«Τι είναι κουκλίτσα μου; Ετοιμάστηκες για μπάνιο; χαχα... Αντηλιακό στην μυτούλα βάλαμε να μη
μας κάψει ο ήλιος;»
Αυτή είναι η
Ηρώ!
.
Τέτοιες
βλακείες να μην έλεγε και ίσως την συμπαθούσα περισσότερο. Την παρακολουθώ
τόση ώρα να καταβροχθίζει με απίστευτη ταχύτητα το κέικ σοκολάτας που έχει μπροστά
της και περιμένω με υπομονή τη δική μου σειρά, που όμως δεν έρχεται ποτέ. Και
σήμερα - το βλέπω - θα μείνω με την
όρεξη. Στην αρχή έκανα τα συνηθισμένα: ακούμπησα τα πόδια μου στην ποδιά της
και σκούντηξα με τη μουσούδα μου το γόνατό της. Τίποτα! Έβαλα
μπρος τα μεγάλα μέσα: κοιλίτσες, νάζια, κουνήματα, όπως κάνει η αντιπαθητική Μπέλα στο γάτο με το χοντρό κεφάλι. Όσο
πιο χοντροκέφαλος τόσο πιο χαζός, να το ξέρετε.
Το
καλοκαίρι έχει προχωρήσει και όπως κάθε Κυριακή, ετοιμαζόμαστε να πάμε για μπάνιο.
Από τότε που η δικιά μας έμαθε πως το κολύμπι αδυνατίζει, μας ξεσηκώνει απ’ τα
χαράματα για τη θάλασσα!
«Τελείωνε καμιά φορά να φύγουμε. Δέκα πήγε η
ώρα! Δεν αντέχω τη ζέστη. Το ξέρεις.» Όλο απαιτήσεις η Ηρώ.
«Τελειώνω…» απαντάει ήρεμα ο
Μίμης μου, ο άντρας του σπιτιού μας.
Όσο εκείνος είναι κλεισμένος στο
μπάνιo,
η Ηρώ πηγαινοέρχεται νευρικά στο σαλόνι.
«Επιτέλους!» του λέει μόλις τον
βλέπει να βγαίνει φρεσκοξυρισμένος. Ο Μίμης μου χαμογελάει σαν σταρ του
σινεμά. Δεν προσέχει καν το αυστηρό της βλέμμα που τον καρφώνει.
«Πώς είμαι; Πήρα λίγο το μουστάκι» μας
ανακοινώνει με θριαμβευτικό ύφος και περιμένει την επιβεβαίωση που, όμως...
χάνεται στο δρόμο.
Η Ηρώ αρπάζει νευριασμένη τις
τσάντες με τα πράγματα και του απαντάει με ερώτηση: «Για να πας στην παραλία ρε
Μίμη;»
«Αυτή τον ζηλεύει!» σκέφτομαι
και τρέχω κοντά του γαυγίζοντας χαρούμενα και κουνώντας την ουρά μου.
«Μόνο το Φριντάκι με
καταλαβαίνει…» παραπονιέται ο καλός μου και σκύβει να με χαϊδέψει.
Ευτυχώς που έχει και μένα!
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και αυτή ανοίγει νευρικά το παράθυρο. «Βράζει εδώ μέσα. Γιατί δεν το έβαλες στον ίσκιο; Αλλά τι ρωτάω; Την ξέρω την απάντηση, αμάν Ηρώ!…»
Ωχ,
έτσι και της απαντήσει τώρα θ' αρπαχτούν. Χώνω καλού κακού τη μουσούδα στην
κοιλιά μου και κάνω την κοιμισμένη. Δεν έχω άλλη επιλογή. Αν ήμασταν σπίτι, θα άλλαζα δωμάτιο ή
θα χωνόμουν κάτω από το κρεβάτι αλλά στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, πώς να
εξαφανιστώ;
Ευτυχώς! Ο σοφός άντρας δεν της απαντάει. Στρίβει αμίλητος το τιμόνι δεξιά και παίρνει τον παραλιακό δρόμο προς Βουλιαγμένη.
Απίστευτη κίνηση, ο τόπος βράζει απ’ τη ζέστη. Βράζει και η Ηρώ απ’ τα νεύρα της. Ο Μίμης ...Κινέζος!
Ευτυχώς! Ο σοφός άντρας δεν της απαντάει. Στρίβει αμίλητος το τιμόνι δεξιά και παίρνει τον παραλιακό δρόμο προς Βουλιαγμένη.
Απίστευτη κίνηση, ο τόπος βράζει απ’ τη ζέστη. Βράζει και η Ηρώ απ’ τα νεύρα της. Ο Μίμης ...Κινέζος!
Εμένα μου αρέσουν πολύ οι βόλτες με το αυτοκίνητο. Χαζεύω από το ανοιχτό
παράθυρο και ο αέρας μου σπρώχνει τ’ αυτιά προς τα πίσω. Ο Μίμης μου όμως βαριέται
τις Κυριακές και την κίνηση. Δεν θέλει
να τρέχει στις θάλασσες και να ψήνεται στη ζέστη. Προτιμάει την τηλεόραση και
τη δροσιά του αιρκοντίσιον. Πώς να γλυτώσει όμως απ' την Ηρώ που όλο κάτι θέλει
και όλο με κάτι τρώγεται;
Κάποτε, του έκανε ένα «τεστ προσωπικότητας» που βρήκε στα περιοδικά της. "Φιλήσυχος φλεγματικός! Άνθρωπος
τεμπέλης, καλοπερασάκιας και υποχωρητικός", διάβασε η Ηρώ την απάντηση στο
τέλος της σελίδας. «Ήρωας!»
σκέφτηκα εγώ και ξάπλωσα πάνω στις παντόφλες του.
Ο Μίμης μ’ αγαπάει
αληθινά και μου δίνει ό,τι του ζητήσω.
Δεν με μαλώνει
όταν γαυγίζω ούτε φωνάζει μέσα στ’ αυτιά μου. Όταν η Ηρώ γίνεται
έξαλλη και με διατάζει να το βουλώσω, ο Μίμης μου παίρνει πάντα το μέρος μου.
«Ασ’ το
καημένη να γαυγίσει. Τι σ’ ενοχλεί; Σκύλος είναι.»
Έλα ντε!
Έλα ντε!
Η Ηρώ είναι άνθρωπος της στιγμής. Τσακμάκι!
Όλα γίνονται στην ώρα «της» και όπως «πρέπει».
«Μίμη,
κουνήσου. Θα κλείσουν τα μαγαζιά.»
«Ουφ! Δεν
τ' αφήνουμε καλύτερα για αύριο;»
«Μα και χθες
το ίδιο μου είπες.»
