Αναρτήσεις

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Ή μήπως της φάνηκε έτσι;





Ray Hendershot





-Θεούλη μου!!!

Το δοκάρι στεκόταν από πάνω της ετοιμόρροπο, και από κάτω της έχασκε το μαύρο σκοτάδι. Στον απέναντι τοίχο μια αράχνη έπλεκε τον ιστό της και στη γωνία ανάμεσα στο παράθυρο και το ταβάνι, μια ακίνητη σαύρα, την κοιτούσε με νόημα.

"Εσύ τι κοιτάς;", βρήκε το θάρρος να τη ρωτήσει. Η σαύρα δεν απάντησε, όπως ήταν αναμενόμενο, μόνο που η Μαργαρίτα δεν ήταν σε θέση να το εκτιμήσει. Άλλωστε, συνήθιζε να μιλάει μόνη της. Πολλές φορές έλυνε τις διαφορές της μονολογώντας. Η φωνή της, της έδινε πάντα την ψευδαίσθηση πως υπήρχε κάπου, γύρω, ένας παθητικός ακροατής που δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει από το να κάθεται να την ακούει.

Αποφάσισε να ακολουθήσει άλλη διαδρομή για να φτάσει στην κουζίνα. Περιμετρική. Εκεί που το πάτωμα φαινόταν πιο στέρεο. Τα βήματά της τα δοκίμαζε ξανά και ξανά με φόβο και πείσμα, αλλά την ίδια στιγμή η λογική της την μάλωνε αυστηρά.

"Τι προσπαθείς να κάνεις;", της φώναζε μες στ’ αυτί της εκκωφαντικά. Θέλεις να υποχωρήσει το πάτωμα και να γκρεμοτσακιστείς στο κατώι;

Το κατώι έχασκε σαν μαύρη τρύπα του κάτω κόσμου, αλλά κι ο πάνω δεν ήταν καλύτερος.

Το ξανασκέφτηκε το εγχείρημα και αποφάσισε να τα παρατήσει και να βγει πάλι έξω. Εκεί τουλάχιστον ήξερε τι θα αντιμετωπίσει. Υποχώρησε με αργά και προσεκτικά βήματα, βαδίζοντας πάλι περιμετρικά και λέγοντας δυνατά το Πάτερ Υμών. Μόλις κατάφερε να φτάσει στην εξώπορτα, ανάσανε με ανακούφιση κι έτρεξε προς το αυτοκίνητο της. Μπήκε, έβαλε τις ασφάλειες και περίμενε.




Η νέα ιδέα και όλες οι συμμετοχές ΕΔΩ 


Τι περίμενε;

Να έρθει κάποιος από το πουθενά; Να βάλει τις άτακτες σκέψεις της σε τάξη; Να μετανιώσει για την ώρα και την στιγμή που ξεκίνησε;  Αυτό το περιπετειώδες ταπεραμέντο της που την ωθούσε πάντα στο αδιανόητο, κατάφερε κι αυτή τη φορά να κάνει το θαύμα του.

«Πωλείται παλιά αγροικία στην περιοχή Μηλιές της Βόρειας Εύβοιας», έγραψε στην αγγελία και τη δημοσίευσε πριν καν δει τι ακριβώς θα πουλήσει. Όταν το σκέφτηκε, αποφάσισε το ίδιο παρορμητικά να πάρει το αυτοκίνητο και να έρθει να δει το παλιό σπίτι από κοντά. Ποιος να φανταστεί τώρα, τι την περίμενε Γενάρη μήνα! Μα Γενάρη μήνα; Ναι Γενάρη μήνα με Αλκυονίδες. Αλκυονίδες στην Αθήνα. Εδώ όμως; Και πού να ξέρω εγώ το «εδώ όμως»; Υπάρχει και το meteo.gr. Ναι, καλά…(ο μονόλογος πάλι!)

Μια κομψή νιφάδα εντελώς ακίνδυνη ήρθε και κόλλησε με νάζι πάνω στο παρμπρίζ. Δεν την πρόσεξε καν. Έψαχνε απεγνωσμένα στην τσάντα της να βρει ένα σνακ για να σταματήσει το τρέμουλο της πείνας. Τίποτα. Βρήκε όμως μια τσίχλα φράουλα. Από το τίποτα καλή κι αυτή. Δεύτερη νιφάδα, πιο ζωηρή  απ’ την πρώτη, κόλλησε στο παρμπρίζ. Η Μαργαρίτα άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου και προσπάθησε να βάλει εμπρός τη μηχανή. «Είναι καιρός να του δίνω». Μια, δυο προσπάθειες…τίποτα. Ξανά. Τίποτα.

