|
Aysem Kubilay |
ΜΕΡΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ
-3-
Όταν ο Πέτρος έφερε στην πόλη την
Ελισάβετ, όλα άλλαξαν. Ο θαυμασμός και ο κρυφός πόθος των κοριτσιών μετατράπηκε
σε ζήλεια και περιφρόνηση. Τα σούρτα-φέρτα μπροστά από το σιδεράδικο σταμάτησαν
κι εκείνος έκλεινε το εργαστήρι του πιο νωρίς τα βράδια. Η ζωή του ζευγαριού κυλούσε ωστόσο ήρεμα, και οι δουλειές του Πέτρου πήραν τα πάνω τους πάλι. Τους άλλους όμως τους
έτρωγε η περιέργεια. Ήθελαν να γνωρίσουν από κοντά την Ελισάβετ. Ήθελαν
να τη δουν από κοντά, μήπως και καταλάβουν τι έφερε μαζί τους δυο αυτούς παράταιρους
ανθρώπους: τον θηριώδη κι απόκοσμο σιδερά με την αλλόκοτη και ντελικάτη Ελισάβετ;
Εκείνη προτιμούσε να περνάει τον
χρόνο της στο σπίτι. Κι όταν αποφάσιζε κάποτε να βγει έξω, τα βήματά της την
οδηγούσαν στο δάσος με τις οξιές και τους καλαμιώνες. Εκεί περιπλανιόταν με τις
ώρες, ακολουθώντας τα ασφαλή περάσματα που είχε σημαδέψει από πριν ο Πέτρος. Έψαχνε στο έλος καλάμια για τα κουκούλια της, τα έδενε σε δεμάτια και τα έφερνε στο σπίτι. Αργά
το απόγευμα ετοίμαζε το δείπνο τους κι έστρωνε το τραπέζι τους δίπλα στη φωτιά. Όσο για τον Πέτρο, ένα ήταν σίγουρο. Μέτραγε την ώρα ώσπου να κλείσει το
σιδεράδικο και να γυρίσει πίσω, στο σπίτι. Οι ώρες που βρισκόταν δίπλα της, ήταν γι’
αυτόν βάλσαμο, και οι μικρές καθημερινές του συνήθειες έπαιρναν αίφνης άλλο νόημα.
Μετά το δείπνο, εκείνος έβγαινε στο κεφαλόσκαλο για
να καπνίσει. Έβγαζε από το ξύλινο κουτί τη φιλντισένια πίπα του Ματθαίου και από
το πέτσινο πορτοφόλι του τον μυρωδάτο καπνό. Κι αυτή ήταν η μοναδική πολυτέλεια που είχε. Την
άναβε με τελετουργικές κινήσεις και τράβαγε δυο, τρεις ρουφηξιές εκστατικός. Μετά,
το βλέμμα του καρφωνόταν πέρα, πάνω απ’ τα τελευταία σπίτια της πόλης, εκεί που
το λυκόφως έβαφε τον ουράνιο θόλο χρυσό. Οι Πλειάδες, απ’ τον αστερισμό του
Ταύρου, έλαμπαν σταθερά, στη θέση τους. Τις αναγνώριζε με ευκολία όπως και
πολλούς άλλους αστερισμούς. Του άρεσε από παιδί να κοιτάζει τον ουρανό, τα
ξάστερα βράδια. Η ουράνια απεραντοσύνη χαλάρωνε την ψυχή του κι άφηνε το νου
του να ονειρεύεται.
Η Ελισάβετ σπάνια καθότανε μαζί του. Τον άφηνε
μονάχο του, να τα πει με τον εαυτό του. Εκείνη δεν την ικανοποιούσε η ονειροπόληση. Προτιμούσε να δημιουργεί. Της άρεσε να πιάνει το
απλό και να το κάνει χρήσιμο. Όπως έκαμε με τα νήματα και τα καλάμια του έλους. Όταν εκείνος κάπνιζε στο κεφαλόσκαλο, η
Ελισάβετ ύφαινε σιγοτραγουδώντας. Ο Πέτρος μπορεί να μην καταλάβαινε τα λόγια της, αλλά τον μάγευε ο ρυθμός τους.
