Τέτοια εποχή, μου αρέσει να γράφω μια ιστορία για όσους από σας πιστεύουν ακόμα στα μικρά θαύματα των Χριστουγέννων.
ΕΝΑ
ΜΙΚΡΟ ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Παραμονή Χριστουγέννων, αργά. Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Η
Βουκουρεστίου είχε ερημώσει. Μόνον το καφέ δίπλα στο Παλλάς παρέμενε ακόμα
ανοιχτό. Το κρύο ήταν τσουχτερό και ο καιρός το πήγαινε για βροχή.
-Να
σου φέρω κάτι να τσιμπήσεις; ρώτησε ο μεσόκοπος ιδιοκτήτης τον μοναδικό πελάτη
του. Οι ηλικίες τους διέφεραν αρκετά. Ο πελάτης φαινόταν νέος, ένας καλοβαλμένος
γιάπης, ίσως υπάλληλος πολυεθνικής, ίσως δικηγόρος. Φορούσε σκούρο κοστούμι και
στο αριστερό του χέρι έλαμπε ένα χρυσό δαχτυλίδι. Στα πόδια του ήταν ακουμπισμένη
η επαγγελματική του τσάντα από γυαλιστερό δέρμα, πανάκριβη, αγορασμένη σίγουρα
από κάποιο μαγαζί της Στοάς Φέξη. Έπινε τον δεύτερο καφέ του με μικρές γουλιές έχοντας
καρφωμένο το βλέμμα του έξω, στον έρημο πεζόδρομο.
Ο
πελάτης ξαφνιάστηκε από την αιφνίδια πρόταση του ιδιοκτήτη και τον κοίταξε με απορία. Το
ύφος του μαρτυρούσε πως έβγαινε από έναν άλλον κόσμο όπου πριν λίγο είχε
αναγκαστεί, κάπως βίαια, να εγκαταλείψει.
-Πώς
είπες;
Ο
ιδιοκτήτης εκείνη τη στιγμή τακτοποιούσε τα τελευταία καθαρά ποτήρια σ’ ένα
ράφι, αλλά συγχρόνως έριχνε κλεφτές ματιές στον ξεμεινεμένο πελάτη του.
-Ρώτησα,
αν πεινάς. Είναι περασμένη η ώρα και δεν έχω βάλει ακόμα τίποτα στο στόμα μου. Θα
μου κάνεις παρέα;
-Τι
σκέφτεσαι να φτιάξεις;
-Τίποτα
σπουδαίο, μια μπαγκέτα με προσούτο και ό,τι άλλο μου έμεινε στο ψυγείο. Ο πελάτης έγνεψε
καταφατικά και βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις του. Του ιδιοκτήτη του πήρε μόλις λίγα λεπτά να ετοιμάσει τα σάντουιτς. Τα έφερε
στο τραπέζι του και μετά τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε απέναντί του χωρίς να
ζητήσει άδεια. Άρχισε να τρώει πρώτος, με όρεξη.
-Μιας
και ξεμείναμε εδώ τόσο αργά και μοιραζόμαστε το φαγητό μας, ας συστηθούμε
κιόλας «Λεωνίδας», είπε ο ιδιοκτήτης και άπλωσε το ελεύθερο χέρι του προς το
μέρος του άλλου. Εκείνος τον κοίταξε με κάποια απορία, σαν να τον έβλεπε για
πρώτη φορά, αλλά, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, ανταποκρίθηκε ψιθυρίζοντας σχεδόν το όνομά του, «Βασίλης».
Στην αρχή έτρωγαν αμίλητοι. Άρχισε
να βρέχει. Ψιλόβροχο ήταν. Ο πεζόδρομος μέσα σε λίγα λεπτά γυάλιζε σαν
καθρέφτης. Πάνω του αντανακλούσαν τα πολύχρωμα φώτα των γιορτινών μαγαζιών
δημιουργώντας μια ονειρική εικόνα.
Ο
Λεωνίδας τελείωσε πρώτος το φαγητό του. Σκούπισε τα ψίχουλα που είχαν κολλήσει στο
μούσι του, και συνέχισε να μένει σιωπηλός δίπλα στον Βασίλη που επέμενε να
παρακολουθεί αμίλητος το χορό των χρωμάτων πάνω στο οδόστρωμα.