«Αμάν βρε Ηρώ
μου με τις βιασύνες σου! Φοβάσαι μη φύγουν απ' τη θέση τους; Και αύριο εκεί θα
είναι.»
Έτσι!
Ο Μίμης μου
ένα κολλητό έκανε στη ζωή του. Το
Χρόνο! Δεν τον πιέζει ποτέ, γι’ αυτό κι
εκείνος του χαρίζει χρόνια. Ενώ ήδη έχει
πατήσει τα σαράντα, τον κάνεις δεν τον κάνεις τριαντάρη. Η Ηρώ
βρήκε τον καλύτερο. Είναι τυχερή κι ας μην το αναγνωρίζει.
«Γιατί να έλκονται τα
ετερώνυμα, μου λες; Τι ηλίθιος νόμος!
Σπρώχνει προς την ίδια κατεύθυνση δυο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους! Δες εμάς. Θυμώνω, εσύ αδιαφορείς, κλαίω, εσύ κάθεσαι και καπνίζεις, κι όταν
παχαίνω ενώ κάνω δίαιτα, εσύ τρως το καταπέτασμα και αδυνατίζεις!» του είπε μια μέρα μετά τον τσακωμό. Τα είπε, ξεθύμανε
αλλά απάντηση δεν πήρε.
Τα βαριέται τα
φιλοσοφικά ο Μίμης μου. Σαν και μένα.
Πάντως, οι άνθρωποι θα έπρεπε να ζευγαρώνουν με τη μυρωδιά, σαν τους
σκύλους. Αν ο Μίμης είχε διαλέξει την Ηρώ από τη μυρωδιά της, εγώ, σήμερα, θα
έτρωγα κέικ σοκολάτας και θα γάβγιζα όσο ήθελα. Ενώ τώρα;
Φτάνουμε επιτέλους στη Βουλιαγμένη. Μυρμήγκια ο κόσμος στην
παραλία. Κορμιά ξεροψήνονται λαδωμένα σ' ένα τεράστιο υπαίθριο
μπάρμπεκιου, αλλά αντί για μυρωδιές ρίγανης και λαδολέμονου, ο αέρας φέρνει
ευωδιές καρπουζιού και καρύδας. Παιδιά,
ρακέτες, μπαλάκια, μπουκάλια, κουτάκια από αναψυκτικά, και πλαστικά ποτήρια,
ανακατεμένα με πολύχρωμες ομπρέλες, ψάθες και στρινγκ. Πολλά στρινγκ!
Ο
Μίμης μου ανακάθεται και αφήνει το τιμόνι.
Του αρέσει το θέαμα! Το ‘πιασα αμέσως.
«Ας
καθίσουμε εδώ. Καλά είναι» δηλώνει ενθουσιασμένος. Η άλλη φουντώνει αμέσως.
«Εδώ; Καλά, δεν βλέπεις τι γίνεται; Πατείς με πατώ
σε, πού να σταθείς, πού να γδυθείς, πού να βουτήξεις; Σε λίγο θα βουλιάξει ο τόπος, κοίτα
...κοίτα ... ακόμα έρχονται καινούργιοι.» Πάντα υπερβολική η Ηρώ.
«Βαρέθηκα
να με τρέχεις στις ερημιές και στα κατσάβραχα για να μη σε δούνε», ξεστόμισε τη
μεγάλη κουβέντα ο Μίμης. Δε
μιλάει, δε μιλάει αυτός ο άνθρωπος, αλλά όταν μιλήσει, βρίσκει στόχο.
«Τι
θέλεις να πεις;» ρωτάει η άλλη με καταρρακωμένη υπερηφάνεια και αμέσως μπαίνει στην επίθεση «Εγώ δεν είμαι
επιδειξιομανής. Πάω στη θάλασσα για ν' ασκηθώ και να ηρεμήσω, όχι για να τα
βγάλω όλα έξω σαν μερικές. Έπειτα, το ζώο δεν το σκέφτεσαι;»
Ανασηκώνω τα αυτιά. Άκουσα καλά; Με είπε "ζώο!"
«Πού
θα το βουτήξω εδώ; Θα βρούμε το μπελά μας μέσα σε τόσο
κόσμο, τριακόσια ευρώ πρόστιμο όποιος κυκλοφορήσει ζώο σε πολυσύχναστη παραλία
και φτάνει τα πεντακόσια έτσι και το βάλει στο νερό.» Η σειρά της να χτυπήσει στόχο.
Το ευαίσθητο σημείο του Μίμη είναι τα λεφτά. Το ξέρουν και οι πέτρες.
Το ευαίσθητο σημείο του Μίμη είναι τα λεφτά. Το ξέρουν και οι πέτρες.
«Καλά-
καλά ...» μουρμουρίζει εκείνος και αμέσως στρίβει το τιμόνι δεξιά για Λαγονήσι. Όμως κι εκεί τα ίδια. Λιώνει το
αυτοκίνητο πάνω στην άσφαλτο. Νομίζω
πως θα λιώσω κι εγώ πάνω στο πλαστικό. Η γλώσσα μου έχει χυθεί πάνω στο κάθισμα
και νιώθω πως ζω την τελευταία μέρα της ζωής μου. Κανείς τους δεν μου δίνει
σημασία. Έχουν τα δικά τους. Η Ηρώ πάλι φυσάει και ξεφυσάει σαν θυμωμένος
ταύρος και ο Μίμης μου με το ζόρι κρύβει την απογοήτευσή του για τα χαμένα στρινγκ
της παραλίας. Συνεχίζει όμως ήρεμος να
οδηγεί.
«Εδώ,
καλά είναι;» ρωτάει, μετά από ώρα, φτάνοντας σε μέρος απομονωμένο και σκιερό. Η
Ηρώ βγαίνει από το αυτοκίνητο και εξετάζει προσεκτικά την περιοχή. «Πάρκαρε, καλά είναι…στον ίσκιο ...
στον ίσκιο!» διατάζει πάλι.
Η παραλία είναι επιτέλους όπως τη θέλει, εντελώς άδεια. «Αυτό είναι το βασίλειο του Ποσειδώνα!» μας
ανακοινώνει ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια της με ενθουσιασμό. Μετά, φορτώνεται με τον ίδιο ενθουσιασμό τις
τσάντες, τις ψάθες, και την ομπρέλα και αρχίζει να κατεβαίνει μόνη της το
μονοπάτι που οδηγεί στην ιδανική παραλία. Εγώ, περιμένω υπομονετικά το Μίμη.
Τακτοποιεί
με την ησυχία του το αυτοκίνητο, παίρνει την τσάντα με τα νερά και μου κάνει
νόημα να τον ακολουθήσω. Μπροστά εγώ, πίσω εκείνος, κατεβαίνουμε - μετά φόβου
Θεού - το κακοτράχαλο μονοπάτι που οδηγεί στην παραλία του «παραδείσου». Αν εξαιρέσουμε τις δυο φορές που
κοντέψαμε να γκρεμοτσακιστούμε στον κατήφορο - ανάθεμα το χαλίκι - όλα πήγαν
καλά, η παραλία άδεια και η θάλασσα, πράσινη λίμνη!
Μέχρι να φτάσουμε εμείς κάτω, η
Ηρώ έχει ήδη ανοίξει την ομπρέλα, την έχει στερεώσει στην άμμο και έχει απλώσει
τις ψάθες.
«Άντε , γδύσου.» διατάζει πάλι τον Μίμη.
«Σε λίγο…» απαντάει ήρεμα ο
καλός μου.
«Τώρα, γιατί θέλω να βουτήξω.»
«Βούτηξε. Τι σε κρατάει;»
«Να σου βάλω αντηλιακό.»
«Δε χρειάζεται. Θα το βάλω μόνος
μου.»
«Και στην πλάτη;» Eδώ
της δίνω ένα δίκιο. Κι ο Μίμης βεβαίως.
«Καλά… αλλά μη με πασαλείψεις πάλι.» απαντάει εκείνος
πεισμωμένος.
«Θέλεις
να καείς;» Το ύφος της δεν σηκώνει κουβέντα.
Ο
Μίμης της γυρίζει την πλάτη κι εκείνη απλώνει με γρήγορες κινήσεις την κρέμα.
«Σάντουιτς
με σαλάμι έφτιαξες;» τη ρωτάει για να πάρει δυνάμεις. Παίρνει δυνάμεις όταν
ξέρει πως θα φάει.
«Εννοείται.
Οδηγείς τόση ώρα.»
Η
Ηρώ τελειώνει το πασάλειμμα του Μίμη και μετά βγάζει ένα σάντουιτς και του το
δίνει. Την πλησιάζω κουνώντας ζωηρά την ουρά μου. Περιμένω να ταΐσει κι εμένα
αλλά αυτή, αφήνει μόνο ένα μπολ με νερό στον ίσκιο. Μετά, φοράει ένα άσπρο
καπέλο μέχρι τ' αυτιά και μπαίνει στη θάλασσα. Ανοίγεται γρήγορα στα βαθιά. Ο Μίμης όμως δεν
φαίνεται καθόλου πρόθυμος ν' ακολουθήσει. Πλατσουρίζει στα ρηχά κοιτάζοντας αναποφάσιστος
το άσπρο καπέλο, που από μακριά, μοιάζει με σημαδούρα.
«Να
μπω ή να μην μπω… Τι λες κι εσύ Φριντάκι;» με ρωτάει. Κάνω στροφή και
απομακρύνομαι σιγά-σιγά. Έχει
γούστο να με θέλει για παρέα. Σταματάει το πλατσούρισμα και έρχεται προς
το μέρος μου. Αυτό είναι! Βάζω
την ουρά στα σκέλια και τρέχω.
«Φρίντα ...Φριντάκι, μην απομακρύνεσαι κούκλα μου ...ΕΛΑ ΠΙΣΩ ΣΟΥ
ΛΕΩ ...»
Την ίδια στιγμή, η άλλη απ' τα βαθιά του φωνάζει μ’ ενθουσιασμό:
Την ίδια στιγμή, η άλλη απ' τα βαθιά του φωνάζει μ’ ενθουσιασμό:
«Μίμη
χάνεις! Μίμη χάνεις !»
«Θα
χάσω το σκυλί!» της απαντάει εκείνος με δυνατή φωνή και ξεπερνώντας γρήγορα τον φιλοσοφικό
προβληματισμό του, γυρίζει την πλάτη του στην μεγάλη πρόκληση της δικιάς μας και
με παίρνει από πίσω. Τρέχω προς τα
βράχια. Για πρώτη φορά ακολουθώ το ένστικτό μου. Μόνο αν κρυφτώ θα μπορέσω να ξεφύγω. Τα
βότσαλα ζεματάνε. Εκείνος βαδίζει πίσω μου σαν αναστενάρης αλλά δεν σταματάει
λεπτό να μου φωνάζει:
«Φρίντα,
ΕΛΑ ΠΙΣΩ ΣΟΥ ΛΕΩ ...»
Στο μεταξύ, η Ηρώ στα βαθιά, αγκομαχάει στο κολύμπι. Βάζει, όπως πάντα, σημάδι την ομπρέλα.
Στόχος της τα πενήντα πήγαινε-έλα...άντε τα τριάντα. Αγκομαχάει και ο Μίμης
προσπαθώντας να με φτάσει .
«Φρίντα!»
ξαναφωνάζει πλησιάζοντας επιτέλους στα βράχια.
«Εδώ
είναι!» του απαντάει μια δροσερή κοριτσίστικη φωνή.
«Πού
εδώ;» ξαναρωτάει ξαφνιασμένος.
«Στη
σπηλιά…δεξιά!» ακούει πάλι τη φωνή να του λέει. Σε λίγο, τον βλέπω να περνάει από το
στενό άνοιγμα του βράχου πεσμένος καταγής. Σέρνεται σαν το φίδι, βουτηγμένος
στην άμμο και με μια τεράστια έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Τον
υποδέχομαι με χαρούμενα γαυγίσματα - εδώ δεν έχω την ξινή να με μαλώσει. Η
έκπληξή του γίνεται μεγαλύτερη όταν βλέπει πως με κρατάει στα χέρια της μια
μικρή γοργόνα. Τον κοιτάζω όλο έξαψη, με τη μουσούδα μου πασαλειμμένη με
σοκολάτα. Μου ρίχνει μια γρήγορη ματιά αλλά η προσοχή του στρέφεται πάλι στη
γοργόνα. Το κορίτσι βάζει τα γέλια βλέποντας το ύφος του Μίμη. Εκείνος παίρνει το σοβαρό του.
«Έφαγε
σοκολάτα;» ρωτάει δήθεν αυστηρά.
«Δεν
έπρεπε;» απορεί με νάζι η γοργόνα και χαϊδεύει τη γούνα μου.
«Τυφλώνονται
με τα γλυκά!»
«Αλήθεια;
Δεν το ξέρω...»
«Έφαγε
πολύ;»
«Ένα
κομματάκι μόνο…» του λέει μασώντας με αναίδεια την τσίχλα της. Ο Μίμης δεν παίρνει στιγμή τα μάτια του από πάνω
της. Το δέρμα της είναι γεμάτο λέπια αλατιού. Καλά κατάλαβα
πως είναι γοργόνα αλλά αντί για ψαρίσια ουρά έχει δυο μακριά μαυρισμένα
πόδια και φοράει αυτό το στρινγκ που του αρέσει…
«Μη της δίνεις άλλη, είναι λαίμαργη …» Εγώ
λαίμαργη; Πώς είπε τέτοιο πράγμα!
«Όχι
καλέ, είναι γλυκούλα ...» Πολύ συμπαθητική αυτή η μικρή.
«Αν
ήξερα πως είσαι εδώ, θα φρόντιζα να τη δέσω.»
«Δεν πειράζει. Αγαπάω τα ζώα!» Κι αυτή «ζώο»; Βιάστηκα να τη συμπαθήσω.
«Φρίντα
τη φωνάζεις;»
«Ναι
Φρίντα.»
«Δηλαδή
Αφροδίτη.»
«Ε…ναι,
Αφροδίτη.»
«Της
πάει πολύ…»
«Έτσι
νομίζω.»
«Τώρα ήρθατε;»
«Όχι,
πριν λίγο.»
«Με
παρέα;»
«Όχι…όχι…μόνος.»
Τον ψεύτη! Kι εγώ τι είμαι;
«Μόνη
μου έρχομαι κι εγώ.»
«Και
δε φοβάσαι;»
«Στην
κρυψώνα μου; Tι να φοβηθώ; Δεν την ξέρει κανένας. Μόνο εσύ και το
Φριντάκι.»
«Δεν
με ξέρεις όμως.»
«Αφού έχεις τη Φρίντα, δεν σε φοβάμαι.»
Πρώτη
φορά έβλεπα τόσο χαρούμενο το Μίμη. Μιλούσε συνεχώς, κι έστρωνε το μαλλί του.
Έλεγε αστεία -σπάνιο πράγμα- και παινευόταν για χαζά πράγματα. Διασκέδαζε η
γοργόνα με τις βλακείες του, διασκέδαζε και με μένα που τρόμαζα όταν έσκαγε τις τσιχλόφουσκες της.
Έτσι
πέρασε η ώρα και δεν το κατάλαβε κανείς
μας. Η μικρή κουράστηκε και ξάπλωσε δίπλα του. Μόλις που χωρούσαμε και οι τρεις
στην κρυψώνα. Τα γέλια τους έγιναν χαμόγελα και πλάγιασαν οι ματιές τους.
Μιλούσαν σιγά τώρα. Ξαφνικά, ο Μίμης με τραβάει προς το μέρος του.
«Πέρασε η ώρα. Πρέπει να τη βουτήξω.»Το κορίτσι, ευτυχώς με αρπάζει απ’ τα χέρια
του.
«Αποκλείεται.
Θα κρυώσει...» Με πιάνει μια τρομάρα και αρχίζω να τρέμω.
«Τη βλέπεις; Tρέμει ολόκληρη!»
Κουτί της ήρθε της γοργόνας.
«Μα
βράζει ο τόπος!» διαμαρτύρεται ο Μίμης χαμένος.
«Έλα τώρα...τη
βουτάς αργότερα..» επιμένει με νάζι εκείνη και τραβιέται για να του κάνει χώρο.
Ο Μίμης μπαίνει στο νόημα και βολεύεται μια χαρά δίπλα της στριμώχνοντας εμένα
στην άκρη. Ξαφνικά περισσεύω, γίνομαι αόρατη. Κανείς τους πια δεν με
προσέχει.
«Χαλάσαμε την ησυχία σου. Να φύγουμε καλύτερα;»ρωτάει απρόθυμα ο δικός μου. Η μικρή
του γυρίζει την πλάτη. «Τίναξέ μου την άμμο» του ζητάει με νάζι. Ο Μίμης μου τζέντλεμαν! Παραμερίζει τα μαλλιά
της και τινάζει την άμμο από πίσω της. Πέφτει η άμμος, πέφτουν και τα λέπια αλατιού απ’ το δέρμα της. Η γοργόνα μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά σε γυναίκα. Πρέπει να τους αδειάσω
τη γωνιά, σκέφτομαι και βγαίνω αμέσως απ’ την
κρυψώνα. Κανείς τους δε με προσέχει.
Έξω ο καιρός έχει αλλάξει. Φυσάει δυνατός αέρας
και έχουν σηκωθεί μεγάλα κύματα. Η θάλασσα δεν είναι πια πράσινη λίμνη. Έχει γίνει θεριό που βρυχάται. Το άσπρο καπέλο δεν φαίνεται πουθενά. Η Ηρώ έχει βγει και μας ψάχνει. Ξαπλώνω στον ίσκιο του βράχου και περιμένω το Μίμη. Εκείνος αργεί και με παίρνει ο ύπνος.
Ξυπνάω βρεγμένη. Πόση ώρα
κοιμάμαι; Έχω χάσει το χρόνο. Γύρω μου μια γούρνα με άμμο και νερό κι εγώ
μέσα. Η θάλασσα έχει φτάσει στα πόδια μου. Πάνω μου κολλημένα διάφορα πραγματάκια της θάλασσας που έσπρωξε ο δυνατός
αέρας –φύκια, μικρά κλαδιά και … το άσπρο καπέλο! Το άσπρο καπέλο; Και η Ηρώ
πού είναι;
Το αρπάζω με τα δόντια μου και
μπαίνω ξανά στην κρυψώνα. Η μικρή δεν είναι εκεί. Βρίσκω το Μίμη να κοιμάται.
Αφήνω το καπέλο στην κοιλιά του και τον γλύφω με μανία στο πρόσωπο. Μεσ’ τον
ύπνο του με σπρώχνει πέρα. Τον αρπάζω απ’ το μαγιό. Τον τραβάω με δύναμη. Επιτέλους ξυπνάει.
«Τι είναι; Ti έπαθες Φριντάκι;» Μακάρι να
μπορούσα να μιλήσω. Παίρνω το καπέλο από την κοιλιά του και το αφήνω στο χέρι
του. Το κοιτάζει σαστισμένος.
« Το καπέλο; Πού το βρήκες; Ήρθε
εδώ η Ηρώ;» Πώς να του απαντήσω; Γαυγίζω και πάω προς την έξοδο. Μπαίνει αμέσως στο νόημα και πετάγεται όρθιος. Τινάζει βιαστικά
την άμμο από πάνω του και με ακολουθεί με το καπέλο στα χέρια. Διασχίζουμε την
παραλία τρέχοντας. Φτάνουμε στα πράγματά μας. Σκορπισμένα δεξιά κι αριστερά. Η
ομπρέλα πεταμένη στα σκίνα. Όμως ο Μίμης δεν νοιάζεται να τα μαζέψει. Κοιτάζει χαμένος τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και τρέχει πάνω-κάτω.
