                                                                                      Τέλος 


(1)Walt Whitman  Φύλλα Χλόης  ( Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου) Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 2019 


36 σχόλια:

  1. Απαντήσεις
    1. Κι εμένα πανικός μ' έπιασε όταν το έγραφα Ρένα μου :) Ήταν και βράδυ. Άσε...Γι' αυτό είπα να προϊδεάσω τους πιθανούς αναγνώστες για τα επακόλουθα μιας βραδινής ανάγνωσης :)
      Σ'ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου και το σχόλιό σου.
      Να είσαι καλά και καλό απόγευμα!

      Διαγραφή
  2. Ανατρίχιασα Μαρία μου παρ όλο που έκλεψα λίγο και χθες το βράδυ διάβασα την παράγραφο του τέλους!
    Ωραίο, ωραία γραφή, καλή επιτυχία σου εύχομαι..

    καλημέρα σου :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανατρίχιασες; Ωραία. Έβαλε η ιστορία παραπάνω σασπένς στην ημέρα σου ψαροματάκι μου :) Aυτό ήθελα κι εγώ.
      Σ'ευχαριστώ πολύ για την ευχή και τον χρόνο που διέθεσες να το διαβάσεις και να σχολιάσεις.
      Να είσαι καλά ψαροματάκι μου και καλό απόγευμα!

      Διαγραφή
  3. Θα συμφωνήσω με τους προλαλήσαντες. Ανατριχιαστικό... Και ναι το διάβασα πρωί. Καλη επιτυχία Μαρία μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που το διάβασες πρωί κορίτσι μου και περισσότερο χάρηκα που ανατρίχιασες :)
      Σ'ευχαριστώ πολύ για την ευχή.
      Καλό απόγευμα Ειρήνη μου!

      Διαγραφή
  4. Διάβασα προσεχτικά ή ρούφηξα το κείμενο Μαρία μου γιατί είναι λιτό και καλογραμμένο και με αγωνία περίμενα να δω πώς θα τελειώσει...
    Κρίμα τον άνθρωπο να αφήνει τον κόσμο τόσο εφιαλτικά όπως εξ' άλλου και εφιαλτικά πρέπει να τον έζησε ή καλύτερα να επιβίωσε.
    Μια γεύση τεράστιας μοναξιάς και συμπόνοιας για όσους δεν φροντίζουν να πλουτίσουν την ζωή τους με αγάπη για να φτάσουν "ζωντανοί" στο τέλος...
    ΑΦιλάκια πολλά και τρυφερά με ευχές για καλή επιτυχία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε κάποιους ανθρώπους το "σκοτάδι" μεγαλώνει μέσα τους με τα χρόνια. Το κρύβουν καλά όσο η ζωή τους κυλάει υποφερτά. Έρχεται όμως κάποια στιγμή που όλα βγαίνουν στο φως και αυτοί καλούνται να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους. Ο χειρότερος όλων: η αίσθηση της παγίδευσης του εαυτού σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Τότε είναι που βγαίνουν κυριολεκτικά τα εσωτερικά "μαχαίρια".
      Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε Στεφανία μου και σ' ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο σου και την ευχή σου.
      Να είσαι καλά! Πολλά φιλιά κι από μένα!

      Διαγραφή
  5. Μαρία!
    Αν είναι δυνατόν Θεέ μου! Αυτό και αν είναι συγκλονιστική έκπληξη! Καλή μου φίλη. Δεν μας είχες συνηθίσει καθόλου σε αυτό το είδους του διηγήματος κεκαλυμμένου τρόμου! Πρώτη φορά συναπαντιέμαι με αυτή σου τη σκέψη. Είναι απίστευτο. Σαν σύλληψη θέματος και πλοκής. Σαν περιβάλλον και χώρος δράσης. Το Ασιατικό χωροπεριβάλλον της τούνδρας πρώτη φορά το συναντώ στη θεματική σου.
    Ένα θρίλερ που μου έκοψε την ανάσα. Ένα κλειστοφοβικό αριστούργημα στο οποίο σε κάθε του παράγραφο διαδοχικά προσπαθούσα να βρω τους συμβολισμούς με το νούμερο 27, το κουτί και την ομίχλη.
    Μαρία τι έγραψες κορίτσι μου! Τι έγραψες!

