Αναρτήσεις

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Η θέα του νου - 2024!!!

 




Χρήστος Μποκόρος  


  Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, ξαναγεννιέται η ελπίδα. Η ελπίδα για καλύτερες μέρες, χωρίς αγωνία, φόβο και θάνατο παρά μόνο με χαρά, ειρήνη και ευημερία. Μας το χαλάει όμως η καρδιά που πεισματώνει κρυμμένη σε γωνίες και στενά περάσματα. Αυτή η καρδιά που χτυπάει πάντα δυνατά και γρήγορα στα δύσκολα, αλλά περνάει σαν αέρας πάνω από τα εύκολα και τα απλά.

Ο χρόνος είναι μια ατελείωτη ροή, χωρίς κόμματα και τελείες, γεμάτος με ερωτηματικά, θαυμαστικά και αποσιωπητικά. Τον τεμαχίζουμε για να τον χωρέσει ο νους μας, να τον κατανοήσει, ίσως γιατί μόνον έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε και τις πράξεις μας, τις επιλογές μας, δηλαδή τους εαυτούς μας. Τον πάμε βήμα-βήμα, κοιτάζοντας περισσότερο πίσω μας, και χάνουμε τη θέα που απλώνεται μπροστά μας. 

Πέρα απ' τις ευχές μου για τον νέο χρόνο, νιώθω επιπλέον φέτος την επιθυμία να ρίξω μια "κατάρα" σε όλους του πολεμοχαρείς και αιμοδιψείς τύπους του κόσμου. Τους ρίχνω λοιπόν την "κατάρα" να ερωτευθούν με πάθος κι αγιάτρευτα για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Να λιώνουν από έρωτα κάθε στιγμή. Κάθε πρωί να κλέβουν τριαντάφυλλα από τον κήπο του γείτονα για να τα χαρίσουν στην καλή τους. Να ξημερώνονται κάτω απ' τα παράθυρά της και να τους παίρνει ο ύπνος αρθρώνοντας μόνον στίχους. 
Ίσως έτσι να αφήσουν ήσυχη την ανθρωπότητα να ζήσει μια ειρηνική ζωή με τις οικογένειες ενωμένες, τα χωράφια καλλιεργημένα, τα παιδιά χαρούμενα και χορτασμένα στην αγκαλιά της μάνας τους και τον ήλιο να ανατέλλει και να δύει σε ξάστερο ουρανό, χωρίς καπνούς από φωτιές και βόμβες. 

Ολόκαρδα εύχομαι όλα αυτά να γίνουν πραγματικότητα! 
Και για σας, τους γνωστούς εδώ και τους άγνωστους φίλους σε όλο τον κόσμο, εύχομαι ο νους σας, το 2024, να έχει την ωραιότερη θέα!! 

💝😊🎅🎈


Ωδή Στη Χαρά/Ελευθερία, πληροφορίες ΕΔΩ 


Ode To Joy/Freedome  - André Rieu 





Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Κάποτε τα Χριστούγεννα... (δεύτερο και τελευταίο μέρος)

 

Aysem Kubilay



ΜΕΡΟΣ  ΔΕΥΤΕΡΟ

 

-3-

 

Όταν ο Πέτρος έφερε στην πόλη την Ελισάβετ, όλα άλλαξαν. Ο θαυμασμός και ο κρυφός πόθος των κοριτσιών μετατράπηκε σε ζήλεια και περιφρόνηση. Τα σούρτα-φέρτα μπροστά από το σιδεράδικο σταμάτησαν κι εκείνος έκλεινε το εργαστήρι του πιο νωρίς τα βράδια. Η ζωή του ζευγαριού κυλούσε ωστόσο ήρεμα, και οι δουλειές του Πέτρου πήραν τα πάνω τους πάλι. Τους άλλους όμως τους έτρωγε η περιέργεια. Ήθελαν να γνωρίσουν από κοντά την Ελισάβετ. Ήθελαν να τη δουν από κοντά, μήπως και καταλάβουν τι έφερε μαζί τους δυο αυτούς παράταιρους ανθρώπους: τον θηριώδη κι απόκοσμο σιδερά με την αλλόκοτη και ντελικάτη Ελισάβετ;

 Εκείνη προτιμούσε να περνάει τον χρόνο της στο σπίτι. Κι όταν αποφάσιζε κάποτε να βγει έξω, τα βήματά της την οδηγούσαν στο δάσος με τις οξιές και τους καλαμιώνες. Εκεί περιπλανιόταν με τις ώρες, ακολουθώντας τα ασφαλή περάσματα που είχε σημαδέψει από πριν ο Πέτρος. Έψαχνε στο έλος καλάμια για τα κουκούλια της, τα έδενε σε δεμάτια και τα έφερνε στο σπίτι. Αργά το απόγευμα ετοίμαζε το δείπνο τους κι έστρωνε το τραπέζι τους δίπλα στη φωτιά. Όσο για τον Πέτρο, ένα ήταν σίγουρο. Μέτραγε την ώρα ώσπου να κλείσει το σιδεράδικο και να γυρίσει πίσω, στο σπίτι. Οι ώρες που βρισκόταν δίπλα της, ήταν γι’ αυτόν βάλσαμο, και οι μικρές καθημερινές του συνήθειες έπαιρναν αίφνης άλλο νόημα.

