
Αν έπρεπε να ζωγραφίσω εκείνη την εποχή, θα
σχεδίαζα νέους ανθρώπους κλεισμένους σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο καπνό. Κάπνιζαν όλοι, με μανία. Λες και το κάπνισμα ήταν βασική προϋπόθεση για να ενταχθεί κανείς σε μια παρέα.
Στο δυαράκι της οδού
Φρύνης στο Παγκράτι, λύνονταν όλα τα θέματα της μεταπολίτευσης συζητώντας.
Αναλύσεις επί αναλύσεων. Ώρες πολλές, μέχρι που η νύχτα τελείωνε και χάραζε η
επόμενη μέρα. Που και που, κάποιος σηκωνόταν κι άνοιγε την μπαλκονόπορτα για
βγει ο πολύς καπνός. «Κλείσε την, θα νομίσουν πως πιάσαμε φωτιά», έλεγε ο Νικηφόρος κάθε φορά γελώντας. Μιλούσαν και κάπνιζαν ακατάπαυστα αναλύοντας άλλοτε το Κεφάλαιο του Μαρξ ή τη δολοφονία του Τρότσκι, άλλοτε τις αριστερές παρατάξεις ή τις ταινίες που βλέπαμε στο ΑΣΤΥ και στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ . "Αυτοκρατορία των αισθήσεων", "Πέτρινα χρόνια", "Η Χαμένη
τιμή της Καταρίνα Μπλουμ","Αλεξάντερπλάτς" και πόσες άλλες...
Κάποιος έσπασε ξαφνικά, μια μέρα, τον "κύκλο των χαμένων αριστερών" απαγγέλοντας δυνατά λίγους ερωτικούς στίχους του Μαγιακόφσκι:
"Κάθε τριχούλα σου σγουρή, χρυσωμένη, τη γεμίζω με χάδια…".
Επανάσταση στο ακροατήριο: "Άσ’ τον αυτόν τον ονειροπόλο
κουλτουριάρη!"
Εμένα όμως μου άρεσε που το άκουσα τότε. Μου έδωσε ελπίδα πως όλα θα γίνουν καλύτερα και τόλμησα για πρώτη φορά να σιγοντάρω με στίχους του Ρίτσου:
"Κι εσύ έρωτα, εκατόφυλλο πορφυρό μου ρόδο που γεννήθηκες μέσα απ' τις φλόγες..."
Είπαμε. Ήταν η εποχή της σοβαρότητας, των ατελείωτων συζητήσεων μέσα σε στενά φοιτητικά δωμάτια, του Νες και των καπνισμένων τοίχων.
Ο μήνας τελείωνε στις
15, όταν τελείωναν και τα λεφτά. Μετά τίποτα… Κουβέντα στους γονείς για να
τσοντάρουν. Κανείς μας δεν ήθελε να ακούσει εκείνο το "Πάλι μείνατε; Τί κάνετε τα λεφτά;"
Τρελός ο έρωτας του Νίκου για το κορίτσι από τη Σύρο. Πώς
το έλεγαν; Σοφία; Μιλούσαν κάθε μέρα ώρες στο
τηλέφωνο. Υπεραστικό.
Έτσι ήταν ο Νίκος. Όταν ήθελε, ήθελε πολύ!
Εγώ σιωπή. Ο έρωτας θέλει στήριξη. Ο λογαριασμός όμως έφτανε στα
ύψη. Μεγάλο πρόβλημα η πληρωμή του. Βρήκε δουλειά στο Πέραμα, στις αμμοβολές. Παγκράτι-Πέραμα
με το ποδήλατο. Μεγάλες οι αποστάσεις, μεγάλες και οι απολαβές, αλλά η δουλειά πολύ σκληρή. Ήθελε κάτι ν’
αποδείξει. Άντεξε δυο μήνες.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο μαύριζαν οι τοίχοι. Ήταν πολλή η κάπνα των καιρών και των τσιγάρων. Μια μέρα μου είπε: "Θα βάψω το σπίτι!" Έπιασε τις μπογιές και το έκανε όλο άσπρο. Στον βορεινό τοίχο ζωγράφισε παχιά μαύρα κάγκελα κι ένα χέρι να τα κρατάει. Ένα χέρι μονάχο του πίσω απ’ τα κάγκελα. Η πρώτη του απόπειρα να ελαιοχρωματίσει. Πόσο ήταν
τότε; 19 χρονών. Δεν με ρώτησε, ούτε ζήτησε τη γνώμη μου.
Έτσι ήταν ο Νίκος. Όταν ήθελε, ήθελε πολύ!
Ζήσαμε τέσσερα χρόνια με τα κάγκελα. Μετά, έφυγε για Αλεξανδρούπολη. Φαντάρος. Φάκελος "χρωματισμένος". Πορείες και διανυκτερεύσεις με σκηνάκια στα βουνά. Ευκαιρία να σβήσω τα κάγκελα απ' τον τοίχο. Τον έβαψα ξανά. Πράσινο. Πάνω του ζωγράφισα Καντίνσκι (ιεροσυλία!) πολύχρωμα
γεωμετρικά σχήματα, πλεγμένα αρμονικά. Για δέκα χρόνια δεν τον πείραξε κανείς. Μετά πουλήθηκε το σπίτι. Έτσι ήθελε ο Νίκος και το ήθελε πολύ. Απόμεινε μονάχος του στο βορρά ο Καντίνσκι και απέναντι στο Νότο, μια αφίσα κολλημένη με σελοτέιπ στον τοίχο: "WHY?". Σαν πανανθρώπινη, ατέρμονη κραυγή: «Γιατί;»
Η συμμετοχή μου στο διαδικτυακό λογοτεχνικό δρώμενο "Μίνι Σκυτάλη #4", που διοργανώνει η Μαίρη από την ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ.