|
Έργο του Michael Sowa. |
Για τους παράλογους φόβους!! 😊
(Η ΜΟΙΡΑ Ο,ΤΙ
ΓΡΑΦΕΙ ΔΕΝ ΞΕΓΡΑΦΕΙ)
Η Ονούστους δέχτηκε τη Σάσα στο σπίτι της ένα βράδυ του Δεκεμβρίου, που ο αέρας λυσσομανούσε
κι έριχνε τουλούμια έξω.
Εκείνο το μοιραίο βράδυ, λαγοκοιμόταν ήσυχη κι αμέριμνη κάτω από το ραφάκι της ντουζιέρας. Η μεγάλη ξηρασία της γενέτειράς της είχε κλονίσει σοβαρά τα νεύρα της, και τώρα που βρισκόταν μακριά, απολάμβανε την υγρασία όπου την εύρισκε. Κουραζόταν υπερβολικά όλη μέρα να φτιάχνει παντού τους ιστούς της. Όταν
όμως ερχόταν το βράδυ, κούρνιαζε στην αγαπημένη της θέση, κάτω από το ραφάκι
της ντουζιέρας.
Όταν λοιπόν η Σάσα μπήκε κάτω από το ντουζ, ως νεοφερμένη, -πρώτο βράδυ στο καινούργιο διαμέρισμα, καταλαβαίνετε τι εννοώ- η Ονούστους κλήθηκε από το σύμπαν να γνωρίσει την έννοια της συγκατοίκησης με άνθρωπο.
Από νωρίς το πρωί η Σάσα είχε "γλύψει" κυριολεκτικά όλο το διαμέρισμα, έτσι μανιακή που ήταν με την καθαριότητα. Όταν τελείωσε - την είχε πάρει πια η νύχτα-, αποφάσισε να ασχοληθεί και με τον εαυτό της.
Μπήκε στο μπάνιο με χαλαρή διάθεση. Όλα γύρω της άστραφταν από καθαριότητα. Όπου έπεφτε το βλέμμα της, έβλεπε μόνο λάμψεις. Τα πλακάκια, οι καθρέφτες και τα είδη υγιεινής λες και ήταν βγαλμένα από βιτρίνα, αχρησιμοποίητα.
Κάπως έτσι τουλάχιστον θα σκεφτόταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Όχι όμως η Σάσα που όλα στο τέλος της φαίνονταν "...θέλει λίγο ακόμα. Θα ασχοληθώ αύριο περισσότερο. Να, να! Αυτός εδώ ο λεκές στον νιπτήρα πώς μου ξέφυγε;"
Με τη σισύφεια αυτή σκέψη, η Σάσα γύρισε τη στρόφιγγα της μπαταρίας. Το νερό έτρεξε άφθονο στην πλάτη της. Αναστέναξε με ανακούφιση. Άρχισε μάλιστα να σιγοτραγουδάει. Ένα ζευγάρι καθαρές πιζάμες ήταν ήδη απλωμένες όμορφα πάνω στο καλοστρωμένο κρεβάτι της και την περίμεναν.
Ξεκίνησε να σαπουνίζεται με μανία, σχολαστικά, παντού. Έτριβε ακόμα και όσα δεν τρίβονται, μ' ένα βιολογικό (έτσι το λένε) σφουγγάρι και ένα σαπούνι γεμάτο μικρές πετρούλες για απολέπιση.
Εκεί μέσα λοιπόν, στο εφτακάθαρο μπάνιο του νέου της διαμερίσματος, μέσα στους ατμούς και τους αφρούς, η Σάσα και η Ονούστους είχαν την πρώτη τους συνάντηση.
Ήταν εντυπωσιακή, δεν λέω. Και αρκούντως θορυβώδης. Γιατί η Ονούστους, ατίθασο πλάσμα της Αφρικής, δεν υπολόγισε τίποτα. Ούτε τον προσωπικό χώρο της Σάσας ούτε τα προσωπικά της δεδομένα.
Έτσι, όταν εκείνη έπιασε το βιολογικό σφουγγάρι για να σαπουνιστεί, η άλλη πετάχτηκε μέσα από τις τρύπες του, σαν θεριό!
Το τι ακολούθησε δεν το βάζει ο νους σας.
