Αναρτήσεις

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

AMARGI...






Σαν σήμερα γνωριστήκαμε!

Σαν σήμερα έγινα μαμά!

Σαν σήμερα στις δώδεκα και μισή το μεσημέρι ήρθες στη ζωή μου ως κοριτσάκι, αναπάντεχα, και σε πείσμα του γιατρού που επέμενε μέχρι την τελευταία στιγμή πως είσαι αγόρι.

Παρέκαμψες όλα τα ιατρικά προγνωστικά και μπήκες στη ζωή με το δικό σου τσαμπουκά.

Όπως ακριβώς ζεις, δημιουργώντας, ανατρέποντας, εκπλήσσοντας τους άλλους και κοιτώντας τα βάθη σου με γενναιότητα και ηρεμία.

Εύχομαι να βρεις τον τρόπο να φτιάξεις ένα μικρό πλανήτη μέσα στο χάος. 

Να είναι πράσινος και γαλάζιος, με πουλιά, ψάρια, δέντρα, ουρανό και θάλασσα.

Να κατοικείς εκεί και να προσφέρεις άσυλο σε όποιον άλλον σε χρειαστεί και σε έχει ανάγκη για να επιβιώσει.

Εσύ και η γενιά σου, εύχομαι, να αντιστρέψετε το χρόνο και την καταστροφή.

Εύχομαι να "μετοικήσετε" σε μια "πατρίδα" ελεύθερη, όμορφη, προστατευτική, γαλήνια και γεμάτη αγάπη όπως πρέπει να είναι οι πατρίδες και οι καρδιές όλων μας.
ΑΜΑRGI… (θυμάσαι;)

Υ.Γ. Εύχομαι μια μέρα να γυρίσεις πίσω στον άνεμο και τη μουσική του δάσους που δεν έπαψες ποτέ να κουβαλάς μέσα σου.

Ivan Torrent Rêverie Full Album




Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Mε έναν ήλιο στη ζώνη μου






Μπήκαμε στο λεωφορείο με όλα μας τα πράγματα στοιβαγμένα στην οροφή του.
Ένας γεροδεμένος νεαρός τα είχε τακτοποιήσει δίπλα στα άλλα, τα ξένα, και μετά τα κάλυψε με ένα μουσαμά και από πάνω τα έδεσε σφιχτά με ένα χοντρό καραβόσκοινο.
Η θέση μου ήταν δίπλα στο παράθυρο. Ευτυχώς!
Το πρώτο πράγμα που έβαλα στο δίχτυ της μπροστινής μου θέσης, ήταν μια χαρτοσακούλα για…ώρα ανάγκης.
Το λεωφορείο ξεκίνησε αγκομαχώντας. Αγκομαχούσε στην άσφαλτο, τι θα γινόταν όταν θα έμπαινε στο χωματόδρομο;
Δε μας πήρε πολλή ώρα να βγούμε από την πόλη και να πάρουμε τον επαρχιακό δρόμο προς το χωριό. Το χωριό του πατέρα. Πρώτη φορά. Πρώτο ταξίδι.
Μια μάνα με δυο παιδιά, ένα σωρό πράγματα κι ένα μεγάλο κοφίνι με καρπούζια. Ε… δεν ήταν και το καλύτερό της!
Δεκαπενταύγουστος σ’ ένα ορεινό χωριό ξεχασμένο από τον κόσμο, σ’ ένα σπίτι εγκαταλελειμμένο χρόνια, χωρίς ρεύμα και νερό! Στη θέση της θα ήμουν στα όρια του πανικού!
Ούτε που μου περνούσε όμως απ’ το μυαλό η ανησυχία της. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν οι περιπέτειες που με περίμεναν.