    Και έχω ένα παράπονο, καλοπροαίρετο. Άφησε αυτά σου τα αριστουργήματα περισσότερο δημόσια καλή μας φίλη. Δεν μένουν κρυφά αυτά. Δεν γίνεται να μείνουν κρυφά Μαρία. Και θέλουμε, σε παρακαλούμε, ενημέρωση για την πορεία και τα αποτελέσματα αυτού του διαγωνισμού.
    Εντάξει κορίτσι μου;

    Μαγεμένος δηλώνω καλή επιτυχία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι και απολαμβάνω τις λογοτεχνικές αναλύσεις σου Γιάννη. Σε μένα, πέφτεις πάντα μέσα. Μπαίνεις στον πυρήνα της σκέψης μου με μεγάλη ευκολία.
      Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε. Λαμβάνω υπόψη μου πολύ σοβαρά τη γνώμη σου. Εσύ είσαι πιο εξοικειωμένος με το σασπένς γενικά.
      Ο διαγωνισμός με τσίγκλησε να αποπειραθώ να αναπτύξω την ιδέα που είχα σημειώσει πέντε χρόνια πριν.
      Το 27 μας δίνει το 9, τον τελευταίο αριθμό, το τέλος.
      Σ'ευχαριστώ πολύ για την θερμή και σταθερή σου υποστήριξη Γιάννη μου.
      Θα ενημερώσω για τα αποτελέσματα.
      Να είσαι καλά. Καλό σου απόγευμα!

      Διαγραφή
    2. Το περιμένω με μεγάλη μου χαρά Μαρία μου. Ειλικρινά. Ανατρεπτικά είναι κάτι που δεν περίμενα ποτέ συγγραφικά. Είναι ένα διαμάντι στην κυριολεξία.

      Διαγραφή
  6. Μπράβο Μαρία, πολύ ωραίο το διήγημα σου.
    Περιγραφικό και συγκλονιστικό ως το τέλος και την ανατροπή.
    Ανατριχιαστική χωρίς να είναι τρομακτική.
    Ποιητικό σε πολλά σημεία.
    Καλή επιτυχία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να σ'ευχαριστήσω πρώτα για την επίσκεψή σου και το χρόνο που διέθεσες να το διαβάσεις. Επίσης για το όμορφο σχόλιό και την ευχή σου. Η άποψή σου έχει βαρύνουσα σημασία αφού είσαι γνώστης του "αθλήματος" και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.
      Να είσαι καλά Γιώργο.
      Καλή επιτυχία να έχεις κι εσύ σε ό,τι δημιουργείς.

      Διαγραφή
  7. Πόσο υπερήφανη είμαι που σ έχω φιλενάδα μου!!
    Συγχαρητήρια καλή μου για το αριστούργημα σου και καλή επιτυχία!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Βιργινία μου σ'ευχαριστώ θερμά για την τιμή που μου κάνεις, να με θεωρείς φίλη σου.
      Να ξέρεις πως η δική σου γενναιότητα και κάποιων άλλων δικών μου ανθρώπων με εμπνέει σε όλους τους τομείς. Σ'ευχαριστώ και για τον χρόνο που αφιέρωσες να το διαβάσεις. Ο χρόνος είναι πολύτιμος. Όποιος σου χαρίζει έστω και ένα λεπτό απ' τη ζωή του, σου κάνει μεγάλο δώρο.
      Να είσαι καλά και καλό σου απόγευμα.
      Σε φιλώ!

      Διαγραφή
  8. Συγκλονίστηκα; Ανατρίχιασα; Όλα τα παραπάνω;
    Μπράβο σου Μαρία, δεν ξέρω αν ο διαγωνισμός τέλειωσε, στην καρδιά μου όμως κέρδισες και η πένα σου αξίζει κάθε επιτυχία.
    Και θα σου πω γιατί; Για εμένα σε αυτού του είδους τα κείμενα, μου είναι δύσκολο να νιώσω την ατμόσφαιρα. Μέσα από την περιγραφή και την πορεία του κειμένου όχι απλά την ένιωσα, αλλά κατάφερα να συνδεθώ κι αυτό μου δημιούργησε μια αγωνία, μια προσμονή να δω τι ακριβώς συμβαίνει, που θα καταλήξεις!
    Μπράβο σου. Σε φιλώ γλυκά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Xαίρομαι πραγματικά Μαρίνα μου που παρασύρθηκες απ' την ιστορία και πέρασες όμορφα. Όπως έγραψα και στην Βιργίνια, ο χρόνος είναι πολύτιμος για όλους μας και σ'ευχαριστώ που διέθεσες τον δικό σου για να την διαβάσεις.
      Είναι η πρώτη μου απόπειρα να γράψω κάτι τέτοιο και ο διαγωνισμός μου έδωσε απλά το κίνητρο.
      Σου εύχομαι να είσαι καλά και να δημιουργείς πάντα.
      Σε φιλώ πεντάγλυκα!