«Πού είναι Φρίντα; Την είδες; Βγήκε;»
Ανεβαίνει στον βράχο και κοιτάζει στα βαθιά. Ανεβαίνω κι εγώ μαζί του. Η
θάλασσα σκάει πάνω μας. Με παίρνει στην αγκαλιά του. «Πού είναι η Ηρώ μας; Την
είδες; Είναι ακόμα μέσα;» Φωνάζει το όνομά της. Του απαντάει μόνο ο άνεμος και
το κύμα. Η Ηρώ δε φαίνεται πουθενά.
«Μα τι μαλάκας είμαι! Πήγε στο
αυτοκίνητο. Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα;»
Αφήνει
το βράχο και ανηφορίζει τρέχοντας το μονοπάτι. Τον ακολουθώ. Φωνάζει
συνέχεια το όνομά της. Καμία απάντηση. Ούτε
εκεί είναι. Αστραπόβροντα ορμάνε κατά πάνω μας. Τα μαύρα σύννεφα έχουν κάνει τη
μέρα, νύχτα. Δεν περιγράφεται η τρομάρα μου. Είναι το χειρότερό μου. Χώνομαι κάτω από το αυτοκίνητο. Ο Μίμης μ’
έχει εντελώς ξεχάσει. Ξεσπάει δυνατή μπόρα. Ο Μίμης δεν νιώθει τίποτα. Μ’
αφήνει μες το χαλασμό και φεύγει. Βλέπω τα βήματά του που απομακρύνονται. Δεν
έχω άλλη επιλογή. Βγαίνω να τον ακολουθήσω. Γυρίζουμε πίσω. Η παραλία πια, δεν υπάρχει. Η θάλασσα έχει καλύψει τα
πάντα. Πέφτει στα γόνατα εξουθενωμένος. Ξεσπάει σε λυγμούς, ικέτης
στο βασίλειο του Ποσειδώνα «Τι έκανα…τι έκανα… γιατί σε άφησα μόνη;» φωνάζει απελπισμένος.
Ο άνεμος γυρίζει τη φωνή του πίσω. Σηκώνεται και ορμάει μες τη φουρτουνιασμένη
θάλασσα. Προσπαθεί ν’ ανοιχτεί στα βαθιά. Τρέχω πάνω κάτω. Δεν
τολμάω να τον ακολουθήσω. Στυλώνω το βλέμμα μου πάνω του και περιμένω να τον δω
να επιστρέφει. Παλεύει με τα κύματα. Δεν
καταφέρνει ν’ ανοιχτεί. Η θάλασσα τον σπρώχνει στα βράχια και πάλι τον τραβάει
πίσω. Τον βλέπω να εξαφανίζεται και μετά να εμφανίζεται, σαν μαγική εικόνα που
αναβοσβήνει μέσα στη νύχτα. Όλη η φύση εναντίον του. Γυρίζει πίσω νικημένος.
Σωριάζεται στην άμμο, κάτω απ’ την δυνατή βροχή. Κουλουριάζομαι δίπλα του.
«Μόνο
να ζεις και όλα θα αλλάξουν. Mόνο να ζεις!» Η ανάσα του κόβεται στη μέση, χίλιες
φορές. Τη φωνάζει με όλη του τη δύναμη. «Ηρώ…Ηρώ μου…» η φωνή του δεν φτάνει
στη θάλασσα. Πνίγεται στο κλάμα.
Παίρνει δυνάμεις. Σηκώνεται πάλι. Ψάχνει ξανά την ακτή,
βήμα-βήμα. Παραπατάει. Δεν πέφτει. Όταν πέφτει, σηκώνεται και συνεχίζει.
Θάλασσα και βροχή τον κλείνουν πίσω από θολά τείχη. Γίνεται σκιά που παλεύει αόρατους εχθρούς. Φωνάζει, βρίζει,
απειλεί θεούς και δαίμονες. Νιώθω πως βλέπω ταινία, από εκείνες που της αρέσουν - τις ηρωικές! Πού βρίσκει
τόση δύναμη ο Μίμης; Αυτός ο φιλήσυχος φλεγματικός που βαριέται τα πάντα;
Σχεδόν νυχτώνει. Γυρίζει και με
σφίγγει πάνω του.
«Χάθηκε…πάει.» Τρέμει ολόκληρος,
κι εγώ μαζί.
Δεν αντέχω να τον βλέπω έτσι. Πονάει
η καρδιά μου. Ξεφεύγω απ’ το σφιχταγκάλιασμά του και στέκομαι όρθια. Τεντώνω το
κεφάλι μου ψηλά και αρχίζω να γαυγίζω. Γαυγίζω με όλη μου τη δύναμη.
Να υψωθεί η φωνή μου πάνω από τα κύματα, να φτάσει στα βαθιά.
Τσούζουν τα μάτια μου απ’ το αλάτι, πονάει ο λαιμός μου απ’ την προσπάθεια,
σιχαίνομαι τη βρεγμένη γούνα μου αλλά δεν σταματάω να γαυγίζω. Για να μ’
ακούσει. Γιατί αν μ’ ακούσει, θα βγει έξω Μίμη μου. Θα βγει να με μαλώσει.
Βρε, παιδί μου, πού τα χώρεσες όλα σε μία σκυλίσια ιστορία;
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν ωραίο το κυριακάτικο μπάνιο μας - κι ας μην το κάναμε μερικοί - και, κυρίως, με πολλή περιπέτεια και πολλές εντάσεις!
Μάλλον το σημαδέψαμε: Όταν θα περνάω μετά τη Βουλιαγμένη και τα Λαγονήσια από την παραλιακή, θα αναζητώ μια κρυφή σπηλιά που θα περιλαβάνει ..υποσχέσεις - αρκεί να μην το πάρει χαμπάρι η Ηρώ μου! :-)
Πολλά φιλιά!
Είδες; Καμια φορά συμβαίνει αυτό και στην πραγματικότητα. Να συμπυκνώνεται η ζωή και να χωράει μέσα σε λίγες ώρες :)
ΔιαγραφήΑ! Να μην το πάρει χαμπάρι η "Ηρώ" σου διαβάζω. Καλά, εγώ πάντως στο λέω, θα σε μαρτυρήσω.
Σ'ευχαριστώ που πέρασες και για το σχόλιό σου :)
Πολλά φιλιά κι από μένα Διονύση μου και να περάσεις όμορφα το Κυριακάτικο απόγευμά σου.