"Μην προσπαθείς. Δεν θα πάρει", άκουσε να της λέει μια αντρική φωνή και αμέσως ένιωσε τον άγνωστο να προσπαθεί να χώσει το κεφάλι του μέσα απ’ το ανοιχτό τζάμι. Τρόμαξε κι έβαλε τις φωνές. Τρόμαξε κι εκείνος απ’ την αντίδρασή της κι έκανε ένα βήμα πίσω.

"Ποιος είσαι;" τον ρώτησε η Μαργαρίτα κλείνοντας με σπασμωδικές κινήσεις το τζάμι του παραθύρου. Ο άντρας κάτι είπε, αλλά εκείνη δεν τον άκουσε και ξαναρώτησε.

"Ποιος είσαι; Τι θέλεις; Από πού ξεφύτρωσες εσύ;" 

Δεν την άκουγε, αλλά άρχισε να χειρονομεί έντονα προσπαθώντας να της πει κάτι. Οι νιφάδες στο μεταξύ πύκνωσαν. Σε δευτερόλεπτα ένα λεπτό στρώμα πάχνης είχε καλύψει το παρμπρίζ περιορίζοντας σημαντικά την ορατότητα της. Του φώναξε να φύγει. Δεν την άκουγε. Το μόνο που εκείνος έβλεπε ήταν μια παλαβή γυναίκα που φώναζε χειρονομώντας προς το μέρος του. Σήκωσε τους ώμους του κι απομακρύνθηκε. Εκείνη κατατρομαγμένη προσπάθησε πάλι να βάλει εμπρός τη μηχανή, αλλά μάταια. Απορροφημένη απ’ την προσπάθεια, ξαφνιάστηκε όταν είδε το χέρι του να καθαρίζει το παρμπρίζ και να κολλάει πάνω του ένα χειρόγραφο σημείωμα.

"Μη φοβάσαι. Είμαι αγροφύλακας. Πάρε με τηλέφωνο. Θα είμαι στο αυτοκίνητό μου 69735…". Τότε μόνον πρόσεξε η Μαργαρίτα το αγροτικό που ήταν παρκαρισμένο πίσω της. Δίστασε για δευτερόλεπτα, αλλά τελικά αποφάσισε να τον καλέσει.

"Έλα.." Η αγριοφωνάρα του της έκοψε το αίμα.

"Συγγνώμη για πριν. Με τρομάξατε".

"Το κατάλαβα. Τι κάνεις εδώ πάνω; Μόνη σου είσαι;"

"Για δουλειά ήρθα και τώρα φεύγω, αλλά η μηχανή δεν παίρνει μπροστά".

"Βενζίνη έχεις;"

"Έτσι θα ερχόμουν από Αθήνα;"

"Απ' τις γυναίκες οδηγούς όλα τα περιμένω. Για κοίτα το λαμπάκι. Ανάβει;"

"Όχι".

"Καλά, έρχομαι να δω αν μπορώ να..." Η σύνδεση διακόπηκε απότομα. Ο αγροφύλακας βγήκε από το αυτοκίνητό του και πλησίασε πάλι το δικό της. Στάθηκε στο παράθυρο και περίμενε. Περίμενε και η Μαργαρίτα από μέσα.  Είχε ξυλιάσει από το κρύο. Της έκανε νόημα να ανοίξει το παράθυρο.  Η Μαργαρίτα έφερε δυο γυροβολιές το κασκόλ στο λαιμό της και κούμπωσε μέχρι πάνω το μπουφάν που φορούσε. Μετά, κατέβασε λίγο το τζάμι και του είπε:

"Δείξε μου την ταυτότητά σου"

Ο αγροφύλακας σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό ζητώντας προφανώς βοήθεια άνωθεν. 

"Να στη δείξω αλλά κοίτα μη βάλεις πάλι τις φωνές γιατί, μα το Θεό, θα σε παρατήσω και θα φύγω", είπε και κόλλησε την ταυτότητα στο παράθυρό της. «Αντώνης Αποστολίδης – αγροφύλακας κ.λ.π κ.λ.π.». 

" Ηρέμησες; Άνοιξε τώρα το παράθυρο να συνεννοηθούμε". Η Μαργαρίτα υπάκουσε χωρίς άλλες αντιρρήσεις.

