Αναρτήσεις

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Οκτώ μέρες

 


ΚΑΛΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΙ ΜΟΥ
                    





Έκοβε κι έραβε η γλώσσα της μοδίστρας μας της Ευανθίας. Το μοδιστράδικο ήταν και πρακτορείο Ρόϊτερ. Όλα τα μαθαίναμε. Έφερνε τη μεζούρα της γυροβολιά στον λαιμό της, κρατούσε τις καρφίτσες στο στόμα και καθώς σούρωνε τα υφάσματα πάνω στα παχουλά κορμιά των κυριών, παρακολουθούσε, με την άκρη του ματιού της, το καρίκωμα που έκανε η Αντιγόνη. 

Τη θυμάμαι σκυμμένη πάνω από πατρόν και υφάσματα, μέσα στο στενό καμαράκι που έκοβε και γάζωνε. Στον παράμεσο του δεξιού της χεριού φορούσε πάντα μια ασημένια δαχτυλήθρα. Ακόμα κι όταν στεκόταν όρθια για την πρόβα, το σώμα της έγερνε μπροστά, σαν να μην ήξερε άλλο τρόπο να υπάρχει. Τί έκπληξη όμως όταν σήκωνε τα μάτια της να σε κοιτάξει! Οι καταπράσινες λίμνες τους με πόση ευκολία σε ταξίδευαν στην παρθένα χώρα της τρυφερής ψυχής της!

Σίγουρα θα φαινόταν ομορφότερη, αν άφηνε ελεύθερα τα μαλλιά της. Αλλά εκείνη προτιμούσε να τα μαζεύει πίσω, σε κότσο αυστηρό, που συγκρατούσε σταθερά στη θέση του ένας πυκνός φιλές και άφθονες φουρκέτες.


Ήρθε στον τόπο μας, πρώτη φορά, με τους εργάτες της ελιάς. Είκοσι χρονών ήτανε τότε. Έμεναν στους ελαιώνες, μέσα σε παραπήγματα, κι όταν τελείωνε η συγκομιδή, γύριζαν στα χωριά τους.

Μια χρονιά, η Ευανθία αποφάσισε να μη γυρίσει πίσω. Νοίκιασε, με τις οικονομίες της, ένα σπιτάκι με αυλή, αγόρασε μια ραπτομηχανή και ξεκίνησε να ράβει. Για αρχή, μπάλωνε τα ρούχα που της έφερναν οι εργάτες. Σιγά-σιγά προχώρησε στα γυναικεία.  Ούτε που το κατάλαβε πως απ' τα μπαλώματα, πέρασε στα πατρόν και στις κυρίες της καλής κοινωνίας. Μέσα σε δέκα χρόνια, η δουλειά της αυξήθηκε τόσο πολύ που δεν τα έβγαζε μόνη της πέρα. Τότε, πήρε βοηθό την Αντιγόνη. 

Δούλευε ασταμάτητα. Μόνον την Κυριακή εξαιρούσε. Έκανε μπάνιο αποβραδίς, ετοίμαζε τα καλά της και όταν ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα,  ήταν στην εκκλησία από τους πρώτους. Μετά το "Δι' ευχών..." συνέχιζε τη μέρα της με βόλτα στην πλατεία και μια πάστα της αρεσκείας της στο ζαχαροπλαστείο Σεράνο. Στο ίδιο, που συνήθιζε να πίνει τον καφέ του τα πρωινά της Κυριακής  ο άντρας της καρδιάς της, ο Αριστείδης Καρελάς, που είχε το εμπορικό κατάστημα στον δημόσιο δρόμο. 

Χήρος προ δεκαετίας ο Αριστείδης Καρελάς, χήρα και η μάνα του που είχε αναλάβει τα δυο μικρά παιδιά του. Χωρίς σκοτούρες στο κεφάλι του μπορούσε να κάνει πιο εύκολα τη δουλειά του. Κατέβαζε  τα τόπια από τα ράφια, έδειχνε τα υφάσματα στις πελάτισσες, και πάντα έβρισκε έναν αξιοπρεπή λόγο να τις αγγίζει στο στήθος.

"Μου επιτρέπετε;...Α, ναι. Το 8. Αυτό είναι το νούμερό σας!" Ο μόνος αρσενικός σε ολόκληρη την πόλη, που - χωρίς την παραμικρή παρεξήγηση- είχε εξακριβώσει  τόσα πολλά γυναικεία νούμερα. Ειδήμων στα νούμερα ο Αριστείδης!  

 Μέτριος στο ύψος και στο...ανάστημα και πάντα καλοντυμένος αφού το απαιτούσε και το επάγγελμά του. Με αισθητή την αρχή φαλάκρας στην κορυφή του κεφαλιού που φρόντιζε ωστόσο να την καλύπτει επιμελώς με μιαν ατίθαση τούφα. Επέμενε να την στρώνει προς τα δεξιά, αγνοώντας τον δικό της φυσικό αριστερό προορισμό. Αποτέλεσμα, η τούφα να εξεγείρεται από καιρού εις καιρόν, με τη βοήθεια του αέρα που έπνεε ανέμελα, αγνοώντας εντελώς τις συμβάσεις. Βλέπαμε τότε, μία κεραία να στέκεται εκεί, πεισματικά, παραβλέποντας με αυθάδεια την εύθικτη μεγαλοπρέπεια του Αριστείδη. 

Τις περισσότερες φορές, υπάρχει ένα αγκάθι στη ζωή κάθε ευτυχισμένου άνδρα. Και δυστυχώς για τον Αριστείδη Καρελά δεν ήταν μόνον η τούφα που δεν έστρωνε αλλά και η ίδια του η μάνα. Προχωρημένης ηλικίας, δεν τα έβγαζε πέρα με τα μικρά θηρία που μεγάλωνε κι όλο παραπονιόταν. Άλλοτε πονούσε η μέση της, άλλοτε την ενοχλούσαν τα αθριτικά της, άλλοτε τα πόδια της που όλο πρήζονταν απ' την ορθοστασία. Είδε κι απόειδε ο Καρελάς κι αποφάσισε, να χορέψει για δεύτερη φορά τον χορό του Ησαΐα. Αφού πρώτα το διέδωσε σε φίλους, γνωστούς και συγγενείς, έκατσε μετά και περίμενε. Περίμενε τις υποψήφιες να τον ζητήσουν απ' τη μάνα. 

Έστειλε και η Ευανθία μια πελάτισσα που γνώριζε καλά την οικογένειά του.  Είχε μαζέψει την προίκα της από καιρό, δεν είχε μπει ακόμα και στα χρόνια, τι άλλο να περίμενε πια για να φτιάξει τη ζωή της; Οργανωμένο το "έγκλημα" και ερήμην του "δυσκοίλιου" Καρελά που αγνοούσε επιδεικτικά την ύπαρξή της.  

Οι μέρες περνούσαν αλλά απάντηση δεν ερχόταν. Μόνη της ελπίδα, να τον ξεμοναχιάσει την Κυριακή στο ζαχαροπλαστείο. Αλλά κι εκεί, ο μεγαλοπρεπής Αριστείδης, έβαζε τα όριά τουΔιάλεγε τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού, πίσω από δυο μεγάλες γλάστρες με φίκο και με την εφημερίδα που άνοιγε διάπλατα, σήκωνε τοίχο.  

Η Ευανθία αντίθετα ήθελε να βλέπει κόσμο, και να ξεφεύγει απ' τη μοναξιά της ραπτικής της. Γι' αυτό προτιμούσε να κάθεται κοντά στην είσοδο.  Σταύρωνε τις γάμπες της, έστρωνε τα μαλλιά της και απολάμβανε αργά την πάστα της. Συχνά - πυκνά έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος του Καρελά, ελπίζοντας  πως, κάποια στιγμή,  θα συναντιόνταν τα βλέμματά τους. Εκείνος όμως, έπινε τον καφέ του με θορυβώδεις ρουφηξιές, μερακλίδικες και δε σήκωνε τα μάτια του στιγμή απ' την εφημερίδα. Δύσκολο το εγχείρημα. Άτυχη η κατάληξη αλλά η Ευανθία επέμενε να βλέπει και να νιώθει άλλα. 

Ο χρόνος κύλησε, η προίκα αυξήθηκε αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετή για κείνον. Όταν κάποια στιγμή διαδόθηκε πως παντρολογήθηκε με άλλη, η Ευανθία εγκατέλειψε οριστικά την προσπάθεια κι έχωσε την προίκα της στο στρώμα. "Θα βρει τον καιρό της...", δήλωσε κοφτά και συνέχισε όπως πριν τη ζωή της. Δεν άφησε ποτέ κανέναν μας ν' αντιληφθεί, τί πίκρα έκρυβε η ψυχή της.

Περνούσαν τα χρόνια, καμπούριαζε η Ευανθία. Λίγο-λίγο της έτρωγε την ψυχή η βελόνα. Είχε πολλά ν' αντέξει. Τα παριζιάνικα μοντέλα που της έφερναν να ξεσηκώσει, τις μικροαστικές ξιπασιές, τις δύστροπες πελάτισσες, τα στριφώματα που δεν έλεγαν να στρώσουν, τα μάτια της που την πρόδιδαν, τα πειράγματα των παιδιών, κι εκείνη την άσκοπη προίκα, που της έκαιγε το στρώμα. 

Μια-μια μάζευε τις αντοχές της, κι όταν δεν μπορούσε άλλο να υπομείνει, έδιωχνε την Αντιγόνη, έκλεινε το μοδιστράδικο και παρίστανε την άρρωστη. Μπορεί και να ήταν. Ποιός ξέρει; Σε κανέναν δεν άνοιγε την πόρτα της, για να το διαπιστώσει. 

Κάποιο βράδυ, παραμονές Χριστουγέννων, εκεί που ξήλωνε ένα ρούχο για μεταποίηση, την πήρε ο ύπνος.  Δίπλα της τριζοβολούσε η ξυλόσομπα. Τα λίγα κάστανα που έψηνε, είχαν αρπάξει και μια γλυκιά ευωδιά είχε απλωθεί στην καμαρούλα.

Την ξύπνησε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. Έριξε μια βιαστική ματιά στο ρολογάκι της. Περασμένα μεσάνυχτα. Φοβήθηκε ν' ανοίξει. Περίμενε μήπως ακούσει και δεύτερο χτύπημα. Ησυχία. "Μάλλον μου φάνηκε", μουρμούρισε και σηκώθηκε να ξεμουδιάσει. Δεύτερο χτύπημα, πιο δυνατό απ' το πρώτο.  Κόλλησε το αυτί της στην πόρτα. Τρίτο χτύπημα και μαζί μια ξεψυχισμένη βλαστήμια "Ανοίξτε που να πάρει...!" 

"Ποιός είναι;" ρώτησε η Ευανθία μαζεύοντας όλο της το θάρρος.

"Βοήθεια ζητάω. Άνοιξε. Μη φοβάσαι". Υπακούοντας στο αγαθό της ένστικτο γύρισε το κλειδί, και μισάνοιξε την πόρτα. Απ' τη χαραμάδα έριξε με επιφύλαξη μια ματιά στον άντρα που στεκόταν στο κατώφλι. Αυτό που αντίκρισε, την έκανε να παρακάμψει κάθε δισταγμό και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Ένας φαντάρος, λυγισμένος στα δύο, με καταματωμένο πρόσωπο, την κοίταζε με σβησμένο βλέμμα. Έτοιμος ήτανε να καταρρεύσει.


"Με κυνηγάνε για να με σκοτώσουν", πρόλαβε να ψελλίσει πριν σωριαστεί στο κατώφλι της. Τον έπιασε απ' τη μέση και τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του. Τον έμπασε στο σπίτι. Του έκανε χώρο δίπλα στη φωτιά κι έφερε όσα γιατροσόφια είχε. Όσο περιποιόταν τις πληγές του αμίλητη, εκείνος κρατούσε τα μάτια του κλειστά. Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Μόνο το σιγανό του βογγητό ακουγόταν. Που και που αναστέναζε βαθιά επαναλαμβάνοντας "Ωχ μάνα μου...ωχ μάνα μου!" Όταν καθάρισε κι έδεσε τις πληγές του η Ευανθία, μάζεψε από κάτω τα ματωμένα πανιά και σηκώθηκε. Ο φαντάρος, με μια παράφορη κίνηση, άρπαξε το χέρι της και το φίλησε. "Σ' ευχαριστώ", της είπε καρφώνοντας το βλέμμα του στο δικό της. 

Η Ευανθία ανατρίχιασε. Σε δευτερόλεπτα, είδε μες στα μάτια εκείνου του φαντάρου, ολόκληρη τη ζωή της: την ορφάνια της, τα παιδικά της χρόνια, τα όνειρα που έκανε, τα όνειρα που αναγκάστηκε να θάψει. Και το 'νιωσε βαθιά πως εκείνος ο άνθρωπος, ήταν το άλλο σώμα της ψυχής της. Και λύγισε. Για πρώτη φορά. Έκλαψε μπροστά στον ξένο, όπως έκλαιγε μπροστά στον παπά που την εξομολογούσε. Εκείνος τα 'χασε. Της έσφιξε το χέρι δυνατά και δε μίλησε. Σεβάστηκε τη θύελλα που είχε ξεσπάσει μέσα της. 

Συνήλθε γρήγορα η Ευανθία. Σκούπισε τα μάτια της και του έβαλε κάτι να φάει. Μ' έναν μορφασμό αποστροφής έσπρωξε μακριά το πιάτο του και ζήτησε να ξαπλώσει. Του έστρωσε το κρεβάτι της με καθαρά σεντόνια και τον σκέπασε με τα στρωσίδια της προίκας της. Ψηνόταν στον πυρετό ο φαντάρος. Έμεινε δίπλα του, ως το πρωί. Να τον προσέχει. 

Με το πρώτο φως του ήλιου, ήρθε η Αντιγόνη για δουλειά. Την έδιωξε γιατί αρρώστησε. Το μοδιστράδικο θα έμενε κλειστό για λίγες μέρες. Έτσι της είπε. Δυο μερόνυχτα έμεινε στο προσκεφάλι του φαντάρου η Ευανθία. Κομπρέσες, σούπες, εντριβές, όλα μπήκαν σ' ενέργεια. Την τρίτη μέρα, εκείνος σηκώθηκε υγιής και ζωηρός λες και δεν είχε αρρωστήσει. Τι σου είναι τελικά τα νιάτα! Μετά το μεσημεριανό τους, έκατσαν δίπλα στη φωτιά και της τα είπε όλα. 

" Μ' έμπλεξαν άσχημα. Κατηγορούμαι για πράγματα που δεν έκανα και δεν μπορώ να τ' αποδείξω. Έχω πατέρα και παππού αριστερό. Καταλαβαίνεις. Δε χρειάζεται να μάθεις περισσότερα. Είναι καλύτερα για σένα. Θα μείνω λίγες μέρες  και μετά, σου το υπόσχομαι, δε θα με δείς ξανά μπροστά σου".

" Και πού θα πας;"

" Στην Αυστραλία. Έχω συγγενείς εκεί. Με περιμένουν." 

" Χωρίς χαρτιά;" Ο Ηλίας, έτσι έλεγαν τον φαντάρο, έσκυψε το κεφάλι του δίχως ν' απαντήσει.

Πέρασαν πέντε μέρες ακόμα. Ο Ηλίας και η Ευανθία, κλεισμένοι στο σπίτι της, ταξίδεψαν σ' όλο τον κόσμο. Της μίλησε για όλα όσα ήξερε. Της εμπιστεύτηκε τα όνειρά του. Της απήγγελε ποιήματα του Παλαμά, της Πολυδούρη κι εκείνη δάκρυζε. Σχεδίασε πάνω στα ρυζόχαρτα σημαίες των χωρών που ήθελε να πάει κι εκείνη τις ονειρεύτηκε μαζί του. Της απήγγειλε εδάφια απ' την Οδύσσεια και εκείνη μαγευότανε απ' τον ρυθμό τους και διασκέδαζε όταν τον παράσταινε για να την κάνει να γελάσει. Τότε ήταν που τον διέκοψε και του είπε:  "Οδυσσέα θα σε λέω, γιατί του μοιάζεις". 

Έβλεπε τον εαυτό του αλλιώς, μέσα απ' το βλέμμα της Ευανθίας. Το είδωλό του, μες τα μάτια της, είχε το μεγαλείο που του χάριζε ο έρωτάς της. Ψήλωνε σε ανάστημα ο Ηλίας. Έπαιρνε ηρωϊκές διαστάσεις. Τύφλωνε με πανουργία τον Κύκλωπα. Περνούσε με γενναιότητα τις Συμπληγάδες κι ονειρευόταν την Πηνελόπη του να περιμένει εκείνον, αμόλυντη απ' τους μνηστήρες. Την ξάπλωνε στο στρώμα και γινόταν σώμα της. Της χάριζε ψυχή και φλόγα. Και σαν ταπεινός προσκυνητής, έφερνε κάθε βράδυ στα πόδια της, λιβάνι χρυσό και σμύρνα. 

Οκτώ μέρες κρυβότανε στο σπίτι της. 

"Πόσο κρατάει η ευτυχία;" αναρωτιότανε χωμένη στην αγκαλιά του.

"Λίγο" της απαντούσε μια φωνή που εκείνη αρνιότανε ν' ακούσει. Η ψυχή και το σώμα της ένιωθαν άλλα. Μετρούσαν την ευτυχία με τον ρυθμό της ανάσας της, το λίγωμα των ματιών της, με τα μαλλιά της απλωμένα - σαν φωτοστέφανο - πάνω στο μαξιλάρι του Ηλία. Οκτώ μέρες. Τόσο κράτησε τελικά η ευτυχία.

 

Την ένατη μέρα, το πρωί, δεν είδε δίπλα της τον Ηλία. Είδε όμως το δώρο του,  στο παράθυρό της. Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο από κλαδιά λεμονιάς, στολισμένο με ό,τι βρήκε στο μοδιστράδικο: κουρελάκια από διάφορα υφάσματα, χρυσές κι ασημένιες τρέσες, κουμπιά περασμένα σε χρωματιστές κλωστές, υπολείμματα από δαντέλες και κορδέλες πολύχρωμες. Μια αράχνη, που είχε ξεκινήσει από ώρα να πλέκει τον ιστό της, κάλυπτε τα κλαδιά με τα πρωτότυπα στολίδια τους και ο χλωμός ήλιος που τρύπωνε απ' τις μισόκλειστες γρίλιες, φώτιζε το δεντράκι σαν το αστέρι πάνω απ' τη φάτνη του Χριστού, που θα γεννιόταν σε λίγο.

Πριν καταλάβει καλά-καλά τι γίνεται, ακούστηκαν φωνές απ' έξω. Έτρεξε αλαφιασμένη στο παράθυρο. Στρατιώτες είχαν αρπάξει τον Ηλία και τον έσερναν στο χώμα. Ο ένας τον κρατούσε απ' τον λαιμό κι ο άλλος τον κλωτσούσε με δύναμη. Πετάχτηκε έξω, τρελή από φόβο. Εκείνος μόλις την είδε, της έκανε νόημα να μη μιλήσει. Ένας τρίτος την έσπρωξε με δύναμη. Έπεσε δίπλα στον Ηλία. Τα  βλέμματά τους συναντήθηκαν για δευτερόλεπτα. Το δικό του είχε μια ανεξήγητη γαλήνη. Τον σήκωσαν με βρισιές. Τον φόρτωσαν σ' ένα καμιόνι κι έφυγαν.

Δεν έκατσε με σταυρωμένα χέρια η Ευανθία. Έβγαλε την προίκα από το στρώμα κι έφερε τον καλύτερο δικηγόρο απ' την Αθήνα. Στο τέλος, κατάφερε να τον ξεμπλέξει. Αντί για την "εσχάτη των ποινών", τη γλύτωσε με δυσμενή μετάθεση στην Κύπρο. 

Δεν τον ξανάδε. Όπως της το είχε υποσχεθεί. Ένα ευχαριστήριο γράμμα στην αρχή και μετά τίποτα.


Πέρασαν τα χρόνια. Άλλαξε η μόδα. Βγήκαν τα έτοιμα στην αγορά κι έκοψαν τις δουλειές της. Η ραπτομηχανή της πάλιωσε. Μεγάλωσε κι εκείνη. Πάτησε τα πενήντα. Χωρίς δουλειές, τι χρειαζόταν το μοδιστράδικο; Το έκλεισε κι έκανε επιδιορθώσεις "κατ' οίκον".  

Η ζωή της κυλούσε φτωχικά αλλά ήσυχα, χωρίς εκπλήξεις. Σηκωνόταν νωρίς το πρωί, πότιζε τα λουλούδια, έστρωνε το κρεβάτι, κι έπιανε το εργόχειρο στο κατώφλι του σπιτιού που λουζόταν στον ήλιο. 

Κάθε Χριστούγεννα στόλιζε ανελλιπώς το δέντρο της, που δεν είχε καμιά ομοιότητα με τα άλλα. Τα στολίδια του ήταν εκείνα που κράτησε από το πρώτο της, το αληθινό, δέντρο της Αγάπης. Κουρελάκια, τρέσες, κορδέλες και κουμπιά. Το στόλιζε και το χαιρόταν μόνη, αναβιώνοντας τη θαλπωρή που της χαρίστηκε και χάρισε τότε. 

Ένα πρωί, πέρασε ο ταχυδρόμος κι άφησε στην ποδιά της ένα φάκελο. 

"Είναι απ΄την Αυστραλία", της πέταξε βιαστικά κι έφυγε. Παραξενεύτηκε η Ευανθία που δεν καλόβλεπε πια. Δεν είχε κανέναν σ' εκείνο το μέρος. Τον γυρόφερε για λίγο στα χέρια της. Αποστολέας και παραλήπτης γραμμένοι στα ξένα. 

"Δεν ξέρω κι εγγλέζικα..." μουρμούρισε.

 Έσκισε τον φάκελο προσεκτικά κι έβγαλε από μέσα ένα γράμμα. Τ' ακούμπησε στα γόνατα, φόρεσε τα γυαλιά της κι άρχισε να συλλαβίζει αργά - αργά τις πρώτες λέξεις.

"Αγαπημένη μου Ευανθία..." 

Ταράχτηκε. Ο νους της αρνιόταν να δεχτεί την πιθανότητα. Η καρδιά και το σώμα της όμως καταλάβαιναν άλλα. Προσπέρασε γρήγορα τις υπόλοιπες γραμμές και στάθηκε στην τελευταία. Συλλάβισε ξανά: "Με αγάπη και εκτίμηση πάντα δικός σου, Οδυσσέας".

"Οδυσσέας;"

Μετά θυμήθηκε... 

Μια γλύκα απλώθηκε γύρω της και την τύλιξε. Το πρόσωπό της παρέμενε ατάραχο αλλά η κουρασμένη ματιά της περιπλανήθηκε στην καμαρούλα. Σαν να την έβλεπε πρώτη φορά. Μετά στάθηκε στο παράθυρο. Στο παράθυρο...

Τι γλυκός που ήταν ο ήλιος εκείνη την ώρα!




 

24 σχόλια:

  1. Μαρία ονειροπόλα! Μαρία με τη δύναμη της ψυχής και τη μαγεία του γραπτού σου λόγου. Μαρία με το ήθος και τη σεβάσμια πλοκή σου, με το ταξίδι σου πίσω σε χρόνους χαλεπούς. Μαρία με τους ήρωές σου βγαλμένους απ το αληθινό καμίνι της ζωής.
    Ευανθία και Οδυσσέας. Ένα ταξίδι, μια συνύπαρξη. Ένας ύμνος στις στιγμές και την αλήθεια τους το διήγημά σου, το θεωρώ δώρο γραφής σε τούτες τις μέρες της κυριαρχίας της ψευτιάς και της ευτέλειας.
    Ειλικρινά γέμισα συγκίνηση, ομορφιά, αλήθεια και αγάπη. Αγάπη απέραντη, αληθινή, απόλυτη. Όπως πραγματικά είναι.

    Ευλογημένη να είσαι αγαπημένη μου φίλη με αυτό που μας χάρισες. Να είσαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ'ευχαριστώ θερμά για το όμορφο σχόλιό σου Γιάννη μου και χαίρομαι πραγματικά που πέρασες όμορφα διαβάζοντας.
      Καλά Χριστούγεννα!!

      Διαγραφή
  2. Καμιά φορά οι οκτώ ημέρες συμπυκνωμένης ευτυχίας, αρκούν για την ευτυχία μιάς ολόκληρης ζωής. Τυχεροί όσοι την έζησαν. Και άτυχοι ταυτόχρονα.. Σε διάβασα με κομμένη την ανάσα! Καταπληκτική γραφή Μαράκι μου. Καλησπερούδια και φιλιά! Υ.Γ Έλα στο μπλογκ μου να σου μάθω άγνωστες λέξεις 😉😊

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ'ευχαριστώ πολύ Πέτρα μου
      Μου δίνει πολλή χαρά που πέρασες ωραία εδώ πέρα μέσα (ατάκα της φοβερής Αρτίστας) :)
      Καλά Χριστούγεννα!!

      Διαγραφή
  3. Οι παλιές αγάπες έστω και αν κράτησαν λίγο μπορούν να σε πάνε στον παράδεισο. Το μυαλό μου τρέχει όπως τα σύννεφα στον ουρανό. Πώς έγινε και με έκανες να φτάσω… τόσο μακριά;
    Αχ αυτή η πένα σου.
    Καλησπέρα Μαρία μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τα Χριστούγεννα το θέλουν το συναισθηματάκι τους και το χιονάκι τους Βιργινία μου. Αφού δεν έχουμε χιόνι είπα να βάλουμε μπολικο συναίσθημα.
      Εντάξει, κάνω τη γενναία αλλά με ψιλοτσάκισε κι εμένα όσο το έγραφα. Υπάρχουν πολλά βιωματικά στοιχεία στην ιστορία.
      Σ'ευχαριστώ πολύ και καταχάρηκα που πέρασες ωραία διαβάζοντας.
      Καλά Χριστούγεννα!!

      Διαγραφή
  4. Με εξαιρετική λεπτότητα και ευαισθησία ο λόγος σου Μαρία, μετουσιώνει τα αισθήματα της αγάπης, της προσμονής, της απώλειας, της μοναξιάς. Ακόμη και η σκιά της μελαγχολίας δεν αποπνέει αίσθημα θλίψης. Γραφή πολύπτυχη, νοσταλγική σ’ ένα ρομαντικό παρελθόν (που… σήμερα τέτοιοι χαρακτήρες) που αποδέχεται το εφήμερο και αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια και τρυφεράδα την απουσία. Φωτοσκιάσεις εντάσεων και σιωπής με την αίσθηση όμως του απόλυτα φυσικού.
    Μπράβο Μαρία! Πολλά συγχαρητήρια!
    Καλά Χριστούγεννα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ πάλι, αν μου επιτρέπεις, θα κάνω κριτική στην κριτική σου και θα πω πως είμαι τυχερή, πολύ τυχερή που διαθέτεις το χρόνο σου να με σχολιάσεις.
      Απολαμβάνω πάντα τον τρόπο που εκφράζεσαι!!!
      Σ'ευχαριστώ πολύ Αννίκα μου!
      Καλά Χριστούγεννα!!

      Διαγραφή
  5. Μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή. Γραμμένη με ευαισθησία για τους ήρωες σου, ειδικά την Ευανθία. Με τρόπο που με καθήλωσε ώστε να φτάσω μέχρι το τέλος, ελπίζοντας σε ένα οποιοδήποτε καλό τέλος. Για τις αγάπες εκείνες, που αναρωτιέσαι γιατί δεν είχαν συνέχεια. Γιατί σε σημαδεύουν ενώ πρόλαβες να τις νιώσεις, ίσα ίσα στο χρόνο! Μας χάρισες μια όμορφη Χριστουγεννιάτικη ιστορία και σε ευχαριστώ!
    Να είσαι πάντα καλά, να γράφεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έχει πολλά βιωματικά στοιχεία Βασίλη μου.
      Σχετικά με τις αγάπες που κρατούν λίγο, νομίζω πως δεν είναι όλες για να διαρκέσουν. Όσο δυνατές κι αν είναι. Κάποιοι άνθρωποι έρχονται στη ζωή μας για να μας δώσουν την ευκαιρία να γίνουμε πιο έξυπνοι, πιο ευαίσθητοι ή πιο δυνατοί κ.λ.π. Μετά, όταν επιτελείται ο σκοπός της συνάντησής μας, απλά φεύγουν. Ίσως πάλι να είναι ένα είδος φροντιστηρίου οι σύντομες αλλά πολύ δυνατές σχέσεις.Ίσως να εξασκούμαστε μέσα από αυτές να αντέχουμε τις μεγαλύτερες απώλειες.
      Χάρηκα πολύ τη διάβασες και σ' ευχαριστώ θερμά για τον σχολιασμό σου.
      Καλά Χριστούγεννα!!

      Διαγραφή
  6. Υπέροχη γραφή. Θαυμάσιο διηγημα. Το διάβασα απνευστί. Θα έλεγα καλότυχη την Ευανθία που γνώρισε τον Οδυσσέα της αλλά και άτυχη που έζησε την αγάπη τόσο λίγο.
    Πολύ καλογραμμένο και τα συναισθήματα που ξεπηδούν από τις λέξεις σου με κατέκλυσαν
    Σ'ευχαριστώ γι αυτό που διάβασα
    Καλές γιορτές να περάσεις
    Τα φιλιά μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το τέλος αφήνεται στη φαντασία του αναγνώστη Άννα μου. Αυτό που φαντάστηκα π.χ. είναι πως με αυτό το γράμμα έγινε μια καινούργια αρχή.
      Κι εγώ σ' ευχαριστώ θερμά Άννα μου για την παρουσία σου, τον χρόνο που αφιέρωσες και το σχόλιό σου.Χάρηκα πολύ που σου άρεσε :)
      Καλά Χριστούγεννα!!

      Διαγραφή
  7. Κοίτα τι κάνεις Μαρία μου... το "κοίτα"για τα μάτια μου που έχουν βουρκώσει από την γλυκύτητα και την ευαισθησία που βγάζει το κείμενο σου, εδώ σταματώ να φυσήξω μύτη και να σκουπίσω μάτια!!!
    Η παραπάνω ιστορία δεν έχει ίχνος μυθοπλασίας για μένα γιατί μπορεί να μην έζησα σε μοδιστράδικο αλλά ο άνδρας μου, μεγάλωσε με μάνα μοδίστρα που έφτασε να ράβει ακόμα και την Βουγιουκλάκη!
    Πεθύμησα τις δακτυλήθρες που τις έκανα ποτηράκια για τις κούκλες μου και τα δεκάδες κουτάκια με κουμπιά γιατί και η μητέρα μου, έραβε άψογα και μας έντυνε μέχρι που γίναμε κοπέλες!
    Πόσες άραγε παρόμοιες ιστορίες δεν έχουν ζήσει συνάνθρωποι μας και δεν κάνει να λέμε "χαμένες" ζωές γιατί δεν είναι, αισθάνομαι πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο!
    Τελικά εκτός από ζωγράφος και ποιος ξέρει και τι άλλο (!), είσαι εκπληκτική συγγραφέας, μπράβο σου!
    Με όλη μου την καρδιά εύχομαι τα καλύτερα για τον νέο χρόνο και υγεία και Αγάπη και χαρά!
    Α! και με πολλά πολλά ΑΦιλάκια αγάπης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ωωω..τι μαθαίνουμε! Είσαι θησαυρός εμπειριών Στεφανία μου. Θα ήθελα να σε ακούω να διηγείσαι. Κι εμένα έραβε η μητέρα μου τα ρούχα μου. Μέχρι και την εφηβεία μου τη θυμάμαι να ασχολείται με τη ραπτική, για μας. Τη ραπτομηχανή της την πρόσεχε σαν τα μάτια της και την αγαπούσε πολύ.Συμφωνώ μαζί σου πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο που τις περισσότερες φορές τον ανακαλύπτουμε πολύ πολύ αργότερα στη ζωή μας.
      Σ'ευχαριστώ πολύ για τους κολακευτικούς, για μένα, χαρακτηρισμούς σου αλλά νιώθω πως είμαι ερασιτέχνης και στα δύο. Πιο ερασιτέχνης πεθαίνεις :)
      Σε φιλώ γλυκά, σ'ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά και εύχομαι να περάσεις τέλεια τα Χριστούγεννα.
      Καλά Χριστούγεννα λοιπόν :) με πολλή αγάπη κι απο μένα!!

      Διαγραφή
  8. Οι 8 ημέρες ευτυχίας της Ευανθίας και του Ηλία χαρίζουν στον αναγνώστη ένα υπέροχο διήγημα γεμάτο συναισθήματα.
    Με γοήτευσε και δεν ήθελα να τελειώσει.
    Καλές γιορτές!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ελένη μου σ'ευχαριστώ πολύ που διέθεσες χρόνο να το διαβάσεις και μου δίνει μεγάλη χαρά που πέρασες ωραία διαβάζοντας.
    Σε φιλώ γλυκά
    Καλές γιορτές!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Πολύ όμορφη η ιστορία σου Μαρία μου, μ έκανες να ξεχαστώ για λίγο και να δημιουργήσω εικόνες. Οκτώ μέρες, λίγες αλλά αρκετές για να σε κρατήσουν στη ζωή με ελπίδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ'ευχαριστώ πολύ χελωνίτσα μου.
      Να είσαι καλά και Καλά Χριστούγεννα με υγεία!!

      Διαγραφή
  11. Καλησπέρα Μαρία μου!
    Τι υπέροχο διήγημα! Ακόμα κι αν το παραδοσιακό χάπι-εντ δεν ήρθε ποτέ, ήταν τέτοια η γραφή σου που δεν με άφησε να νιώσω την θλίψη του 'χαμένου έρωτα', μα να θαυμάσω την δύναμη που βρήκαν οι ήρωες να συνεχίσουν..
    Και το τελείωμα δίνει την ευκαιρία μιας νέας αρχής. Οπως την θέλει ο καθένας μας....

    Ευχαριστώ για αυτή σου την ιστορία. Υπέροχη γραφή που σε παρασέρνει στους κόσμους που περιγράφει..

    Σου εύχομαι ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ για ό,τι καλύτερο -για σένα και την οικογένειά σου!
    Ευχές και φιλούδια πολλά!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Σ'ευχαριστώ πολύ για την ανάγνωση και το όμορφο σχόλιό σου Σμαραγδούλα μου!
    Ναι να είμαστε όλοι καλά και να νιώθουμε ευγνωμοσύνη για όσα έχουμε και πρωτίστως την υγεία μας, τη ζωή μας.
    Καλά Χριστούγεννα για σένα και τους αγαπημένους σου.
    Εύχομαι του χρόνου να τα γιορτάσουμε ελεύθεροι :)
    Πολλά φιλιά κι από μένα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Με συνεπήρε η γραφή σου, Μαρία μου!! Ορμητική!!!
    Καλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα, εύχομαι!
    (Άσχετο αλλά και σχετικό: Τυχαία συνεδυασες το ονομα Ηλίας με το Οδυσσέας;;;)
    Φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το βρήκα πιο κατάλληλο για τον συγκεκριμένο ήρωα Όλγα μου. Λαΐκό παιδί.
      Άλλο ο προφήτης Ηλίας και άλλο ο Οδυσσέας. Μπορεί να πήραν στο τέλος και οι δυο τα βουνά αλλά μάλλον η λαϊκή παράδοση για τον προφήτη Ηλία έκλεψε τον Όμηρο.
      Σ'ευχαριστώ πολύ.
      Καλά Χριστούγεννα ξεκούραστα, τρυφερά και μελένια για σένα!

      Διαγραφή
  14. Ευκολοδιάβαστο και διασκεδαστικό ταυτόχρονα μπορώ να πω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Κοίτα να δεις το σου κάνει η βιασύνη και ο λίγος χρόνος που είχα μέσα στις γιορτες Μαρία μου είχα διαβάσει το όμορφο αλλά και τόσο ανθρώπινο διήγημα σου, για τις ελπίδες που έχει ο κάθε άνθρωπος μέσα του να έχει στην ζωή του ότι επιθυμεί,και πόσο αλλιώς μπορούν να έρθουν τα πράγματα.!
    Είχα γράψει σχόλιο και μάλιστα είχα αφήσει και τις ευχές μου για καλά Χριστούγεννα και καλή χρονιά..
    ΟΠως το κάνω πάντα ξαναγύρισα να διαβάσω το δικό σου σχόλιο και βλέπω ότι δεν υπήρχαν...
    Δεν ξέρω τι έγινε φίλη μου αλλά μαλλον με την βιασύνη εκείνων των ημερών δεν είχα πατήσει δημοσίευση.
    Τι να πω; παίρνω λοιπόν αμπάριζα οσες αναρτήσεις δεν έχω διαβάσει για να τα πούμε με προσοχή αυτή την φορά...ΚΑΛΉ ΧΡΟΝΙΑ Μαρία μου με υγεια και ότι εύχεσαι περισσότερο φιλιααα!! ❤

    ΑπάντησηΔιαγραφή