"Κοντεύω να γίνω "μικρός". Μικραίνει κανείς όταν ατέλειωτα βιάζει τον εαυτό του να είναι χωμένος σ' ένα μηχανισμό στενό και ανόητο."
Ίων Δραγούμης ( πίνακας: Kirstin Friedrich)
Το πιο αγαπημένο μου δώρο ήταν μια μικρή εικόνα σε μια
κορνίζα από χαρτόνι με ενίσχυση από χρωματισμένες οδοντογλυφίδες…
«Σου αρέσει;» ρώτησε με αγωνία ο μικρός δωρητής. «Ξόδεψα
εκατό κιλά κόλλα για να το φτιάξω.»
Ήταν κι άλλα δώρα – η χρονιά με τη λυγισμένη συρμάτινη
κρεμάστρα, στολισμένη με σουρωμένα μαντίλια και η χρονιά με το σπιρτόκουτο,
καλυμμένο με κουρελάκια και ψεύτικα μαργαριτάρια – κι ύστερα έπαψα να παίρνω
μικρά χειροποίητα δώρα.
Εξακολουθούν να μου κάνουν δώρα τα Χριστούγεννα.
Είναι διαλεγμένα με σκέψη. Είναι συσκευασμένα με φροντίδα.
Είναι αυτό που χρειαζόμουν.
Όμως, ω, πόσο θα ήθελα να μπορούσα να σκύψω για να πάρω ένα
δώρο από χαρτόνι κι αλευρόκολλα…
Αν έπρεπε να ζωγραφίσω εκείνη την εποχή, θα
σχεδίαζα νέους ανθρώπους κλεισμένους σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο καπνό. Κάπνιζαν όλοι, με μανία. Λες και το κάπνισμα ήταν βασική προϋπόθεση για να ενταχθεί κανείς σε μια παρέα.
Στο δυαράκι της οδού
Φρύνης στο Παγκράτι, λύνονταν όλα τα θέματα της μεταπολίτευσης συζητώντας.
Αναλύσεις επί αναλύσεων. Ώρες πολλές, μέχρι που η νύχτα τελείωνε και χάραζε η
επόμενη μέρα. Που και που, κάποιος σηκωνόταν κι άνοιγε την μπαλκονόπορτα για
βγει ο πολύς καπνός. «Κλείσε την, θα νομίσουν πως πιάσαμε φωτιά», έλεγε ο Νικηφόρος κάθε φορά γελώντας. Μιλούσαν και κάπνιζαν ακατάπαυστα αναλύοντας άλλοτε το Κεφάλαιο του Μαρξ ή τη δολοφονία του Τρότσκι, άλλοτε τις αριστερές παρατάξεις ή τις ταινίες που βλέπαμε στο ΑΣΤΥ και στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ . "Αυτοκρατορία των αισθήσεων", "Πέτρινα χρόνια", "Η Χαμένη
τιμή της Καταρίνα Μπλουμ","Αλεξάντερπλάτς" και πόσες άλλες...
Κάποιος έσπασε ξαφνικά, μια μέρα, τον "κύκλο των χαμένων αριστερών" απαγγέλοντας δυνατά λίγους ερωτικούς στίχους του Μαγιακόφσκι:
"Κάθε τριχούλα σου σγουρή, χρυσωμένη, τη γεμίζω με χάδια…".
Επανάσταση στο ακροατήριο: "Άσ’ τον αυτόν τον ονειροπόλο
κουλτουριάρη!"
Εμένα όμως μου άρεσε που το άκουσα τότε. Μου έδωσε ελπίδα πως όλα θα γίνουν καλύτερα και τόλμησα για πρώτη φορά να σιγοντάρω με στίχους του Ρίτσου:
"Κι εσύ έρωτα, εκατόφυλλο πορφυρό μου ρόδο που γεννήθηκες μέσα απ' τις φλόγες..."
Είπαμε. Ήταν η εποχή της σοβαρότητας, των ατελείωτων συζητήσεων μέσα σε στενά φοιτητικά δωμάτια, του Νες και των καπνισμένων τοίχων.
Ο μήνας τελείωνε στις
15, όταν τελείωναν και τα λεφτά. Μετά τίποτα… Κουβέντα στους γονείς για να
τσοντάρουν. Κανείς μας δεν ήθελε να ακούσει εκείνο το "Πάλι μείνατε; Τί κάνετε τα λεφτά;"
Τρελός ο έρωτας του Νίκου για το κορίτσι από τη Σύρο. Πώς
το έλεγαν; Σοφία; Μιλούσαν κάθε μέρα ώρες στο
τηλέφωνο. Υπεραστικό.
Έτσι ήταν ο Νίκος. Όταν ήθελε, ήθελε πολύ!
Εγώ σιωπή. Ο έρωτας θέλει στήριξη. Ο λογαριασμός όμως έφτανε στα
ύψη. Μεγάλο πρόβλημα η πληρωμή του. Βρήκε δουλειά στο Πέραμα, στις αμμοβολές. Παγκράτι-Πέραμα
με το ποδήλατο. Μεγάλες οι αποστάσεις, μεγάλες και οι απολαβές, αλλά η δουλειά πολύ σκληρή. Ήθελε κάτι ν’
αποδείξει. Άντεξε δυο μήνες.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο μαύριζαν οι τοίχοι. Ήταν πολλή η κάπνα των καιρών και των τσιγάρων. Μια μέρα μου είπε: "Θα βάψω το σπίτι!" Έπιασε τις μπογιές και το έκανε όλο άσπρο. Στον βορεινό τοίχο ζωγράφισε παχιά μαύρα κάγκελα κι ένα χέρι να τα κρατάει. Ένα χέρι μονάχο του πίσω απ’ τα κάγκελα. Η πρώτη του απόπειρα να ελαιοχρωματίσει. Πόσο ήταν
τότε; 19 χρονών. Δεν με ρώτησε, ούτε ζήτησε τη γνώμη μου.
Έτσι ήταν ο Νίκος. Όταν ήθελε, ήθελε πολύ!