Μετά το δείπνο, εκείνος έβγαινε στο κεφαλόσκαλο για να καπνίσει. Έβγαζε από το ξύλινο κουτί τη φιλντισένια πίπα του Ματθαίου και από το πέτσινο πορτοφόλι του τον μυρωδάτο καπνό. Κι αυτή ήταν η μοναδική πολυτέλεια που είχε. Την άναβε με τελετουργικές κινήσεις και τράβαγε δυο, τρεις ρουφηξιές εκστατικός. Μετά, το βλέμμα του καρφωνόταν πέρα, πάνω απ’ τα τελευταία σπίτια της πόλης, εκεί που το λυκόφως έβαφε τον ουράνιο θόλο χρυσό. Οι Πλειάδες, απ’ τον αστερισμό του Ταύρου, έλαμπαν σταθερά, στη θέση τους. Τις αναγνώριζε με ευκολία όπως και πολλούς άλλους αστερισμούς. Του άρεσε από παιδί να κοιτάζει τον ουρανό, τα ξάστερα βράδια. Η ουράνια απεραντοσύνη χαλάρωνε την ψυχή του κι άφηνε το νου του να ονειρεύεται.

Η Ελισάβετ σπάνια καθότανε μαζί του. Τον άφηνε μονάχο του, να τα πει με τον εαυτό του. Εκείνη δεν την ικανοποιούσε η ονειροπόληση. Προτιμούσε να δημιουργεί. Της άρεσε να πιάνει το απλό και να το κάνει χρήσιμο. Όπως έκαμε με τα νήματα και τα καλάμια  του έλους. Όταν εκείνος κάπνιζε στο κεφαλόσκαλο, η Ελισάβετ ύφαινε σιγοτραγουδώντας. Ο Πέτρος μπορεί να μην καταλάβαινε τα λόγια της, αλλά τον μάγευε ο ρυθμός τους. 

Αρχές της άνοιξης η Ελισάβετ έστησε τα «κουκούλια» της στον αγρό που απλωνόταν μπροστά στο σπίτι. Μετά, ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο του λόφου κι άρχισε ένα ιδιότυπο μυστικιστικό τραγούδι, μια μελωδική ιαχή, σαν κάλεσμα. Και τότε συνέβη κάτι θαυμαστό και πρωτόγνωρο.  Σμήνη από άγριες μέλισσες άρχισαν να καταφθάνουν από μακριά. Την πλησίασαν και πέταξαν γύρω της χωρίς να την πειράξουν. Ύστερα, υπακούοντας σ' ένα διαφορετικό κάλεσμα της Ελισάβετ, μια διαφορετική ιαχή, μπήκαν όλες μες στις καλαμένιες κυψέλες της. Κι αυτό γινόταν για μέρες, μέχρι που μια μέρα απ’ αυτές, ο ιερέας της πόλης, περνώντας με την άμαξά του απ’ το δημόσιο δρόμο, έγινε μάρτυρας μιας τέτοιας σκηνής.  Φώναξε αμέσως στον αμαξά του να σταθεί. Κοιτούσαν και οι δυο τους άναυδοι τούτο το παράξενο φαινόμενο: τη γυναίκα να μιλάει στις μέλισσες σε μια γλώσσα ακατάληπτη, σχεδόν μαγική.

Το αλλόκοτο φέρσιμο της Ελισάβετ φάνταξε αμέσως στα μάτια του ιερέα, διαβολικό. Το νέο δεν άργησε να διαδοθεί. Η φήμη πως η Ελισάβετ ήταν αλαφροΐσκιωτη απλώθηκε στην πόλη σαν αστραπή.  


                                     

 

Ένα πρωί, περαστικοί είδαν τον Πέτρο να κρεμάει στην πρόσοψη του σιδεράδικου μια σειρά από πολύχρωμα μαντίλια. Είχανε πάνω τους ανθισμένους αγρούς, κι ανθρώπους ειρηνικούς και χαρούμενους.  Η ιδιότροπη τέχνη της Ελισάβετ απαιτούσε ησυχία και υπομονή. Τα δάχτυλά της έπρεπε να κρατήσουν τον σωστό ρυθμό, και η φαντασία της να βάλει σε τάξη τις εικόνες του νου της. Πολύχρωμα βαμβακερά νήματα δεμένα σε ξυλάκια, γινόντουσαν  στα χέρια της σπάνια ποιήματα.

  Όσοι περνούσαν από κει, στέκονταν και τα θαύμαζαν, χωρίς όμως την πρόθεση να τ’ αγοράσουν. Μπορεί να τους γοήτευαν τα χαρούμενα χρώματα, αλλά οι υπόνοιες που διαδίδονταν εις βάρος  της Ελισάβετ, τους καθήλωναν. Γι' αυτό, τα όμορφα μαντήλια της έμεναν αζήτητα και περιφρονημένα. Ανεμοδέρνονταν πάνω στον μαυρισμένο τοίχο, μοιάζοντας περισσότερο με σημαίες άγνωστων κρατών ή με λάβαρα τροπαιοφόρα, παρά με δυσοίωνα  προμηνύματα.