Το απαστράπτον μπάνιο της Σάσας μεταβλήθηκε σε λίμνη. Το δε σαπούνι του βασανισμού γλίστρησε από τα χέρια της κι έπεσε στον πάτο της ντουζιέρας. Η δόλια, πάνω στη βιασύνη της να βγει άρον-άρον από τον τόπο του διαβόλου, το πάτησε, γλίστρησε και, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκε ξαπλωμένη, σε άκομψη στάση ομολογώ, πάνω στα βρεγμένα πλακάκια. Κι εκεί έμεινε. Αναίσθητη.
Μετά από κάποια ώρα ή λεπτά - ποιος νοιάζεται τώρα για τον χρόνο - άνοιξε τα μάτια της και τι να δει; Η Ονούστους την κοίταζε με ορθάνοιχτα τα μπιρμπιλωτά της μάτια, από την άκρη της μύτης της. Με αλλήθωρο βλέμμα η Σάσα είδε το φτωχό πλάσμα πιο τρομακτικό απ' ό,τι ήταν. Το ένστικτο όμως της επιβίωσης που έχουν όλα τα έμβια όντα του πλανήτη, την ώθησε να μείνει ασάλευτη κι αμίλητη στη θέση της. Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσε πλέον τις κινήσεις του εχθρού πάνω στο πρόσωπό της.
Η Ονούστους, σίγουρη πια για τη νίκη της, έκανε τον γύρο του θριάμβου αργά και βασανιστικά. Από το σαγόνι πέρασε στα μάγουλα της Σάσας, και μετά, στο δεξί και στο αριστερό φρύδι της. Βαρέθηκε να μπει στα μαλλιά της ,"Πού να τρέχω τώρα στο δάσος, ας πάω για ύπνο καλύτερα".
Επιδεικνύοντας αισθήματα φιλοξενίας και συμπόνιας, πρωτόγνωρα για μια Ονούστους, δεν έδωσε συνέχεια στο συμβάν και προτίμησε να αποσυρθεί αυτοκρατορικά στο ραφάκι της ντουζιέρας. Πυρ και μανία όμως που η νεοφερμένη χάλασε την ησυχία της. Έτσι, η πρώτη μέρα έληξε υπέρ της, με 1-0 και με την Σάσα πεσμένη στα πλακάκια, χωρίς να έχει προλάβει να ρίξει ούτε ένα απ' τα καλά της "κροσέ".
Μετά το άτυχο συμβάν, η Σάσα τρομοκρατημένη έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Κρατήθηκε απ' τον νιπτήρα και κατάφερε να σταθεί όρθια, στο ένα πόδι. Το άλλο είχε αχρηστευθεί.
Το μόνο της μέλημα τώρα ήταν να βγει μια ώρα αρχύτερα από κει μέσα. Κουτσαίνοντας και βογκώντας έφτασε με πολλή δυσκολία στο καθιστικό όπου είχε αφήσει το κινητό της. Μετά από έναν μικρό δισταγμό κάλεσε - μεσάνυχτα πια - τον Χρήστο, τον καλό της φίλο απ' τα παλιά.
Κατά βάθος ντρεπόταν γι' αυτό που έκανε. Είχε να του τηλεφωνήσει χρόνια αλλά ήξερε πολύ καλά πως ήταν ο μόνος που θα ανταποκρινόταν τέτοια ώρα στην έκκλησή της για βοήθεια.
Πράγματι, ο καλός Χρήστος, αφού την άκουσε με προσοχή χωρίς να σχολιάσει καθόλου τη γαϊδουριά της, της υποσχέθηκε πως σε λίγα λεπτά θα βρισκόταν σπίτι της. Μετά έκλεισε λέγοντας:
-Μην ανησυχείς. Όλα θα τα φτιάξουμε.
Το πώς κατάφερε να του ανοίξει, Θεός οίδε. Τα κατάφερε όμως, και μόλις εκείνος πρόβαλε με το φωτεινό του χαμόγελο στο άνοιγμα της πόρτας, η Σάσα, για μια στιγμή, νόμισε πως είδε να σχηματίζεται λίγους πόντους πάνω απ' το κεφάλι του ένα αχνό φωτοστέφανο.
Αμέσως μετά κάτι έσπασε μέσα της κι έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς. Ο υπομονετικός Χρήστος τη σήκωσε στα χέρια και την πήγε στο κρεβάτι της.