Ζήσαμε τέσσερα χρόνια με τα κάγκελα. Μετά, έφυγε για Αλεξανδρούπολη. Φαντάρος. Φάκελος "χρωματισμένος". Πορείες και διανυκτερεύσεις με σκηνάκια στα βουνά. Ευκαιρία να σβήσω τα κάγκελα απ' τον τοίχο. Τον έβαψα ξανά. Πράσινο. Πάνω του ζωγράφισα Καντίνσκι (ιεροσυλία!) πολύχρωμα
γεωμετρικά σχήματα, πλεγμένα αρμονικά. Για δέκα χρόνια δεν τον πείραξε κανείς. Μετά πουλήθηκε το σπίτι. Έτσι ήθελε ο Νίκος και το ήθελε πολύ. Απόμεινε μονάχος του στο βορρά ο Καντίνσκι και απέναντι στο Νότο, μια αφίσα κολλημένη με σελοτέιπ στον τοίχο: "WHY?". Σαν πανανθρώπινη, ατέρμονη κραυγή: «Γιατί;»
Η συμμετοχή μου στο διαδικτυακό λογοτεχνικό δρώμενο "Μίνι Σκυτάλη #4", που διοργανώνει η Μαίρη από την ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ.
Ποτέ δεν μπαίνεις στη θάλασσα αν δεν σηκώσει τη σημαία
ο ναυαγοσώστης. (ποτέ πριν τις 9 π.μ.)
Ποτέ δεν σηκώνει τη σημαία ο ναυαγοσώστης αν δεν αριβάρει
πρώτα ο γιατρός.
Ποτέ δεν αγνοείς τη σφυρίχτρα του ναυαγοσώστη έτσι και τολμήσεις
να περάσεις την κόκκινη σημαδούρα που οριοθετεί τον ασφαλή χώρο κολύμβησης.
Ποτέ δεν κάθεσαι στην τραπεζαρία να ρημαδοφάς αν δεν ακολουθείς
το επιβεβλημένο ντρεσ κοουντ ( όχι με το μαγιό, όχι με τις σαγιονάρες, όχι με τα αλάτια, όχι με τα
καπέλαetc..etc..)
Ποτέ δεν μετακινείς τις καρέκλες στον υπαίθριο κινηματογράφο.
Ποτέ δεν κάθεσαι στις προνομιούχες θέσεις ακόμα και αν οι θεατές είναι ο κούκος εντ δε θρι...
Ποτέ δεν περπατάς πέρα από τις απαγορευτικές πινακίδες
διέλευσης προς το δάσος.
Από τη χώρα του Ποτέ...
Ποτέ δεν ακούς δυνατά μουσική.
Ποτέ δεν κάθεσαι στις ξαπλώστρες της παραλίας μετά τη δύση
του ηλίου.
Ποτέ δεν κολυμπάς μπροστά από τα καταλύματα των
προνομιούχων.
Ποτέ δεν περπατάς μπροστά από τα καταλύματα των
προνομιούχων.
Ποτέ δεν πατάς πάνω στο γκαζόν.
Ποτέ δεν κάθεσαι κάτω από το νερό του αυτόματου ποτίσματος. ☺
Από τη χώρα του Ποτέ
Ποτέ δεν κυνηγιέσαι με τους γλάρους.
Ποτέ δεν φέρνεις μαζί σου κατοικίδια.
Ποτέ δεν αφήνεις στην ησυχία τους τις αλεπουδίτσες τα βράδια.
Ούτε τα φίδια που διασχίζουν (σπάνια) τα μονοπάτια του πάρκου.
Από τη χώρα του Ποτέ
Ένα μυστήριο πράγμα είναι αυτή η χώρα του Ποτέ. Κάθε φορά
που την επισκέπτομαι, ξεπετάγεται από μέσα μου με ορμή μια ασυγκράτητη ανάγκη ανταρτοπόλεμου.
Ένα εφηβικό πνεύμα αντιλογίας και αναρχίας.
Ανανεώνομαι!
Φιλιά πολλά! Για μένα, μόλις πριν λίγες μέρες άρχισε το Φθινοπωρο-Καλόκαιρο.
Υ.Γ. Αναρωτιέμαι, αν δεν υπήρχαν τόσες απαγορεύσεις, θα ήταν το ίδιο όμορφες οι ανατολές;
Il n'y a plus de guirlandes
Que c' est ormis qu' il est
D' un homme et d' une femme
There are no more garlands
That's where he is
Of a man and a woman
Το υπέροχο instrumental κομμάτι - η συντροφιά μου στη διαδρομή και στο περπάτημα - του Nador Kurtossy, γνωστού και ως Savages: You 're My Chocolate
Με καθήλωσε αυτή η εικόνα. Μια μέρα στο Μαραθώνα, περπατούσα στην αμμουδιά. Τον είδα από μακριά. Άδεια η παραλία. Καθόταν μόνος, κάτω απ' τα σύννεφα. Διάλεξα τη γωνία που ήθελα, κρύφτηκα πίσω από τα χόρτα και τον φωτογράφισα.
Μετά έμεινα και τον κοιτούσα από μακριά. Δεν ήθελα η δική μου παρουσία να χαλάσει την ησυχία του.
Όσο τον κοιτούσα περιμένοντας να κάνει μια κίνηση, να σηκωθεί ίσως από τη θέση του, να περπατήσει πάνω κάτω ή να βουτήξει στη θάλασσα, μου ήρθε στο νου ένας άλλος άνδρας, το μακρινό 1997, που βρέθηκε μόνος, κλεισμένος στο αυτοκίνητό του λόγω σφοδρής καταιγίδας. Οδηγούσε σε μια παραλιακή λεωφόρο της νότιας Γαλλίας, όταν ξαφνικά άνοιξαν οι ουρανοί και άρχισε να πέφτει καταρρακτώδης βροχή.
Αναγκάστηκε να σταματήσει. Άναψε τα αλάρμ και περίμενε. Όσο περίμενε παρατηρούσε γύρω του το τοπίο. Αμέσως σχεδόν άρχισε να συνθέτει τη μουσική ενός πασίγνωστου αγαπημένου τραγουδιού.
Έτσι και τούτος, ο δικός μου ολομόναχος άνθρωπος κάτω απ' τα σύννεφα, ίσως να προσευχόταν, η να θυμόταν, η ακόμα και να σιγοτραγουδούσε εκείνο το τραγούδι που γράφτηκε κάτω από παρόμοιες συνθήκες, σε κείνη την παραλιακή λεωφόρο της νότιας Γαλλίας. "Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα..."