 Οι μόνοι που αγόραζαν τα όμορφα μαντήλια της Ελισάβετ, ήταν οι τσιγγάνοι που κατέβαιναν απ’ το βορρά για να περάσουν τον χειμώνα τους στα χωριά του Νότου. Τα μπουλούκια τους έκαναν στάση στο σιδεράδικο για να πεταλώσουν τα άλογά τους. Τα κάρα τους γεμάτα γυναικόπαιδα έφερναν χαρά στην πόλη. Τα γέλια και τα τραγούδια τους διαμήνυαν από μακριά την μεγάλη πομπή τους. Αυτοί μόνον αγόραζαν τα μαντήλια της, οι άντρες για να στολίσουν τις σέλες των αλόγων τους και τα κορίτσια για να στολίσουν τα μαλλιά τους.

Όσα έμεναν απούλητα, έχαναν σιγά σιγά τη λάμψη τους, ξεθώριαζαν και σκοτείνιαζαν απ’ την κάπνα τα χρώματα  τους μέχρι που, κάποιο πρωί, ο Πέτρος ανοίγοντας το εργαστήρι του, βρήκε τα μαντήλια της γυναίκας του πεταμένα πάνω στον βρεγμένο δρόμο.

 

-4-

 

Όταν μπήκε η άνοιξη η Ελισάβετ ένιωσε τα πρώτα σκιρτήματα στην κοιλιά της. Το είπε αμέσως στον άντρα της, κι εκείνος την έσφιξε με συγκίνηση στην αγκαλιά του. Το σπίτι τους σαν να ζωντάνεψε ξαφνικά. Σαν όλα εκεί μέσα να απόκτησαν μιλιά, και διηγούνταν τη δική τους ιστορία. 

Ώσπου συνέβη στην πόλη κάτι αναπάντεχο. Απ’ τη μια μέρα στην άλλη ένας - ένας οι κάτοικοι έπεφταν άρρωστοι από μια άγνωστη ασθένεια. Τα σπίτια γέμισαν αρρώστους και αρκετοί πέθαιναν αβοήθητοι. Κανείς γιατρός δεν μπορούσε να βρει την αιτία. Ο θυμός για το κακό που τους βρήκε, φούντωσε μες στις ψυχές τους κι έψαχνε τρόπο για να ξεσπάσει. Μια υποψία, σαν φίδι φαρμακερό, σερνόταν μες στα σοκάκια της πόλης. "Αυτή, η αλαφροΐσκιωτη του σιδερά φταίει.." 

Μόνον κατάρες και αναθέματα ακούγονταν πλέον για τον Πέτρο και την Ελισάβετ. Μάταια οι πιο λογικοί προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους θυμωμένους. Ο πόνος κι ο θυμός κάνει ασυγκράτητους τους ανθρώπους.

Έτσι, μια μέρα, πλήθος κόσμου ξεχύθηκε στο δημόσιο δρόμο με προορισμό το σπίτι του λόφου. Η Ελισάβετ βρισκόταν μόνη της εκείνη την ώρα.  Άκουσε από μακριά το θυμωμένο ανθρώπινο βουητό να πλησιάζει και βγήκε έξω για να δει τι συμβαίνει. Δεκάδες άνθρωποι κραδαίνοντας ξύλα, μαχαίρια και δρεπάνια, έρχονταν κατά πάνω της, βρίζοντας. Εκείνη σαστισμένη έκανε βήματα πίσω. Έβγαλε ασυναίσθητα το μαντήλι που φορούσε στο κεφάλι της -ίδιο με κείνα στο σιδεράδικο – και σκέπασε μ’ αυτό την κοιλιά της. Μια προσευχή ξεπήδησε από μέσα της και αμέσως μετά, εκείνο το μελωδικό κάλεσμα των μελισσών βγήκε τόσο δυνατά απ’ το στόμα της, που σκέπασε  εντελώς τις φωνές και τα αναθέματα του κόσμου. 

Οι μέλισσες ξεχύθηκαν σαν πυκνό σύννεφο απ’ τα κουκούλια τους και πέταξαν κοντά της. Έφτιαξαν γύρω της έναν κλοιό αδιαπέραστο.  Πάγωσε το οργισμένο πλήθος. Ακούστηκε κάποιος να λέει: "Ο ιερέας είχε δίκιο!…Ο ιερέας είχε δίκιο!". Όλοι τον άκουσαν, αλλά κανείς δεν τόλμησε να κάνει βήμα. Ο άγριος βόμβος των μελισσών τους κράτησε σε απόσταση, και άβουλοι απ’ τον τρόμο, κοίταζαν κατάπληκτοι τη σκηνή που διαδραματιζόταν εμπρός τους. 




Ο χειμώνας που ήρθε δεν εξαφάνισε το κακό στην πόλη. Κάθε σπίτι πενθούσε νεκρό και στο κοιμητήρι άνοιγαν τακτικά νέους τάφους.

Η Ελισάβετ, κλεισμένη στο σπίτι, περίμενε με αγωνία τη γέννηση του παιδιού τους . Ο Πέτρος την ησύχαζε με την ήρεμη φωνή του, αλλά κι εκείνος στο βάθος της ψυχής του ένιωθε τον ίδιο φόβο για το μέλλον που τους περίμενε.

Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν η αρρώστια έριξε και τα παιδιά στο στρώμα. Μάταια ο ιερέας έκανε δεήσεις να σταματήσει το κακό. Όλα έδειχναν πια πως η αρρώστια είχε απλώσει για τα καλά το μαύρο πέπλο της πάνω απ’ την πόλη.

