Δάφνη Αγγελίδου |
Πρωί.
Το κελάδημα ενός πουλιού με ξεσηκώνει.
Θέλω να πάρω τους δρόμους, να περπατήσω στον ήλιο.
Ο δρόμος ν’ αλλάζει όταν αλλάζει το βήμα μου.
Ν’ αφήνω πίσω μου το γκρίζο και εμπρός μου να
ανοίγονται μονοπάτια μέσα σε χωράφια κίτρινα. Να γίνεται μια έκρηξη χρωμάτων σε κάθε στροφή.
Να μην υπάρχει το φανάρι για να περάσω απέναντι αλλά μια γέφυρα από σκοινί ή ένα πέτρινο γεφύρι, χορταριασμένο
από την υγρασία του βουνού.
Να δω στη θέση του γειτονικού βενζινάδικου, μια φάρμα
με άλογα, να γυροφέρνουν τον ξύλινο φράχτη.
Να περπατώ μ' ένα κόκκινο σύννεφο στο λαιμό που να δίνει πάθος στις σκέψεις μου.
Εκεί να περιμένεις - ψιθυρίζοντας ένα ερωτικό τραγούδι - για να μου πεις πως ακόμα μ' αγαπάς κι η βεβαιότητα αυτή να φτιάχνει στο βλέμμα σου όμορφα σχήματα,
όπως εκείνα της πάχνης πάνω στα τζάμια.
Καμιά αμφιβολία…
Καμιά μετέωρη σκέψη…
Καμιά μετέωρη λέξη… που να μικραίνει, έστω και λίγο, την
προσμονή του «μαζί».