Είναι σπάνια και ιερή η στιγμή εκείνη που ο άνθρωπος συνδέεται απόλυτα με το σύμπαν.
Ο Γιάννης είναι 14 χρονών και ορφανός από μητέρα. Ζει στη Μήλο μαζί με τον φτωχό ψαρά πατέρα του, Δημοσθένη.
Ο Δημοσθένης δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τον θάνατο της γυναίκας του και αυτό τον μετατρέπει σε έναν αυταρχικό και αγενή άνθρωπο που αποφεύγει τις συναναστροφές. Το παιδί μεγαλώνει μοναχικά, στερημένο από φροντίδα και αγάπη. Έχει όμως ένα καλό φίλο, τον "ροκ" ηγούμενο του μοναστηριού που βρίσκει πάντα την ευκαιρία να τον νουθετεί και να ακούει πρόθυμα τα προβλήματά του.
Μια μέρα ο Γιάννης βρίσκει στο αμπάρι ενός ψαροκάικου έναν νεοσσό πελεκάνο. Είναι ακόμα γκρίζος, ασχημούλης, και έχει πληγωμένο το ένα του φτερό. Ο μικρός παίρνει το πουλί δίνοντας ως αντάλλαγμα στον "κακό" καπετάνιο το μοναδικό ενθύμιο που είχε από τη μάνα του: Τον σταυρό της.
Γυρίζει με τον πελεκάνο στο σπίτι του και τον κρύβει στην αποθήκη.
Προσπαθεί να γιατρέψει το πληγωμένο του φτερό χωρίς όμως να τον αντιληφθεί ο πατέρας του που θεωρεί τους πελεκάνους άχρηστα πουλιά που μόνον μπελάδες φέρνουν. Άλλωστε δεν έχει φαγητό για πέταμα.
Ο Γιάννης αφιερώνει όλο τον ελεύθερο χρόνο του στο να γιατρέψει και να μεγαλώσει τον νεοσσό. Τον κρατάει ζεστό, τον ταΐζει κρυφά και όταν μεγαλώνει αρκετά τον πάει σε μια απόμερη παραλία όπου τον επισκέπτεται συχνά και παίζουν μαζί στη θάλασσα. Τον θεωρεί φίλο του και του δίνει το όνομα "Νικόστρατος".
Ο Νικόστρατος όμως είναι πουλί που θέλει να πετάξει. Ο Γιάννης αναλαμβάνει να τον διδάξει. Ο Νικόστρατος τον θεωρεί πλέον μαμά του και τον ακολουθεί παντού.
Κάπως έτσι, σε κείνη την παραλία, εκείνο το καλοκαίρι μαζί με τον πελεκάνο έμαθε και ο Γιάννης να "πετάει"....
------------------------
Πρόκειται για μια ευχάριστη, τρυφερή και συγκινητική ταινία με αρκετές δόσεις χιούμορ, που μοιάζει με γιορτή. Είναι γυρισμένη στη Μήλο και στην Σίφνο.
Την ταινία έντυσε με την νοσταλγική του μουσική ο Παναγιώτης Καλατζόπουλος.
Στο ρόλο του Δημοσθένη ο γνωστός μας, περισσότερο ως μουσικός, Εμίρ Κουστουρίτσα.
Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στο best seller μυθιστόρημα "Νicostratos le pelican" του Γάλλου συγγραφέα Ερίκ Μπουασέ. Η ταινία είναι συμπαραγωγή Ελλάδας - Γαλλίας.
Την χάρηκα πολύ, σας την συνιστώ και θεωρώ πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να ευχηθώ:
Χρόνια Πολλά σε όλους, Καλό Δεκαπενταύγουστο όπου κι αν βρίσκεστε! 💝😊
Μπορείτε να δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: ΝΙΚΟΣΤΡΑΤΟΣ - Ένα ξεχωριστό καλοκαίρι
Nicostratos, soundtrack -part 1
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος - La fete de la Saint Dimitris -NICOSTRATOS
Νομίζετε πως στον κόσμο υπάρχουν μόνον τα μεγάλα προβλήματα; Υπάρχουν και τα μεγαλύτερα! 😐
Όταν ξύπνησα το πρωί Την Είδα (!) να τρέχει πάνω κάτω σαν τρελή στον διάδρομο. Χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου μετά στο πιο κοντινό τραπέζι κι από κει υπολόγισα την απόσταση μέχρι το φωτιστικό. Ακόμα και άλμα ύψους επί κοντώ θα έκανα αν μου βρισκόταν πρόχειρο ένα κοντάρι. Το μόνο που έλειπε ήταν ο Ξενοφών για να καταγράψει την δική μου ηρωική ανάβαση. Την τελευταία στιγμή, με συγκράτησε μια σκέψη: θα με κρατήσει;
Από κει ψηλά, έριξα μια ματιά χαμηλά. Την είδα πάλι. Αυτή τη φορά γυρισμένη ανάσκελα καταμεσής
της κουζίνας να κουνάει πέρα δώθε τα πόδια της, ετοιμοθάνατη. Ευκαιρία να κατέβω απ' το τραπέζι. Πλησίασα, φροντίζοντας να κρατήσω ασφαλή απόσταση. Για λίγα δευτερόλεπτα την
παρακολουθούσα με ανάμικτα συναισθήματα πανικού και λύπης. Να πλησιάσω πιο κοντά,
δεν υπήρχε καν σαν ενδεχόμενο στο μυαλό μου. Να πηδήξω από πάνω της φάνταζε σαν
ηρωικό κατόρθωμα.
Έμεινα μέχρι το μεσημέρι χωρίς νερό. Χρειαζόμουν επειγόντως κάποιον
θαρραλέο να την μαζέψει να ψάξει καλά πίσω από ψυγείο κουζίνα πλυντήριο και να
μου δώσει το πράσινο φως να περάσω. Με τη σκέψη αυτή υποχώρησα στη "σπηλιά" μου
έκλεισα την πόρτα και περίμενα τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα της ελευθερίας μου.
Κάπου κάπου σηκωνόμουν απ’ τη θέση μου και της έριχνα κλεφτές ματιές απ’ τη
χαραμάδα για να σιγουρευτώ πως τελείωσε και το δικό της μαρτύριο και το δικό
μου. Όμως, κάθε φορά την έβλεπα ζωηρή ανάσκελα να συνεχίζει να κουνάει τα πόδια
της στον αέρα.