Μια ζωή ολόκληρη μέσα από τα μάτια της Αφροδίτης, που πέρα από σκύλος ένιωσα σαν ίσως να είναι και το υποσυνείδητο του αφεντικού της. Είναι τα πράγματα που δεν ξέρουμε πως ξέρουμε αλλά υπάρχουν μέσα μας για τις σχέσεις μας με τους άλλους και με τον εαυτό μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφο κείμενο, Μαρία μου! Όμορφη Κυριακή να έχεις! :)
Μου αρέσει πολύ αυτό που γράφεις Κατερίνα μου, πως ο σκύλος, νιώθεις πως ίσως είναι το υποσυνείδητο του αφεντικού του. Μπορεί να είναι κι έτσι αν σκεφτεί κανείς πως τα σκυλιά είναι τα πρώτα ζώα που πλησίασαν τον άνθρωπο, υιοθέτησαν τις συνήθειές του και τον συντρόφεψαν στη μακριά πορεία του στον κόσμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ πολύ για την σκέψη σου και την παρουσία σου εδώ.
Καλό απόγευμα
Σε φιλώ!
Αχ βρε Μαρία μου.....!
ΑπάντησηΔιαγραφήαν σου πω ότι περίμενα αυτό το γύρισμα στο διήγημά σου θα πω περίτρανα ότι διαψεύστηκα. Δεν γίνεται έλεγα, δεν γίνεται, από κάπου θα φανεί η αεικίνητη Ηρώ με την στεντόρεια φωνή και θα επαναφέρει την διαταραχθείσα ισορροπία σε τάξη. Κάπου εκεί θα υπάρχει το happy end γεμάτο χιούμορ.
Όμως.... όμως.... να η ανατροπή....! να το τέλος που δεν περίμενε κανείς. Να η απελπισία, το σημείο κρίσης που κάνει τις αποκαλύψεις. Ένας ολάκερος κόσμος βαθιά κλεισμένος στην ψυχοσύνθεση του Μίμη εισβάλλει στο φως. Για να φωνάξει την αλήθεια. Την αλήθεια που πολλές φορές την κρατάμε δίπλα μας αθόρυβη ίσως γκρινιάρα αλλά που έχει τις σταθερές της αναφορές.
Και η αλήθεια αυτή ονομάζεται Ηρώ.
Η Είσοδος στην σκηνή της Φρίντας, μιας εκπληκτικής σκυλίτσας, είναι όλα τα λεφτά. Σεναριακή επινόηση πολύ δύσκολη, μπαίνεις στον κόσμο της, της δίνει χαρακτηριστικά "τρίτου ανθρώπου" που παίζει καταλυτικό ρόλο στην πλοκή σου.
Όσο για τη "γοργόνα", επίσης ουσιαστική αναφορά στους "πειρασμούς" της ζωής.
Μαρία, πολύ θα ήθελα το διήγημά σου αυτό να το δω ταινία μικρού μήκους και μάλιστα σύγχρονο animation.
Και κάτι τελευταίο.
Θα το πω:
Κάνω τις αναγωγές με την ταινία του μεγάλου Fritz Lang, στο film noir "ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ" το 1944.
Με τους Robinson & Bennet
Υπάρχει ένας έρπων συντηρητισμός στην πλοκή και πρόσεξέ με, δεν το λέω επικριτικά. Το λέω ως εξής.
Το απροσδόκητο είναι το στιγμιαίο, το όνειρο, ο πόθος, η γοργόνα. Ο Χαρακτήρας σου ζει αυτό το όνειρο, χωρίς πρόθεση, αλλά το κόστος που πληρώνει είναι τεράστιο.
Αφήνεις βέβαια παράθυρα ελπίδας, η Ηρώ δεν δηλώνεται αφανισμένη στην πλοκή σου. Απλά η απουσία της, ο πιθανός χαμός της προκαλεί συναισθηματικό σοκ και στους δύο χαρακτήρες. Και στον Μίμη και στη Φρίντα.
Χμμμμμ μηνύματα πολλά.
Υπάρχει μια υφέρπουσα απαισιόδοξη διάθεση στη γραφή και στην πλοκή και το μεγαλείο είναι ότι το δίνεις βουτηγμένο στο χιούμορ αλλά και στην παρουσία της Φρίντας.
Το αγάπησα πάρα πολύ το διήγημα αυτό όση πίκρα και γκρίζο να βγάζει.
Μαρία υποκλίνομαι στη γραφή σου κορίτσι μου.
Υ.Γ. Συγγνώμη για την έκταση του σχολίου μου αλλά δεν μπορούσα αλλιώς.
Με άφησες άφωνη. Δεν περίμενα καθόλου κάτι τέτοιο όταν ξεκίνησα την ανάγνωση, μα ρούφηξα κάθε λέξη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσα νοήματα περνά η ιστορία σου. Πολύ ωραία η οπτική της Φρίντας, που σε κάποια σημεία την ένιωσα πολύ πιο ώριμη από τα αφεντικά της.
Το plot twist στο τέλος, με άφησε με κομμένη την ανάσα.
Υπέροχο κείμενο. Μπράβο Μαρία.
Καλό ξημέρωμα :)
Μαρίνα μου σ'ευχαριστώ πολύ που είχες την υπομονή να κάτσεις να το διαβάσεις. Έχει μια έκταση και ο χρόνος του καθενός μας είναι πολύτιμος.
ΔιαγραφήΚαι βέβαια μου δίνεις χαρά που μου γράφεις πως σου άρεσε και δεν έχασες το χρόνο σου διαβάζοντάς το.
Η Φρίντα έχει ενσυναίσθηση στο τετράγωνο χαχα μια η δική της και άλλη μια των ανθρώπων. Ξέρουμε πως τα σκυλιά αφομοιώνουν με εκπληκτικό τρόπο την ανθρώπινη ψυχολογία.
Να είσαι καλά και να περνάς τέλεια Μαρίνα μου. Σ'ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου και το σχόλιό σου.
Σε φιλώ!
Αντί να σε συγχωρήσω για το μεγάλο σε έκταση σχόλιό σου Γιάννη μου, θα κάνω το αντίθετο. Θα σε ευχαριστήσω πολύ γιατί καταρχάς είχες την υπομονή να διαβάσεις όλο την ιστορία και μετά να το αξιολογήσεις με προδιαγραφές σχεδόν επαγγελματία κριτικού. Κάτι που εμένα μου αρέσει πολύ γιατί με βοηθάει να δω από τη σκοπιά του αναγνώστη την ιστορία. Μου είπες πολλά και πολύτιμα πράγματα και η γνώμη σου έχει βαρύτητα γιατί είσαι ένας τύπος που το ψάχνει το πράγμα πολύ και έχει κάτι παραπάνω να προσθέσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλω επίσης να ξέρεις πως μετά από δική σου προτροπή αποφάσισα να αναρτήσω κάτι δικό μου με έκταση και ολοκληρωμένο.