Αρχές της άνοιξης η Ελισάβετ έστησε τα «κουκούλια»
της στον αγρό που απλωνόταν μπροστά στο σπίτι. Μετά, ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο του λόφου κι άρχισε ένα
ιδιότυπο μυστικιστικό τραγούδι, μια μελωδική ιαχή, σαν κάλεσμα. Και τότε συνέβη κάτι θαυμαστό και πρωτόγνωρο. Σμήνη από άγριες μέλισσες άρχισαν να καταφθάνουν από μακριά. Την πλησίασαν και πέταξαν γύρω της χωρίς να την πειράξουν. Ύστερα, υπακούοντας σ' ένα διαφορετικό κάλεσμα της Ελισάβετ, μια διαφορετική ιαχή, μπήκαν όλες μες στις καλαμένιες κυψέλες της. Κι αυτό γινόταν για μέρες, μέχρι που μια μέρα απ’ αυτές, ο ιερέας της πόλης,
περνώντας με την άμαξά του απ’ το δημόσιο δρόμο, έγινε μάρτυρας μιας τέτοιας σκηνής. Φώναξε αμέσως στον αμαξά του να σταθεί. Κοιτούσαν
και οι δυο τους άναυδοι τούτο το παράξενο φαινόμενο: τη γυναίκα να
μιλάει στις μέλισσες σε μια γλώσσα ακατάληπτη, σχεδόν μαγική.
Το αλλόκοτο φέρσιμο της Ελισάβετ φάνταξε αμέσως στα μάτια του ιερέα, διαβολικό. Το νέο δεν άργησε
να διαδοθεί. Η φήμη πως η Ελισάβετ ήταν αλαφροΐσκιωτη απλώθηκε στην πόλη σαν αστραπή.
Ένα πρωί, περαστικοί είδαν τον Πέτρο να κρεμάει στην πρόσοψη του σιδεράδικου μια σειρά από πολύχρωμα
μαντίλια. Είχανε πάνω τους ανθισμένους
αγρούς, κι ανθρώπους ειρηνικούς και χαρούμενους. Η ιδιότροπη τέχνη της Ελισάβετ απαιτούσε ησυχία και
υπομονή. Τα δάχτυλά της έπρεπε να κρατήσουν τον σωστό ρυθμό, και η φαντασία της
να βάλει σε τάξη τις εικόνες του νου της. Πολύχρωμα βαμβακερά νήματα δεμένα σε
ξυλάκια, γινόντουσαν στα χέρια της σπάνια ποιήματα.
Όσοι περνούσαν
από κει, στέκονταν και τα θαύμαζαν, χωρίς όμως την πρόθεση να τ’ αγοράσουν. Μπορεί να τους γοήτευαν τα χαρούμενα χρώματα, αλλά οι υπόνοιες που διαδίδονταν εις βάρος της Ελισάβετ, τους καθήλωναν. Γι' αυτό, τα όμορφα μαντήλια της έμεναν αζήτητα και περιφρονημένα. Ανεμοδέρνονταν πάνω στον μαυρισμένο τοίχο, μοιάζοντας περισσότερο
με σημαίες άγνωστων κρατών ή με λάβαρα τροπαιοφόρα, παρά με δυσοίωνα προμηνύματα.
Οι μόνοι που αγόραζαν τα όμορφα
μαντήλια της Ελισάβετ, ήταν οι τσιγγάνοι που κατέβαιναν απ’ το βορρά για να περάσουν
τον χειμώνα τους στα χωριά του Νότου. Τα μπουλούκια τους έκαναν στάση στο σιδεράδικο για να πεταλώσουν τα άλογά τους. Τα κάρα τους γεμάτα
γυναικόπαιδα έφερναν χαρά στην πόλη. Τα γέλια και τα τραγούδια τους διαμήνυαν
από μακριά την μεγάλη πομπή τους. Αυτοί μόνον αγόραζαν τα μαντήλια της, οι άντρες για να στολίσουν τις σέλες των
αλόγων τους και τα κορίτσια για να στολίσουν τα μαλλιά τους.
Όσα έμεναν
απούλητα, έχαναν σιγά σιγά τη λάμψη τους, ξεθώριαζαν και σκοτείνιαζαν απ’ την
κάπνα τα χρώματα τους μέχρι που, κάποιο πρωί, ο Πέτρος ανοίγοντας το εργαστήρι του, βρήκε τα μαντήλια της γυναίκας του πεταμένα πάνω στον βρεγμένο δρόμο.
-4-
Όταν μπήκε η άνοιξη η Ελισάβετ ένιωσε τα πρώτα σκιρτήματα στην κοιλιά της.