Η δίψα μου χτύπησε κόκκινο! Είχαν ήδη περάσει πάνω από τρεις ώρες. Υπενθύμισα στον εαυτό μου μικρό, πως μεγάλωσε πια, τι θα του έκανε ένα ζούδι; Αντίθετα η δίψα ήταν πιο
επικίνδυνη, με τόση ζέστη. Αποφάσισα να δοκιμάσω να κάνω γιουρούσι. Βγήκα απ' το δωμάτιο οπλισμένη με την μυγοσκοτώστρα και κατευθύνθηκα αποφασιστικά προς την κουζίνα.
Η κατσαρίδα όμως ήταν άφαντη!
Έβαλα φωνή και έτρεξα πάλι πίσω στη "σπηλιά" μου. Η σκέψη και
μόνο πως ζωντάνεψε και κυκλοφορούσε ελεύθερη μέσα στο σπίτι, μου αφαίρεσε μεμιάς κάθε ίχνος λογικής. Τα σενάρια που έστηνε ο νους μου, άπειρα.
Πού πήγε η κατσαρίδα; Έλα ντε.
Είχα άλλες πέντε ώρες μπροστά μου για να λύσω αυτόν τον γρίφο που με φυλάκιζε σ’ ένα δωμάτιο, αλλά δεν ήμουν σε θέση να το διαχειριστώ. Πήρα μια πετσέτα απ’ το μπάνιο και
έφραξα την χαραμάδα κάτω από την πόρτα του δωματίου. Σιγουρεύτηκα πως η σίτα της μπαλκονόπορτας
ήταν στη θέση της και προσπάθησα να μην ανατριχιάζω κάθε φορά που ένιωθα ή μου
φαινόταν πως ένιωθα πως κάτι περπατάει πάνω στο πόδι μου. Τελικά, αποφάσισα να κουρνιάσω πάνω στο κρεβάτι και να ζωγραφίσω ένα στάχυ για να περάσει πιο γρήγορα η ώρα. Εκεί τουλάχιστον θα την
έβλεπα, αν ανέβαινε.
Πρέπει να με πήρε ο ύπνος γιατί κάποια στιγμή είδα τον "Ηρακλή" σκυμμένο πάνω μου.
"Είσαι καλά;Γιατί είσαι ξαπλωμένη τέτοια ώρα;
Δεν νιώθεις καλά;"
Αναθάρρησα, ανασηκώθηκα και του εξήγησα λεπτομερώς τι θα
περιείχε ο δέκατος τρίτος άθλος του.
"Θα κοιτάξεις παντού! Τράβηξε όλες τις ηλεκτρικές συσκευές
και ψέκασε γύρω γύρω. Το ίδιο και σε όλες τις μπαλκονόπορτες. Από πού μπήκε; Μήπως
έβγαλες το βράδυ την τάπα από τον νεροχύτη;" " Όχι". "Από τον νιπτήρα;" "Όχι". "Από το
μπάνιο;" "Όχι." " Μήπως ξέχασες το παράθυρο του μπάνιου ανοιχτό;" "Όχι." "Μήπως άφησες
χωρίς σίτα την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας;" "Όχι." "Τότε θα μπήκε από τον
απορροφητήρα."
Έβαλε τα γέλια ο "Ηρακλής". Τόσο γέλιο είχα πολύ καιρό να ακούσω
στο σπίτι.
"Χαίρομαι που σε διασκεδάζει η αγωνία μου", είπα μόνο. "Η
κατσαρίδα έφυγε Μαρία. Σήκω πάνω και πιες νερό, θα σκάσεις." "Μου το
φέρνεις εσύ σε παρακαλώ; Καλύτερα φέρε μου όλο το μπουκάλι." "Πόσο
σκοπεύεις να μείνεις κλεισμένη εδώ μέσα;" "Μέχρι να την βρεις και να την πετάξεις."
"Τσάμπα βασανίζεσαι. Βγήκε."
"Από πού βγήκε; Αφού είναι όλα κλεισμένα"
"Από
εκεί που μπήκε."
"Από πού μπήκε;"
Έτσι είναι. Όλα τα μεγάλα ερωτήματα της Ανθρωπότητας κάνουν
κύκλους...
Νομίζω ότι την εποχή των σπηλαίων, οι πρόγονοί μας κούρνιαζαν γύρω απ' τη φωτιά, τη νύχτα. Οι λύκοι αλυχτούσαν στο σκοτάδι, πέρα από το φως. Και κάποιος άρχιζε να μιλάει. Κι έλεγε μια ιστορία για να μην φοβόμαστε στο σκοτάδι. (από την ταινία Genius).
Όταν ο Αμερικανός συγγραφέας Τόμας Γούλφ (1900-1938) συνάντησε τον Μάξγουελ Πέρκινς(1884-1947)επιμελητή στον εκδοτικό οίκο που είχε ενδιαφερθεί για το πρώτο μυθιστόρημά του "Look homeward, angel", δεν ήξερε πως στο πρόσωπό του θα εύρισκε έναν φανατικό υποστηρικτή αλλά και έναν αυστηρό επιμελητή των κειμένων του.
Μετά την πρώτη ανάγνωση του έργου, ο επιμελητής Μάξγουελ Πέρκινς του ζήτησε να αφαιρέσει 90.000 λέξεις προκειμένου να γίνει καλύτερο το μυθιστόρημά του. Ο Τόμας Γούλφ, έμεινε άναυδος και θυμωμένος γιατί δεν καταλάβαινε με ποιόν τρόπο θα κατάφερνε να αφαιρέσει προτάσεις που ο ίδιος θεωρούσε πολύ σημαντικές. Τότε ο Μάξγουελ του έδωσε ένα παράδειγμα.
