Αναρτήσεις

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

Χρόνια Πολλά Έλληνες!

 

"Η Ελλάς Ευγνωμονούσα" -  Θεόδωρος Βρυζάκης, Εθνική Πινακοθήκη


"Ηχήστε οι Σάλπιγγες!

Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...

Βογγήστε τύμπανα πολέμου...

Οι φοβερές σημαίες ξεδιπλωθείτε στον αέρα!"


Άγγελος Σικελιανός


Σήμερα γιορτάζουμε όλους τους "Αγίους της Ρωμιοσύνης".

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Μαντώ

 Μαυρογένους, Αθανάσιος Διάκος, Παπαφλέσσας, Δέσπω Μπότση, Λασκαρίνα

 Μπουμπουλίνα...άπειρος ο αριθμός..!

Όλοι απόντες...

Αιωνία τους η μνήμη!



Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις - Μαρία Δημητριάδη


Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Κανείς δεν θα επιστρέψει εδώ για πολύ μεγάλο διάστημα...

Nicoletta Thomas

 


Το Σάββατο 26 Φεβρουαρίου ο Ουκρανός συγγραφέας Αντρέι Κούρκοφ κατέγραψε για τον "Economist" το χρονικό της δικής του αντίδρασης μετά την εισβολή των Ρώσων, τη διαφυγή του από το Κίεβο, καθώς και την προσπάθειά του να βρει ένα ασφαλές καταφύγιο αρχικά στο χωριό Λαζαρίβκα και στη συνέχεια στο Λβιβ, κοντά στα σύνορα με την Πολωνία. 


"Πέρασα το βράδυ της Πέμπτης, το τελευταίο μου στο Κίεβο, στο σπίτι της φίλης μου της Λίλι. Την προηγούμενη φορά είχε έρθει εκείνη σε εμάς. Κατά κάποιον τρόπο, το να έχεις έναν μουσαφίρη σου δίνει μια αίσθηση ασφάλειας. 
Μόλις φτάσαμε με τη γυναίκα μου, η Λίλι μας έδειξε πού θα πηγαίναμε αν ξεκινούσαν οι βομβαρδισμοί: ένα υπόγειο γκαράζ στο διπλανό κτήριο, το οποίο θα άνοιγε ένας φύλακας αν ηχούσαν οι σειρήνες. 
Μερικοί άνθρωποι ήταν ήδη εκεί περιμένοντας - μια νεαρή μητέρα με ένα κοιμισμένο μωρό στην αγκαλιά και κάποιες νεανικές παρέες μαζί με τις γάτες τους. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμα της Λίλι, βάλαμε τα τηλέφωνα και τους υπολογιστές να φορτίσουν και φτιάξαμε τσάι. Αναρωτιόμασταν αν το Κίεβο πρόσφερε ασφάλεια επειδή είχε τόσες πρεσβείες, ή ήταν επικίνδυνο επειδή είχε τόσο πολλά κυβερνητικά κτήρια. 
Μιλήσαμε για την κατάσταση, για το γεγονός ότι η φίλη μας δεν είχε κλειδαριά στην πόρτα της τουαλέτας, για τα εκατοντάδες μηνύματα που λαμβάναμε συνεχώς από εκείνους που ανησυχούσαν για εμάς. (Απάντησα "είμαστε εντάξει" ξανά και ξανά.)
 Όλο αυτό το διάστημα είχα στο νου μου μήπως ακουστούν σειρήνες ή εκρήξεις, ωστόσο επικρατούσε ησυχία. Η Λίλι μας έβαλε σπιτικό τζιν και ξαφνικά κατάλαβα ότι έπρεπε να πάω για ύπνο. Είχα την αίσθηση ότι τίποτα δεν θα με ξυπνούσε. Ούτε καν ο Πούτιν! 
Στην πραγματικότητα είχα μια ανήσυχη νύχτα. Κάθε φορά που ξυπνούσα, κοιτούσα το τηλέφωνο που είχα δίπλα στο μαξιλάρι και αναρωτιόμουν αν έπρεπε να διαβάσω τα πρωτοσέλιδα. Κατάφερα να καταστείλω την παρόρμησή μου για ενημέρωση και κοιμήθηκα μέχρι τις έξι το πρωί. Όταν ξύπνησα, οι μάχες μαίνονταν μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά. 

Αποφασίσαμε να πάμε σπίτι, να πακετάρουμε και να φύγουμε για το εξοχικό μας. Λίγο αργότερα ακούστηκε μια σειρήνα, η οποία υποθέσαμε ότι ήταν το σήμα για το τέλος της απαγόρευσης κυκλοφορίας (στην πραγματικότητα ήταν μια προειδοποίηση αεροπορικής επιδρομής, αλλά δεν το γνωρίζαμε). 