-Ωραία
βραδιά απόψε, είπε χαμογελώντας ο Λεωνίδας στην προσπάθειά του να του αποσπάσει
την προσοχή.
-Πού
τη βλέπεις ωραία; Αποκρίθηκε ψυχρά ο άλλος.
-Έχει
ησυχία, είμαστε στα ζεστά και απολαμβάνουμε ένα ωραίο ψιλόβροχο.
Ο Βασίλης γέλασε τότε και του είπε:
-Είσαι
σίγουρος πως αυτό θα ήθελες για απόψε;
-Αυτό
έχω.
-Ναι,
αλλά τι θα ήθελες πραγματικά;
-Χμ…
δεν έχει σημασία. Απολαμβάνω αυτό που μπορώ να έχω. Ο Βασίλης δεν επέμεινε.
Προτίμησε να βυθιστεί πάλι στη σιωπή του. Όμως ο Λεωνίδας δεν κατέθεσε τα όπλα.
Κάτι σ’ αυτόν τον νέο άντρα του κέντριζε το ενδιαφέρον και ήθελε να τον
γνωρίσει. Ίσως να μην ήταν ούτε αυτό, ίσως απλά να βαριόταν ή πάλι, ίσως να
ήθελε να καθυστερήσει την επιστροφή του στο σπίτι. Έδωσε λοιπόν ώθηση στην
κουβέντα τους με την επόμενη ερώτησή του.
-Σαν
σήμερα σε χώρισε; Αυτό κι αν ξάφνιασε τον Βασίλη! Πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο.
-Τι
ώρα είναι; ρώτησε άσχετα.
-Κοντεύει
μια.
-Τόσο
αργά; Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα, είπε και κάθισε πάλι ήσυχα στη θέση
του. Άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και φύσηξε τον καπνό στο ταβάνι.
-Εσύ
πού το ξέρεις; απάντησε επιτέλους, φανερά ενοχλημένος απ' την αδιάκριτη ερώτηση του Λεωνίδα.
-Δεν
το ξέρω. Το ύφος σου όμως κάτι μου θυμίζει.
-Τι
σου θυμίζει;
-Τον
εαυτό μου πριν πέντε χρόνια. Κι εμένα παραμονή Χριστουγέννων με χώρισε. Από
τότε έχω να τη δω ή να ακούσω κάτι γι’ αυτήν. Εξαφανίστηκε. Άνοιξε η γη και την κατάπιε.
-Πέντε
χρόνια; Κι ακόμα τη σκέφτεσαι; Δεν έχω ελπίδα...
-
Να σου πω κάτι που έμαθα με τον δύσκολο τρόπο; Έχει και τα καλά του ένας
χωρισμός. Σε κάνει σοφότερο.
-Να μου λείπει. Καλύτερα να είμασταν μαζί κι ας ήμουν λιγότερο σοφός, απάντησε ο Βασίλης και το ύφος του έδειχνε καθαρά πως αυτή ήταν μια σκέψη που είχε κάνει ήδη πολλές φορές. Μετά αποφάσισε, όπως φαίνεται, να δείξει περισσότερο ενδιαφέρον για τον συνομιλητή του, και τον ρώτησε:
-Τι έγινε με
σας; Αν θέλεις μου λες βέβαια. Ο Λεωνίδας συγκράτησε το χαμόγελο που του προκάλεσε αυτή η ερώτηση. Ένιωσε μέσα του ικανοποιημένος που είχε καταφέρει να ρίξει τον τοίχο του Βασίλη και τώρα εκείνος έβγαινε σιγά - σιγά από την μελαγχολία του.
-
Δεν ξέρω. Δεν κατάλαβα. Έβαλε τα πράγματά της σε μια βαλίτσα και έφυγε χωρίς
πολλές εξηγήσεις.
-Δεν
τη ρώτησες; Δεν προσπάθησες να τη σταματήσεις;
-Όλα
τα έκανα, αλλά δεν άκουγε τίποτα. Έκλεισε πίσω της την πόρτα κι εγώ έμεινα
κούτσουρο. Λες και με χτύπησε κεραυνός, είπε ο Λεωνίδας κι ένα σαρκαστικό
χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
-Καταλαβαίνω.