Άνθρωποι στοιβαγμένοι στις θέσεις του παλιού λεωφορείου και άλλοι όρθιοι στο διάδρομο με τσάντες και καλάθια γεμάτα ψώνια απ’ το παζάρι.
Γυναίκες με σφιχτοδεμένα μαντήλια στο κεφάλι και άντρες με ροζιασμένα χέρια, παιδιά και γιαγιάδες που έκαναν σινιάλα στον οδηγό με τις χαρτοσακούλες τους σε όλη τη διαδρομή.
Τα ανοιχτά παράθυρα άφηναν το λίβα να μας καίει τα πρόσωπα. Ήμουν όμως ευτυχισμένη! Άρχισα να τραγουδάω το «Κουνελάκι». Μου άρεσε να ακούω τη φωνή μου να τραγουδάει το «Κουνελάκι». Ήταν σα να άκουγα ραδιόφωνο. Μου κρατούσε παρέα. Μετά έπιασα κι άλλα παιδικά τραγούδια.
Μια φωνή: «Δε θα σταματήσει πια! Έτσι θα πάμε όλο το δρόμο;»
«Σουτ...πιο σιγά!» η μάνα μου. Σταμάτησα.
Μια άλλη φωνή: «Αφήστε το παιδί να τραγουδήσει. Τι σας ενοχλεί;»  

Όταν περάσαμε τις παρυφές του βουνού, άρχισαν τα δύσκολα: απότομες στροφές που δεν έλεγαν να τελειώσουν. Άρχισα να χάνω τον κόσμο. Το στομάχι μου κόμπος. Το κουνελάκι ψυχορραγούσε μέσα μου. Μου ερχόταν μια λιποθυμία...
«Μαμά, ζαλίζομαι!»
«Κρατήσου, φτάνουμε.»
Το «φτάνουμε» όμως ήταν μόνο για παρηγοριά. Κρατούσα καρφωμένα τα μάτια μου στη χαρτοσακούλα σε όλο το δρόμο κι ευχόμουν από μέσα μου να μη μου χρειαστεί. Δεν ξεχνούσα να παίρνω και βαθιές ανάσες όταν τα πράγματα ζόριζαν και ένιωθα το στομάχι μου να ανεβαίνει προς τα πάνω. Έτσι με είχε συμβουλέψει ο πατέρας. «Αν ζαλιστείς να παίρνεις βαθιές ανάσες και θα σου περνάει.» Δεν πέρναγε όμως!
Τότε έμαθα για πρώτη φορά τι σημαίνει αυτοέλεγχος.


Το λεωφορείο ανέβαινε, όλο ανέβαινε. Δεξιά γκρεμός αλλά και μια υπέροχη θέα στον κάμπο. Ποιος όμως την πρόσεχε;
Μετά από δύο ώρες ταξίδι, άρρωστοι απ’ την ναυτία είδαμε επιτέλους τα πρώτα σπίτια του χωριού να ξεπροβάλλουν μέσα από πυκνή βλάστηση.
Το καλωσόρισμα μιας πηγής με τρεχούμενο νερό ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Επίμονες μέλισσες έφερναν γύρους πάνω απ' το νερό. Μια γυναίκα, με στάμνα, προσπαθούσε να τις διώξει με το μαντήλι της…ό,τι πρόλαβα να δω περνώντας.