Περπατήσαμε προς το διαμέρισμά μας μέσα στην έρημη πόλη, όπου το μόνο που ακουγόταν ήταν οι σειρήνες. Προσπαθήσαμε να σκεφτούμε τι έπρεπε να πάρουμε μαζί μας. Έβαλα σχεδόν όλο το φαγητό από το ψυγείο και τον καταψύκτη σε σακούλες. Η γυναίκα μου ετοίμασε τα έγγραφά μας. Ξέραμε ότι έπρεπε να πάρουμε τους υπολογιστές και τους φορτιστές μας. Αναρωτιόμουν συνεχώς τι ξέχασα. Μόνο όταν είχαμε φτάσει πια στα μισά της διαδρομής για το χωριό συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πάρει κάλτσες, εσώρουχα και το νεσεσέρ. 

Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο, η γυναίκα μου τηλεφώνησε στη φίλη της τη Λένα και τη ρώτησε αν ήθελαν, αυτή και ο εικοσιπεντάχρονος γιος της Ντέιβιντ, που έχει αυτισμό και περπατάει αργά, να έρθουν μαζί μας στο χωριό. Η Λένα χρειάστηκε λίγα λεπτά για να αποφασίσει. Μέχρι να μιλήσουμε πάλι στο τηλέφωνο, είχαμε ήδη κολλήσει στην κίνηση. Μας ρώτησε αν μπορούσαμε να τους πάρουμε μαζί μας. 

Όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στην κύρια έξοδο ήταν φρακαρισμένοι με ουρές αυτοκινήτων. Αν έκανα παράκαμψη για πάρω τη Λένα, δεν θα τα καταφέρναμε να βγούμε από την πόλη. Θα έπρεπε να βρουν τρόπο να φτάσουν στο αυτοκίνητό μας πριν ανοίξει πάλι η κίνηση. 
Μισή ώρα αργότερα τους είδα στην άκρη του δρόμου και φώναξα ανοίγοντας το παράθυρο: "Πού είναι ο Ντέιβιντ;" Η Λένα έδειξε το πεζοδρόμιο, όπου στεκόταν ο Ντέιβιντ κουβαλώντας μια μεγάλη μαύρη βαλίτσα. Τον φώναξε και μπήκαν και οι δύο στο αυτοκίνητο. 

Συνήθως χρειάζεται μία ώρα μέχρι το χωριό, το οποίο απέχει εκατό χιλιόμετρα από το Κίεβο. Την Παρασκευή μας πήρε τεσσεράμισι ώρες μέχρι να φτάσουμε. 
Τα αυτοκίνητα έκαναν επικίνδυνους ελιγμούς. Οι οδηγοί ήταν σαφώς εξαντλημένοι. Αν δεν υπήρχε μποτιλιάρισμα, τα δυστυχήματα θα ήταν πολλά. Μερικοί ανυπομονούσαν τόσο να βρουν διέξοδο, που έπαιρναν λάθος κατεύθυνση και ακολουθούσαν την άδεια λωρίδα κυκλοφορίας που οδηγούσε στο Κίεβο, με τα φώτα έκτακτης ανάγκης αναμμένα. Κάθε τόσο τους προσπερνούσαν τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, φορτηγά και τανκς. 
Μέτρησα πέντε αυτοκίνητα εγκαταλειμμένα μετά από μια σύγκρουση στη μέση του δρόμου. 

Το δάσος απλωνόταν και τις δύο πλευρές του δρόμου, όπου περιστασιακά υπήρχαν στοιβαγμένα σακιά με άμμο που πίσω τους έκρυβαν οπλισμένους στρατιώτες. Κάθε δέκα λεπτά ακούγαμε στο ραδιόφωνο ανακοινώσεις που ζητούσαν από τον κόσμο να μην ποστάρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες των ουκρανικών αμυντικών θέσεων. Όταν κάποια στιγμή που περνούσαν από δίπλα μας μερικά στρατιωτικά "Humvee" πήγα να πιάσω το κινητό μου, η γυναίκα με αγριοκοίταξε. "Δεν είναι για το facebook", απολογήθηκα. 
Αν όλοι μας διασκορπιζόμαστε σε διαφορετικές κατευθύνσεις, αυτή είναι μια καθοριστική στιγμή για την Ουκρανία. Γίνομαι όλο και πιο περήφανος κάθε φορά που ακούω τα νέα - την εξαιρετική στρατηγική, τη γενναιότητα - αν και φυσικά ακούμε μόνο τη μια πλευρά της ιστορίας. Δεν νομίζω ότι η Ουκρανία είναι έτοιμη να συνθηκολογήσει. Το οποίο είναι τραγικό. Και την ίδια στιγμή καλό. 

Όταν φτάσαμε στο χωριό μας, τη Λαζαρίβκα, ένιωσα μια ανακούφιση. Το σπίτι μας υπήρξε το καταφύγιό μας όλα αυτά τα χρόνια. Ήμασταν έτοιμοι να μετακομίσουμε εκεί κατά τη διάρκεια της αναμέτρησης με τη Ρωσία, το 2014. Περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου έτους της πανδημίας εκεί, απολαμβάνοντας κάθε φάση της άνοιξης, φυτεύοντας πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα και καρότα, μαζεύοντας μήλα και κάνοντας χυμό σταφυλιού. Έγραψα ένα μυθιστόρημα εκεί για τον εμφύλιο πόλεμο στο Κίεβο το 1919. 

Κατά τη διάρκεια αυτού του χειμώνα διατηρήσαμε τη θέρμανση σε λειτουργία, σε περίπτωση που έπρεπε να επιστρέψουμε. Το ρωσικό αέριο είναι ακριβό (200 ευρώ το μήνα), αλλά δεν με ένοιαζαν τα χρήματα. Έδειξα στη Λένα και τον Ντέιβιντ το δωμάτιό τους και έφτιαξα καφέ. Αρχίσαμε να βολευόμαστε. Πήγα τα τρόφιμα στους γείτονές μας τη Νίνα και τον Τόλικ, και μίλησα μαζί τους πριν επιστρέψω σπίτι για να γράψω. 

Τότε ένας φίλος, ένας καλά δικτυωμένος επιχειρηματίας, μου τηλεφώνησε από το Κίεβο. "Πού είσαι;" με ρώτησε ανήσυχός. Του εξήγησα. "Φύγε αμέσως!" μου είπε. "Μου είπαν οι Αμερικανοί ότι ο ρωσικός στρατός θα καταλάβει το Κίεβο τις επόμενες ενενήντα ώρες και στη συνέχεια θα συλλάβουν όλους όσοι επέκριναν τον Πούτιν. Έχουν ήδη λίστες με όλους τους φιλοουκρανούς ακτιβιστές με διευθύνσεις!" 
Δεν τον πίστεψα, αλλά ούτε και ήθελα να το ρισκάρω. Αποφασίσαμε να φύγουμε για το Λβιβ, εκεί όπου βρίσκονταν τα παιδιά μας. Η Λένα και ο Ντέιβιντ δεν ήθελαν να μείνουν στο χωριό χωρίς εμάς, οπότε όλοι μαζί ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο (πολύ αργότερα θυμηθήκαμε τη γάτα της Λένας, που την είχαμε ξεχάσει στο διαμέρισμά της στο Κίεβο). 

Μας πήρε είκοσι δύο ώρες για να φτάσουμε στο Λβιβ, ένα ταξίδι διάρκειας έξι ωρών. Δεν  είχαμε και πολλά πράγματα μαζί μας αυτή τη φορά. Η γυναίκα μου είχε δώσει το κατεψυγμένο κρέας και τα ψάρια στη Νίνα και τον Τόλικ. Η Νίνα έκλαψε και αγκάλιασε τη γυναίκα μου. Ο Τόλικ, ο οποίος είναι εβδομήντα ετών, φαινόταν χλομός και αποπροσανατολισμένος. 
Αυτή τη φορά έκλεισα τη θέρμανση καθώς έφευγα. 
Κανείς δεν θα επιστρέψει εδώ για πολύ μεγάλο διάστημα..."  





Παρασκευή 4 Μαρτίου 2022

Φορώντας το "κοστούμι" της κρίσης η τέχνη απογειώνεται

 



Η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά έλεγαν παλιά.  Αυτό δεν ξέρω κατά πόσον ισχύει σήμερα.

Αλλάζουν οι καιροί και οι παλιοί Λατίνοι θα αναφωνούσαν "O tempora o mores" (Ω καιροί, ω ήθη!) Αυτό δεν σημαίνει πως είναι κακό να αλλάζουν οι καιροί και τα ήθη αλλά η μετάβαση αυτή τις περισσότερες φορές αδικεί αυτό που αφήνουμε πίσω. Ο άνθρωπος όμως πρέπει να προσαρμόζεται και να εξελίσσεται κι αυτό δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται να αποχαιρετίσει πολλές φορές πράγματα που αγαπάει προκειμένου να στήσει την πραγματικότητά του απ' την αρχή.

Όπως συμβαίνει και με τον ράφτη του σημερινού αφιερώματος. 

Με πατέρα ράφτη, πρωτοκλασάτο, υπέροχο τύπο, καλλιτέχνη, άριστο τεχνίτη της ραπτικής κοστουμιών, ο πατέρας έχει μπολιάσει τον γιο με υψηλή αισθητική.