Αν δεν δοθούν εξηγήσεις, βολοδέρνουμε στις ίδιες και στις ίδιες σκέψεις. Λοιπόν,
πέντε χρόνια είναι πολλά, πρέπει να προχωρήσεις.
-Να
προχωρήσω να πάω πού, όταν νιώθω πως έχασα τον προορισμό μου; απάντησε ο
Λεωνίδας προσπαθώντας, μ’ έναν αστείο μορφασμό, να δείξει αστείος με το θέμα
που τον έκαιγε.
-Δύσκολο
ε;
-Πολύ!
-Λες
να φταίει η ηλικία;
Μπα…
Έχει σημασία;
Ο Βασίλης δεν απάντησε. Βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις του. Ο Λεωνίδας σηκώθηκε και
έβαλε μουσική.
-Σε
ενοχλεί; Να το κλείσω;
Ο Βασίλης αντί να απαντήσει έκανε μια αδιάφορη κίνηση με το χέρι του, κάτι που ο
Λεωνίδας ερμήνευσε θετικά. Κάθισε πάλι απέναντί του.
-Πες
μου για κείνη. Αν θέλεις βέβαια. Πώς την έλεγαν; Η ερώτησή του έβγαλε ξανά τον Βασίλη από τον κόσμο του.
-Αθηνά.
Απάντησε ξερά, προσπαθώντας να κρύψει την ενόχλησή του. Το μόνο που ήθελε ήταν
να τον αφήσουν στην ησυχία του. Να βυθιστεί στη θλίψη του με την ησυχία του, να
απολαύσει τη δυστυχία του χωρίς διακοπές μέχρι να γίνει απόλυτο σκοτάδι μέσα
του, να πεθάνει, να σβήσει, να μην σκέφτεται.
-Πώς
ήταν; Ο Λεωνίδας επέμενε να διακόπτει την απολαυστική του κατάπτωση.
-Σαν
πυροτέχνημα…
-Πρώτη
φορά ακούω τέτοιο χαρακτηρισμό για γυναίκα.
-Έτσι
ακριβώς ήταν, σαν πυροτέχνημα. Εκρηκτική και πολύχρωμη. Είχε κάτι εορταστικό
και μ’ έκανε να νιώθω τυχερός που την είχα.
-Καλό
ακούγεται, αλλά τα πυροτεχνήματα κρατάνε λίγο.
-
Λίγο κράτησε, μα όσο κι αν κράτησε, μου φτάνει για μια αιωνιότητα.
-Αλήθεια;
Τότε γιατί φαίνεσαι τόσο λυπημένος;
-
Δεν είμαι λυπημένος. Μπερδεμένος είμαι και θυμωμένος. Πρέπει να βρω ξανά τον
εαυτό μου. Είναι πρόσφατο γι’ αυτό τα έχω παίξει. Θα συνέλθω όμως. Θέμα χρόνου
είναι. Αν μου είχε εξηγήσει, αν μου είχε πει τι δεν πήγαινε καλά, θα το είχα
διορθώσει. Αυτό με θυμώνει. Που δεν μου μίλησε. Αν ήξερα, όλα θα τα είχα
φτιάξει.
Μετά
από αυτό το ξέσπασμα ο Βασίλης πήρε λίγα λεπτά να σκεφτεί και συνέχισε:
-Θυμάμαι
τα μαλλιά της. Δεν τα έβαφε. Σπάνιο πράγμα για σημερινή γυναίκα. Είχε καστανά
μαλλιά που έλαμπαν ακόμα και στο σκοτάδι. Λίγο φως έφτανε για να κάνει τις
τούφες της να λάμπουν σαν μετάξι.
-
Σοβαρά; Τι σύμπτωση! Και η Ειρήνη έτσι ήταν. Τι άλλο θυμάσαι;
-Τα
πάντα θυμάμαι.
-Ωραία.
Πες άλλο ένα.