-Κάθισε εσύ εδώ και μην το πατήσεις, μέχρι να δούμε τι έχει. Εγώ θα μαζέψω τα νερά από το μπάνιο, κι επιστρέφω. Άγιο παιδί!
Όσο ο Χρήστος μάζευε τα νερά, η Ονούστους ενοχλημένη απ' τη φασαρία, παρακολουθούσε τις κινήσεις του κρυμμένη κάτω από το ραφάκι της ντουζιέρας. Δεν της άρεσαν καθόλου τα σούρτα-φέρτα στον χώρο της. Ξένοι άνθρωποι να μπαινοβγαίνουν έτσι, χωρίς ίχνος σεβασμού στα κυριαρχικά της δικαιώματα; Αυτό πήγαινε πολύ!
Αποφάσισε λοιπόν να βγει από την βολή της και να τα πει ένα χεράκι και με τον νέο, νεοφερμένο.
Ο Χρήστος πάλι, μόλις την είδε να περπατάει καμαρωτή πάνω στο ράφι, αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί. Τελείωσε το μάζεμα, έκλεισε το φως και την πόρτα του μπάνιου και επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα που τον περίμενε η απαρηγόρητη Σάσα. Την βρήκε να μιλάει μόνη της.
-Γιατί να μου συμβαίνει εμένα αυτό τώρα; Τι λάθη έχω κάνει και με τιμωρεί ο Θεός;
-Όλα εντάξει. Μάζεψα τα νερά, για να δούμε τώρα τι έπαθε το πόδι σου και δεν μπορείς να το πατήσεις;"
Η Σάσα έβγαλε δειλά το χτυπημένο πόδι απ' το πάπλωμα και το εμπιστεύθηκε στα χέρια του. Εκείνος το ψηλάφισε με προσοχή και μετά έκανε τη διάγνωση.
-Διάστρεμμα ποδοκνημικής. Θέλει προσοχή για κάποιες μέρες. Θα περάσει όμως.
-Είναι σοβαρό; τον ρώτησε η Σάσα φανερά εντυπωσιασμένη απ' τις γνώσεις του.
-Δεν φαίνεται να είναι σοβαρό. Μια ακτινογραφία όμως θα μας πείσει.
- Ωραίο ποδαρικό έκανα στο νέο μου σπίτι...
- Καλά, πώς τα κατάφερες έτσι; Ο Χρήστος ήταν έτοιμος να σκάσει στα γέλια.
-Αυτή φταίει! Την είδες; Είναι τεράστια! Εκεί ήταν, κάτω από το ραφάκι της ντουζιέρας. Μετά βγήκε από το σφουγγάρι και...
Άρχισε πάλι να κλαίει. Ο Χρήστος την κοιτούσε με απορία. Τόσο δράμα για το τίποτα; Τι την έκανε τόσο ευάλωτη;
- Μα είναι ακίνδυνη. Τι σε έκανε να φοβηθείς τόσο; Δεν καταλαβαίνω. Βάλε τη λογική σου να δουλέψει λίγο. Μεγάλη γυναίκα είσαι πια. Μην κάνεις σαν μικρό παιδί. Έλα τώρα.
-Δεν τη θέλω σπίτι μου! Να τη σκοτώσεις! Σε παρακαλώ μην την αφήσεις να κυκλοφορεί ελεύθερα εδώ μέσα. Ή αυτή ή εγώ!
Ο Χρήστος σοβάρεψε απότομα.
-Γιατί να σκοτώσω το ζούδι του Θεού, Σάσα μου; Σου είπα, δεν είναι δηλητηριώδης. Δεν κινδυνεύεις.
-Ζούδι του διαβόλου θέλεις να πεις.
Ο Χρήστος δεν άντεξε και ξέσπασε σε γέλια.
-Ποτέ δεν κατάλαβα τον πανικό που σε πιάνει με τις αράχνες. Τι μεταφυσικούς φόβους ξυπνάνε μέσα σου; Αναρωτήθηκες ποτέ;
Η Σάσα σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. Δεν την ένοιαζε να εξηγήσει, αλλά να μην ξαναζήσει τον ίδιο εφιάλτη. Αντί λοιπόν να του απαντήσει, τον ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.
-Πώς ήξερες τι έπαθε το πόδι μου; Σαν γιατρός μίλησες προηγουμένως.
-Μα, γιατρός είμαι.
-Από πότε;
-Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Δεν το ήξερες;
-Όχι. Από πού να το μάθω;
-Πώς γίνεται αυτό; Όλοι το ξέρουν. Δεν μιλάς με κανέναν απ' την παρέα; Την κοίταξε φανερά απορημένος και μετά συμπλήρωσε.
-Αλήθεια, πώς σκέφτηκες να τηλεφωνήσεις σε μένα; Έχουμε τόσα χρόνια να μιλήσουμε.
-Δεν ξέρω. Έτσι μου ήρθε, αυθόρμητα. Δεν το σκέφτηκα.
Το βλέμμα της αυτή τη φορά στάθηκε πάνω του εξεταστικά. Σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Και ναι, ο Χρήστος που είχε μπροστά της δεν ήταν ο ίδιος με κείνον που θυμόταν απ' τα εφηβικά της χρόνια. Ο σημερινός ήταν ένας καλοστεκούμενος πενηντάρης με γυαλιά μυωπίας και γκρίζα μαλλιά που όμως, την κοίταζε με την ίδια αστεία έκφραση όπως τότε.
-Πέρασαν τόσα χρόνια! είπε η Σάσα και μελαγχόλησε.
-Πέρασαν αλλά αυτό δεν είναι λόγος να μελαγχολούμε. Είμαστε τυχεροί που ζήσαμε και τα ζήσαμε. Για σκέψου πόσοι άλλοι δεν είχαν αυτή την τύχη.
Μετά άρχισε να της μιλάει για τα χρόνια που έζησε στην επαρχία, για τα νοσοκομεία που δούλεψε και για τα περιστατικά που τον δυσκόλεψαν και τον ανάγκασαν να αγγίξει τα όρια του.
Η Σάσα τον άκουγε με ενδιαφέρον στην αρχή, αλλά μετά, όσο προχωρούσε η ώρα άρχισε να νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ένα αδικαιολόγητο σφίξιμο και μια δυσφορία. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα και η προοπτική να ξημερωθεί μόνη της παρέα με το τέρας στο μπάνιο, την τρόμαζε για τα καλά. Τότε του πρότεινε να κοιμηθεί μαζί της. Εκείνος δέχτηκε με έναν όρο. Να τον αφήσει να βάλει ξυπνητήρι. Το επόμενο πρωί είχε προγραμματισμένο χειρουργείο στις επτά.
Ξάπλωσε δίπλα της με τα ρούχα που φορούσε. Η Σάσα αποκοιμήθηκε μέσα σε λίγα λεπτά.
Ξαφνικά, μέσα στη μαύρη νύχτα, πετάχτηκε πάνω ουρλιάζοντας.
-Είναι πάνω μου! Περπατάει πάνω μου!!! Διώξ' την! Διώξ' την!
Η Ονούστους την κοίταζε με απορία.
-Μεγάλο μπελά βρήκα με δαύτην, σκέφτηκε, αλλά δεν άλλαξε τα σχέδιά της. Συνέχισε τη βόλτα της πάνω στο πολύχρωμο πάπλωμα της Σάσας. Έφτασε με το πάσο της μέχρι το στήθος της και πήρε τον ανήφορο για το λαιμό της. Η Σάσα σκούντησε τον Χρήστο έντρομη.
- Ξύπνα Χρήστο! Άφησες την πόρτα του μπάνιου ανοιχτή;
Ο Χρήστος δεν αποκρίθηκε. Κοιμόταν του καλού καιρού. Η Σάσα τεντώθηκε να φτάσει τον διακόπτη του πορτατίφ, αλλά αντί γι' αυτό, έριξε όλο το πορτατίφ στο πάτωμα. Όμως, ούτε αυτός ο θόρυβος στάθηκε ικανός να ξυπνήσει τον Χρήστο. Έμεινε πλέον αβοήθητη στο έλεος της Ονούστους. Κι αφού δεν μπορούσε να σηκωθεί να γλυτώσει, έκλεισε τα μάτια και περίμενε.
Η Ονούστους χώθηκε κάτω από το πάπλωμα και την πιζάμα της Σάσας και θρονιάστηκε στο στομάχι της. Η Σάσα ένιωθε τα τριχωτά πόδια της να την γαργαλάνε. Η αναπνοή της κόπηκε, αλλά η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Το δέρμα της έγινε μια τεντωμένη χορδή. Δεν ένιωθε τίποτα άλλο πέρα από τον απόλυτο τρόμο.