      Διαγραφή
  9. Μου δημιούργησε άγχος, έζησα με τον πρωταγωνιστή τον φόβο μπροστά στο αδιέξοδο, πολύ καλό το εύρημα της ομίχλης και θα έλεγα ότι στο τέλος λυτρώθηκα, όπως και ο πρωταγωνιστής σου πιθανότατα.
    Ωραία γραφή!!!! Μαρία, νάσαι καλά να γράφεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ'ευχαριστώ που διέθεσες χρόνο να το διαβάσεις Βασίλη μου.
      Ναι, πάντα υπάρχει και λύτρωση σε ένα τέλος. Η ζωή έχει φως αλλά κάποιες φορές, ακόμα κι αν οι συνθήκες δεν είναι εναντίον, μπορεί να μας παγιδεύει το σκοτάδι του εαυτού κι ο Σι είχε το δικό του εσωτερικό σκοτάδι.Το δύσκολο είναι πως ήταν μονομάχος.
      Σ'ευχαριστώ διπλά για το σχόλιό σου.
      Καλό ξημέρωμα!

      Διαγραφή
  10. Καλημέρα σου
    Να σκεφθείς ότι ακολούθησα τις παραινέσεις σου. Πρωί πρωί διάβασμα και άριστη ψυχολογία. Τώρα δεν ξέρω αν έχω βέβαια, θα δείξει.
    Μαγική γραφή Μαρία μου. Δεν ξέρω για τις άλλες υποψηφιότητες αλλά εύχομαι να διακριθεί η δική σου συμμετοχή γιατί αξίζει πολύ
    Πάντα τα θέματα της ψυχής τα αγγίζεις με ακρίβεια χειρουργού.
    Ωραίο αφήγημα ανατριχιαστικό και ολοζώντανο. Σκέψου ότι αφήνοντας σχόλιο έχασα την επαφή με το ιντερνετ και έπρεπε να κάνω επανεκκίνηση. ΄Κι ακόμη δεν έχω συνέλθει!
    Μπράβο σου...
    Αλήθεια μπορείς να το δημοσιεύσεις πριν τη λήξη του διαγωνισμού;
    Εύχομαι τα καλύτερα
    Τα φιλιά μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Ελπίζω να έφτιαξε η διάθεσή σου κατά την διάρκεια της μέρας Άννα μου :)
    Να σου πω, η ανάρτηση σε ένα μικρό και ταπεινό μπλοκάκι δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει η έκφραση. Έπειτα ο διαγωνισμός ήταν για μένα ένα κίνητρο να ασχοληθώ με ένα θέμα που δεν με είχε απασχολήσει τόσο σοβαρά στο παρελθόν. Δεν υπάρχει ούτε βραβείο, ούτε πρωτιά μόνον η ευκαιρία να διαβαστεί, οπότε..
    Σ'ευχαριστώ πολύ για τις ευχές και την θετική σου σκέψη.
    Για μένα εδώ τελείωσε γιατί το χάρηκα πολύ γράφοντάς το.
    Καλό ξημέρωμα Άννα μου.
    Πολλά φιλιά κι από μένα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. ΑΑΑ εγώ πέρασα πάρα πολύ ωραία. Τόσο που αναζητώ εύκαιρη μια βρεγμένη σανίδα να σου τις βρέξω. Ξέρεις πολύ καλά τι βήματα πρέπει να ακολουθήσεις.
    και συνεχίζω...
    Ολα ξεκινούν από έναν θάνατο δικού μας ανθρώπου. Αναγνώρισα τα σημάδια στον πόνο του εγκεφάλου, και στην δύναμη για να περάσει ακόμη 1 μέρα ζωής-επιβίωσης-αγοράς χρόνου για την καταπολέμηση της ασθένειας...
    Η μητέρα μου πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων. Νομίζω έτσι νιώθεις όταν τα πνευμόνια σου δεν έχουν την δύναμη για εισπνοή. Ο θάνατος από ασφυξία. Επίκαιρο το αριστούργημα που έγραψες στον καιρό του covid-19, ένας γιατρός λοιπόν, και στην απομόνωση παρέα ο σκύλος του. Ρεαλιστικά στέκει απόλυτα. Ένας Ιταλός γιατρός, παλεύει να σώσει ζωές εν μέσω πανδημίας, μέχρι που μολύνεται, ίδια χορηγία φαρμάκου που ακόμη δεν ξέρει αν βοηθά, απαγόρευση επισκέψεων φυσικά, από προσωπικά αντικείμενα μια κούπα ένα βιβλίο, και ο σκύλος. Καθημερινή η μάχη μέχρι που πεθαίνει. Ρεαλιστικότατη ιστορία και η Μαρία στήνει έναν εκπληκτικό απλό χορό στην έρημο του δωματίου ...
    Μίκραινε το κουτί κάθε που η μαμά μου δεν είχε δύναμη να πάρει οξυγόνο... μελάνιαζε... και της έδιναν μεγαλύτερη δόση... Ο γλυκός ύπνος έρχεται όταν σου αυξάνουν την δόση του οξυγόνου. Μέχρι που δεν έχεις την δύναμη να εκπνεύσεις και δηλητηριάζεται το αίμα σου.
    Είμαι σίγουρη Μαρία πως δεν νιώθουν όλοι οι άνθρωποι μόνοι όταν βγαίνει η ψυχή τους. Χορεύουν γύρω τους όμορφες αναμνήσεις αμέτρητα όμορφα σχέδια από σερβίτσια φίνας λεπτής πορσελάνης.