Το λεωφορείο σταμάτησε στον κεντρικό δρόμο που χώριζε το χωριό στα δύο.
Κατεβήκαμε, και σε λίγο, όλα μας τα πράγματα βρέθηκαν αραδιασμένα πάνω στο χωματόδρομο. Μαζί με τα καρπούζια.
Το λεωφορείο ξεκίνησε πάλι αφήνοντας πίσω του ένα ντουμάνι καπνού που ήρθε και ενώθηκε με το σύννεφο της σκόνης που σηκώθηκε απ’ το δρόμο. Σκόνη και ζέστη παντού. Η μητέρα κοίταξε γύρω της απελπισμένη. Το χωριό φαινόταν ακατοίκητο. Ψυχή στο καφενείο.  Έβραζε ο τόπος! Περιμέναμε. Ο μικρός γκρίνιαζε. Πεινούσε.
«Τι περιμένουμε μαμά;» Δεν άντεχε άλλο.
«Το θείο Γιάννη»
«Ποιος είναι αυτός;»
Σε λίγο είδα έναν ηλιοκαμένο άντρα να μας πλησιάζει. Φορούσε ένα παλιό ταλαιπωρημένο παντελόνι, παπούτσια χωρίς κάλτσες κι ένα πουκάμισο μισό μέσα, μισό έξω απ' τη ζώνη του. 
Φαινόταν πως είχε διακόψει κάποια δουλειά για να έρθει σε εμάς. Μας καλωσόρισε με ένα δειλό χαμόγελο. Τα μάτια του ήταν συνεχώς χαμηλωμένα. Φορτώθηκε αμίλητος τα πιο βαριά πράγματα και άρχισε να ανηφορίζει ένα στενό δρόμο γεμάτο πέτρες. Οι πέτρες γλιστρούσαν επικίνδυνα. Η μητέρα μας έβαλε να περπατάμε μπροστά της για να μας προσέχει. Φτάσαμε στο σπίτι: τριώροφο, πέτρινο με ένα ξύλινο μπαλκόνι ψηλά. Ο χρόνος είχε στολίσει τους εξωτερικούς τοίχους με κισσό.
«Εδώ ήταν το μαγαζί του παππού σας» είπε ο Γιάννης και με μια κίνηση του κεφαλιού, μας έδειξε την παλιά μανταλωμένη πόρτα της πρόσοψης. Δεν έδωσα σημασία γιατί το μυαλό μου το είχε πάρει η δεύτερη πηγή που κελάρυζε δίπλα στην είσοδο. Έτρεξα και βούτηξα τα χέρια μου στη γούρνα. Ήπια νερό και έβρεξα το πρόσωπό μου. 

Η πόρτα του σπιτιού αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση. Ο Γιάννης έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μεγάλο κλειδί και το στριφογύρισε αρκετές φορές στην κλειδαριά μέχρι να καταφέρει στο τέλος να την ανοίξει.

Μπήκαμε σ’ ένα χώρο που είχε καμάρες στην οροφή και ήταν γεμάτος σκορπισμένα άχυρα. Στην άκρη μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο τελευταίο πάτωμα.
«Να προσέχετε τα σκαλοπάτια!» μας συμβούλεψε. Ανεβήκαμε με προσοχή.
Στην κορυφή της σκάλας απλωνόταν ένα σκεπαστό μεγάλο χαγιάτι. Στην άκρη κρεμασμένη μια τσίγκινη βρυσούλα. Πάτωμα κάτω, κεραμίδια πάνω. Δίπλα μια τσιμεντένια βεράντα σκεπασμένη με κληματαριά. Προχωρήσαμε στο εσωτερικό. Τρία δωμάτια. Το χειμωνιάτικο που είχε το τζάκι, η καμαρούλα που κοιμόταν ο παππούς και η γιαγιά και το καθιστικό με τις παλιές φωτογραφίες στους τοίχους και τον μεγάλο καθρέφτη θολό από τη σκόνη. Σκόνη και αράχνες παντού. Η μητέρα άνοιξε όλα τα παράθυρα με δυσκολία. Τα μάνταλα είχαν σκουριάσει με τον καιρό. 
Στην άκρη μια μικρή ντουλάπα με τζάμι στις πόρτες της. Στα ράφια της, αραδιασμένα πάνω σε κεντημένα σεμεδάκια,  φλιτζανάκια του καφέ, ποτήρια και δυο-τρεις πορσελάνες από την Αμερική. Πανέμορφα κομψά πραγματάκια που δεν χόρταινα να τα χαζεύω.
Οι μπαλκονόπορτες άνοιξαν και η θέα ήταν πανοραμική! Όλο το χωριό κι ο κάμπος στα πόδια μου και απέναντι, μέσα απ’ την αχλή του μεσημεριού, ξεπρόβαλε ο Πάρνωνας με τις γαλήνιες κορυφές του.