Και για να το ελαφρύνω λίγο θα προσθέσω στη δική σου εκδοχή του τέλους πως ναι, η Ηρώ απηυδησμένη από τη συμπεριφορά του άντρα της και έχοντας γλυτώσει από του χάρου τα δόντια κάνει οτοστόπ γιατί δεν ξέρει να οδηγεί και γυρίζει σπίτι τους. Την βρίσκουν όταν επιστρέφουν και αφού έχουν αναστατώσει αστυνομία, εμακ, εθελοντές διασώστες και νοσοκομεία. Το αποτέλεσμα είναι, μετά από όλα αυτά, να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι και να τον διώξει αλλά το Φριντάκι που τους θέλει μαζί κατά βάθος θα κάτσει έξω από το σπίτι και θα γαυγίζει μέχρι να βγει η Ηρώ και να τους ξαναμαζέψει χαχα.
Ελπίζω έτσι να σου έφτιαξα την καρδιά και να μην πονάει.
Σ'ευχαριστώ μέχρι τον ουρανό για την παρουσία σου και το εποικοδομητικό σου σχόλιο.
Πολλά φιλιά Γιάννη μου :)
Ουάαααααααααααααααου.......! αυτό είναι φινάλε.....!
ΔιαγραφήΗ Φρίντα ενώνει....! η Φρίντα δίνει τη λύση με την καταλυτική της δράση. Η Φρίντα γίνεται ο απόλυτος καταλύτης στο διήγημα.
Χαίρομαι πάρα πολύ για το φινάλε αυτό Μαρία μου και έπρεπε να το βάλεις σε έστω ένα 2ο μέρος, θα μας κρατούσες και σε αγωνία, θα σκάγαμε μέχρι να έρθεις να μας λυτρώσεις με τα γαβγίσματα της Φρίντα.
Καλά έκανες και δημοσίευσες το διήγημα. Και να το κάνεις συχνά. Η Γραφή σου είναι πανέμορφη και έχεις σκεπτικά και θεματολογικά να μας δώσεις πολλά πράγματα Μαρία μου.
Μην διστάζεις λοιπόν. Κάντο....!
Όσον αφορά τα λοιπά, να σε ευχαριστήσω για την τιμή των λόγων σου. Μου αρέσει να στέκομαι πάνω σε κάθε δουλειά, σε κάθε δημιούργημα, να το φέρνω στη δική μου εικόνα, να το κάνω ...ταινία αν θέλεις (υστερικός παιδί μου).
Άλλη μια φορά την ευγνωμοσύνη μου για την ομορφιά του γραπτού σου.
Καλό ξημέρωμα.
Μας έχει δώσει πολλές αφορμές να συνειδητοποιήσουμε την έκταση της λογοτεχνικής γραφής σου και τα γρήγορα γυρίσματα του νου . Αλλά αυτή η "σύλληψη" ξεπερνά και την πιο τολμηρή φαντασία Μαρία μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν το διάβασα απλώς .Το ρούφηξα κυριολεκτικά λέξη προς λέξη. Και παρ' ότι πολύ νωρίς φαντασιώθηκα και γω το τέλος της "τυπικής" συζύγου Ηρώς, το ενδιαφέρον μου για την κατάληξη χτύπησε κόκκινο. Κι αν πεις για το...συμπληρωματικό σενάριο του έργου ,ε, αυτό ήταν η αποθέωση.
Δεν θα προχωρήσω στην επεξεργασία των ρόλων των ηρώων, γιατί δεν έχω να προσθέσω περισσότερα από τον ΕΙΔΙΚΟ της παρέας μας ,φίλο Γιάννη.
Θα υπογραμμίσω μόνο την αντίδραση του συμπαθέστατου, καταπιεσμένου συζύγου Μίμη. Μπροστά στον φόβο της απώλειας της τυραννικής συντρόφου του ,έβγαλε ένα ανθρώπινο πρόσωπο .Αυτό το φαινομενικά αδιάφορο, ψυχρό άτομο ,σπαρακτικά παρακαλούσε την επανεμφάνιση της γυναίκας του στη ζωή.
Εν αντιθέσει με την κ υ ρ ι α που τίποτα δεν την άγγιξε, κανένα μήνυμα δεν έλαβε από την μάχη της με τον θάνατο και τελικά του έδωσε -μαζί με το σκύλο τους-τα παπούτσια στο χέρι
Άδεια γύρισε από τα αφρισμένα κύματα ,όπως άδεια ήταν και στην ζωή της.
Δυστυχώς, απ' ότι δείχνει το καταπληκτικό συμπληρωματικό φινάλε σου, εντελώς άδεια θα παραμείνει και στην υπόλοιπη ζωή της.
Ωραιότερος ρόλος για την Φρίντα δεν ξανάγινε. Στα χέρια σου απετέλεσε το μαγικό εργαλείο που υποστήριξε σταθερά και συγκινητικά την χιουμοριστική -ανάλαφρη πλευρά του αφηγήματος . Πράγμα που διατήρησε μέχρι τέλους μια φανταστική ισορροπία συναισθημάτων μεταξύ της τραγικής και της εύθυμης πλευράς του αφηγήματος.
Η εύθυμη προσέγγιση δε στα συνήθη, φθοροποιά ,άχαρα δεδομένα πολλών ζευγαριών είναι μια εξαιρετική αφορμή για να τα καλοσκεφτεί κανείς απ' την αρχή και να βάλει νερό στο κρασί του, (ιδίως οι γυναίκες) για να γίνει η ζωή μας όσο γίνεται πιο βατή ,πιο απλή, πιο συμπαθητική και ήρεμη όπως η θάλασσα όταν είναι γαληνεμένη.
Γιατί όπως η Θάλασσα έτσι και η ζωή μας ενίοτε σηκώνει μεγάλες φουρτούνες κι όλα κρέμονται σε μια κλωστή…
Σε καλημερίζω με την καρδιά μου ανάλαφρη γιομάτη συγκίνηση και ευχαρίστηση
Φιλί κανονικό όχι στα πεταχτά.
Σ'ευχαριστώ πολύ Λυγερή μου. Η δική μου καρδιά είναι γεμάτη απ' όλα! χαρά,συγκίνηση,ευγνωμοσύνη για την τόσο γενναιόδωρη κριτική σου. Με κολακεύει και με τιμάει πολύ η κριτική σου.Αυτό όμως που κυρίως μου βγάζει ένα ουφφ..ανακούφισης είναι που δεν έχασες το χρόνο σου διαβάζοντάς το.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά - ελπίζω να έχεις αναρρώσει τώρα.