Το είπε αμέσως στον άντρα της, κι εκείνος την έσφιξε με συγκίνηση στην αγκαλιά του. Το σπίτι τους σαν να ζωντάνεψε ξαφνικά. Σαν όλα εκεί μέσα να απόκτησαν μιλιά, και διηγούνταν τη δική τους ιστορία.
Ώσπου συνέβη στην πόλη κάτι αναπάντεχο. Απ’ τη μια μέρα στην άλλη ένας -
ένας οι κάτοικοι έπεφταν άρρωστοι από μια άγνωστη ασθένεια. Τα σπίτια
γέμισαν αρρώστους και αρκετοί πέθαιναν αβοήθητοι. Κανείς γιατρός δεν μπορούσε να βρει την αιτία. Ο θυμός για
το κακό που τους βρήκε, φούντωσε μες στις ψυχές τους κι έψαχνε τρόπο
για να ξεσπάσει. Μια υποψία, σαν φίδι φαρμακερό, σερνόταν μες στα σοκάκια της πόλης. "Αυτή, η αλαφροΐσκιωτη του σιδερά φταίει.."
Μόνον κατάρες και αναθέματα ακούγονταν πλέον για τον Πέτρο και την Ελισάβετ. Μάταια οι πιο λογικοί προσπάθησαν να συγκρατήσουν
τους θυμωμένους. Ο πόνος κι ο θυμός κάνει ασυγκράτητους τους ανθρώπους.
Έτσι, μια
μέρα, πλήθος κόσμου ξεχύθηκε στο δημόσιο δρόμο με προορισμό το σπίτι του λόφου.
Η Ελισάβετ βρισκόταν μόνη της εκείνη την ώρα. Άκουσε από μακριά το θυμωμένο ανθρώπινο βουητό
να πλησιάζει και βγήκε έξω για να δει τι συμβαίνει.
Δεκάδες άνθρωποι κραδαίνοντας ξύλα, μαχαίρια και δρεπάνια, έρχονταν κατά πάνω της,
βρίζοντας. Εκείνη σαστισμένη έκανε βήματα πίσω. Έβγαλε ασυναίσθητα το μαντήλι που φορούσε
στο κεφάλι της -ίδιο με κείνα στο σιδεράδικο – και σκέπασε μ’
αυτό την κοιλιά της. Μια προσευχή ξεπήδησε από μέσα της και αμέσως μετά, εκείνο το
μελωδικό κάλεσμα των μελισσών βγήκε τόσο δυνατά απ’ το στόμα της, που
σκέπασε εντελώς τις φωνές και τα αναθέματα του κόσμου.
Οι μέλισσες ξεχύθηκαν σαν πυκνό σύννεφο απ’ τα
κουκούλια τους και πέταξαν κοντά της. Έφτιαξαν γύρω της έναν κλοιό αδιαπέραστο. Πάγωσε το οργισμένο πλήθος. Ακούστηκε κάποιος να λέει: "Ο ιερέας είχε δίκιο!…Ο ιερέας είχε δίκιο!". Όλοι τον
άκουσαν, αλλά κανείς δεν τόλμησε να κάνει βήμα. Ο άγριος
βόμβος των μελισσών τους κράτησε σε απόσταση, και άβουλοι απ’ τον τρόμο, κοίταζαν
κατάπληκτοι τη σκηνή που διαδραματιζόταν εμπρός τους.
Ο χειμώνας που ήρθε δεν εξαφάνισε το κακό στην πόλη. Κάθε σπίτι πενθούσε
νεκρό και στο κοιμητήρι άνοιγαν τακτικά νέους τάφους.
Η Ελισάβετ, κλεισμένη στο σπίτι, περίμενε με αγωνία τη γέννηση του παιδιού τους . Ο Πέτρος την ησύχαζε με την ήρεμη φωνή του, αλλά κι εκείνος στο βάθος της
ψυχής του ένιωθε τον ίδιο φόβο για το μέλλον που τους περίμενε.
Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν η αρρώστια έριξε και τα παιδιά στο στρώμα. Μάταια ο ιερέας έκανε δεήσεις να σταματήσει το κακό. Όλα έδειχναν πια πως η αρρώστια είχε απλώσει για τα καλά το μαύρο πέπλο της πάνω
απ’ την πόλη.