-Θυμάμαι
το σώμα της όταν έσκυβε να φορέσει τις κάλτσες της. Καμπύλωνε η ράχη της κι αυτή η κίνηση με γοήτευε. Ήταν σαν αιλουροειδές που
παίρνει φόρα να τρέξει. Θυμάμαι τα χέρια της, είχαν μια σπάνια φινέτσα. Της
άρεσε να χειρονομεί όσο μιλούσε. Έπιανα τον εαυτό μου να προσέχει περισσότερο
τις κινήσεις τους παρά τα λόγια που μου έλεγε εκείνη.
Όσο τον άκουγε ο Λεωνίδας να περιγράφει την Αθηνά, ένιωθε μέσα του σαν να μιλούσε ο ίδιος για την Ειρήνη.
-Τι
λες τώρα! Φοβερό! Σαν να περιγράφεις την Ειρήνη, είπε και
μετά από έναν μικρό δισταγμό, σαν να θυμήθηκε ξαφνικά κάτι, συμπλήρωσε:
-Σε
ζηλεύω! Εγώ ελάχιστα πράγματα θυμάμαι από κείνη. Εσύ τα ξαναφέρνεις τώρα στο νου μου, και δεν ξέρω αν είναι καλό αυτό για μένα. Μου πήρε καιρό να ξεχάσω. Αφαιρούσα, μέρα με τη μέρα, τις
αναμνήσεις μου μέχρι που δεν έμεινε ούτε μία. Αυτό όμως που δεν κατάφερα να
εξαφανίσω είναι ο πόνος εκείνου του πρωινού που την είδα να φεύγει φορτωμένη με
τη βαλίτσα της. Μόλις είχα ανοίξει τα μάτια μου. Δεν κατάλαβα αμέσως τι
συνέβαινε. Ένιωθα απορία και συγχρόνως είχα τη βεβαιότητα πως έβλεπα έναν
εφιάλτη. Δεν είχε τρέξει τίποτα πριν, ώστε να με προετοιμάσει για τη φυγή της.
Είμασταν καλά, περνούσαμε υπέροχα μαζί ή έτσι τουλάχιστον μου έδινε να καταλάβω.
Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα πια. Ένα όμως είναι σίγουρο, δεν θα καταλάβω ποτέ τις
γυναίκες, κατέληξε ο Λεωνίδας με στωικότητα.
-
Θα ήθελα να τη συναντήσω, για να τη ρωτήσω, πού έκανα λάθος μαζί της, συνέχισε
την παράλληλη αφήγησή του ο Βασίλης, σαν να μην άκουσε τίποτα απ΄ όσα
είπε ο συνομιλητής του πριν.
-Δεν
έχει νόημα να ρωτάς τέτοια πράγματα. Έφυγε. Κράτησε αυτό και προχώρα.
Εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω.
-Ναι,
και βλέπω πώς πάει! Πέντε χρόνια κι ακόμα πονάς! Άσε, δεν υπάρχει σωτηρία…
Έμειναν
για λίγα λεπτά σιωπηλοί κοιτώντας και οι δυο προς την ίδια κατεύθυνση. Το
ψιλόβροχο, στο μεταξύ, γύρισε σε δυνατή βροχή. Η θέρμανση έκλεισε και η
ατμόσφαιρα άρχισε να παγώνει. Ο Βασίλης έριξε στους ώμους του το παλτό του. Ένα μικρό χνουδωτό φτερό είχε κουρνιάσει στο πέτο του. Κανείς τους όμως δεν το πρόσεξε. Είχαν αλλού το μυαλό τους.
-Τι
πήγε άραγε στραβά; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, μουρμούρισε. Ο Λεωνίδας τον χτύπησε
φιλικά στην πλάτη. Εκείνος λες και αφυπνίστηκε από τη χειρονομία του.
-
Σε καθυστερώ. Θα θέλεις να κλείσεις.
-Όχι
μην ανησυχείς. Δεν έχω άλλωστε πού να πάω.
-
Εδώ μένεις;
-Προς
το παρόν ναι. Έχω ένα κρεβάτι πίσω, στην αποθήκη. Ο Βασίλης ζήτησε να μάθει
περισσότερα και ο Λεωνίδας του μίλησε με λίγα λόγια για το οικονομικό αδιέξοδο που είχε περιέλθει, μετά
τον χωρισμό του. Ο Βασίλης άκουγε προσπαθώντας να κρατήσει το ενδιαφέρον του
εστιασμένο στα λόγια του Λεωνίδα, αλλά η ψυχή του βρισκόταν αλλού. Ο Λεωνίδας
το κατάλαβε και σταμάτησε να μιλάει για τα δικά του. Έμειναν πάλι για κάμποσο
σιωπηλοί.