Καλή εβδομάδα
Πολλά φιλιά κι από μένα :)
Τι έμπνευση ήταν αυτή, βρε Μαρία μου;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο διάβασα μονορούφι.
RESPECT!
Σ'ευχαριστώ πολύ Lysippe!
ΔιαγραφήΧαίρομαι πραγματικά που σου άρεσε.
Καλό βράδυ!
Γεια σου Μαρία. Μεστό (πόσα πολλά έχει), και απολαυστικότατο! Εύγε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι να σου πω την αλήθεια μου αρέσει όπως ακριβώς το έχεις, χωρίς δηλαδή να λες τι έγινε τελικά (ώστε η έμφαση να μένει στο . . . όνειρο και στους κινδύνους, ενοχές ή φόβους που, καλώς ή κακώς, το συνοδεύουν καμιά φορά).
Χαίρομαι που συμφωνούμε για το τέλος Γιάννη :)
ΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ πολύ που αφιέρωσες χρόνο για να το διαβάσεις και να το σχολιάσεις.
Καλό βράδυ!
Καλό βράδυ Μαρία : Διαβάζεται άνετα το διήγημα με τη περιγραφή της αγαπημένης σκυλίτσας της Φρίντας , που έχει θέση στην καρδιά των πρωταγωνιστών της Ηρώς και του Μίμη . Το περίεργο είναι , ότι δεν ξυπνήσαν από τον θόρυβο της βροχής , θάλασσας , του αέρα να βοηθήσουν την Ηρώ . Είναι ένα παιχνίδι της μοίρας , που κανείς δεν καθορίζει το τέλος ; η κάπου εκεί έξω τους περιμένει η Ηρώ να τους παρατηρήσει . Μου αρέσει να διαβάζω καλοκαιρινές ιστορίες και να παίρνω μηνύματα για τις σχέσεις ανθρώπων , αγαπημένων κατοικίδιων . Καλό ξημέρωμα Μαρία :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύλογη η απορία σου Κυριακή μου και έχει απάντηση. Η κακοκαιρία ήρθε κλιμακωτά. Μέσα στη σπηλιά έφταναν πολύ αμβλυμμένοι οι ήχοι και η βροχή και η μεγάλη επιδείνωση του καιρού ξέσπασαν αργότερα, αφού είχαν ξεσηκωθεί (ο Μίμης και η Φρίντα) για να αναζητήσουν την Ηρώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ πολύ που πέρασες :)
Kαλό σου απόγευμα. Σε φιλώ!
Υπέροχη ιδέα και ακόμα πιο όμορφη αποτύπωση Μαρία μου!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και νομίζω πως η σκυλίτσα είναι λίγο πανούργα και την αφεντικίνα της τη βλέπει αυστήρα, το απόλαυσα!
Πλάκα πλάκα πόσες φορές έχω πιάσει τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν σκέφτονται και τι.
Ειδικά με τον γάτο μου που τον παραμελώ συνεχώς τελευταία, η ψυχή μου πιάνετε.
Καλύτερα νομίζω να μην ξέρω :)
Βρες λίγο χρόνο για το γατούλη σου Νικολέτα μου. Είμαι σίγουρα ότι του λείπεις.
ΔιαγραφήΗ Φρίντα είναι κολλημένη με το αφεντικό της :) Tην αγαπάει και την Ηρώ αλλά το κόλλημα..κόλλημα με το Μίμη χαχα
Σ'ευχαριστώ πολύ.
Καλό μήνα σου εύχομαι!
Πολύ μου άρεσε...Απνευστί το διάβασα...Και έδωσες ένα καθημερινό ζευγάρι τόσο παραστατικά μέσα από τα μάτια ενός σκύλου που εντυπωσιάστηκα. Και η γοργόνα αλήθεια πού πήγε; Και τον άφησε στα κρύα της σπηλιάς; Είδες οι πειρασμοί; Για λίγο προκαλούν τρικυμία αλλά χάσαμε και την Ηρώ. Ωραία που άφησες το τέλος στη δική μας φαντασία. Εγώ δεν το βρήκα θλιβερό το αντίθετο. Ρεαλιστικότατο φυσικά και μέσα από το φόβο του χαμού βγήκαν στην επιφάνεια αισθήματα που η καθημερινότητα τα είχε σκεπάσει. Έτσι γίνεται συνήθως...πρέπει να χάσεις κάτι ή να πιστέψεις ότι έχασες για να το εκτιμήσεις. Χαίρομαι που διάβασα το τέλος σου ως χάπι εντ γιατί μ'αρέσει το ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα σαν παιδί που λατρεύει τα παραμύθια. Αλλά το κυρίως διήγημα είναι τέλειο με αυτό το τέλος, και τόσο καλογραμμένο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε συνεπήρες...
Ευχαριστώ γι αυτο που διάβασα
Σε φιλώ
Κι εγώ απνευστί διάβασα το σχόλιό σου Άννα. Την έζησες την ιστορία και την ξαναέζησα κι εγώ μέσα από τα λόγια σου. Η γοργόνα μάλλον πείνασε και γύρισε σπίτι της ή πήρε την επιβεβαίωση που ήθελε και έφυγε. Ποιος ξέρει. Η Φρίντα δεν μας είπε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαμιά φορά οι πειρασμοί είναι δημιουργήματα του μυαλού μας και τρέφονται με τη φαντασία μας.
Σ' ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου και τις σκέψεις σου. Είναι πολύτιμες για μένα.
Να είσαι καλά και να περνάς τέλεια το καλοκαίρι σου. Με πειρασμούς ή χωρίς δεν έχει σημασία.
Σε φιλώ!
Μαρία Γ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλήθεια, δεν περίμενα να διαβάσω κάτι τόσο δυνατό, πρωί πρωί. Καταπληκτικής έμπνευσης διήγημα, με ένα τρίτο πρόσωπο ( τη σκυλίτσα ), που μέσα από τα μάτια και τις σκέψεις της, εκτυλίσσεται όλη η ιστορία. Ένα δράμα, με πολλές μικρές στιγμές, που περνούν τα περισσότερα ζευγάρια αλλά με μια κορύφωση, την απώλεια του αγαπημένου σου προσώπου. Και τότε συνειδητοποιείς πόσο ανάγκη το έχεις, αυτό το πρόσωπο με το οποίο μοιράζεσαι τη ζωή σου!
Νάσαι Καλά! Την Καλημέρα μου!
Σ' ευχαριστώ πολύ Βασίλη που πέρασες και το διάβασες και πολύ περισσότερο που το σχολίασες τόσο θετικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι εσύ να είσαι καλά και να περνάς όμορφα τις διακοπές σου.
Καλό απόγευμα!