Μάξγουελ Πέρκινς - Όταν ο ήρωάς σου Γιουτζίν συναντάει την κοπέλα έχεις γράψει αυτό:
"Τα μάτια του Γιουτζίν συνήθισαν τον καπνό απ' τα τσιγάρα και τα πούρα και τη θολή ατμόσφαιρα και είδε μια γυναίκα με φόρεμα από ύφασμα σερζ και γάντια που αναρριχούνταν σαν ζωντανά φυτά στα φιλντισένια χέρια της που τώρα όμως είχαν πάρει ένα χρώμα από τον ήλιο σαν την πορφυρή ανακάλυψη μέσα σ' ένα κοχύλι όταν την αντικρύζει για πρώτη φορά μαγεμένος ένας ζωολόγος και συγκινείται από τη ροδαλή υποσχόμενη ερυθρότητά της. Έτσι ήταν τα χέρια της. Μα απ' τα μάτια της κόπηκε η ανάσα του και φτερούγισε η καρδιά του. Μπλε ήταν ακόμα και πίσω απ' τα δαχτυλίδια καπνού των επιδεικτικών Τσέστερφιλντ και των υπεροπτικών Lucky Stike. Διέκρινε ότι τα μάτια της ήταν πιο μπλε κι από μπλε. Σαν τον ωκεανό. Πιο μπλε κι από μπλε. Ένα μπλε στο οποίο θα μπορούσε να κολυμπάει για πάντα και να μην του ξεφύγει ποτέ ένα κατακόκκινο ή ένα κατακίτρινο. Μέσα στο χάσμα αυτού του δωματίου, αυτό το μπλε, αυτά τα μάτια τον κατασπάραξαν, τον προσπέρασαν και δεν τον είδα ποτέ. Και ποτέ δεν θα τον έβλεπαν, γι' αυτό ήταν σίγουρος.
Από εκείνη τη στιγμή ο Γιουτζίν κατάλαβε τι έγραφαν όλα αυτά τα χρόνια οι ποιητές. Όλες οι χαμένες, οι περιπλανώμενες μοναχικές ψυχές, τα αδέλφια του. Γνώρισε μια αγάπη που δεν θα γινόταν ποτέ δική του. Τόσο γρήγορα την ερωτεύτηκε που δεν το άκουσε κανείς. Τον πάταγο, καθώς ερωτεύτηκε. Τον κρότο της ραγισμένης του καρδιάς. Ήταν απόλυτη σιωπή, μα η ζωή του είχε γίνει θρύψαλα."
Ο Τόμας Γούλφ τον κοίταζε απορημένος όση ώρα εκείνος διάβαζε το απόσπασμα από το βιβλίο του. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως έπρεπε να περικόψει οτιδήποτε από αυτή την παράγραφο που θεωρούσε τέλεια. Όμως ο Μάξγουελ Πέρκινς κατέληξε:
Μάξγουελ Πέρκινς: Για να είσαι μυθιστοριογράφος πρέπει να επιλέγεις, να σμιλεύεις. Όλη η παραπάνω παράγραφος αντικαθίσταται με αυτές τις προτάσεις:
"Ο Γιουτζίν είδε μια γυναίκα. Τα μάτια της ήταν μπλε. Την ερωτεύτηκε τόσο γρήγορα που κανείς μες το δωμάτιο δεν άκουσε καν τον ήχο."
Χωρίς τις δημιουργικές "επεμβάσεις" του Πέρκινς, ο Τόμας Γουλφ ίσως να μην είχε καταφέρει να περιορίσει την εκφραστική του πληθωρικότητα και να γράψει τελικά τα υπέροχα βιβλία που διαβάζουμε μέχρι σήμερα.
Auguste Leveque (1866-1921) Βέλγος ζωγράφος, γλύπτης, ποιητής και θεωρητικός της Τέχνης.
Η κορύφωση του καλοκαιριού δεν έκρυβε ποτέ υποσχέσεις. Αντίθετα, ήταν η εποχή του "θερισμού" όλων των χειμερινών ονείρων.
Δεν ήταν σαν τον εφηβικό Ιούνιο που φύλαγε την αγωνία των εξετάσεων ούτε σαν τον γηραιό Αύγουστο που παρέμενε ο πιο πληκτικός μήνας του χρόνου.
Ήταν ο μεστός και στιβαρός Ιούλιος που άλλαζε απροσδόκητα τη σειρά των πραγμάτων. Τόσο που στο τέλος συνήθισα να περιμένω το απροσδόκητο και έχανα την έκπληξη όσων ήταν να έρθουν.
Ο μήνας των μεγάλων ευκαιριών! Είχε κούραση, αδημονία, ανατροπές και σχέδια τολμηρά για καινούργια ξεκινήματα. Τα γκάζια στο φουλ, οι αντιστάσεις εξασθενημένες και ένα μυαλό που αρνιόταν να δουλέψει δευτερόλεπτο παραπάνω, από υποχρέωση.
Ερχόταν η στιγμή που ένα τηλεφώνημα ή ένα χτύπημα στην πόρτα ή ένα γράμμα ή μια πρόσκληση ή μια θετική απάντηση ή μια τυχαία συνάντηση, τα άλλαζε όλα. Και όλα μεταμορφώνονταν. Οι στιγμές γλύκαιναν και η κούραση εξαφανιζόταν. Μια "ηφαιστειακή" ιλαρότητα στρογγυλοκαθόταν σαν βασίλισσα στην "αίθουσα του θρόνου". Κακομαθημένη κι απαιτητική. Να γίνουν όλα όπως τα ορίζει εκείνη.
Ο κορυφαίος Ιούλιος δεν με απογοήτευσε ποτέ. Ήταν πάντα εκρηκτικός, ατίθασος και άκρως ερωτικός μαζί μου.
Και έτσι ξαφνικά χωρίς λόγο έσκασε μες το κεφάλι μου σαν πυροτέχνημα
"Ο χαρταετός" του Οδυσσέα Ελύτη.
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη κι όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα, πώς να το πω
κάτι σαν την "ανάμνηση του μέλλοντος"
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά που άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία- φοβόμουν και μου άρεσε
ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι...
Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: "δεσποινίς"
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι "πάνω άνθρωποι" έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους "κάτω"
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια.
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικάπ.
Ήταν θυμάμαι "Η Αννέτα με τα σάνταλα"
"Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης"
το "Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει"
(ναι θυμάμαι και άλλα)
- το ξαναλέω δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το "Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα".