Χωμένοι και οι δυο τους στο ραφτάδικο, καταγίνονται χρόνια ολόκληρα με το να τελειοποιούν την τέχνη τους με υψηλής αισθητικής και ποιότητας ανδρικά κοστούμια. Μιλούν μια άλλη γλώσσα χρωματισμένη με αέρα πολυτέλειας και φινέτσας. 

Ο ήρωάς μας, ο Νίκος, ένας μοναχικός τύπος γύρω στα πενήντα, ακούει και βλέπει μέχρις εκεί που τον πάει η βελόνα του και ο αυταρχικός πατέρας του. Αγαπάει αυτό που κάνει και έχει μάθει να γυροφέρνει τη φαντασία του σε εξωπραγματικούς κόσμους που μόνον η τέχνη στη λεπτομέρεια μπορεί να τον οδηγήσει. Στρώνει τα υφάσματα πάνω στον πάγκο του με λεπτότητα, μετράει τις βελονιές του με ακρίβεια και αφήνει έξω από την πόρτα του ραφτάδικου οτιδήποτε δεν τον αφορά. Και τότε συμβαίνει στη ζωή του αυτό που περιγράφει ο Νίτσε τόσο ποιητικά: "Όταν ένας άνδρας βρίσκεται μέσα στον δικό του θόρυβο, μέσα στην κυματωγή των δικών του σχεδίων και σκοπών, τότε μπορεί να δει  ήρεμα μαγικά όντα να γλιστρούν μπροστά του και να ζητούν την ευτυχία τους και τη μοναξιά τους. Είναι οι γυναίκες".

Η γυναίκα εδώ, έρχεται ως αρωγός στα δύσκολα του ράφτη. Η οικονομική κρίση και η αρρώστια του πατέρα αναγκάζουν τον γιο να αλλάξει τα δεδομένα της ζωής και της τέχνης του. Πρέπει να επιβιώσει με κάθε τρόπο. Ο πατέρας όμως πιστεύει πως ο γιος του διαπράττει μια ιεροσυλία.

Η ανώμαλη "πτώση" του Νίκου (Δ. Ήμελλος) στα παζάρια και στους δρόμους δεν είναι ικανή να τον αλλάξει μέσα του. Διατηρώντας την ψυχική του κομψότητα συνδιαλέγεται ως γυρολόγος ράφτης νυφικών πλέον, κάτι που ο πατέρας του δεν μπορεί να δεχτεί αδιαμαρτύρητα. 

Σε αυτή την αναγκαστική μεταστροφή του ράφτη, δίνει χέρι βοήθειας η γειτόνισσά του (Ταμίλλα Κουλίεβα). Φαίνεται καταρχάς σαν να τον "υποβιβάζει" στο ράψιμο νυφικών που ωστόσο έχει μεγαλύτερη πέραση στον σύγχρονο κόσμο των απλών ανθρώπων της οικονομικής κρίσης, αλλά στην ουσία τον βοηθάει να πέσει στα μαλακά της σκληρής πραγματικότητας και να διαπιστώσει τελικά πώς η ψυχική ευγένεια και φινέτσα μπορεί να επιβιώσει ακόμα και στον πάγκο μιας λαϊκής αγοράς.  

Ο "Ράφτης" της Σόνια Λίζα Κέντερμαν μπορεί να αδικήθηκε από την πανδημία του Covid αλλά βρήκε το δρόμο της επιτυχίας με 3 βραβεία στο 61ο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και σήμερα φθάνει να διεκδικεί το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στα Ιαπωνικά Όσκαρ, (Japan Academy AWards που έχουν θεσπιστεί το 1978 και απονέμονται κάθε χρόνο). 

Επιλέχτηκε ανάμεσα σε 208 άλλες σπουδαίες ταινίες και έχει να συναγωνιστεί τις διάσημες ταινίες του Χόλιγουντ: Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ (Κλόι Ζάο), MINARI (Λι Αιζακ Τσουνγκ), NO TIME TO DIE (Κάρι Φουκουνάγκα) και DUNE (Ντενί Βιλνεβ). Ο ΡΑΦΤΗΣ είναι η μοναδική μη αμερικανική παραγωγή αυτής της κατηγορίας. 

Οι Ιάπωνες την αγάπησαν πολύ. Περιμένουμε με αγωνία τα αποτελέσματα που θα ανακοινωθούν σε λίγες μέρες (11 Μαρτίου 2022).  

Σενάριο: Σόνια Λίζα Κέντερμαν και Τρέισι Σάντερλαντ

Σκηνοθεσία: Σόνια Λίζα Κέντερμαν

Μουσική: Νίκος Κυπουργός

Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Ήμελλος, Ταμίλλα Κουλίεβα, Θανάσης Παπαγεωργίου, Στάθης Σταμουλακάτος, Δάφνη Μιχοπούλου

Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη των συντελεστών της ταινίας εδώ: ΡΑΦΤΗΣ