Και κάπου εκεί, η σκέψη της τρύπησε τα σκοτάδια και μπήκε βαθιά. Κατέβηκε σαν την Περσεφόνη στον Άδη της ψυχής της αποφασισμένη να αντιμετωπίσει τον θεό του Φόβου. Το μονοπάτι ήταν σκοτεινό και δύσβατο, οι αντοχές της ελάχιστες. Σερνόταν γιατί το πόδι της ήταν αχρηστευμένο και όταν κατάφερε να φθάσει μπροστά του, έμεινε κατάπληκτη από την ομοιότητα που είχε με την φριχτή αράχνη του μπάνιου της.
Μόνο που ο θεός του Φόβου ήταν τεράστιος, γεμάτος σκληρό χνούδι σε όλο του το κορμί. Είχε κεραίες στο κεφάλι του και μεγάλη κοιλιά. Τα πόδια του ήταν δυσανάλογα μακριά και λεπτά σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του. Δυο τεράστια μάτια στην κορυφή του κεφαλιού του την κοιτούσαν σταθερά σαν να μετρούσαν τις δυνάμεις της.
Φώναξε ξανά τον Χρήστο με όλη της τη δύναμη. Απάντηση δεν πήρε. Ήταν ολομόναχη. Ο τρομαχτικός θεός την πλησίασε απειλητικά. Έπρεπε κάτι να κάνει. Μάζεψε όλη της τη δύναμη, έσφιξε τα δόντια και πάτησε το χτυπημένο πόδι της σταθερά στο έδαφος. Στάθηκε όρθια. Ο πόνος μεταφέρθηκε σε όλο το σώμα της. Τρύπησε τον εγκέφαλό της πέρα ως πέρα. Το κορμί της νέκρωσε. Το ένιωθε ασήκωτο βάρος που πλήγωνε ακόμα περισσότερο το χτυπημένο πόδι.
-Ή εγώ, ή εσύ! φώναξε στον αραχνόμορφο θεό και όρμησε κατά πάνω του. Πάλεψαν πολλή ώρα. Άλλοτε τον έριχνε αυτή κάτω κι άλλοτε εκείνος. Ώσπου συνέβη κάτι παράδοξο. Η Σάσα αντί να κουράζεται, όσο περνούσε η ώρα, ένιωθε πιο ανάλαφρη και πιο δυνατή. Αντίθετα ο θεός Φόβος μίκραινε... όλο μίκραινε, μέχρι που δεν τον έβλεπε πια.
Το άλλο πρωί ξημερώθηκε στο κρεβάτι της. Ο ήλιος έμπαινε απ' το παράθυρο χλωμός. Ένας σπουργίτης την κοίταζε από το σύρμα της ΔΕΗ. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Έβαλε νερό στην καφετιέρα και άνοιξε το ραδιόφωνο. Μέχρι να πλυθεί και να ντυθεί, ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από παχιά, άσπρα σύννεφα. Σε λίγο, άρχισαν να πέφτουν νιφάδες χιονιού.
Ο σπουργίτης άφησε τη θέση του στο σύρμα και πέταξε μέχρι το παράθυρο. Η Σάσα το άνοιξε και του έριξε λίγα ψίχουλα ψωμιού που μάζεψε απ' το τραπέζι. Το πουλάκι έπεσε στο φαϊ τιτιβίζοντας.
Απόγευμα πια, λίγα λεπτά μετά τις έξι, άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα.
-Χρήστο μου! φώναξε από την κουζίνα.
-Ήρθα!
-Τις παντόφλες σου!
-Ναι. Τα παιδιά;
-Μέσα είναι. Παίζουν. Το φαγητό είναι έτοιμο.
-Μισό να πλύνω τα χέρια μου.
-Έχω βάλει καθαρή πετσέτα.
-Την είδα.
-Άλλαξα και μάρκα στο σαπούνι. Βιολογικό!
-Χα...Χα. Το είδα!
-Είδες και την αράχνη κάτω από το ραφάκι της ντουζιέρας;
-Αράχνη; Και το λες έτσι; Nα την βγάλω έξω...
-Μπα... Άσ' την εκεί. Φαίνεται πως της αρέσει η υγρασία.