"Για βάλε μπρος», της είπε απότομα.

"Σου είπα και πριν, δεν παίρνει".

"Βάλε μπρος κοπέλα μου που σου λέω!" Η Μαργαρίτα έκανε την προσπάθεια αλλά χωρίς αποτέλεσμα. 

"Για να δω την μπαταρία σου. Έχεις;" Είχε. "Ίσως είναι η μίζα. Μπορεί και κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Εδώ που είμαστε και μ’ αυτό τον καιρό δεν μπορώ να κάνω πολλά. Έλα, θα σε κατεβάσω εγώ στο χωριό με το δικό μου".

"Δεν πάω πουθενά. Εδώ θα μείνω".

"Τι να κάνεις εδώ; Θα σε φάνε οι λύκοι".

"Έχει λύκους;" Ο αγροφύλακας χαμογέλασε πλατιά.

"Δεν έχει; Στο βουνό είσαι".

Η Μαργαρίτα το κλωθογύρισε στο μυαλό της και στο τέλος αποφάσισε να δεχτεί την πρότασή του. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησαν. Λίγα μέτρα πιο κάτω ο Αντώνης αναγκάστηκε να σταματήσει. Το χιόνι έπεφτε με ορμή και είχε κλείσει το δρόμο. Ο δυνατός βοριάς πάγωνε ό,τι εύρισκε στο πέρασμά του.

"Την πατήσαμε. Πρέπει να ζητήσω βοήθεια", είπε και έπιασε το κινητό του. Νεκρό. "Το κέρατό μου μέσα – συγγνώμη ρε κοπελιά – δεν έχει σήμα". 

"Μήπως έμεινες από μπαταρία;" Η Μαργαρίτα βρήκε την ευκαιρία να πάρει τη ρεβάνς. 

"Είναι φορτισμένο, σήμα δεν πιάνει". Εκείνη τον κοίταζε με απόγνωση και θυμό μαζί. 

"Τι με κοιτάς έτσι; Εγώ φταίω; Δώσε μου το δικό σου". Το ίδιο και το δικό της. 

"Άντε πάμε πίσω, θα ξεπαγιάσουμε αν μείνουμε εδώ πέρα".

"Ενώ εκεί θα το γλυτώσουμε…", ειρωνεύτηκε η Μαργαρίτα. Αυτή τη φορά δεν της απάντησε. Περιορίστηκε να της ρίξει μια δολοφονική ματιά - ή μήπως της φάνηκε έτσι;  

Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε ο Αντώνης να γυρίσει το αυτοκίνητο και να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά. Όταν έφτασαν, πάρκαρε δίπλα στο δικό της και βγήκε απ’ το αγροτικό χωρίς να πει λέξη. Κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Η Μαργαρίτα δεν κουνήθηκε ρούπι απ’ τη θέση της παρά τον παρακολουθούσε που απομακρυνόταν.

"Βγες, δεν έχει νόημα να κάθεσαι εκεί. Πάμε σπίτι", της φώναξε από απόσταση.

"Το σπίτι είναι ερείπιο!"

"Ό,τι και να είναι, καλύτερο είναι", απάντησε εκείνος με ύφος που δεν σήκωνε κουβέντα.

Όταν μπήκαν στο σπίτι, ο Αντώνης έριξε μια ματιά γύρω του.

"Εδώ θα μείνουμε μέχρι να βρούμε λύση. Το χειμωνιάτικο στο ισόγειο έχει τουλάχιστον τζάκι, είναι πλακόστρωτο και το ταβάνι του γερό".

Βρήκε ξύλα και άναψε φωτιά. Έφερε κι ένα λιόπανο απ’ το αγροτικό, μαζί με φρέσκο ψωμί, διπλωμένο σε μια πετσέτα, ελιές κι ένα μπουκάλι κρασί. Στο απορημένο βλέμμα της Μαργαρίτας απάντησε:

"Πάντα έχω μαζί μου κολατσιό, εδώ στις ερημιές που γυρίζω".

Εκείνη δεν σχολίασε τίποτα. Κάθισε στον ξύλινο πάγκο που βρήκε σε μια γωνιά του δωματίου και συνέχισε να τον παρατηρεί. Ο Αντώνης ήταν μεσόκοπος με γκρίζα μαλλιά και παχύ μουστάκι. Τα χέρια του φαίνονταν δυσανάλογα λεπτά σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του, μα οι κινήσεις τους ήταν σταθερές και σίγουρες. Έκοψε μια φέτα ψωμί, έριξε στη χούφτα της μερικές ελιές και της είπε:

"Έλα να φας στη φωτιά. Θα ξεπαγιάσεις".

"Καλά είμαι", απάντησε εκείνη μουδιασμένη απ’ το κρύο.

"Έλα. Δεν τρώω ανθρώπους".

Έφαγαν το λιτό γεύμα τους, ήπιαν κρασί και η γλώσσα τους λύθηκε. Η αρχική ένταση υποχώρησε σιγά σιγά και οι κουβέντες τους έγιναν πιο φιλικές.

"Τέτοιο σπίτι και θέλεις να το πουλήσεις; Πέτρινο, ψηλοτάβανο με θέα τον κάμπο της Ιστιαίας, κι αν ανέβεις πιο πάνω βλέπεις και το Αιγαίο. Στη θέση σου θα το έφτιαχνα και θα πέρναγα εδώ τα καλοκαίρια μου".

"Δίκιο έχεις, Airbnb μπορεί να γίνει".

"Τι να γίνει;"

Η Μαργαρίτα γέλασε με την ασχετοσύνη του Αντώνη μέχρι που εκείνος συμπληρώνοντας τα λόγια του πρόσθεσε: 

"Κάλλιο να το γκρέμιζα παρά να το έδινα στους ξένους. Βαλθήκατε όλοι σας να κάνετε τα σπίτια σας ξενώνες".

Οι ώρες κύλισαν απρόσμενα ευχάριστα για τη Μαργαρίτα. Η παρέα του Αντώνη αποδείχτηκε απολαυστική. Πέταγε έξυπνες ατάκες, δεν μάσαγε τα λόγια του και φαινόταν άνθρωπος διαβασμένος. Οι συζητήσεις τους βάθυναν, μίλησαν για τη ζωή τους, τα εφηβικά τους όνειρα, τους αποτυχημένους γάμους τους και το μέλλον που διαγραφόταν ζοφερό για όλη την ανθρωπότητα. Μετά, άρχισαν να αστειεύονται, να διηγούνται ιστορίες, κι όταν νύχτωσε για τα καλά, εκείνος έστρωσε το λιόπανο κοντά στη φωτιά. Ξάπλωσαν ο ένας πλάι στον άλλον και της έδωσε το μπράτσο του για μαξιλάρι.

Μια τόση δα στιγμή έφτασε για να δει η Μαργαρίτα τη ζωή με άλλα μάτια. Ο βοριάς έγινε μαΐστρος, το λιόπανο σκαρί κι ανοίχτηκε στο Αιγαίο.  Ταξίδευαν μαζί σε μια ήρεμη θάλασσα με τον λαμπρό ήλιο πάνω απ’ τα κεφάλια τους, να τους ζεσταίνει. Οι έννοιες της εξαφανίστηκαν μεμιάς.  Έκλεισε τα μάτια της. Ένας βαθύς αναστεναγμός έκανε το στήθος της ν’ αναπηδήσει. Της έσφιξε το χέρι. Το ξεχασμένο παιδικό παράπονο αγάπης στριμώχτηκε άτσαλα στο διάφραγμα της. Βούρκωσε, πάλεψε να το κρύψει και είπε:

"Είδα μια σαύρα στον τοίχο της κάμαρας, προηγουμένως…"

"Θαυμάσια, έχουμε και παρέα", μουρμούρισε νυσταγμένος ο Αντώνης ενώ τα ακροδάχτυλά του άγγιξαν φευγαλέα το μάγουλό της. Ως και η φωνή του έφτασε στ’ αυτιά της στοργική. Ή μήπως της φάνηκε έτσι; 



Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

"...Μια δόση τρέλας είναι η καλύτερη τέχνη"



 

Vincent Van Gogh - Almond Blossom (1890)




-Τι ζωγραφίζεις;

- Το φως του ήλιου.

- Νιώθεις θυμό κάποιες φορές;

- Ναι!

- Και τι κάνεις τότε;

- Βγαίνω έξω και κοιτάζω ένα χορταράκι ή το κλαδί μιας συκιάς για να ηρεμήσω.  Νιώθω ότι ο Θεός είναι η φύση και η φύση είναι ομορφιά.

- Από πού προέρχεται το χάρισμά σου να ζωγραφίζεις; Θα έλεγες ότι ο Θεός σου έδωσε αυτό το χάρισμα;

- Ναι, εκείνος μου το έδωσε. Είναι το μόνο χάρισμα που μου έχει δώσει.

- Γιατί λες ότι είσαι ζωγράφος;

- Γιατί ζωγραφίζω. Λατρεύω τη ζωγραφική, πρέπει να ζωγραφίζω. Πάντα ζωγράφος ήμουν. Γι’ αυτό είμαι σίγουρος.

- Γεννημένος ζωγράφος;

- Ναι.

- Πώς το ξέρεις;

- Γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Και πίστεψέ με, έχω προσπαθήσει.

- Δεν βλέπεις ότι αυτός ο πίνακας είναι…δυσάρεστος, άσχημος;

- Γιατί να μου δώσει ο Θεός χάρισμα για να ζωγραφίζω δυσάρεστα και άσχημα; Κάποιες φορές νιώθω τόσο απομακρυσμένος από τα πάντα.

- Αγοράζει κανείς τους πίνακές σου;

- Όχι.

- Είσαι φτωχός δηλαδή;

- Ναι, αρκετά.

- Άρα πιστεύεις ότι ο Θεός σου έδωσε αυτό το χάρισμα για να μείνεις στη μιζέρια;

- Δεν το είδα ποτέ έτσι. Κάποιες φορές πιστεύω ότι ίσως... ίσως να επέλεξε λάθος στιγμή. Ίσως ο Θεός να με έκανε ζωγράφο για ανθρώπους που δεν γεννήθηκαν ακόμα. Λένε: "Η ζωή είναι για να σπέρνουμε. Ο θερισμός δεν γίνεται εδώ». Ζωγραφίζω με τα προσόντα και τα ελαττώματά μου.

- Άρα νομίζεις ότι μπορεί να έκανε λάθος ο Θεός;

- Θεωρώ τον εαυτό μου εξόριστο, έναν προσκυνητή σ’ αυτή τη γη. Ο Ιησούς είπε: "Απομάκρυνε την καρδιά σου από τα ορατά και στρέψου προς τα αόρατα". Και ο Ιησούς ήταν εντελώς άγνωστος όταν ήταν ζωντανός.

Ζωγραφίζω για να σταματάω να σκέφτομαι και να αισθάνομαι ότι αποτελώ κομμάτι των πάντων , έξω από μένα και μέσα μου. Ήθελα τόσο πολύ να μοιραστώ αυτά που βλέπω. Νόμιζα ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να διδάσκει πως να βλέπουμε τον κόσμο, αλλά δεν το νομίζω πια. Τώρα σκέφτομαι μόνο τη σχέση μου με το άπειρο.

- Τι αποκαλείς άπειρο;

- Τον χρόνο που θα έρθει. Υπάρχει πολλή καταστροφή κι αποτυχία στην πόρτα μιας επιτυχημένης ζωγραφιάς. Εγώ βρίσκω τη χαρά στη θλίψη και η θλίψη είναι μεγαλύτερη από το γέλιο. Ένας άγγελος δεν απέχει πολύ από τους θλιμμένους κι η αρρώστια μπορεί καμιά φορά να μας θεραπεύσει. Είναι η φυσιολογική κατάσταση που γεννά η ζωγραφική. Κάποιες φορές απεχθάνομαι την ιδέα του να ξαναβρώ την υγεία μου. Λένε ότι είμαι τρελός αλλά μια δόση τρέλας είναι η καλύτερη τέχνη.


( Aπό την ταινία: At Eternitys Gate)













Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

ΕΡΩΣ (Μια ιδέα, μια έμπνευση)

 







Φωτογραφία: Σπύρος Χ. Φερσιζίδης




Η ιδέα πάνω στην οποία κληθήκαμε να αναπτύξουμε την ιστορία μας είναι: 

"Μια γυναίκα ζητάει από έναν συγγραφέα να γράψει μια ιστορία για την ζωή της, και μετά εξαφανίζεται..."


ΕΡΩΣ


Εκείνο το βράδυ κάποιοι περαστικοί είδαν την κοπέλα να τρέχει προς την αποβάθρα του κεντρικού λιμανιού του Πειραιά, αλλά όπως εξελίχθηκαν τελικά τα πράγματα έκαναν λάθος αφού η γυναίκα την τελευταία στιγμή άφησε τη μεγάλη λεωφόρο, έστριψε δεξιά και χάθηκε μέσα στους σκοτεινούς και βρώμικους παράδρομους της λαχαναγοράς που μύριζαν έντονα ψαρίλα.

Ξημέρωνε παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1967. Μια ομάδα μισομεθυσμένων νεαρών ανηφόριζε προς την πλατεία Δημαρχείου χαχανίζοντας. Κάποιος τους είχε δει να έρχονται από την Ακτή Μιαούλη τραγουδώντας. Η εμφάνισή τους δεν άφηνε καμιά αμφιβολία από πού γύριζαν. Πουκάμισα μισοβγαλμένα, δυο από δαύτους ξυπόλυτοι και όλοι τους αξιολύπητοι μα ευτυχισμένοι.

Ένας απ’ αυτούς πρόλαβε και την άρπαξε απ’ το χέρι καθώς περνούσε δίπλα του, και πριν εκείνη προλάβει να αντιδράσει, της χούφτωσε το στήθος και την φίλησε με ψεύτικο πάθος στο στόμα. Η γυναίκα τον έσπρωξε με δύναμη και απομακρύνθηκε τρέχοντας. Ο τρελός χτύπος των τακουνιών της πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου αντηχούσε τετράγωνα μακριά. Μετά έστριψε στους παράδρομους της λαχαναγοράς και χάθηκε. Στάθηκε άραγε αυτό το περιστατικό η αφορμή για να αλλάξει την πορεία της κι αντί για την φωταγωγημένη λεωφόρο να προτιμήσει τα κακοφωτισμένα στενά;

Σ' ευχαριστώ Γιάννη για την ιδέα σου
και την υλοποίησή της.
 
                                                         Μια ιδέα μια έμπνευση

Αυτή η απορία βασάνιζε τον Αχιλλέα Εξαρχόπουλο από την πρώτη στιγμή που διάβασε την είδηση του θανάτου της. Γιατί η ιστορία ξεκίνησε τυπικά το επόμενο βράδυ, στην πύλη Ε2, όπου μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων περίμενε ν’ αλλάξει το χρόνο με την είσοδο του πρώτου πλοίου στο λιμάνι. Και πράγματι, το πλοίο φωταγωγημένο έκανε την είσοδό του θριαμβευτικά, τη στιγμή που το μεγάλο ρολόι του σιλό σήμανε δώδεκα ακριβώς.

Οι καμπάνες του Αγίου Διονυσίου άρχισαν να χτυπούν χαρούμενα, οι σειρήνες των αγκυροβολημένων πλοίων σκόρπισαν δέος μες στη νύχτα και ο ουρανός γέμισε φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα. Ωστόσο, μια κραυγή κατάφερε να καλύψει τον χαμό που γινόταν και να κάνει την παρέα των παρευρισκομένων να γυρίσει και να κοιτάξει προς το μέρος απ' όπου ακούστηκε. Μια έντρομη γυναίκα έδειχνε με το τεντωμένο χέρι της πίσω από ένα παρκαρισμένο τριαξονικό φορτηγό φορτωμένο κοντέϊνερς. Ένας πλησίασε διστακτικά στο σημείο. Τον ακολούθησαν δειλά κι άλλοι. Όλοι τους είδαν το γυμνό σώμα που κειτόταν ανάμεσα σε βρώμικα χαρτόκουτα και παλιά καραβόσκοινα. Ήταν πρόχειρα σκεπασμένο με μια κουβέρτα λεκιασμένη από αίμα.

Ο Εξαρχόπουλος κοίταξε με μεγάλη προσοχή τη φωτογραφία της νεκρής γυναίκας, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας. Δίσταζε να καταλήξει σε συμπεράσματα. Ήταν ή δεν ήταν η Όλγα; Πρόφερε δυνατά το όνομά της λες και ξαφνικά συνειδητοποιούσε πως ήταν ένα οικείο γι’ αυτόν πρόσωπο. Οικείο πρόσωπο η Όλγα; Η σκέψη αυτή τον αναστάτωσε. Άφησε την εφημερίδα που διάβαζε κι άρχισε να ψάχνει νευρικά ανάμεσα στα χαρτιά που ήταν απλωμένα μπροστά του. Βρήκε επιτέλους αυτό που έψαχνε.

«Θα μου επιτρέψεις να σε φωτογραφήσω;» την είχε ρωτήσει ένα βράδυ.

«Ό,τι θέλει ο πελάτης…», του είχε απαντήσει εκείνη κυνικά και μετά άρχισε να παίρνει προκλητικές πόζες μπροστά του. Τράβηξε μόνο μια. Ντράπηκε. Ντύθηκε κι έφυγε σαν κυνηγημένος.