-Εσύ
που θα γιορτάσεις σήμερα; ρώτησε τον Βασίλη για να σπάσει τη σιωπή.
-Με
έχει καλέσει η αδελφή μου.
-Αλήθεια,
δεν σκέφτεσαι να παντρευτείς, να κάνεις δική σου οικογένεια;
-
Όχι. Δεν πιστεύω στον γάμο. Μόνον με την Αθηνά μου είχε περάσει απ’ το νου,
αλλά τώρα ούτε που το σκέφτομαι πια. Εσύ;
-Το
έχω σκεφτεί, αλλά δεν με παίρνει, απάντησε ο Λεωνίδας, και μετά από έναν μικρό
δισταγμό, έβγαλε από την τσέπη του ένα μπλοκάκι και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
-Χθες,
εντελώς τυχαία, βρήκα αυτό. Δικό της είναι. Ήταν μπερδεμένο μες στα πράγματα που
έφερα απ’ το παλιό μου σπίτι. Το ξέχασε; Το άφησε επίτηδες για να το βρω και να
το διαβάσω; Δεν ξέρω.
- Το διάβασες;
-Φυσικά!
Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό. Και να σου πω, στην τελική, το είδα και
σαν θεία δίκη. Αφού εκείνη έφυγε έτσι, σαν τον κλέφτη, χωρίς εξηγήσεις, το
σύμπαν φρόντισε να τελειώσει τη δουλειά σωστά.
-Τι
γράφει; Θα μου πεις;
-Σκόρπιες
σκέψεις. Δεν βγάζω νόημα.
-Δηλαδή;
Ο
Λεωνίδας πήρε πάλι στα χέρια του το λάφυρο της Θείας Δίκης, κάθισε πιο
αναπαυτικά στο κάθισμά του, και άρχισε να διαβάζει.
«Έχασα
την αρχική μου αθωότητα. Η ζωή επιβεβαίωσε την άποψή που είχα σχηματίσει, πως αληθινή
και αγνή αγάπη δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνον η Τέχνη της αγάπης, όχι η
ίδια η αγάπη. Οι άνθρωποι βιώνουν την αγάπη μέσα από είδωλα και σύμβολα.
Μαθαίνουν τρόπους, εξασκούνται στην τεχνική του πώς να αγαπάνε και να κάνουν τους άλλους να τους αγαπούν. Είναι σαν να θαυμάζουν
και να απολαμβάνουν ένα έργο τέχνης που ξέρουν πως έχει ποιότητα και αξίζει πολλά, μα οι ίδιοι δεν θα το αποκτήσουν ποτέ. Το μόνο που έχουν στο τσεπάκι τους
είναι το εισιτήριο του «μουσείου» που το εκθέτει. Μπαίνουν στο σινεμά για να
δουν μια ερωτική ταινία ή στο θέατρο, στη γκαλερί, διαβάζουν βιβλία για την
αγάπη. Έτσι τη βιώνουν: από απόσταση και
πάντα με κάποιο αντίτιμο.
Κάποτε
πίστεψα πως υπάρχει αυτό το πάναγνο αίσθημα της οικειότητας, της φροντίδας και
της προσφοράς. Αυτή η γλυκύτητα της αυθόρμητης προσέγγισης και της αποδοχής χωρίς όρους.
Όμως, όλες εκείνες τις όμορφες σκέψεις που την
απαρτίζουν, αναγκάστηκα μεγαλώνοντας να τις κλείσω μέσα σ' ένα μικρό κουτί, και να το καταχωνιάσω στη ντουλάπα μου, κάτω από στοίβες
σεντονιών γιατί αυτές οι όμορφες σκέψεις δεν βρίσκουν την ανταπόκριση που τους
αξίζει. Κι όταν αυτό το μικρό κουτί με το πολύτιμο περιεχόμενό του το ανακάλυψα μετά από χρόνια, ξεχασμένο, λησμονημέν0, έμεινα άναυδη μπροστά στην τόση
αθωότητα που έκλεινε μέσα του, στοργικά.