 


Παραμονή Χριστουγέννων η Ελισάβετ ένιωσε τους πρώτους πόνους της γέννας. Είχε προετοιμάσει τον άντρα της κι εκείνος ήξερε καλά τι έπρεπε να κάνει. Ήταν όλα έτοιμα. Η φωτιά έκαιγε στο τζάκι και η κούνια του μωρού μαζί με τα σπάργανα περίμεναν ζεστά στην άκρη. Χιόνιζε απ’ το πρωί ακατάπαυστα, μα η λευκότητα του χιονιού δεν κατάφερνε να καλύψει την διάχυτη δυστυχία της πόλης. Άλλες χρονιές τέτοια μέρα τα παιδιά περνούσαν τις διακοπές τους χαρούμενα κάνοντας πατινάζ στην επιφάνεια της παγωμένης λίμνης. Τώρα, κανείς δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. 

Το δυνατό κρύο γινόταν χειρότερο με τον αέρα που λυσσομανούσε και οι πόνοι της Ελισάβετ δυνάμωναν, όσο περνούσε η ώρα. Ο Πέτρος, σωστός βράχος δίπλα της.

 Περασμένα  μεσάνυχτα ήρθε στον κόσμο ο γιός τους. Ένα όμορφο και παράξενο μωρό με κόκκινα μαλλιά, σαν τα δικά της και μάτια κάρβουνο, σαν του πατέρα του. 

Ο Πέτρος τύλιξε το παιδί συγκινημένος. Το χιόνι είχε από ώρα σταματήσει, και ο ουρανός άστραφτε πεντακάθαρος. Ένα ολόγιομο φεγγάρι στεκόταν ακριβώς πάνω απ’ το σπίτι τους κι έλουζε με το φως του τα πάντα. Κανείς στην πόλη δεν θυμήθηκε τόσο μεγάλη και φωτεινή ξανά τη σελήνη.


-5-

 

Κοντά στα ξημερώματα, ένα κάρο με δυο ανθρώπους τυλιγμένους σε χοντρά πανωφόρια, διέσχισε αργά τους έρημους δρόμους της πόλης. Όταν έφτασε στο ναό σταμάτησε. Ένας μεγαλόσωμος άντρας και μια μικροσκοπική γυναίκα διασκέλισαν το κατώφλι του. Κανείς δεν βρισκόταν στον ναό εκείνη την ώρα, παρεκτός του ιερέα που έψελνε άτονα το απολυτίκιο του Όρθρου των Χριστουγέννων. Η είσοδος του ζευγαριού τον διέκοψε. Γύρισε και τους κοίταξε με περιέργεια. Είδε τότε τον θηριώδη σιδερά να προχωράει προς το μέρος του κρατώντας  ένα μωρό στα χέρια. Πίσω του, ακολουθούσε σαν σκιά, η Ελισάβετ. Ο Πέτρος γονάτισε κι έτεινε το φασκιωμένο μωρό προς το μέρος του ιερέα.

«Θα ευλογήσεις το γιο μου παπά;» ρώτησε, και η φωνή του δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνον τον αψύ άνδρα, που ήξερε η πόλη.

Ο ιερέας σάστισε στην αρχή. Μετά όμως πήρε το μωρό στα χέρια του και σχημάτισε το σημείο του σταυρού στο μέτωπό του. Στη συνέχεια είπε μια προσευχή και το έδωσε στη μητέρα του που περίμενε δίπλα στον άντρα της συγκινημένη. 

Όταν το ζευγάρι με το μωρό βγήκε απ’ τον ναό, τους υποδέχτηκε το πρώτο φως της μέρας. Ανέβηκαν στο καρό τους και ξεκίνησαν. Περνώντας απ' τον δημόσιο δρόμο, είδαν έκπληκτοι ν’ ανάβουν τα φώτα του το ένα μετά το άλλο. Όταν το κάρο τους έφτασε στην κορυφή του λόφου, όλη η πόλη πίσω τους, έλαμπε φωταγωγημένη. 

 Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, αλλά η ιστορία του Πέτρου και της Ελισάβετ έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη όλων. Την διηγούνταν στα παιδιά και στα εγγόνια τους κι εκείνα στα δικά τους.  Γιατί κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει πώς έγινε κι όλα τα άρρωστα παιδιά γιατρεύτηκαν μέσα σ’ ένα βράδυ. Εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων, στο Ινμεμόριαμ, σ' αυτή τη μικρή, ασήμαντη πόλη.

Τέλος

 Πρώτο μέρος της ιστορίας ΕΔΩ  🎄

Ευχαριστώ για την ανάγνωση.

 

Καλά Χριστούγεννα 🎄


The Arrival of the Christmas Tree
by Hans Andersen Brendekilde

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

Κάποτε τα Χριστούγεννα ( Πρώτο μέρος)

 


Aysem Kubilay


Η μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία μου, σε δύο συνέχειες 

                                                                ΚΑΛΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 

                                                                                           🎄💝🎄

                                                 


ΜΕΡΟΣ  ΠΡΩΤΟ

 -1-


Στην περιοχή του Ινμεμόριαμ – σε μια μικρή, ασήμαντη πόλη - όλοι μιλούσαν για τη γυναίκα του σιδερά, την Ελισάβετ.

Ζούσε με τον Πέτρο, τον άντρα της, στο λόφο που υψωνόταν ανατολικά του δημόσιου δρόμου. Το σπίτι τους δεν φαινόταν από μακριά. Ήταν χωμένο μέσα σε μια πυκνή συστάδα δέντρων. 

