O πίνακας ανήκει στον άγνωστο σε μένα δημιουργό του. |
Είδα ένα όνειρο, ένα άσχημο όνειρο. Είδα πως αρρώστησε το νυχτοπούλι μου, αρρώστησε βαριά κι εγώ δεν ήξερα τίποτα.
Ξύπνησα έντρομη, άνοιξα το φως και αμέσως η καρδιά μου πήγε στη θέση της. Ησυχία στο σπίτι. Ησυχία έξω στο δρόμο, τα ρούχα ανεμοδέρνονται στο μπαλκόνι, ένα ξαφνικό ψιλόβροχο τα ράντιζε με λασποβροχή. Όλα καλά. Θα τα πλύνω πάλι αύριο, δεν χάθηκε κι ο κόσμος αφού είμαστε όλοι καλά.
Έκλεισα το φως και ξάπλωσα πάλι. Αδύνατον να κοιμηθώ. Μου έρχονταν διάφορα στο νου άλλα άσχετα και άλλα σχετικά με τους πιο κρυφούς μου φόβους. Το ρολόι έδειχνε δύο μετά τα μεσάνυχτα. Το αποφάσισα σε δευτερόλεπτα πως έπρεπε να τηλεφωνήσω. Ήξερα πως δεν κοιμάται. Το νυχτοπούλι απάντησε νυσταγμένο. "Όλα καλά; Είσαι καλά;" "Ναι μια χαρά, γιατί; Τι έπαθες νυχτιάτικα; Ξέρεις τι ώρα είναι;"
Έκλεισα το τηλέφωνο πιο ήσυχη από πριν. Ξάπλωσα πάλι. Κρύωνα. Πάντα βάζει κρύο αυτή την ώρα. Κουκουλώθηκα με το πάπλωμα και περίμενα να με πάρει ο ύπνος. Όσο περίμενα άκουγα τη βροχή στο φύλλωμα του γιασεμιού που έμοιαζε με φθινόπωρο. Μα έχουμε άνοιξη σκέφτηκα, σε λίγες μέρες μπαίνει ο Απρίλης. Πρέπει να φροντίσω τα φυτά, να τα κλαδέψω, να τα λιπάνω, κάποια δεν έβγαλαν τον χειμώνα..
Περίμενα να με πάρει ο ύπνος...
Μετά, περίμενα να ξημερώσει...
Στις τέσσερις σηκώθηκα. Δεν με κρατούσε άλλο το κρεβάτι. Έφτιαξα μια ζεστή σοκολάτα και κάθισα στη θέση μου να την πιω.
Η θέση μου είναι απόλυτα σεβαστή απ' τους υπόλοιπους στο σπίτι. Μου την παραχώρησαν χωρίς να το ζητήσω, δίπλα στη βιβλιοθήκη, κάτω από τη λάμπα που με βοηθάει να κάνω με άνεση όλες τις μικροδουλειές. Δεν κάναμε ποτέ κουβέντα γι' αυτό, για τη θέση μου στο σπίτι. Η αποδοχή εδραιώθηκε σιωπηρά. Σιωπηρή αποδοχή, αυτή η θέση είναι μόνο για τη μαμά, κανείς άλλος δεν κάθεται εκεί ακόμα κι όταν η μαμά λείπει από το σπίτι.
Ονειρεύτηκα πολλές φορές τον εαυτό μου να κάθεται σ' αυτή τη θέση αγκαλιά με ένα εγγόνι, να του διαβάζω παραμύθι και να με διακόπτει συνεχώς για να με ρωτήσει τούτο και τ' άλλο, όπως κάνουν συνήθως τα μικρά παιδιά. Έχω ονειρευτεί κι άλλα σ' αυτή τη θέση, για τη μελλοντική ζωή μου, για τη μελλοντική ζωή των αγαπημένων μου και χαίρομαι, και αγωνιώ και μερικές φορές λυπάμαι όταν η λογική μου αναιρεί αυτά τα όνειρα. Συμβαίνει κι αυτό καμμιά φορά. Συνήθως αφήνω τα όνειρα μου ελεύθερα να διανύουν τις μικρές αποστάσεις του μακρινού μέλλοντος. Οι αποστάσεις στα όνειρα είναι σχετικές, το ξέρουν και οι πέτρες.