Ο Γιάννης, αφού έριξε μια ματιά στο σπίτι για να σιγουρευτεί πως όλα ήταν στη θέση τους, ετοιμάστηκε να φύγει. Η μητέρα τον πρόλαβε στη σκάλα και τον γύρισε πίσω.
«Να σε κεράσω κάτι. Δεν γίνεται να φύγεις έτσι» του είπε.
«Άλλη φορά. Τώρα βιάζομαι» απάντησε εκείνος ντροπαλά κρατώντας σταθερά το βλέμμα του στο πάτωμα. Ο Γιάννης δεν μας κοίταζε ποτέ στα μάτια. Τον τράβηξα από το χέρι και τον έβαλα να καθίσει δίπλα μου. Δεν έφερε αντίρρηση. Ένιωσα, αν και παιδί ακόμα, πως αυτός ο στιβαρός άντρας ήταν πιο παιδί από μένα.
«Πάω να κόψω καρπούζι. Μη φύγεις. Δεν θα αργήσω» είπε η μητέρα και μας άφησε βιαστική. 
«Μη μπαίνεις στον κόπο. Τώρα ήρθατε. Άλλη φορά» προσπάθησε εκείνος να την σταματήσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.  Όση ώρα περιμέναμε το καρπούζι,  εγώ τον περιεργαζόμουν με παιδική αναίδεια. Μου έκανε εντύπωση η συστολή του και η επίμονη άρνησή του να δεχτεί το κέρασμα της μητέρα μου.
Η μνήμη μου κατέγραψε το ηλιοκαμένο του πρόσωπο με το κατάλευκο ευγενικό χαμόγελό του, τη ντροπαλοσύνη που του επέβαλλε τη σιωπή, τα μακριά ροζιασμένα του δάχτυλα που έπλεκε μεταξύ τους αμήχανα, αλλά που ήταν τόσο όμορφα!
Αυτά τα χέρια τα κράτησα στη μνήμη μου για πάντα. Πολλά χρόνια μετά θυμήθηκα με συγκίνηση, την συστολή αυτού του περήφανου ανθρώπου  παρακολουθώντας τον  Massimo Trois στην ταινία Il postino του  Μάικλ Ράντφορντ.








                                           


Ο Γιάννης έφαγε ήσυχα το καρπούζι του, χαιρέτισε και έφυγε. Μετά από λίγο ήρθε η μάνα του, μια ηλικιωμένη γυναίκα που μας αγκάλιασε όλους με συγκίνηση. Άνοιξε την ποδιά της που την είχε δεμένη  γύρω στη μέση της και έβγαλε κάμποσα αυγά και πατάτες.
«Για τα παιδιά...» είπε και τα άφησε στο τραπέζι. Η μητέρα με τη σειρά της της πρόσφερε μια μεγάλη φέτα καρπούζι. 
Το περίμενε. Το είδα στο βλέμμα της που έλαμπε από προσμονή. Το απόλαυσε χωρίς περιττές ντροπές αν και αυτό θα πρέπει να είχε βράσει από τη ζέστη. 
Πάνω στην ώρα ήρθε για τα καλωσορίσματα και μια γειτόνισσα μαντιλοδεμένη κι αυτή. Ζωσμένο στην ποδιά και το δικό της πεσκέσι για τα παιδιά: κολοκυθάκια και κορφάδες από το μικρό μποστάνι της. Κάθισε δίπλα στη μάνα του Γιάννη με τη δική της φέτα καρπούζι. 

Να μην τα πολυλογώ, μέχρι να νυχτώσει είχε περάσει το μισό χωριό απ’ το σπίτι. Το νέο του ερχομού μας είχε κάνει το γύρο με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το καρπούζι έκανε θραύση! Τους παρατηρούσα καθισμένους στη σειρά να τρώνε αμίλητοι.  Το παιδικό μου μυαλό δεν μπορούσε να καταλάβει εύκολα πώς κάτι τόσο συνηθισμένο για μας, όπως το καρπούζι, για τους ανθρώπους αυτούς ήταν τόσο σπάνιο!

Από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισα την εξερεύνηση του σπιτιού. Ένα μπαούλο με καρτ ποστάλ, γράμματα από την Αμερική, από το στρατό και πολλά χρεόγραφα…
Στο δεύτερο όροφο με το σαθρό πάτωμα, σκουριασμένα εργαλεία κρεμασμένα από καρφιά στον τοίχο, ένα αλέτρι, ένα καντάρι, μεγάλες άδειες νταμιτζάνες, ένας αργαλειός με μισοτελειωμένο πολύχρωμο ριγωτό πανί. Όλα καλυμμένα από στρώματα σκόνης. Όλα κλεισμένα μέσα σε ιστούς αράχνης που διύλιζαν το φως που τρύπωνε κλεφτά από τις χαραμάδες.  Ωστόσο, παντού κυκλοφορούσε μια μυρωδιά ελευθερίας που με μεθούσε. 


