"Κοντεύω να γίνω "μικρός". Μικραίνει κανείς όταν ατέλειωτα βιάζει τον εαυτό του να είναι χωμένος σ' ένα μηχανισμό στενό και ανόητο."
Ίων Δραγούμης ( πίνακας: Kirstin Friedrich)
Κατά την ελληνική παράδοση, το πέταγμα του χαρταετού συμβολίζει το πέταγμα της ανθρώπινης ψυχής προς τον Δημιουργό της.
Σύμφωνα με το έθιμο, πρέπει να πετάει στον ουρανό την Καθαρά Δευτέρα, την ημέρα που ξεκινά η νηστεία της Σαρακοστής, δηλαδή την ημέρα που ξεκινά η πνευματική και σωματική μας κάθαρση.
...η αγάπη ήρθε ταπεινά, μέσα σ’ ένα
χαρτόκουτο μετρίου μεγέθους.
Πολύ βαρύ να το σηκώσω μόνη μου και να το κατεβάσω στην
απότομη σκάλα του υπογείου.
Εσύ με κοίταζες με περιέργεια σαν να ‘μουν κάποιο ξωτικό πουλί
που έχασε το δρόμο του μέσα στο κτίριο της Παναγή Τσαλδάρη.
Σαφώς ενοχλημένη από την ταλαιπωρία, αποφασισμένη όμως να το
κατεβάσω. Ντυμένη στην τρίχα, ισορροπούσα με δυσκολία πάνω στα τακούνια μου. Ένα
σκαλί…δυο σκαλιά…τραμπάλισα επικίνδυνα. Η κατάσταση δεν επέτρεπε ηρωισμούς
αλλά, το χαρτόκουτο έπρεπε να το κατεβάσω.
Σε είδα. Καθόσουν στο βάθος του υπογείου, στη σκιά, πάνω σ’
έναν ψηλό μεταλλικό πάγκο. Κάπνιζες και με παρατηρούσες αδιάφορα. Μπορεί να έβαζες και στοίχημα με τον εαυτό σου: «Θα το κατεβάσει ή θα μετρήσει τα σκαλιά με την
πλάτη;" Κι εγώ σκεπτόμουν το ίδιο. Η σκάλα ήταν μεγάλη και απότομη, τα σκαλιά στενά και φαγωμένα από το
χρόνο, το χαρτόκουτο περιόριζε το οπτικό μου πεδίο, κι αυτά
τα αναθεματισμένα τακούνια, το απαραίτητο αξεσουάρ του ντρες κόουντ της εταιρίας…
Πόση αξιοπρέπεια να έχει πια ένας άνθρωπος; Αποφάσισα να αφήσω στην άκρη τους ηρωισμούς
και να σου ζητήσω βοήθεια. Μα πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη – τι θαύμα!- σε είδα να ανεβαίνεις τη σκάλα, με το πάσο σου, εντελώς ανέκφραστος. Έφτασες κοντά μου και χωρίς να πεις κουβέντα, χωρίς καν να με κοιτάξεις, πήρες το χαρτόκουτο απ' τα χέρια μου, σαν να' ταν πούπουλο, και το κατέβασες με μια άνεση αντιστρόφως ανάλογη της δικής μου.
Σ' ευχαρίστησα -το τυπικόν του θέματος.
Με αγνόησες -παρατυπία.
Με ρώτησες μόνο, πού ήθελα να το ακουμπήσεις, και μετά το άφησες με την ίδια άνεση
εκεί που σου είπα. Το ακούμπησες δηλαδή στο δάπεδο πίσω από έναν μεγάλο
λέβητα με στρόφιγγες γύρω-γύρω, ένα μηχάνημα που μου ήταν άγνωστο και συνεπώς
δεν μου έλεγε κάτι. Αφού σιγουρεύτηκα πως το κιβώτιο έφτασε στον προορισμό του, σου γύρισα την πλάτη κι
άρχισα ν’ ανεβαίνω τη σκάλα του υπογείου. Εσύ πήρες ξανά την αρχική σου θέση, πάνω στον πάγκο.
Κανείς μας όμως δεν πρόσεξε το μικρό ξωτικό, που σαν "αλεξίπτωτο" πικραλίδας, βγήκε απ’ το χαρτόκουτο και προσγειώθηκε δίπλα σου.
«Τι σκέφτεσαι;», σε ρώτησε. «Θ’ ανέβεις μαζί της τη σκάλα ή θα μείνεις εδώ να την
κοιτάζεις;» Σου πήρε λίγα δεύτερα ν’ αποφασίσεις. Μετά έσβησες το τσιγάρο σου, κατέβηκες μ’ ένα σάλτο απ’ τον πάγκο και μ' ακολούθησες. Μπροστά εγώ, κι εσύ πίσω μου, να με προσέχεις...
Τέσσερις δεκαετίες ανεβαίνουμε μαζί εκείνη τη σκάλα. Ξεπέρασε πια το υπόγειο. Υψώθηκε πολύ.
Κάθε χρόνος κι ένα καινούργιο σκαλί, κάθε χρόνος κι ένα βήμα πιο πάνω. Ανεβαίνουμε. Μπροστά εγώ,
κι εσύ εκεί, πάντα πίσω μου, να με προσέχεις.
"Πάρε με ξανά στη μηχανή σου, να κάνουμε το γύρο τ' ουρανού" 💕