Είναι
κι αυτός ένας απ’ τους μικρούς προσωπικούς μύθους της ζωής μου: η αληθινή, αγνή αγάπη!
Οι
μικροί μύθοι της ζωής μου…
Αναρωτιέμαι καμμιά φορά αν θα μπορούσα να
ζήσω αξιοπρεπώς χωρίς αυτούς τους μικρούς προσωπικούς μου μύθους. Η απάντηση
είναι, όχι. Δεν θα μπορούσα. Αν μπορούσα, θα ήμουν μια άλλη».
Ο
Λεωνίδας σταμάτησε απότομα την ανάγνωση και ρώτησε συγχυσμένος τον Βασίλη:
-Εσύ
κατάλαβες τίποτα; Βγάζεις άκρη;
-Όχι.
Θέλει σκέψη. Τι εννοεί όταν λέει ότι κλείνει τις σκέψεις σε μικρά κουτιά;
-Μάλλον
είναι κάπως ποιητικό αυτό. Έτσι σκέφτονται οι γυναίκες.
-Και
το άλλο που λέει πως τα κρύβει κάτω από στοίβες σεντονιών; Κάτω από σεντόνια το
βρήκες;
-Όχι.
Καμία σχέση.
-Ω
ρε φίλε! Τι κουβαλάνε μέσα στο κεφάλι τους;
-Εντάξει,
δεν είναι όλες έτσι. Υπάρχουν και οι νορμάλ. Μια που είχα πριν την Ειρήνη, να
δεις πώς την έλεγαν…Δεν θυμάμαι πια το όνομά της, ήταν κανονική. Θέλω να πω, ήθελε
συγκεκριμένα πράγματα. Καλό φαγητό, σεξ και ταξίδια. Ήξερες πού
να ποντάρεις. Κι έπεφτες πάντα μέσα.
-Ναι
αλλά δεν θυμάσαι πια ούτε το όνομά της. Η αυθόρμητη παρατήρηση του Βασίλη έβαλε τον Λεωνίδα σε σκέψεις.
-Η
Αθηνά ήταν ηθοποιός. Σοβαρή ηθοποιός. Έπαιζε σε μια ερασιτεχνική ομάδα, δεν
ξέρω ποια ακριβώς, συνέχισε ο Βασίλης πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχε
αφήσει ο άλλος.
-Πήγες
να την δεις;
-Τα
βαριέμαι αυτά τα ερασιτεχνικά. Πολλή κουλτούρα. Δεν τα αντέχω.
Ο
Λεωνίδας συνέχισε να ξεφυλλίζει το μπλοκ της Ειρήνης.
-Άκου
τι γράφει εδώ, δεν καταλαβαίνω τίποτα.
«Ο
Γκαίτε λέει, πως συνδιαλεγόμαστε με τον άνθρωπο που αγαπάμε, όπως με μια
εικόνα. Δεν είναι ανάγκη να μας μιλάει, να μας κοιτάζει, να ασχολείται μαζί
μας. Εμείς το βλέπουμε, νιώθουμε τη σχέση μας μαζί του ή μάλλον η σχέση μας
μπορεί να αναπτυχθεί δίχως εκείνο το πρόσωπο να κάνει κάτι, δίχως καν να
αντιληφθεί ότι συμπεριφέρεται σαν να ήταν απλώς μια εικόνα».
-Ποιος
είναι ο Γκαίτε; ρώτησε ο Βασίλης καχύποπτα.
-Δεν
ξέρω. Ίσως κάποιος γνωστός της, απάντησε ο Λεωνίδας προβληματισμένος.
-Απλώς
γνωστός της; Δεν νομίζω. Αφού κρατάει τα λόγια του γραμμένα στο μπλοκ της. Και
τι λέει αυτός ακριβώς; Ότι η σχέση μπορεί να αναπτυχθεί ακόμα κι αν το άλλο
πρόσωπο δεν κάνει κάτι; Θα μας τρελάνει ο τύπος! Εγώ όλα τα έκανα, αλλά η Αθηνά
με παράτησε!
Ο
Λεωνίδας έπεσε σε περισυλλογή. Κι αν είχε δίκιο ο Βασίλης; Αυτή η σκέψη δεν
πέρασε ποτέ από το νου του. Συνέχισε να ξεφυλλίζει το μπλοκ της Ειρήνης.