    Αυτάαα... άντε να σε διαβάσουν περισσότεροι για να γίνει αυτό που θέλω. Είναι θέμα χρόνου :) :) :) :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Άναψες το τσακμάκι σου άλλη μια φορά. Φώτισες την ιστορία με το δικό σου μοναδικό φως αφού πρώτα την πλούτισες περνώντας την μέσα απ' το δικό σου κουτί αναμνήσεων. Η σύντομη αλλά πολύ περιεκτική αφήγησή σου για την μάνα σου είναι συγκλονιστική. Σου αλλάζει τη ζωή, ναι δεν είναι υπερβολή αυτό που γράφω. Το εννοώ. Συγκλονιστική και η ερμηνεία που έδωσες στην ιστορία και την απογείωσες. Σ'ευχαριστώ πολύ γι' αυτό! Και βέβαια, σ' ευχαριστώ για τον χρόνο που διέθεσε να την διαβάσεις. Εφιάλτης αυτό το πυκνογραμμένο κατεβατό :) Το εκτιμώ ιδιαίτερα!
    Επίσης σ'ευχαριστώ πολύ για την θετική σου σκέψη ως προς την τύχη της ιστορίας.
    Όχι δεν νιώθω πως μου έδωσες το όσκαρ και πρέπει να ευχαριστήσω την κριτική επιτροπή αν και ίσως, κάπως έτσι να διαβάζεται. Απλά θαυμάσω το τσακμάκι που έχεις στο κεφάλι σου.
    Και να τελειώσω υπογραμμίζοντας πως η Μάνια είναι εξίσου συγκλονιστική με την Μανιούσκα!
    Καλημέρα εκεί. Πολλά φιλιά :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Καλησπέρα και καλό καλοκαίρι με υγεία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Κώστα μου!
      Σ'ευχαριστώ πολύ, εύχομαι το ίδιο και για σένα.
      Σε φιλώ :)

      Διαγραφή
  15. Καλό κυριακάτικο βράδυ Μαρία !!Ο ήρωας σου σωστός Σπαρτιάτης μαχητής της ζωής σε σκληρές συνθήκες σε μία σκληροτράχηλη φύση . Αγαπάει τον σκύλο του και την γυναίκα του . Αριστουργηματικά το περιγράφεις τη μάχη με το θάνατο μέχρι τη τελευταία στιγμή .
    Μπράβο Μαρία ! αξιέπαινη δουλειά ,, γιατί αγαπάς αυτό που κάνεις .
    Ευχαριστώ πολύ για την εμπειρία της γραφής που διάβασα δεν έλειψε ο λυρισμός , το ποίημα ύμνος της φύσης .
    Καλό καλοκαίρι !!Καλή εβδομάδα !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Σ' ευχαριστώ πολύ Κυριακή μου για το θερμό σου σχόλιο και τον χρόνο σου να το διαβάσεις.
    Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε.
    Να εισαι καλά και να προστατεύεις τον εαυτό σου.
    Καλημέρα και καλή εβδομάδα!
    Σε φιλώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Σ'ευχαριστώ πολύ Νατασσα.
    Καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. Καλό καλοκαίρι με ωραίες στιγμές
    να περνάς όμορφα και να χαίρεσαι τις ομορφιές της Ελλάδας μας , της αγαπημένης μου Ελλάδας της δεύτερης μου πατρίδας
    όπως και η Κύπρος [όπως έγραψες στο σχόλιο μου] έτσι και η Ελλάδα είναι παράδεισος
    ζούμε σε όμορφες και ευλογημένες χώρες / νησιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ'ευχαριστώ πολύ δελφινάκι μου και ανταποδίδω τις ευχές σου. Ναι είμαστε τυχεροί που ζούμε σε τόσο όμορφους τόπους. Να τους προσέχουμε σαν τα μάτια μας.
      Καλό μήνα!