Τελείωσα τη σοκολάτα μου κι ακούμπησα την κούπα πάνω στο τραπέζι. Έγειρα στη θέση μου κι έκλεισα τα μάτια. Νόμισα προς στιγμή πως επιτέλους νύσταξα, αλλά δεν ήταν αυτό. Και τι ήταν; Τι ήταν αυτό που μ' εμπόδιζε να κλείσω τα μάτια μου; Δεν ήθελα να ονειρευτώ. Ναι, αυτή τη φορά δεν ήθελα να ονειρευτώ. Η ψυχή μου αντιστεκόταν σθεναρά στο ενδεχόμενο ενός καινούργιου ονείρου. Δεν είναι ώρα για τέτοια μου σύρισε ένα μικρό φιδάκι μέσα μου. Συγκεντρώσου στα τρέχοντα. Στα τρέχοντα; Αχ ναι, στα τρέχοντα.
Με το ζόρι κρατήθηκα να μην τηλεφωνήσω πάλι στο νυχτοπούλι μου. Τι κάνει τώρα; Ήμουν σίγουρη πως απόψε ξαγρύπνησε όπως κι εγώ.
Έριξα μια ματιά στο ρολόι, ώρα να ετοιμαστώ. Το ραντεβού ήταν στις έξι ακριβώς. Φτάσαμε στην ώρα μας. Είναι άδειοι οι δρόμοι τόσο πρωί. Παρκάραμε εύκολα. Μιάμιση ώρα μας πήρε για τις διατυπώσεις, τα σχετικά βαρετά πράγματα που σου θυμίζουν πόσο άδικα σπαταλά η γραφειοκρατία τη ζωή. Μιάμιση ώρα στην αναμονή και μετά ανεβήκαμε στο δωμάτιο που μας έδωσαν. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στον αριθμό που είχε πάνω της η πόρτα, 604. Έκανα αυθόρμητα την πρόσθεση, 604, 10, 1, αρχή.
Μπαίνοντας σ' αυτό το δωμάτιο βάζουμε το κλειδί σε μια άλλη πόρτα που θα καθορίσει τις μικρές αποστάσεις του μέλλοντος μας.
"Συναινέσατε", θα μας πετάξει κατάμουτρα η μοίρα όταν περάσουμε το κατώφλι του δωματίου 604. Έκλεισα τα μάτια μου και έκανα τη σκέψη πως πίσω από αυτή την πόρτα μας περιμένει ένας ανοιξιάτικος κήπος γεμάτος από πολύχρωμα λουλούδια, ευωδιαστά.
Μετά, όλα έγιναν γρήγορα. Πράσινη ρόμπα, πράσινο σκουφί στο κεφάλι, πράσινα σεντόνια στο φορείο. Τους είδα να απομακρύνονται στο βάθος του διαδρόμου, μπήκαν στο ασανσέρ και χάθηκαν.
Δεν ήξερα πια που να ακουμπήσω το βλέμμα μου. Τι να κοιτάξω για να ξεγελάσω την αγωνία μου, ώσπου εκείνο με ξεπέρασε και στάθηκε στην εικόνα που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο. Ήταν μια ελιά.
"Ξέρετε πόσο θα κρατήσει;" ρώτησα.
"Δεν ξέρω. Εξαρτάται. Καθίστε στη θέση σας και περιμένετε", απάντησαν.
Στη θέση μου. Εκεί πήγα. Και περίμενα, όπως κάνουν όλες οι σύζυγοι, οι μαμάδες, οι κόρες, οι αδελφές.
Περίμενα στη θέση μου δίπλα στο στρογγυλό παράθυρο που είχε θέα ένα μεγάλο παρτέρι με δέντρα γυμνά.
Δεν άκουγα τη βροχή αλλά την ένιωθα μέσα μου, μια καθαρή ανοιξιάτικη μπόρα που ξέπλενε με ορμή το φύλλωμα εκείνης της ελιάς.
Enigma - Temple of love