Μου το 'χε φέρει ο Ιππότης -ποδηλάτης
μια μέρα που καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου
ύστερα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες τον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι που αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου
φοβόμουνα και μου άρεσε,
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ - δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες
όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ' έθρεψε κι αυτό εναπόκειται
σε κείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με την μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν - απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό που με πιτσίλιζαν
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμα μες τα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος"
Οδυσσέας Ελύτης
"Ο Χαρταετός" - από την "Νεφέλη" του Οδυσσέα Ελύτη. Διαβάζει υπέροχα η Έλλη Λαμπέτη!!
Ήταν το όγδοο παιδί μιας από τις πλουσιότερες και επιφανέστερες
οικογένειες της πόλης. Ο πατέρας του, βιομήχανος σιδήρου και χάλυβα, λάτρευε και
υποστήριζε τις εικαστικές τέχνες. Όλα τα αδέλφια του αποδείχτηκαν έξυπνα και
χαρισματικά αλλά ο Λούντβιχ, το όγδοο, ήταν από μικρό το μαύρο πρόβατο της οικογένειας.
"Είμαι ψυχρός και τυλιγμένος στον εαυτό μου"
Η μόνη κλίση που είχε ήταν στις κατασκευές αλλά κανείς μέσα
στο σπίτι δεν άντεχε την κακή του συνήθεια να τους εκνευρίζει κάνοντας συνεχώς
αινιγματικές ερωτήσεις. Παραδείγματος χάριν, όταν ήταν εννέα χρονών προβληματιζόταν
για την χρησιμότητα της ειλικρίνειας και του ψέματος.
Σε νηπιακή ηλικία
Σχολείο πήγε για πρώτη φορά στα δέκα τέσσερα. Ως τότε
παρακολουθούσε μαθήματα στο σπίτι. Μέσα του πάλευε συνεχώς με το άγχος. Η μόδα της
εποχής που ήταν η αυτοκτονία των νέων, βρήκε σ’ αυτόν πρόσφορο έδαφος αλλά συγχρόνως
έγινε και η αιτία να κουβαλάει μέσα του για χρόνια μεγάλη ντροπή που δεν κατάφερε
κι εκείνος όπως τόσοι άλλοι νέοι, να δώσει τέλος στη ζωή του.
" Η μέρα μου κυλάει με λογική, σφύριγμα, περιπάτους και με το να είμαι μελαγχολικός"
Γράφτηκε στην τεχνική σχολή στο Λίτσς και εκεί βρήκε
συμμαθητή τον Χίτλερ. Ήταν κακός μαθητής αλλά ο Χίτλερ ήταν χειρότερος από εκείνον.
Φίλους δεν κατάφερε να αποκτήσει και έτσι απομονώθηκε.
Karl Wittgenstein, ο πατέρας.
Στα δέκα εννέα του χρόνια πήγε στο Μάντσεστερ για να σπουδάσει
αεροναυπηγική. Αλλά ούτε κι εκεί κατάφερε να αποκτήσει φίλους. Η μοναξιά τον έκανε
πολύ νευρικό και άρχισε να βρίζει. Βρήκε καταφύγιο στα μαθηματικά. Η φιλοσοφία
των μαθηματικών έγινε το πάθος του.
Η ζωή του άρχισε να παίρνει νόημα απ’ τη στιγμή που βρέθηκε
στα είκοσι δύο του, στο κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Εκείνη την εποχή δίδασκε
εκεί μαθηματική λογική ο Μπέρτραντ Ράσελ που είχε σχεδόν τα διπλά του χρόνια.
Ο Λούντβιχ τον επισκέφθηκε απρόσκλητα μια μέρα στο διαμέρισμά
του και του ζήτησε να τον βοηθήσει να διαπιστώσει αν διέθετε πραγματικά κλίση
στη φιλοσοφία. Αμφισβητούσε συνεχώς τον εαυτό του.
Ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ (1907)
"Βλέπω τι ηλίθιος είμαι κατά βάθος και αισθάνομαι χάλια"
Ο Ράσελ βρήκε τον μπελά του. Ο καημένος πέρασε με τον Λούντβιχ των παθών του τον τάραχο κοινώς τα πάνδεινα!
Και τι δεν του έκανε!
Τον ξαγρυπνούσε επιχειρηματολογώντας με έξαψη ενώ συγχρόνως
κοπανούσε τα έπιπλα.
Γκρίνιαζε συνεχώς ή έμενε ατέλειωτες ώρες σιωπηλός.
Προτιμούσε να τρώει σκέτα παξιμάδια παρά να κατέβει με τους άλλους φοιτητές στην
τραπεζαρία. Εύρισκε τους ανθρώπους γύρω του αισχρούς και ανώριμους.
Δεν
ενδιαφερόταν για θέματα κοινού ενδιαφέροντος και ήταν εναντίον στο να δοθεί το
δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες επειδή όλες οι γνωστές του ήταν ηλίθιες.
Για να
συγκεντρωθεί περισσότερο στις φιλοσοφικές του μονομανίες δοκίμασε την ύπνωση.
Θεωρούσε
αισθητικά απαράδεκτα τα πήλινα σερβίτσια και απεχθανόταν τα στίφη των Αμερικανών
τουριστών.
Περνούσε κρίσεις κακοκεφιάς και δήλωνε με κάθε ευκαιρία πως ήταν μια
δυστυχισμένη ύπαρξη με αβάσταχτα κρίματα.
Απ’ τα πολλά, κατέληξε στο γιατρό που διέγνωσε πως απλά... «..είναι
τα νεύρα του!»
Κάποια στιγμή άρχισε να υπολογίζει σχολαστικά πόσο του απέμενε
να ζήσει.
Αφού το Κέιμπριτζ τον έπνιγε, ο κόσμος του προκαλούσε αλλεργία και το
φως της ημέρας δεν το άντεχε, αποφάσισε να βρει ένα μέρος να απομονωθεί.
Και το
βρήκε στη Νορβηγία.
Αποφάσισε λοιπόν να πάει να ζήσει εκεί σαν ερημίτης.
Διάλεξε
το φιόρδ που του άρεσε (Sogne)
και εγκαταστάθηκε στο χωριό Skfolden.
Το φιόρδSogne με το χωριό Skfolden. Το ξύλινο σπιτάκι του ήταν αριστερά.