Ο Πέτρος, νέος ακόμα, έχτισε μόνος του το σπίτι. Μάζεψε τις πέτρες απ’ το παλιό νταμάρι της περιοχής, τις πελέκησε και τις έφερε μέχρι το λόφο με το κάρο του Ματθαίου. Τα ξύλα για τα δοκάρια της σκεπής, για τις πόρτες και για τα παράθυρα τα έκοψε απ’ το δάσος. Δύσκολη δουλειά. Του πήρε χρόνια να τελειώσει και όταν τέλειωσε, φύτεψε ολόγυρα δέντρα. Τα φρόντισε με υπομονή κι αγάπη και κείνα θέριεψαν. 

Μεγάλωσαν μαζί, ο Πέτρος και τα δέντρα του. Δέθηκε με σχέση ιερή μαζί τους, ιερή κι ανεξήγητη για τους υπόλοιπους ανθρώπους. Μονόχνοτος κι αμίλητος, σχεδόν μισάνθρωπος όπως ήταν,  δεν άφηνε κανέναν να περάσει το κατώφλι του. Βασίλειο ένιωθε  το σπίτι του, μα για τους συντοπίτες του, ήταν η φυλακή του.

 


 Η ζωή του Πέτρου άρχισε στο μοναστήρι της Αγίας Καρδιάς,  εκεί που άφηναν τα έκθετα βρέφη. Μεγάλωσε με αυστηρότητα. Δούλεψε από νωρίς στο αποστακτήριο και στους ροδώνες της μονής. Συνήθισε στην αδιάκοπη υπακοή και στη σκληρή εργασία. Η αντοχή του ήταν αξιοθαύμαστη στις κακουχίες.  Αξιοθαύμαστη ήταν και η δύναμή του, γιατί ο Πέτρος, από μικρός, ήταν θηριώδης.  

Ώσπου μια μέρα όλα άλλαξαν. Σαν να φύσηξε δυνατός άνεμος και σάρωσε τα πάντα στη ζωή του. Ένα πρωί, αντί για τα χωράφια, τον οδήγησαν στο ναό με άλλους τρεις. Εκεί τους περίμενε ένας ηλικιωμένος άνδρας. Κανένα απ’ τα παιδιά δεν τον γνώριζε. Φάνηκε όμως να τον γνώριζε καλά ο ιερέας. Τους ζήτησε να παραταχθούν μπροστά του και για κάμποσα λεπτά τα περιεργάστηκε αμίλητος και συνοφρυωμένος. Έπειτα, σήκωσε με κόπο το χέρι του κι έδειξε με τον μαυρισμένο του δείκτη, τον Πέτρο.

"Αυτόν θέλω!", είπε με όση δύναμη είχε.

Η φωνή του αντήχησε κοφτή κάτω απ’ τον ψηλό θόλο της εκκλησίας. Ο μικρός την ένιωσε σαν ξόρκι που θα άλλαζε οριστικά τη ζωή του.

Θαμπωμένος απ’ το συμβάν έκανε ένα βήμα μπροστά υπακούοντας στο ανεπαίσθητο νεύμα του ιερέα, που παρακολουθούσε παράμερα τη σκηνή. Η επιλογή ως δυνατότητα, ήταν άγνωστη στον μικρό.  Δεν τον είχε επιλέξει ποτέ κανείς, αλλά ούτε κι ο ίδιος είχε ποτέ την ευκαιρία να αποφασίσει κάτι για τον εαυτό του.

Στύλωσε λοιπόν το βλέμμα του πάνω στο σκαμμένο πρόσωπο του γέροντα και μέσα στο αχνό μπλε των ματιών του,  συνάντησε για πρώτη φορά έναν άγγελο. Ναι, ο Ματθαίος ήταν ένας άγγελος της «κόλασης», που έμελλε ωστόσο, να χαρίσει στον μικρό τον παράδεισο. Ο Πέτρος το ένιωσε αυτό βαθιά κι άρχισε να τρέμει.

 Ό,τι ακολούθησε, έγινε γρήγορα. Με την άδεια του ιερέα έτρεξε στον κοιτώνα, μάζεψε τα λιγοστά ρούχα του, τα έδεσε σ’ ένα μικρό μπόγο μαζί μ’ ένα ζευγάρι μπαλωμένα υποδήματα που έπλεαν στα πόδια του. Φορτώθηκε στην πλάτη τον μπόγο, με τα παπούτσια δεμένα στο πλάι, και ξυπόλυτος ακολούθησε τον σωτήρα του. Κατέβηκαν αμίλητοι την υγρή σκάλα που οδηγούσε  στο ισόγειο.

"Μπροστά προχώρα, να σε βλέπω", τον διέταξε ο γέρος, και μετά βουβάθηκε.

 Διέσχισαν αμίλητοι τους σκοτεινούς διαδρόμους του μοναστηριού. Η πύλη τους περίμενε ορθάνοιχτη.  Φτεροκοπούσε η καρδιά στο στήθος του, μην τυχόν το μετανιώσουν και τον γυρίσουν πίσω. Ο γέρος τον ακολουθούσε σέρνοντας τα βήματα του. Πότε – πότε κουνούσε με νόημα το κεφάλι του κι ένα χαμόγελο μόλις που διακρινόταν κάτω από την κατάλευκη γενειάδα του.