Άνοιξα με δυσκολία ένα παράθυρο να μπει περισσότερο φως. Ένα χωράφι με ηλιοτρόπια ανοίχτηκε μπρος μου. Μαγεύτηκα από το απέραντο κίτρινο. Μικροί ήλιοι ήταν στραμμένοι προς το φως που έδυε πίσω από τον Ταΰγετο.


Οι καμπάνες της Παναγίας σήμαναν τον εσπερινό.
«Καλή αυριανή!» μου ευχήθηκε φωναχτά μια γερόντισσα που περνούσε με το απρόθυμο γαϊδουράκι της κάτω στο δρόμο. Έτρεξα στη μητέρα μου και ζήτησα να κόψω ένα ηλιοτρόπιο για τη γιορτή μου. Αρνήθηκε.
«Το χωράφι δεν είναι δικό μας» είπε.

Νύχτωσε. Το χωριό βυθίστηκε στο σκοτάδι. Κάθισα στο μπαλκόνι και κοίταζα τα αστέρια.  Πού και που άκουγα ομιλίες που πνίγονταν στη νύχτα. Κάποιοι γύριζαν σπίτι τους φωτίζοντας το δρόμο με φακούς. Αλυχτίσματα σκυλιών έφταναν από μακριά, ένας γκιώνης, το θρόισμα των φύλλων της κληματαριάς, ο μυρωμένος αέρας της ελευθερίας…
Έτσι με πήρε ο ύπνος.

Το άλλο πρωί βρέθηκα στο κρεβάτι μου. Με ξύπνησαν οι τρεχάλες παιδιών στο καλντερίμι. Κάποιες γυναίκες αντάλλασσαν ευχές στη βρύση. Σήμαναν οι καμπάνες της Παναγίας τη στιγμή που ο ήλιος τρύπωσε απ’ όλες τις μπροστινές χαραμάδες φτιάχνοντας, με την αιωρούμενη σκόνη, δρόμους ονειρικούς, στο κενό. Ο ουρανός, όσο φαινόταν απ’ το παράθυρο, ήταν σα θάλασσα. Δίπλα μου, σε μια καρέκλα, ακουμπισμένο το φόρεμα που θα φορούσα στην εκκλησία.  Ένα ολόφρεσκο ηλιοτρόπιο ήταν στερεωμένο στη ζώνη του. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Σηκώθηκα σφαίρα και έτρεξα στη μητέρα μου.
"Εσύ το έκοψες μαμά;" Χαμογέλασε αντί ν’ απαντήσει.
"Απ' το χωράφι;" Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
"Είπες πως δεν είναι δικό μας." Το ύφος της σοβάρεψε απότομα. 
"Ντύσου και άσε τα πολλά λόγια"
Σε λίγο κατηφορίζαμε με προσοχή το γλιστερό καλντερίμι. Ο Γιάννης με τη μάνα του μας περίμεναν στον κεντρικό δρόμο. Ανταλλάξαμε ευχές και ξεκινήσαμε όλοι μαζί για την εκκλησία, με τα πόδια. Κάναμε πολλές στάσεις στο δρόμο. Άνθρωποι που μας γνώριζαν, σταματούσαν για να μας χαιρετίσουν. Η ζέστη αν και πρωί ακόμα ήταν αφόρητη. Όμως όλα ήταν λουσμένα στο φως. Οι ψυχές μας έλαμπαν… 

Εκείνος ο Δεκαπενταύγουστος έγινε ξεχωριστός για μένα. Η μνήμη μου τον κράτησε σαν λαμπερό βόλο, μέσα στο χρόνο. Κύλισε πολλές φορές μέχρι τα βαθύτερα στρώματα της ψυχής μου και φώτισε τις πιο σκοτεινές της πτυχές.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει άλλωστε;  
Γιόρτασα μ έναν ήλιο στη ζώνη μου!