Δεν ήταν συχνός θαμώνας τέτοιων σπιτιών. Που και που όμως επέτρεπε στον εαυτό του μια τέτοια «ατασθαλία». Ήταν ο τρόπος να κρατάει το νου του προσγειωμένο και να θυμίζει στον εαυτό του την φυσική του υπόσταση. Η συγγραφή, τον απασχολούσε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας και τον απορροφούσε τόσο, που δεν του άφηνε περιθώρια να ζει όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι.

Σιγά σιγά το συνήθισε να πηγαίνει στα σπίτια της Σκουζέ. Μόνο για να βρεθεί με την Όλγα. Αν δεν ήταν διαθέσιμη, έφευγε. Έγινε με το χρόνο κομμάτι της ζωής του, μέρος της σκέψης του μέχρι που μια νύχτα, ενώ τον παρατηρούσε ξαπλωμένη να ντύνεται για να φύγει, του ζήτησε ξαφνικά να γράψει για τη ζωή της. Σταμάτησε και την κοίταξε απορημένος.

«Πώς το σκέφτηκες αυτό;»

«Γιατί όχι;» του απάντησε «Γράφεις για τόσους και για τόσα. Ο κόσμος σε διαβάζει. Γράψε και για μένα. Έχω υλικό για να γράφεις χρόνια. Εσύ θα πλουτίσεις, κι εγώ θα μείνω αθάνατη». Γέλασαν, κοιτάχτηκαν σιωπηλοί και μετά ο Αχιλλέας, αφού υποσχέθηκε πως θα το σκεφτεί, έφυγε.

Οι συναντήσεις τους έμειναν μυστικές. Εκείνος φοβόταν τον διασυρμό του κι εκείνη τον Νώντα. Τον επισκεπτόταν μια φορά την εβδομάδα στο σπίτι του, μεσημεριανή ώρα για να μην κινήσει υποψίες. Έμεναν μαζί μέχρι τις πρώτες απογευματινές ώρες. Συζητούσαν για την πατρίδα της, τους γονείς της, το παιδί που έχασε στα δεκατέσσερά της, τον αγαπητικό της τον Νώντα, τις ιδιοτροπίες των πελατών. Τα διηγιόταν όλα αυτά με μια φυσικότητα που τον εξέπληττε. Μετά, έκαναν έρωτα. Χωρίς αμοιβή. Ήταν ένας έρωτας πληγωμένος, απ’ όλες τις απόψεις. Γιατί ήταν κρυφός, μιασμένος, απαγορευμένος; Την ερωτεύτηκε. Στην αρχή ούτε να του περάσει απ’ το νου. Στη συνέχεια το αποδέχτηκε, σαν καταδίκη. Μια κηλίδα στην άψογη, αλέκιαστη ζωή του. Της ζήτησε να σταματήσει απ’ τα σπίτια. Εκείνη φυσικά αρνήθηκε.

«Και πώς θα βγάζω το ψωμί μου;»

Δεν είχε απάντηση σ’ αυτό ο Αχιλλέας.

Είχε περάσει μια εβδομάδα απ’ το βράδυ που βρέθηκε το πτώμα της Όλγας, κι ένα απόγευμα αργά, ακούστηκε το παρατεταμένο χτύπημα του κουδουνιού στην πόρτα του. Άνοιξε φανερά ενοχλημένος. Ήταν δυο αστυνομικοί και ζήτησαν να του μιλήσουν.

«Για ποιο θέμα;»

«Για τον θάνατο της ιερόδουλης, της Όλγας. Θα ξέρετε από τις εφημερίδες…».  

Έμειναν μισή ώρα.  Ήξεραν για τις δικές του επισκέψεις στο “σπίτι”. Δεν ήξεραν όμως για τις δικές της. Τον ρώτησαν να τους πει τον λόγο που ξαφνικά σταμάτησε να πηγαίνει. Τότε άρπαξε την ευκαιρία να γυρίσει την κατάσταση υπέρ του.  

«Δεν ήμουν πελάτης. Απλά ήθελα πληροφορίες για το επάγγελμά της. Έτυχε να είναι εκείνη. Έγραφα τότε για μια πόρνη». Έφυγαν φανερά προβληματισμένοι. Νόμισε πως ξεμπέρδεψε. Αλλά όχι. Λίγες μέρες μετά επέστρεψαν με ένταλμα για  «κατ’ οίκον έρευνα». Έκαναν το γραφείο του φύλλο και φτερό. Δεν βρήκαν τίποτα. Είχε φροντίσει να εξαφανίσει κάθε στοιχείο που θα μαρτυρούσε το πέρασμα της Όλγας από κει μέσα.