Στάθηκε σ΄ ένα άλλο σημείο και διάβασε δυνατά.
«
Ο υπέροχος κήπος του νου μου! Αυτός με σώζει. Κάθε πρωί μικρές εκρήξεις, σύντομες ξαφνικές λάμψεις,
σαν θαύματα ταχυδακτυλουργού, ξεσπούν μες στο μυαλό μου. Απολαμβάνω την
καταιγίδα των χρωμάτων που πλημμυρίζουν σιγά-σιγά το νου μου. Μια βροχή θα με
σώσει, σκέφτομαι κι αμέσως το μυαλό μου στήνει χορό με εκατομμύρια σταγόνες που ρέουν καταιγιστικά στις φλέβες
μου. Ανακούφιση! Τις ακολουθώ υπνωτισμένη. Σαν τον ήχο της βροχής πάνω στη
στέγη, πάνω στα τζάμια του παραθύρου, έτσι κι αυτός ο υπέροχος κήπος του νου
μου γίνεται ο μαγικός αυλός της ψυχής μου. Έξω, κυριαρχεί το τέρας. Όλη η
ασχήμια μαζεμένη μέσα σε μια δεκαετία. Όλα τα δεινά μαζεμένα. Πόσα μπορεί να
αντέξει κανείς;»
Όση
ώρα ο Λεωνίδας διάβαζε τις τελευταίες σημειώσεις από το μπλοκ της Ειρήνης, ο Βασίλης τον άκουγε σκεπτικός. Όταν τελείωσε, τον ρώτησε.
-Είσαι
σίγουρος πως ήταν στα καλά της; Ο
Λεωνίδας δεν απάντησε. Είχε πέσει πάλι σε περισυλλογή. Οι σημειώσεις της
Ειρήνης τον είχαν μπερδέψει. Άρχισε σιγά-σιγά να αντιλαμβάνεται πως δεν την
είχε καταλάβει καθόλου. Άλλη εικόνα είχε σχηματίσει για κείνη. Γι’ αυτόν η
Ειρήνη ήταν μια αξιολάτρευτη τρυφερή ύπαρξη που του έκανε όλα τα χατίρια. Τον
φρόντιζε, τον κρατούσε πάντα ικανοποιημένο και μαγείρευε τέλεια. Ήταν ερωτική
με τον τρόπο που εκείνος ήθελε και πήγαινε πάντα με τα νερά του. Γιατί να το
κάνει αυτό αν δεν τον αγαπούσε;
Μια
υποψία άρχισε να εξυφαίνει τον ιστό της μέσα στο νου του. Ένιωθε πως ήταν πολύ
κοντά στο να ανακαλύψει τον λόγο που εκείνη τον είχε εγκαταλείψει. Και σίγουρα
δεν ήταν αυτός ο Γκαίτε ή οποιοσδήποτε άλλος. Η αιτία βρισκόταν μέσα σε κείνον τον «υπέροχο κήπο του νου της».
Ναι. Εκεί μέσα βρίσκονταν οι απαντήσεις στα ερωτήματά του. Πώς δεν το είχε
σκεφτεί αυτό νωρίτερα; Το τελευταίο το είπε δυνατά για να το ακούσει κι ο Βασίλης, μα εκείνος δεν βρισκόταν πια εκεί. Είχε φύγει! Πάνω στο τραπέζι
υπήρχε ένα κατάλευκο φτερό και ένα πενηντάευρο, αλλά εκείνος, άφαντος.
Μπερδεύτηκε.
Για μια στιγμή ένιωσε πως ο Βασίλης δεν ήρθε ποτέ στο μαγαζί του, δεν
μοιράστηκαν μαζί ποτέ αυτό το βράδυ. Μήπως τα είδε όλα στο όνειρό του; Το
πενηντάευρο κι αυτό το φτερό; Πώς βρέθηκαν πάνω στο τραπέζι;
Έριξε νερό στο πρόσωπό του και βγήκε έξω. Είχε επειγόντως ανάγκη από καθαρό αέρα. Χάραζε. Οι καμπάνες της Μητρόπολης χτυπούσαν χαρμόσυνα.