Παραμονή
Χριστουγέννων η Ελισάβετ ένιωσε τους πρώτους πόνους της γέννας. Είχε προετοιμάσει τον άντρα της κι εκείνος ήξερε καλά τι έπρεπε να
κάνει. Ήταν όλα έτοιμα. Η φωτιά έκαιγε στο τζάκι και η κούνια του μωρού μαζί με τα
σπάργανα περίμεναν ζεστά στην άκρη. Χιόνιζε απ’ το πρωί ακατάπαυστα, μα η λευκότητα του χιονιού δεν
κατάφερνε να καλύψει την διάχυτη δυστυχία της πόλης. Άλλες χρονιές τέτοια μέρα τα παιδιά περνούσαν τις διακοπές τους χαρούμενα κάνοντας πατινάζ στην επιφάνεια της παγωμένης λίμνης. Τώρα, κανείς δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους.
Το δυνατό κρύο γινόταν χειρότερο με τον αέρα που λυσσομανούσε και οι πόνοι της Ελισάβετ δυνάμωναν, όσο περνούσε η
ώρα. Ο Πέτρος, σωστός βράχος δίπλα της.
Περασμένα μεσάνυχτα ήρθε στον κόσμο ο γιός τους. Ένα όμορφο και παράξενο
μωρό με κόκκινα μαλλιά, σαν τα δικά της και μάτια κάρβουνο, σαν του πατέρα του.
Ο Πέτρος τύλιξε το παιδί συγκινημένος. Το χιόνι είχε από ώρα σταματήσει, και ο ουρανός άστραφτε
πεντακάθαρος. Ένα ολόγιομο φεγγάρι στεκόταν ακριβώς πάνω απ’ το σπίτι τους κι έλουζε με το φως του τα πάντα. Κανείς στην πόλη δεν θυμήθηκε τόσο μεγάλη και φωτεινή ξανά τη
σελήνη.
-5-
Κοντά στα ξημερώματα, ένα κάρο με δυο ανθρώπους τυλιγμένους σε χοντρά πανωφόρια, διέσχισε
αργά τους έρημους δρόμους της πόλης. Όταν έφτασε στο ναό σταμάτησε. Ένας μεγαλόσωμος
άντρας και μια μικροσκοπική γυναίκα διασκέλισαν το κατώφλι του. Κανείς δεν
βρισκόταν στον ναό εκείνη την ώρα, παρεκτός του ιερέα που έψελνε άτονα το απολυτίκιο του Όρθρου των
Χριστουγέννων. Η είσοδος του ζευγαριού τον διέκοψε. Γύρισε και τους κοίταξε με περιέργεια. Είδε τότε τον θηριώδη σιδερά να προχωράει
προς το μέρος του κρατώντας ένα μωρό
στα χέρια. Πίσω του, ακολουθούσε σαν σκιά, η Ελισάβετ. Ο
Πέτρος γονάτισε κι έτεινε το φασκιωμένο μωρό προς το μέρος
του ιερέα.
«Θα
ευλογήσεις το γιο μου παπά;» ρώτησε,
και η φωνή του δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνον τον αψύ άνδρα, που ήξερε η πόλη.
Ο ιερέας σάστισε στην
αρχή. Μετά όμως πήρε το μωρό στα χέρια του
και σχημάτισε το σημείο του σταυρού στο μέτωπό του. Στη συνέχεια είπε μια
προσευχή και το έδωσε στη μητέρα του που περίμενε δίπλα στον
άντρα της συγκινημένη.
Όταν το ζευγάρι με το μωρό βγήκε απ’ τον ναό, τους υποδέχτηκε
το πρώτο φως της μέρας. Ανέβηκαν στο καρό τους και ξεκίνησαν.
Περνώντας απ' τον δημόσιο δρόμο, είδαν έκπληκτοι ν’ ανάβουν τα φώτα του το ένα μετά το άλλο. Όταν το κάρο τους έφτασε στην κορυφή του λόφου, όλη η πόλη πίσω τους, έλαμπε φωταγωγημένη.
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, αλλά η ιστορία του Πέτρου και της
Ελισάβετ έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη όλων. Την διηγούνταν στα παιδιά και
στα εγγόνια τους κι εκείνα στα δικά τους. Γιατί κανείς δεν
μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει πώς έγινε κι όλα τα άρρωστα παιδιά γιατρεύτηκαν
μέσα σ’ ένα βράδυ. Εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων, στο Ινμεμόριαμ, σ' αυτή τη μικρή, ασήμαντη πόλη.
Τέλος
Πρώτο μέρος της ιστορίας ΕΔΩ 🎄
Ευχαριστώ για την ανάγνωση.
Καλά Χριστούγεννα 🎄
|
The Arrival of the Christmas Tree by Hans Andersen Brendekilde
|