Στο μεταξύ ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Λούντβιχ αποφάσισε να
διακόψει την απομόνωσή του και να καταταγεί εθελοντής γιατί το είδε ως "ευκαιρία" να ξεκουραστεί απ’ την πνευματική εργασία, να μπει επιτέλους σε μια ομάδα και
να πιστέψει στο Θεό.
Απογοητεύτηκε όμως οικτρά.
"Ωμούς, μεθύστακες, αχρείους και
μοχθηρούς" συμπολεμιστές συνάντησε στο ανατολικό μέτωπο. Δεν έμοιαζαν καθόλου σε "ανθρώπινα πλάσματα".
Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να μην τους μισήσει. Έτσι απομονώθηκε στο παρατηρητήριο.
«Ή
θα παραμείνω ένα γουρούνι ή θα βελτιωθώ, τελεία και παύλα!»
Είχε ήδη αρχίσει να
γράφει το έργο του «Tractatuslogico-Philosophicus», και όσο καιρό βρισκόταν στο μέτωπο, κατάφερε να το ολοκληρώσει.Πρόκειται για ένα κλασικό έργο, απαράμιλλου συνδυασμού λογικής, ακρίβειας και ποιητικής έντασης.
"Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου"
Το βιβλίο βασίζεται στην ιδέα ότι τα φιλοσοφικά προβλήματα προκύπτουν από παρεξηγήσεις της λογικής της γλώσσας και προσπαθεί να δείξει ποια είναι αυτή η λογική.
Το 1931 περιέγραψε ο ίδιος το έργο του ως εξής:
" Η γλώσσα βάζει σε όλους τις ίδιες παγίδες.
Είναι ένα τεράστιο δίκτυο από εύκολα προσβάσιμες λανθασμένες στροφές. Κι έτσι παρακολουθούμε τον έναν μετά τον άλλον να περπατούν στα ίδια μονοπάτια και ξέρουμε εκ των προτέρων πού θα διακλαδωθεί, πού θα περπατήσει ευθεία χωρίς να παρατηρήσει την στροφή κ.λ.π.
Αυτό που πρέπει να κάνω τότε είναι να στήσω πινακίδες σε όλες τις διασταυρώσεις που υπάρχουν λανθασμένες στροφές για να βοηθηθούν οι άνθρωποι να ξεπεράσουν τα επικίνδυνα σημεία."
Πράγματι, όλοι θυμόμαστε πως όταν είμασταν νέοι και το λεξιλόγιό μας μεγάλωνε για πρώτη φορά, οι αντιλήψεις μας για το "τί συμβαίνει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ" περιορίζονταν λόγω της ανικανότητάς μας να το περιγράψουμε.
Όσο φτωχότερο ήταν το λεξιλόγιό μας, τόσο πιο απλοποιημένα συμπεράσματα βγάζαμε.
"Επιτέλους θα βγω από τον κόσμο των δυστυχισμένων"
Επέστρεψε στη Βιέννη αρνούμενος να βγάλει την στρατιωτική στολή του και έχοντας πάρει την απόφαση να εκπαιδευτεί...ως δάσκαλος δημοτικού.
Ο διορισμός του σε σχολεία μικρών χωριών της επαρχίας της Βιέννης τον ενθουσίασε στην αρχή.
Δεν ενθουσίασε όμως καθόλου τους "επαρχιώτες" που είδαν από νωρίς στο πρόσωπο του Λούντβιχ έναν εκκεντρικό άνθρωπο.
Έφυγε από το πανδοχείο που έμενε στην αρχή και μεταφέρθηκε στην κουζίνα του σχολικού κτιρίου. Κατασκεύασε μάλιστα μόνος του το κρεβάτι που κοιμόταν. Η οικογένειά του, του έστελνε δώρα και τρόφιμα αλλά εκείνος φρόντιζε να επιστραφούν αμέσως.
Μια σταθερή αντιπάθεια εδραιωνόταν σιγά-σιγά προς το πρόσωπό του, ιδιαίτερα όταν άρχισε να δέρνει, να τραβάει τα τσουλούφια και τ' αυτιά όσων παιδιών δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν το πνεύμα του.
Έξαλλη μαζί του η τοπική κοινωνία!
Το 1926, έχασε μια μέρα, στο μάθημα, την υπομονή του και χτύπησε έναν αδύναμο και φιλάσθενο μαθητή του. Το παιδί λιποθύμησε. Εκεί ήταν που έληξε η διδασκαλική καριέρα του Λούντβιχ.
Μετά το δυσάρεστο συμβάν δήλωσε παραίτηση.
Ο Βιτγκενστάιν δάσκαλος - 1922
Μετά από αυτή την αποτυχία του, αποφάσισε να γίνει κηπουρός σε ένα μοναστήρι Ιωαννιτών στο Χύτελντορφ. Εκεί χρησιμοποιούσε ως κατάλυμα την αποθήκη των εργαλείων.
Το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου η αδελφή του Γκρετλ του ζητάει να σχεδιάσει το νέο της σπίτι.
Ο Λούντβιχ φανατίζεται με το νέο του "παιγνίδι".
Βασιζόμενος πάνω στα πρότυπα του μοντερνιστή βιεννέζου αρχιτέκτονα Άντολφ Λους (1870-1933) δημιούργησε ένα οίκημα με την αυστηρότητα λογικού συστήματος.
Οι πρακτικές ανάγκες των ενοίκων δεν τον απασχόλησαν. Έφερε το τεχνικό συνεργείο στα όριά του. Όλοι έξαλλοι μαζί του!
Επιτέλους, ο Λούντβιχ ερωτεύεται...
...αλλά όχι μια κοπέλα στα μέτρα του. Ερωτεύεται ένα κορίτσι εκ διαμέτρου αντίθετο απ' αυτόν. Εκείνη, η Μαργκερίτ Ρέσπινγκερ ήταν συμφοιτήτρια του ανιψιού του, μια κεφάτη, κοινωνική νεαρή με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Εκείνος σοβαρός και εστιασμένος στις σκέψεις του. Την συνόδευε φορώντας αρβύλες και ανοιχτά πουκάμισα, την πήγαινε να βλέπουν γουέστερν και της έκανε το τραπέζι σε φθηνά μαγαζιά.
Το 1931 της ζήτησε να τον παντρευτεί αλλά...με όρους!