Άνθρωποι κατηφόριζαν προς την εκκλησία. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να
ακολουθήσει, αλλά αμέσως το μετάνιωσε και μπήκε πάλι μέσα.
Άνοιξε το ραδιοφωνάκι που είχε δίπλα στο ταμείο του και όλο το μαγαζί πλημμύρισε από χαρούμενες παιδικές φωνές που έψελναν τα κάλαντα. « Χριστός γεννάται σήμερον…»
Άκουσε
το τραγούδι των παιδιών μέχρι το τέλος. Έκλεισε το ραδιόφωνο. Μες στην
απόλυτη ησυχία του χώρου βρήκε την σπάνια ευκαιρία να αναλογιστεί τη ζωή του. Αναρωτήθηκε
γιατί ήταν μόνος;
Η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε απότομα.
Ένα χαρούμενο πρόσωπο πρόβαλε στο άνοιγμα μαζί μ’ ένα κύμα ψυχρού αέρα.
-Καλά
Χριστούγεννα Λεωνίδα! Τι έγινε; Εδώ την έβγαλες χθες;
Ήταν ο
περιπτεράς της γωνίας. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να του απαντήσει. Κάποιος άλλος
τράβηξε την προσοχή του, κι έφυγε όπως ήρθε.
Έμεινε πάλι μόνος με τις σκέψεις του. Έκανε
καφέ και κάθισε να τον πιεί στο βάθος του καταστήματος. Όλα ξεκαθάριζαν σιγά-σιγά
μέσα του.
Μια
ομάδα παιδιών του χτύπησε το τζάμι.
-Να τα
πούμε;
- Να
τα πείτε! «Χριστός γεννάται σήμερον…». Τραγούδησε μαζί τους. Πήρε το
πενηντάευρο να τους το δώσει. Μα δεν πρόλαβε. Αέρας όρμησε μέσα απ’ την
μισάνοιχτη πόρτα κι έριξε το χαρτονόμισμα στο δάπεδο. Έσκυψε να το μαζέψει και
τότε, πρόσεξε πως πάνω στη μια του όψη ήταν σημειωμένος με το χέρι ένας αριθμός, ένας αριθμός τηλεφώνου. Έβαλε
το χαρτονόμισμα στην τσέπη του και έδωσε στα παιδιά ένα άλλο. Εκείνα τον
ευχαρίστησαν κι απομακρύνθηκαν χαρούμενα. Γύρισε πίσω στη θέση του κι έβγαλε το
χαρτονόμισμα απ’ την τσέπη του. Το περιεργάστηκε. Το βλέμμα του σταμάτησε πάνω
στον αριθμό που ήταν σημειωμένος. +358… Έψαξε. +358
κωδικός Φιλανδίας. Μάλλον τουρίστας Φιλανδός πλήρωσε μ' αυτό. Αλλιώς τι άλλο;
Σηκώθηκε και κλείδωσε την πόρτα. Τράβηξε και τις μισές κουρτίνες της τζαμαρίας. Το μουντό φως της χειμωνιάτικης μέρας φώτιζε, όσο χρειαζόταν, τον χώρο. Άρχισε να περπατάει πάνω- κάτω. Κάτι μέσα του τον έτρωγε, δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Δεν του πήρε πολύ μέχρι να το αποφασίσει. Με σίγουρες κινήσεις πληκτρολόγησε τον αριθμό στο κινητό του και περίμενε. Σε λίγο, μια γυναικεία φωνή, κάπως ανυπόμονη, ακούστηκε να ρωτάει «Ναι. Ποιος είναι;»
Ο Λεωνίδας ταράχτηκε. Δυνατό ρίγος ένιωσε να τον διαπερνάει. Αυτή τη φωνή δίχως άλλο τη θυμόταν. Ναι, αυτή τη φωνή, δεν γινότανε να την ξεχάσει!
-Ειρήνη; ρώτησε με αγωνία και την ίδια στιγμή του φάνηκε πως είδε φευγαλέα στον απέναντι καθρέφτη τη φιγούρα του Βασίλη, με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι, να τον κοιτάζει και να χαμογελάει.
ΤΕΛΟΣ
Καλές Γιορτές! 💝