Είχε μπει η άνοιξη, αλλά το χιόνι δεν έλεγε να κοπάσει.  Ο μικρός αψηφώντας το κρύο στάθηκε εκστατικός και δεν χόρταινε να κοιτάζει γύρω του το χιονισμένο τοπίο. Σαν να το έβλεπε πρώτη φορά, αφού πρώτη φορά ένιωθε ελεύθερος. Την έκστασή του τη διέκοψε απότομα ο κρότος της πύλης που έκλεισε πίσω του, σφραγίζοντας για πάντα το παρελθόν του. Ο γέρος έγνεψε στο παιδί ν’ ανέβει στο κάρο που τους περίμενε. Ο μικρός πήδηξε πάνω σβέλτα και κάθισε δίπλα του. Ο Ματθαίος τράβηξε με δύναμη τα χαλινάρια. Το άλογο ξεκίνησε απρόθυμα, και το κάρο με τον γέροντα και το παιδί που έμοιαζε ενήλικας, πήρε λικνίζοντας τον κατήφορο για την πόλη.



Νύχτωνε όταν μπήκαν στην πόλη. Λιγοστοί κάτοικοι κυκλοφορούσαν ακόμα στο δρόμο. Μερικοί τους κοίταξαν με περιέργεια, άλλοι τους αγνόησαν και κάποιοι άλλοι άρχισαν να τους σχολιάζουν χαμηλόφωνα. Κανείς ωστόσο δεν προθυμοποιήθηκε να τους χαιρετίσει.

Το κάρο συνέχισε την πορεία του, ακολουθώντας τον δρόμο που χώριζε τη μικρή πόλη στα δύο. Λίγα τετράγωνα πιο κάτω, στάθηκε μπροστά σ’ ένα παλιό κτίριο με μαυρισμένη πρόσοψη. Η ξύλινη πόρτα του ήταν κλεισμένη πρόχειρα μ’ ένα οριζόντιο δοκάρι. Ο Πέτρος κοίταζε έκπληκτος γύρω του.    

Πριν υπακούσει στο πρόσταγμα του Ματθαίου να πάρει τον μπόγο του και να κατέβει από το κάρο, ο μικρός πρόλαβε να διακρίνει μέσα στο σύθαμπο τα σκουριασμένα σίδερα που κρέμονταν στον εξωτερικό τοίχο. Μια μαντεμένια πινακίδα, σπρωγμένη από τον αέρα, χόρευε τρελά πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Με δυσκολία συλλάβισε τη μισοσβησμένη επιγραφή που ήταν χαραγμένη πάνω της: "Σιδηρουργείον".

 Ο Ματθαίος κατέβηκε με δυσκολία απ’ το κάρο, άνοιξε την πόρτα και έκανε νόημα στο παιδί να περάσει πρώτο. Σκοτάδι και μυρωδιά καμένου κάρβουνου τους υποδέχτηκε. Ο Ματθαίος προχώρησε στο βάθος. Με το ζόρι διακρινόταν μια σκάλα που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Έκανε πάλι νόημα στον μικρό, αυτή τη φορά, να τον ακολουθήσει. Ανέβηκαν μαζί τη στενή σκάλα που έτριζε πένθιμα. Μετά έσπρωξε μια μικρότερη πόρτα και μπήκαν σε μια κάμαρα. Ο γέρος κινήθηκε με ευκολία στο σκοτάδι. Μέσα σε λίγα λεπτά μια λάμπα πετρελαίου φώτισε τον χώρο. Ο μικρός μπόρεσε να παρατηρήσει καλύτερα γύρω του. Η κάμαρα ήταν καθαρή και τακτοποιημένη. Ένα τζάκι μόλις που διακρινόταν στο μισοσκόταδο.  Στην κάθε του πλευρά ήταν τοποθετημένο από ένα κρεβάτι. Ο Πέτρος στάθηκε στη μέση της κάμαρας και περίμενε.

"Τούτο είναι το δικό σου", του είπε ο Ματθαίος και έδειξε το ένα απ’ τα δύο. Μετά άναψε τη φωτιά στο τζάκι.  Η θαλπωρή έδιωξε αμέσως τις ανήσυχες σκέψεις του μικρού. "Κόπιασε να ζεσταθείς", είπε ο γέροντας ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στα γυμνά πόδια του παιδιού. Ο Πέτρος άφησε κάτω τον μπόγο του και κάθισε σταυροπόδι μπροστά στη φωτιά. 

"Τα παπούτσια σου γιατί δεν τα φοράς;", ήταν η επόμενη ερώτησή του Ματθαίου στον μικρό. 

O Πέτρος δεν απάντησε. Κράτησε σταθερά το βλέμμα του πάνω στη φωτιά που είχε στο μεταξύ λαμπαδιάσει. Ο Ματθαίος κούνησε πάλι το κεφάλι του με νόημα, τράβηξε κοντά στη φωτιά ένα σκαμνί και κάθισε δίπλα στο παιδί. Άρχισε τότε να του εξηγεί, με ήρεμη και αργή φωνή, όσα έπρεπε να ξέρει: το μέρος που βρισκόταν και ποια έμελλε να είναι η ζωή του. Μοιράστηκαν ζεστό ψωμί, παστό χοιρινό και μπόλικα καρύδια. Μετά ο Ματθαίος είπε: 

"Ξάπλωσε τώρα να ξεκουραστείς και το πρωί μην βιαστείς να σηκωθείς. Εγώ θα πεταχτώ στην αγορά κι όταν γυρίσω, θα κατέβουμε μαζί στο εργαστήρι".

 Ο Πέτρος υπάκουσε χωρίς να πει λέξη. Όμως δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Όλη νύχτα στριφογύριζε ανήσυχος . Οι απρόσμενες αλλαγές που τον βρήκαν κι ο στρίγκλικος ήχος των σιδερικών πάνω στον τοίχο τον κράτησαν ξάγρυπνο. Ο ύπνος ήρθε και τον βρήκε ξημερώματα - αποκαμωμένο πια από τις σκέψεις του - όταν μετρούσε από μέσα του τα βαριά βήματα του Ματθαίου στη σκάλα.


Όταν ξύπνησε, είχε πάει σχεδόν μεσημέρι. Τον υποδέχτηκε μια μουντή και κρύα μέρα. Το μοναδικό παράθυρο της κάμαρας ήταν κλεισμένο σχεδόν απ’ το χιόνι.  Κοίταξε γύρω του απορημένος, σαν να μην θυμόταν τίποτα απ’ όσα είχαν συμβεί την προηγουμένη μέρα. Στο τζάκι έκαιγε μια βασιλική φωτιά. Στο προσκεφάλι του ήταν ακουμπισμένα ένα ζευγάρι καινούργια υποδήματα. Στο τραπέζι άχνιζε μια κούπα ζεστό γάλα και δίπλα είχε ψωμί, παστό χοιρινό κι αυγά. Πόσο πεινούσε! Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι του και ρίχτηκε με τόση λαχτάρα στο φαΐ, που δεν πρόσεξε καν τον Ματθαίο που τον παρακολουθούσε καθισμένος σε μια γωνία. Τύλιγε και ξετύλιγε ένα λεπτό κόκκινο νήμα γύρω απ’ τα δάχτυλα του και την ίδια στιγμή, ένα χαμόγελο διαγραφόταν καθαρά πίσω απ’ την παχιά γενειάδα του.  

 

-2-

 

 Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε. Κάθε καινούργια μέρα ήταν ίδια κι απαράλλαχτη με την προηγουμένη. Ο Πέτρος συνήθισε σ’ αυτήν τη μονοτονία. Έτσι δεν είναι άλλωστε η μοίρα των ταπεινών ανθρώπων;  Το παιδί μεγάλωσε μες τον καπνό και τα πυρακτωμένα σίδερα. Ανδρώθηκε πάνω απ’ τη φωτιά και το αμόνι, μέχρι που η ψυχή του, εκτός απ’ το κορμί του, έγινε χαλύβδινη και σήκωνε πια μεγάλα βάρη.

Λίγο πριν πατήσει τα τριάντα, ο ευεργέτης του έφυγε απ’ τη ζωή. Του άφησε όμως κληρονομιά το εργαστήρι. Η μέρα που πέθανε ο Ματθαίος ήταν μια μαύρη μέρα για τον Πέτρο. Γύρισε απ’ το κοιμητήρι και κλείστηκε στην κάμαρα. Άναψε τη φωτιά κι έβαλε στο τραπέζι ψωμί, καπνιστό χοιρινό και δυο κούπες γάλα. Τη μια την τράβηξε κοντά του. Την άλλη την έσπρωξε απέναντι, μπροστά στην άδεια θέση του Ματθαίου. Όση ώρα έτρωγε, το βλέμμα του έμενε καρφωμένο στο άδειο κάθισμα. Μετά σταύρωσε τα χέρια του και ψέλλισε  μια προσευχή, απ’ εκείνες που του είχαν μάθει στο μοναστήρι. Δεν κατάφερε όμως να την τελειώσει. Η προσευχή έγινε μονόλογος με ακατάληπτα νοήματα. Λεπτό το λεπτό, η ψυχή του φούσκωνε, σαν άγριο ποτάμι. Ξέσπασε σε λυγμούς. Με μια απότομη κίνηση πέταξε ό,τι υπήρχε μπροστά του κι έγειρε πάνω στο τραπέζι. Έμεινε ώρα έτσι, μέχρι που η φωτιά έσβησε και η κάμαρα άρχισε να παγώνει. Εκείνος είχε ήδη βυθιστεί σ’ έναν ανήσυχο ύπνο. 

  

Charles Spencelayh 1865-1958 
Η άδεια καρέκλα 1936


Την άλλη μέρα όλα πήραν το δρόμο τους. Ο Πέτρος άνοιξε πάλι το εργαστήρι και πήρε τη θέση του μπροστά στην πυροστιά. Ακούστηκαν ξανά στην πόλη τα σφυροκοπήματα. Έτσι, αποδέχτηκε στωικά τη μοίρα του. Άλλο όραμα δεν είχε.

Δούλευε πάντα αμίλητος, χαμένος στον καπνισμένο, σκοτεινό κόσμο του. Μισόγυμνος και ιδρωμένος, χτυπούσε με δύναμη, ώρες πολλές,  τα πυρακτωμένα μέταλλα πάνω στο αμόνι. Ο χτύπος που ακουγόταν πιο δυνατός από ποτέ, αναστάτωνε τα κορίτσια. Παρασυρμένα από το ιδιότυπο αυτό κάλεσμα, έπλαθαν με τη φαντασία τους ρομαντικές ιστορίες. Όταν ο δρόμος τις έφερνε έξω απ’ το σιδεράδικο, κοντοστέκονταν στην είσοδο για να ρίξουν κρυφές ματιές στο εσωτερικό του. Είχαν πάντα την ελπίδα, πως εκείνος θα σήκωνε - για λίγο έστω - τα μάτια του να τις κοιτάξει. Λιγώνονταν στην προσμονή εκείνου του βλέμματος που όμως ποτέ δεν ερχόταν. Οι μασιές, η κάπνα και τα καυτά μέταλλα φούντωναν το πάθος των κοριτσιών που ζητούσε επιτακτικά ικανοποίηση.  

Οι πιο θαρρετές κοντοστέκονταν δίχως ντροπή μπροστά στην είσοδο. Το βλέμμα τους έμενε καρφωμένο πάνω στα μαυρισμένα χέρια του. Οι φουσκωμένες φλέβες, ίδια ποτάμια της κόλασης, που διέτρεχαν όλο το μήκος των χεριών του, έκαναν την καρδιά τους να χτυπάει αλλόκοτα. 


 

 Μια ανάσα του χρόνου, (τόσο δε φτάνει;) κι ο Πέτρος πάτησε τα σαράντα. Οι πρώτες άσπρες τρίχες φάνηκαν στους κροτάφους του. Άλλαξε. Πυκνά γένια έκρυβαν πια το μισό του πρόσωπο. Τα μάτια του όμως άστραφταν το ίδιο πάνω απ’ τη φωτιά.

Και ήρθε μια μέρα που δεν άνοιξε το σιδεράδικο. Και τις επόμενες το ίδιο. Ο Πέτρος χάθηκε. Σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Σούσουρο απλώθηκε στην πόλη. Οι υποθέσεις έδιναν κι έπαιρναν. Όλοι ρωτούσαν για την τύχη του, αλλά κανείς δεν ήξερε ν’ απαντήσει. Πέρασε έτσι ένας χρόνος μα η πόρτα του σιδεράδικου παρέμενε κλειστή κι αμπαρωμένη. Με τον καιρό τα κουτσομπολιά σίγασαν. Οι αργόσχολοι βαρέθηκαν να διαδίδουν φήμες, και όλοι θα είχαν ξεχάσει πια τον σιδερά, αν δεν συνέβαινε κάτι αναπάντεχο.

Ήταν προχωρημένος Φλεβάρης. Νύχτωνε. Ο φανοκόρος άναβε τις λάμπες στον κεντρικό δρόμο. Το χλωμό φως τους σχημάτιζε έναν πορτοκαλί κύκλο πάνω στο χιόνι. Ο παγωμένος αέρας  είχε κλείσει  από νωρίς τους κατοίκους στα σπίτια τους. Τέτοια βράδια οι άνθρωποι προτιμούσαν ν’ απολαμβάνουν την πιπεράτη σούπα βοδινού δίπλα στη θαλπωρή του τζακιού τους, παρά να κυκλοφορούν έξω.  

Εκείνο λοιπόν το σούρουπο ένα κάρο φάνηκε στο βάθος του έρημου δρόμου. Η κουρασμένη πορεία του άφηνε βαθιές χαρακιές πάνω στο φρέσκο χιόνι. Όταν πλησίασε αρκετά, ο φανοκόρος διέκρινε στη θέση του καροτσιέρη τη φιγούρα ενός μεγαλόσωμου άνδρα. Ήταν χωμένος μες στο χοντρό πανωφόρι του και το πρόσωπο του είχε καλυφθεί απ’ το χιόνι. Το κάρο προσπέρασε τον φανοκόρο, συνέχισε την πορεία του μέχρι που βγήκε απ' την πόλη. Μια υποψία σφηνώθηκε τότε στο νου του. Σταμάτησε για λίγο τη δουλειά του και  βάλθηκε να το παρατηρεί με περιέργεια. Το κάρο έκανε στροφή και πήρε το δρόμο προς τον λόφο. 

"Ο σιδεράς είναι. Γύρισε!", ψέλλισε, σίγουρος πια ο φανοκόρος. 

Πράγματι. Ο σιδεράς γύρισε, αλλά δεν ήταν μόνος. Είχε μαζί και τη γυναίκα του, την Ελισάβετ.

~~~~~~~

 Το δεύτερο και τελευταίο μέρος ΕΔΩ 🎄


Ευχαριστώ για την ανάγνωση.



CAROL OF THE BELLS - EPIC ORCHESTRA piano version












































Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

.......

 



Galya Popova



Σκέφτομαι πως πρέπει να βάλω έναν τίτλο.

Τι τίτλο να βάλω στο κενό; Να το ονομάσω κενό;

Σαν σήμερα, έξι χρόνια πριν, έφυγε ο Νίκος μας, ο "Νικολός" της μάνας μας.

Τι ειρωνεία, να πενθείς για έναν θάνατο που συνέβη μέρα γιορτής... 


"Ένα κερί αρκεί. 

Το φως του το αμυδρό 

αρμόζει πιο καλά, 

θα 'ναι πιο συμπαθές σαν έρθουν της Αγάπης, 

αν έρθουν οι Σκιές. 

Ένα κερί αρκεί..." 


Κ. Καβάφης - (απόσπασμα από το ποίημα "Για να 'ρθουν"