Οι όροι του ήταν οι εξής: 1) να έχουν πλατωνική σχέση και 2) να μην κάνουν παιδιά. Το κορίτσι μετά από αυτό εξαφανίστηκε...
Ο Βιτγκενστάιν κάθεται με τους φίλους και την οικογένειά του στη Βιέννη. Η Marguerite Respinger είναι η πρώτη από αριστερά.
Ο Λούντβιχ συνέχισε την ερωτική του ζωή δημιουργώντας σχέσεις με ομοφύλους του.
Τους φερόταν όμως σαν να ήταν αόρατοι.
Ήθελε απλά να βρίσκονται κάπου στο χώρο. Δεν τον ενδιέφερε να σχετιστεί μαζί τους συναισθηματικά.
Γενικά στις παρέες του εμφανιζόταν μ' ένα παγερό χαμόγελο, τον ενοχλούσε να μιλούν μπροστά σε κυρίες για σεξ και πετούσε κοινοτοπίες και κρύα αστεία.
Το 1929 επέστρεψε στο Κέιμπριτζ για μια σειρά διαλέξεων με ομιλητή τον ίδιο.
Όσο μεγάλωνε το ακροατήριό του, μεγάλωνε και η νευρικότητά του.
Σκεφτόταν δυνατά και ύστερα έκανε τεράστιες παύσεις κοιτώντας την παλάμη του. Είχε ξαφνικά ξεσπάσματα και αναθεμάτιζε μπροστά τους τη βλακεία του. Εκείνοι όμως κρέμονταν απ' τα χείλη του ακόμα κι όταν δεν καταλάβαιναν λέξη απ' ό,τι τους έλεγε και μιμούνταν το στυλ του.
Ένας ακόμα λόγος για να γίνεται "θηρίο"!
" Μου λείπει πολύ κάποιος με τον οποίο να λέω ανοησίες με τη σέσουλα"
"Είμαι νευρικός όταν γράφω και όλες μου οι σκέψεις βγαίνουν λαχανιασμένες"
"Είμαι κομμουνιστής στην καρδιά"
Του κατέβαιναν συχνά πυκνά διάφορες ιδέες όπως: Να συγγράψει την αυτοβιογραφία του, να σπουδάσει ιατρική ή μηχανουργία, να εργαστεί στη Ρωσία ως ανειδίκευτος εργάτης.
Στην πραγματικότητα αυτό που ήθελε ήταν να υπηρετήσει ένα ιδανικό που θα τον έφερνε σε επαφή με ό,τι πάντα γύρευε: το Υψηλό και το Αιώνιο.
Ενώ ο ίδιος έβλεπε τον εαυτό του μέσα σε κολχόζ (συναιτεριστικό αγρόκτημα στη Ρωσία), οι Σοβιετικοί τον προόριζαν για το πανεπιστήμιο.
Τελικά επέστρεψε στο Κέιμπριτζ.
Η κατάσταση της υγείας του με το χρόνο χειροτέρευε. Οι νευρώσεις του πλήθαιναν. Εξελίχθηκε σε μανιακό της καθαριότητας.
Άπλωνε υγρά φύλλα τσαγιού στο πάτωμα για απολύμανση. Είχε τύψεις για τις σεξουαλικές ομόφυλες επαφές του.
Για παρηγοριά είχε τη μουσική, τις αστυνομικές ιστορίες και τον κινηματογράφο. Γινόταν έξαλλος με τα "Επίκαιρα" που έμπαιναν σφήνα ανάμεσα στα έργα. Έβλεπε μανιωδώς γουέστερν και μιούζικαλ και διάβαζε το αγαπημένο του περιοδικό "Detective Story Magazine" που του έστελνε από την Αμερική ο φίλος του Νόρμαν Μάλκομ.
Το φθινόπωρο του 1941 έφυγε πάλι από το Κέιμπριτζ.
Έγινε βοηθός στο φαρμακείο του νοσοκομείου Guy's συμβουλεύοντας επίμονα τους ασθενείς να μην παίρνουν φάρμακα.
Συμμετείχε σε ερευνητική μονάδα στο Νιούκαστλ.
Τα κατάφερνε παντού περίφημα αλλά ένιωθε πάντα μόνος. Έκανε απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον της ανθρωπότητας.
" Ο θρίαμβος της επιστήμης και της τεχνολογίας θα είναι η καταστροφή της" υποστήριζε.
Στα 55 του αισθανόταν ψυχικά και σωματικά ράκος.
Το 1951 πέθανε από καρκίνο του προστάτη.
Το τελευταίο διάστημα της ζωής του η αξία του είχε αναγνωριστεί σε όλο τον κόσμο.
Εξακολούθησε μέχρι το τέλος να έχει μεταπτώσεις στη διάθεση, να είναι κτητικός στις φιλίες, να αναζητά την τέλεια διατύπωση των ιδεών και να αποζητά ανθρώπους με "τίμια σκέψη".
"Νιώθω ξένος σε αυτόν τον κόσμο"
"Μακάρι το σώμα μου να μην επιζήσει της ψυχής μου"
"Μπορώ να απεξαρτηθώ από τη Μοίρα"
"Πείτε τους πως έζησα μια υπέροχη ζωή"
Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα!
Ο νευρικός, μοναχικός, ανασφαλής, ιδιοφυής Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν.
Εργάστηκε πάνω στην Αναλυτική Φιλοσοφία και την Λογική και το έργο του έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης του 20ου αιώνα.
Κι αν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε απόλυτα την πολύπλοκη φιλοσοφική σκέψη του, σίγουρα θα μπορούσαμε να τον συμπαθήσουμε για τα γλυκά emoji ( 😀😊😐😏😞😠...) που επινόησε, πρώτος αυτός, για μας.
" Άν ήμουν αρκετά καλός στο σχέδιο, θα μετέδιδα έναν ασύλληπτο αριθμό εκφράσεων με τέσσερις γραμμές μόνον"
"Λέξεις όπως "πομπώδης" και "επιβλητικός" μπορούν να εκφραστούν ως πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό οι περιγραφές μας θα γίνονται πολύ πιο ευέλικτες και ποικίλες απ' όταν εκφράζονται με επίθετα."
Τα παραπάνω σχόλιά του βασίζονται στις γενικότερες θεωρίες του γύρω από τη γλώσσα.