Η υπόθεση απασχόλησε για αρκετό καιρό την αστυνομία και τον τύπο, κι ο κόσμος βρήκε ένα θέμα να ασχολείται. Η αστυνομική έρευνα έκανε τον κύκλο της χωρίς να καταλήξει κάπου. Ο αγαπητικός της Όλγας, ο Νώντας, είχε άλλοθι όπως και όλοι οι πελάτες της. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο και οι εφημερίδες έδωσαν και επίσημα το τέλος στην υπόθεση με πηχυαίους τίτλους: «Ο πρώτος φόνος της χρονιάς θα μείνει τελικά ανεξιχνίαστος».

 Στη συνέχεια η φασαρία κόπασε και ξεχάστηκε η Όλγα.

 Όχι όμως ο Εξαρχόπουλος. Πέντε χρόνια μετά ήρθε πάλι στην επικαιρότητα με ένα βραβευμένο μυθιστόρημά του που είχε τον τίτλο ΕΡΩΣ. Εκεί μιλούσε για τον παράφορο έρωτα ενός ευυπόληπτου πολίτη για μια κοινή πόρνη. Το πάθος και η ζήλια του γι’ αυτή τον ώθησαν τελικά να την σκοτώσει.  

Κατεβαίνοντας μια μέρα την Σόλωνος, στο κέντρο της Αθήνας, στάθηκε μπροστά στην προθήκη ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου. Εκεί, ανάμεσα σε τόσα άλλα βιβλία το μάτι του διέκρινε το δικό του. Δυο κυρίες βγήκαν απ’ το κατάστημα σχολιάζοντας με θαυμασμό το βιβλίο του. Μόλις είδαν τον Αχιλλέα, τον αναγνώρισαν αμέσως.

«Κύριε Εξαρχόπουλε, τι χαρά να σας συναντούμε εδώ! Θα μας κάνετε την τιμή να υπογράψετε το βιβλίο σας;» 

Έκανε ό,τι του ζήτησαν χωρίς να μιλήσει. Μετά μπήκε στο κατάστημα, πήρε απ' το ράφι ένα αντίτυπο του βιβλίου του και σημείωσε στην τελευταία σελίδα: «Ομολογώ πως εγώ, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, σκότωσα με τον πιο ειδεχθή τρόπο την Όλγα, την μοναδική γυναίκα που αγάπησα, και αγαπώ ακόμα». Μετά,  έβαλε το αντίτυπο στη θέση του, μαζί με τα άλλα, χαιρέτησε τον υπάλληλο και βγήκε απ' το βιβλιοπωλείο ήσυχος και γαλήνιος . Ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα…



 







Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Τα λόγια σας... (Για την Αριστέα και το 31ο Συμπόσιο)

 

catrin welz-stein


Τα λόγια σας



Κι ύστερα ήρθαν τα λόγια σας

κι έστησαν γύρω μου χορό.

Τα ένιωσα πάνω στο δέρμα μου - δεύτερο δέρμα.

Με ζέστανε η στοργή τους,

μαλάκωσαν τον τρόμο μου,

κι οι αποστάσεις μεταξύ μας μίκραιναν, όλο μίκραιναν, 

τόσο, που ακόμα κι άστοχα να ήταν διαλεγμένα,

μ' αγκάλιασαν σφιχτά.


Το 31ο Συμπόσιο με τις 31 συμμετοχές που οργάνωσε και διοργανώνει πάντα η Αριστέα μας στο blog της:  Η ζωή είναι ωραία, είχε θέμα, αυτή τη φορά, την "Αγκαλιά". Συμμετείχαμε με χαρά, βάζοντας τα δυνατά μας και ελπίζοντας να ικανοποιήσουμε την οικοδέσποινα αλλά και την... Ποίηση. Πρώτο ψηφίστηκε το ποίημα "Ο άνθρωπος που φοβόταν τα χέρια του", της φίλης μας Μαρίας ΚανελλάκηΌλες οι συμμετοχές ΕΔΩ

Χρόνια Πολλά σε όσους/ες γιόρταζαν των Φώτων και σε όσους/σες γιορτάζουν σήμερα.