      Διαγραφή
  19. Διαβάζοντας την αρχή Μαρία μου για τον πόνο που ένιωθε στο κεφάλι του ο ήρωας σου, σαν να έλεγες για τον δικό μου εγκέφαλο που αυτές τις μέρες πέρασα ακριβώς αυτήν την εμπειρία..
    Με πολύ αληθοφάνεια η γραφή σου μας μετέφερε το συναίσθημα της αγωνίας και του φόβου ενός ανθρώπου μπροστά στο ανεξήγητο και στα παιχνίδια που του παίζει η φαντασία του..
    Καλογραμμένο, κρατά το σασπένς του μέχρι στο τέλος.
    Μπράβο Μαρία μου να περνας όμορφα ότι και να κάνεις.. καλό σου βράδυ και καλό μήνα!!!🌞

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  20. Σ'ευχαριστώ πολύ Σμαραγδάκι μου. Εύχομαι τώρα να είσαι καλύτερα και να μην το ξαναπεράσεις ποτέ αυτό το μαρτύριο.
    Καλό μήνα να έχουμε και καλό ξημέρωμα.
    Πολλά φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  21. Διάβασα την ιστορία πρωί. Με την αισιοδοξία που συνοδεύει το πρωινό ξεκίνημα και την πεποίθηση πως ξεδιπλώνεται μια γεμάτη μέρα.. Η μέρα μου ξεκινά με σκέψεις και συναισθήματα.
    Η εικόνα του Κέρβερου – του σκύλου και φύλακα του Άδη - που κάνει ό,τι χρειάζεται για να επιβιώσει, συγκλονιστική. Η εικόνα του γιατρού που νιώθει το τέλος να πλησιάζει, βλέπει τα σημάδια και αντιδρά – έτσι το καταλαβαίνω, καθηλωτική. Πολύ ενδιαφέρον που ο πρωταγωνιστής είναι γιατρός, ένας θα πω ρυθμιστής της (διάρκειας της) ζωής των άλλων.
    Δεν είμαι βέβαιη αν φοβόμαστε το όποιο τέλος επειδή δεν έχουμε προλάβει να ζήσουμε αυτά που θα θέλαμε ή θα έπρεπε να έχουμε βιώσει ή επειδή δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε τα πράγματα ως έχουν – κάθε κύκλος έχει το τέλος του. Μια κίτρινη σκόνη καλύπτει τη σκέψη..
    Εύχομαι η ιστορία να αγγίξει τους αναγνώστες του διαγωνισμού καθώς αναζητούν απαντήσεις σε ερωτήματα της ζωής

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  22. Θέλω να σ' ευχαριστήσω πολύ Joanna μου, όπως και όλους τους φίλους, που διαθέσατε χρόνο να διαβάσετε την ιστορία. Είναι ένα δυστοπικό διήγημα και προφανώς δεν είναι και τόσο ευχάριστη η ανάγνωσή του. Το σχόλιό σου μου έδωσε τη χαρά να διαπιστώσω πως έκανες δική σου την ιστορία δίνοντας και την δική σου ερμηνεία. Αυτό από μόνο του είναι πολύ κολακευτικό για μένα.
    Όσο για την ενδιαφέρουσα άποψη που εκφράζεις σχετικά με την ετοιμότητα που έχουμε για το τέλος της ζωής, πιστεύω πως αυτό είναι ένα βασικό κομμάτι της ανθρώπινης αγωνίας που μαζί με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης καθορίζουν όλη μας την ύπαρξη και τις επιλογές μας ακόμα.
    Σ'ευχαριστώ και πάλι για το χρόνο σου και το σχόλιό σου.
    Καλό ξημέρωμα με λιγότερη ας ελπίσουμε ζέστη :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή